M Ø NS Ŧ ER (Κεφάλαιο 3) - "Wιcked Gaɱes" (μέρος 10ο)

Οι φωνές, τα άγρια γαβγίσματα και τα αλλεπάλληλα γρονθοκοπήματα στην πόρτα της αίθουσας μας αιφνιδιάζουν και πεταγόμαστε όλοι πάνω ουρλιάζοντας.
«Ανοίξτε, αναθεματισμένοι χούλιγκανς! Το ξέρω ότι είστε εκεί μέσα», ωρύεται ο επιστάτης. «Σας μύρισε ο Συνταγματάρχης Μπάτερφιλντ! Είναι καθαρόαιμο ροτβάιλερ, σωστό λαγωνικό! Τίποτα δεν εξαπατά την όσφρηση του, άθλια αποβράσματα!»
Θαρρείς, για να υπογραμμίσει τα λόγια του αφεντικού του, ο Συνταγματάρχης Μπάτερφιλντ, το ψωριάρικο ροτβάιλερ, πέφτει με φόρα επάνω στην πόρτα και πιάνει να την ξύνει λυσσασμένα με τα νύχια του.
«Ω, Θεέ μου!», κλαψουρίζει η Εστέλλα και πιάνει το ροζ κεφάλι της με τα χέρια της, σαν ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας. «Τι θα κάνουμε; Αν μας μπουζουριάσει ο Ίστμαν θα μας χώσει στο πιο βαθύ κελί της απομόνωσης!»
«Δεν πρέπει να μάθει ότι ήμασταν εδώ απόψε». Η Νιβ επισημαίνει το αυτονόητο.
«Γαμώτο, το ακούσατε αυτό;», ρωτάει ο Κάι.
«Τον σαματά που κάνει το κωλόσκυλο;» Ο Τζέηκ είναι σαρκαστικός. «Είμαι σίγουρος ότι τον άκουσαν τρεις πολιτείες μακριά».
«Όχι, όχι αυτό. Το ντρίγκι ντρίγκι», εξηγεί αόριστα. Ταυτόχρονα, κάνουμε όλοι ησυχία και ακούμε ένα μεταλλικό κουδούνισμα, τον ήχο των κλειδιών του Ίστμαν που μπαίνουν στην σχισμή της πόρτας.
«Ξεκλειδώνει». Η φωνή του Κάι δεν είναι τίποτα άλλο από ένας φρενιασμένος συριγμός. Τρέχει και πέφτει επάνω στην πόρτα, πασχίζοντας με όλες του τις δυνάμεις να κρατήσει τον επιστάτη και τον Συνταγματάρχη έξω.
«Λίγη βοήθεια, εδώ πέρα;», μουγγρίζει χαμηλόφωνα, καθώς το πορτόφυλλο κοπανάει την πλάτη του. Ο Τζέηκ παίρνει θέση δίπλα του και μαζί κρατάνε αντίσταση σε έναν γέρο 70 κιλών και ένα θηρίο 90.
«Τι κάνουμε εμείς;», ρωτάω σαν χαμένη.
«Έλα». Η Εστέλλα αρπάζει το μπράτσο μου και μου δίνει οδηγίες να μαζέψω ότι μπορώ από την σεάνς. Χώνουμε τα μαύρα κεριά σε μια πλαστική σακούλα, διπλώνουμε τον πίνακα, παίρνουμε το πιόνι και τα γυάλινα βάζα του Κάι με τα εδέσματα. Φτυαρίζουμε το χοντρό αλάτι με τις χούφτες μας και προσπαθούμε να το εξαφανίσουμε μέσα στον κάδο των σκουπιδιών, την σακούλα, τις τσέπες μας. Οπουδήποτε.
Γυρίζω και κοιτάζω τον Κάι και τον Τζέηκ που μόλις και μετά βίας συγκρατούν την πόρτα στην θέση της. «Και τώρα; Τι κάνουμε με αυτά;», ρωτάω όλο απόγνωση.
«Στο τελευταίο παράθυρο», βογκάει ο Τζέηκ. «Κάποια κάγκελα είναι σπασμένα. Η Εστέλλα ξέρει ποια. Σπρώχτε τα και βγείτε. Άντε, εμπρός, δρόμο!»
«Και εσείς...;»
«Απλώς φύγε, Άντρι», με συμβουλεύει ο Κάι. «Αν ο Ίστμαν μας βρει όλους εδώ μέσα με τα μαύρα κεριά και τον πίνακα των πνευμάτων θα είναι πολύ χειρότερο, από το να πιάσει τους δυο μας για παραβίαση».
«Το άκουσες το πρεζόνι», λέει η Νιβ και με καθοδηγεί προς το παράθυρο στο βάθος της αίθουσας. Βλέπω την Εστέλλα να ξεβιδώνει κάποιους φαινομενικά γερούς στύλους απ' τα σιδερένια κάγκελα, και όταν δημιουργείται ένα κενό αρκετά μεγάλο, ώστε να την χωράει πετάει την παραγεμισμένη σακούλα έξω και πηδάει άηχα πίσω στο προαύλιο.
Με την σειρά μου, εγώ, στέκομαι στο στενό περβάζι του παραθύρου, λυγίζω τα γόνατά μου, κουλουριάζω το κορμί μου και με μια ώθηση βουτάω έξω από το τετράγωνο άνοιγμα με μια και μόνο κίνηση. Τα πόδια μου χτυπάνε στο έδαφος και τα πέλματά μου τσούζουν από την σύγκρουση. Χαίρομαι που κράτησα την ανάσα μου όταν πήδησα κι έτσι δεν ξεφώνισα πέφτοντας. Η Εστέλλα μου προσφέρει το χέρι της, εγώ το πιάνω και με σηκώνει στα πόδια μου.
«Νιβ», της ψιθυρίζει. «Σειρά σου, άντε, άντε, μην χρονοτριβείς».
Το σκούρο πρόσωπο της Νιβ ξεπροβάλει απ' το παράθυρο. «Ο γερομπισμπίκης μπήκε μέσα. Έχει άλλους δύο φρουρούς μαζί του», μας ειδοποιεί. «Με είδαν. Δεν έχει νόημα. Εσείς κοπανήστε την!», λέει τσαντισμένη και κλείνει το παράθυρο.
Η Εστέλλα κι εγώ το βάζουμε στα πόδια. Είναι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε πλέον, δεδομένων των περιστάσεων. Το προαύλιο είναι ολοσχερώς άδειο, αφού οι φρουροί έχουν πάει στις αίθουσες διδασκαλίας για να πιάσουν τα παιδιά. Έτσι, εμείς, έχουμε το ελεύθερο. Τρέχουμε γρήγορα και μέσα σε ελάχιστα λεπτά έχουμε φτάσει στα κτήρια των κοιτώνων.
«Τις κλειδώνουν ποτέ;», ρωτάω την Εστέλλα, δείχνοντας με ένα νεύμα τις μεγάλες σιδερένιες πύλες στην μπροστινή μεριά των κοιτώνων.
«Ανελλιπώς», αποκρίνεται εκείνη. «Αλλά μάλλον δεν έχει και τόση σημασία...». Από την τσέπη του τζάκετ της, βγάζει έναν μεταλλικό κρίκο με κλειδιά και τον αφήνει να κουδουνίσει επιδεικτικά. «Εάν οι φυλακισμένοι έχουν δικό τους ζευγάρι κλειδιά».
Την κοιτάζω έκπληκτη και θυμάμαι τον Κάι να κάνει λόγο για την «επίλεκτη ομάδα» του. «Μπορείτε να παραβιάσετε τα πάντα, έτσι;», ρωτάω σοκαρισμένη.
«Μπα... όχι. Απλά σταθήκαμε τυχεροί απόψε. Ο ΜακΛούαν, ο φύλακας που τα είχε δεν είναι και κάνα τζιμάνι».
«Του... του τα σούφρωσες;»
«Αχά».
«Πώς;», απορώ.
«Επιστρατεύοντας το θηλυκό υπέρ-όπλο μου με κωδικό όνομα: Βυζιά», λέει γελώντας.
«Ω», αναφωνώ, και για πρώτη φορά, αυτή την νύχτα, η ατμόσφαιρα ελαφραίνει. Εν μέρει.
«Ναι, θα πρέπει όμως να τα επιστρέψω αύριο το πρωί, πριν την αλλαγή της βάρδιας. Δεν θα ήθελα ο νέος φύλακας να προσέξει ότι λείπουν και να αρχίσει τις ερωτήσεις».
«Λογικό», απαντώ λιτά.
Προχωράμε στον φαρδύ διάδρομο που χωρίζει το κτήριο στα δύο, για να πάμε η καθεμιά στον κοιτώνα της. Μαθαίνω ότι η Εστέλλα μένει στο δωμάτιο 23, όταν σταματάμε μπροστά του.
«Ήταν παράξενη αυτή η μέρα», μουρμουρίζει η Εστέλλα, καθώς στέκεται στο κατώφλι της.
«Η νύχτα ήταν πιο παράξενη», παρατηρώ.
Συγκατανεύει. «Χαίρομαι που τελείωσε».
«Δεν έχει τελειώσει για όλους μας. Πιστεύεις ότι οι άλλοι θα 'ναι εντάξει;», ρωτάω.
«Ο Ίστμαν θα τους ταλαιπωρήσει. Πολύ. Κάτι τέτοια είναι που του δίνουν ζωή του παλίογερου. Θα τα καταφέρουν όμως». Λέει. «Είναι σκληρά καρύδια».
«Και εάν, όπως είπες, τους στείλει στην απομόνωση;»
Τα καστανά μάτια της Εστέλλα γουρλώνουν στο άκουσμα αυτής της τελευταίας λέξης, σαν να την τρομάζει το άκουσμά της. «Όχι, όχι. Πριν υπερέβαλα. Δεν θα τους πάει εκεί, Άντρι. Πιθανότατα θα τους βάλει να κάνουν κοινοτικό έργο ή να δουλέψουν στην καφετέρια... Τέτοια πράγματα. Όχι απομόνωση».
«Γιατί;», ρωτάω παραξενεμένη. «Τι πρέπει να γίνει για να σε πάνε εκεί;»
«Προσευχήσου να μην μάθεις. Ποτέ», απαντά κοφτά. Έπειτα προσπαθεί να μαλακώσει τον τόνο της και λέει: «Εδώ. Κράτα αυτό μαζί σου και ξέχνα όλα τα αρνητικά. Εντάξει;»
Από την πλαστική σακούλα, ανασύρει την μικρή φωτογραφία της Μία, εκείνη που χρησιμοποίησε ο Κάι για να τελέσει την σεάνς και μου την δίνει. Είναι μια πρόσφατη φωτογραφία που δείχνει την έφηβη Μία. Στην φωτογραφία είναι νύχτα κι όπως υποδηλώνει το μπακγκράουντ, η δίδυμή μου βρίσκεται σε κάποιο παρακμιακό, παραμελημένο πάρκο της κακιάς ώρας. Είναι ένα από εκείνα τα πάρκα που δείχνουν ζοφερά την νύχτα, ένα μέρος που παραπέμπει σε ύποπτη δραστηριότητα, ένα μέρος που θα απέρριπταν οι γονείς μας. Παρόλα αυτά, η Μία δείχνει ξέγνοιαστη και ανέμελη, όπως κάθεται στο στρεβλό, ξεβαμμένο παγκάκι του. Τα κοντά καστανά μαλλιά της, στην απόχρωση της φλούδας του κάστανου είναι ξεχτένιστα, φοράει ένα μαύρο φούτερ, πέντε νούμερα από το κανονικό της και στα δάχτυλά της βαστά ένα τσιγάρο. Το τσιγάρο, σήμα κατατεθέν του Κάι Γκρίνγουντ, μαρτυρά πως εκείνος ήταν ο φωτογράφος.
«Εντάξει», λέω στην Εστέλλα. «Θα σε δω το πρωί».
«Κάνε κουράγιο», λέει και κλείνει την πόρτα της.
Είναι η πρώτη φορά που κοιμάμαι στο κρεβάτι του δωματίου με τον αριθμό 41. Μόλις την περασμένη νύχτα ορκιζόμουν ότι δεν θα ξαπλώσω ποτέ εκεί όπου ξάπλωναν οι εγκληματίες του Ντέιβις Πλέις. Απόψε, όμως, μπαίνω μέσα παραπαίοντας, σηκώνω τον Μάικ Μπαζόφκι από το πάτωμα και αφού τον τοποθετώ αναπαυτικά στο προσκέφαλο, σωριάζομαι δίπλα του. Το μυαλό μου είναι ένα κουβάρι, το σώμα μου σωστό ερείπιο κι έτσι δεν πολύ-συνειδητοποιώ τις κινήσεις μου. Αργά αργά βγάζω την φωτογραφία της Μία από την τσέπη μου και την ακουμπάω επάνω στην φουσκωτή κοιλίτσα του Μάικ.
«Ορίστε», μουρμουρίζω σιγανά. «Είσαι πάλι μαζί με τον αλλήθωρο».
Η Μία μου ανταποδίδει το βλέμμα από την φωτογραφία, χαρούμενη, ανέμελη, γεμάτη τσαχπινιά, νάζι και ζωντάνια. Έτσι θέλω να θυμάμαι την αδερφή μου. Όχι σαν ένα παγωμένο πτώμα που σπαρταράει και ουρλιάζει στο πάτωμα της σοφίτας μας. Αποφασίζω να κρατήσω την εικόνα της για πάντα μαζί μου σαν φυλαχτό αρχίζοντας από τώρα.
Κι έτσι το φυλαχτό μου εμφυσά αρκετό κουράγιο ώστε να διηγηθώ στον εαυτό μου μια ιστορία. Η ιστορία μου λέει τα εξής: Ανήκω σε μια παλαιά, καλή οικογένεια για την οποία νιώθω μεγάλη εκτίμηση και υπερηφάνεια. Και οι γονείς μου το ίδιο. Είναι μεστοί, στοργικοί και εκδηλωτικοί και παρότι είναι βουλευτές και διάσημα πρόσωπα στο Μονρό, την περιοχή μας, η δημοσιότητα δεν τους συγκινεί. Αυτό που τους δίνει μεγαλύτερη ευχαρίστηση είναι να περνάνε χρόνο με τις κόρες τους. Την Μία και την Αντριάννα. Στον ελεύθερό τους χρόνο μας πηγαίνουν στο πάρκο για οικογενειακό πικ νικ ή μας καλούν στο σαλόνι και παίζουμε «Μάντεψε ποιος» με τις ώρες. Όταν η Μία πέθανε, λυπηθήκαμε όλοι πάρα πολύ, μα η οδύνη του θανάτου και της απώλειας μας ένωσε ακόμα περισσότερο σαν οικογένεια. Και τώρα οι γονείς μου δεν χρειάζεται να μοιράζουν στα δύο την αγάπη τους. Την δίνουν όλη σε μένα. Και παρότι η Μία είναι πια στον Παράδεισο, εγώ ξέρω ότι με προσέχει συνέχεια από εκεί πάνω και χαίρεται που όλα μου πηγαίνουν τόσο καλά!
Αυτή είναι η προσωπική μου ουτοπία, το όμορφο ψέμα μου που εάν το επαναλάβω αρκετές φορές, θα το πιστέψω και θα γίνει αλήθεια. Θα εκτοπίσει τελείως τις ζοφερές σκέψεις για τον θάνατο, την απώλεια, την εγκατάλειψη, την επίκληση πνευμάτων, και θα με κάνει ευτυχισμένη. Αρκεί να το επαναλαμβάνω συχνά πυκνά.
«Καληνύχτα Μάικ. Καληνύχτα αδερφούλα», ψιθυρίζω με βουρκωμένα μάτια και χαϊδεύω απαλά το τσαλακωμένο χαρτί της φωτογραφίας. «Το ξέρω ότι με προσέχεις απ' τον Παράδεισο».
Έχω πια χάσει την αίσθηση του χρόνου, κι έτσι δεν αντιλαμβάνομαι εάν περνούν μόλις μερικά λεπτά ή ώρες ολόκληρες, στο τέλος όμως τα βλέφαρά μου βαραίνουν και κλείνω τα μάτια μου κουρασμένη.
Το δεύτερο πράγμα που δεν αντιλαμβάνομαι λόγω εξάντλησης είναι ότι κάποιος ή κάτι μέσα στο άδειο μου δωμάτιο μου απαντάει, λέγοντας: «Καληνύχτα».
Το πρωί δεν θυμάμαι τίποτα από όλα αυτά.


Σβετλιν