Αννάμεσα (Κεφάλαιο 12)

H Κική, αφού βοήθησε στην ορθογραφία τα δίδυμα, έπαιξε μαζί τους όπως κάθε βράδυ κατά την διάρκεια του μπάνιου τους, τα σκέπασε στοργικά και, αφού έκανε και εκείνη ένα μπάνιο, πήρε το αγαπημένο της βιβλίο και το κινητό της και κάθισε αναπαυτικά στην αγαπημένη της πολυθρόνα. Ο σύζυγός της θα έλειπε για ακόμη μία εβδομάδα σε ένα μεγάλο έργο που είχε αναλάβει στο Ντουμπάι. Τότε είδε την κλήση.
Εκείνη τη μεσημεριανή που δεν είχε απαντήσει. Είδε το νούμερο και ανακάθισε οκλαδόν. Το βλέμμα της έμεινε να κοιτάζει τους αριθμούς στην μικρή οθόνη. Το μυαλό της ταξίδεψε πίσω. Μερικά χρόνια πριν, σε ένα στενό της Γλυφάδας. Ο άνθρωπος αυτός της είχε δώσει τον λόγο του. Ποτέ ξανά δε θα την ενοχλούσε. Ποτέ ξανά δε θα την εκβίαζε . Ποτέ ξανά δε θα τάραζε την τακτοποιημένη της ζωή. Αυτή τη ζωή που με τόσο κόπο και δάκρυα, με πείσμα και μεράκι έχτισε από τα συντρίμμια.
Και όμως. Να ‘τος. Ο αριθμός του, εκεί μπροστά στα μάτια της. Μικρά μαύρα νούμερα θέριευαν σαν απειλητικά τέρατα, έτοιμα να κατασπαράξουν ό,τι καλό είχε φτιάξει.
Πήρε ανάσα. Αυτό δε θα το άφηνε έτσι. Κάλεσε πίσω. Στο τρίτο χτύπημα η φωνή απάντησε με ένα μικρό μειδίαμα.
«Άργησες και είπα πως ξέχασες».
«Τι θέλεις; Τα είπαμε όλα, σ’ τα έδωσα όλα και μου έδωσες για αντάλλαγμα τη σιωπή σου. Τι θέλεις;» Προσπαθούσε να μιλά χαμηλόφωνα, να μην ξυπνήσει τα παιδιά, αλλά κυρίως να μην ξυπνήσει τις μνήμες και τις ερινύες.
«Ο φάκελος άνοιξε ξανά και είπα πως θα ήθελες να το μάθεις».
«Τι εννοείς «άνοιξε ξανά»; Έχουν περάσει σχεδόν 24 χρόνια».
«Ναι. Βρέθηκε ένας ανιψιός της Φώφης και έψαξε παραπάνω από όσο θα θέλαμε. Βρήκε κοινά σημεία στις δύο δολοφονίες και έφτασε μέχρι τη Σαλαμίνα. Έχει τσαγανό και θράσος».
«Μάλιστα. Το μυαλό της ξαφνικά ήταν ένα ηφαίστειο, έτοιμο να εκραγεί. Καυτή λάβα οι αναμνήσεις, στάχτη η ησυχία της και η βολή της».
«Τι πρέπει να κάνω;» τον ρώτησε απαλά. Δίχως τίποτα να προδίδει τη μάχη που είχε μέσα της. Έπρεπε πάση θυσία να μείνει θαμμένο το μυστικό. Τώρα που όλα κόπασαν, που σαν οικογένεια πια τα αδέρφια πορεύονταν, τώρα που εκείνη δεν υπήρχε πουθενά... τώρα… τώρα δεν έπρεπε να μαθευτεί. Τώρα έπρεπε να το θάψει ακόμη πιο βαθιά. Να πάρει στον δικό της τάφο το μυστικό που ξεκουραζόταν στους άλλους δύο.
«Δεν μπορώ να σε βοηθήσω» της είπε ξερά. «Ούτε θέλω λεφτά. Αλήθεια, δεν μπορώ. Σε πήρα απλώς για να το ξέρεις και να είσαι προετοιμασμένη. Δε θα αργήσουν να φτάσουν σε εσάς. Σε εσένα».


Το τηλέφωνο έπεσε νεκρό από τα χέρια της. Σηκώθηκε μηχανικά από την πολυθρόνα και κατευθύνθηκε στο μπαρ. Έβαλε τρία δάχτυλα ουίσκι, σκέτο. Χωρίς πάγο. Να της κάψει τον λαιμό, να της κάψει το μυαλό. Να σιωπήσουν οι φωνές, να πάψουν οι επαναλήψεις.
Στην οθόνη του μυαλού της έπαιζε η ίδια και η ίδια σκηνή. Δυο κορμιά, δυο αγαπημένες της γυναίκες. Η μία μάνα της, τι σημασία είχε που δεν την γέννησε; Εκείνη την ανάστησε, εκείνη την θέριεψε. Την έκανε δυνατή και άτρωτη, λες και ετοίμαζε σιωπηλά ερήμην της για την μεγαλύτερη κατάρα του κόσμου.


Δυο σώματα, σακιά αδειανά μέσα στη μέση του δρόμου. Και η Κική εκεί. Να τα βλέπει να παλεύουν να κρατηθούν στη ζωή, να νιώθει τους παλμούς τους να λιγοστεύουν. Να θέλει να κλάψει και να φοβάται μη στάξουν τα δάκρυά της, λεκιάσουν το χώμα και από τον λεκέ τη βρει ο θεός της δικαιοσύνης και της ζητήσει να πληρώσει.


Πόσο ήταν και εκείνο τότε; Παιδί μικρό, από κάπου να κρατηθεί να μπορέσει να κρατήσει και τα αδέρφια της έψαχνε. Όχι. Δεν είχε άλλη επιλογή. Και τώρα να το ζούσε, το ίδιο πάλι θα έκανε.
Στο δεύτερο ποτήρι οι εικόνες θόλωσαν. Έγειρε αποκαμωμένη στην πολυθρόνα. Κουράστηκε να παλεύει τόσα χρόνια και όλα της να γκρεμίζονται από χέρι βρώμικο. Βαρύ φορτίο η ζωή της. Δεν είχε όμως επιλογή, δεν είχε.


Έπρεπε να τα προστατέψει. Έπρεπε να θάψει τους φόνους. Όπως έθαψε την συνείδησή της, όπως έθαψε και εκείνην.


Δε θα έκανε τίποτα για ακόμη μία φορά. Θα άφηνε τη ζωή να ξεπλύνει τη βρωμιά, να λιώσει τις φωνές. Αυτές που κραύγαζαν μέσα της πώς είχε έρθει η ώρα να μιλήσει.
Δε θα την συγχωρούσαν, ήταν βέβαιη. Δεν είχε πια καμιά δικαιολογία.



Και όμως. Αποφάσισε και πάλι να σιωπήσει. Ας κοιμόταν. Αύριο δε θα θυμόταν τίποτα. Αύριο θα ξημέρωνε ο Θεός μια μέρα λησμονιάς. Ήλπιζε. Και με την ελπίδα για μαξιλάρι, αποκοιμήθηκε.


Μαρία Π. Ψαθά