Το γεράκι του Νότου (Κεφάλαιο 1) Το δώρο της μάνας

1425, Πάνω Πόλη Μυστρά, Αρχοντικό Κυριαζή
Ο Θεόδωρος Κυριαζής σήκωσε το κύπελλό του σε μία περήφανη πρόποση, χαμογελώντας χαρούμενα στους γύρω του: συγγενείς και φίλοι είχαν μαζευτεί για το μεγάλο γεγονός.

Η Ευγενία Κυριαζή θα γεννούσε το πέμπτο της παιδί από στιγμή σε στιγμή. Και όλοι ευχήθηκαν στην πρόποση να του χαρίσει άλλον ένα γιο, μετά από τις τρεις κόρες.

Η αλήθεια ήταν ότι δεν περίμεναν να τους ευλογήσει για πέμπτη φορά ο Κύριος. Η μικρότερη κόρη τους, η Δεσποινιώ, ήταν ήδη 4 χρονών και οι ίδιοι σιγά σιγά μεγάλωναν, οπότε οι πιθανότητες μειώνονταν: ο άρχοντας Κυριαζής ήταν 38 χρονών και η γυναίκα του είχε πρόσφατα κλείσει τα 33.

Από μία μισάνοιχτη πόρτα μπορούσαν να ακουστούν, κάπως απόμακρα, οι φωνές της γυναίκας και το σούσουρο των υπόλοιπων γυναικών και των υπηρετών που πηγαινοέρχονταν βιαστικά.

Τέσσερα ζευγάρια μάτια κοίταξαν ανήσυχα προς την κατεύθυνση των φωνών: ο Κωνσταντίνος, η Ζωή, η Ευτυχία και η Δεσποινιώ Κυριαζή παρίσταναν τους ενθουσιασμένους για τα γεννητούρια. Ωραία θα ήταν να έχουν ένα μικρό αδερφάκι, αλλά γιατί η μαμά τους έπρεπε να φωνάζει έτσι για να τους το φέρει;

Ήταν 13, 10, 8 και 4 χρονών αντίστοιχα: δεν τους ένοιαζαν και πολλά ούτως ή άλλως σε αυτές τις ηλικίες. Αλλά η μάνα ήταν μάνα. Δεν μπορούσαν παρά να τρέμουν για την υγεία της.

Ο άρχοντας Κυριαζής τα κοίταξε και τους έγνεψε συμπονετικά. Ήξερε πολύ καλά την αγωνία τους: αγαπούσε τη γυναίκα του όσο δεν είχε αγαπήσει ποτέ τίποτε άλλο. Η Ευγενία ήταν ο πιο γλυκός και καλοσυνάτος άνθρωπος που ήξερε. Ήταν έξυπνη και αστεία, σεβαστή σύζυγος και τρυφερή μητέρα. Την είχε ερωτευτεί από την πρώτη φορά που αντίκρισε τα γαλάζια της μάτια, 15 χρόνια πριν.

Χαμογελώντας τους όσο πιο τρυφερά μπορούσε, σηκώθηκε διακριτικά και έκλεισε την πόρτα. Όσο λιγότερο άκουγαν, τόσο πιο γρήγορα θα τελείωνε και θα μπορούσαν να καμαρώσουν το νέο μέλος της οικογένειάς τους.

«Σημαδιακή στιγμή διάλεξε το παιδί σου να 'ρθει, Θεόδωρε!» γέλασε τρανταχτά ο Γεώργιος Γλυνός, μπουκωμένος με μια μεγάλη μπουκιά κρέας και τα τροφαντά του, ροδαλά, μάγουλα έγιναν ακόμα πιο κόκκινα.

Ήταν ο ιδιοκτήτης του γειτονικού αρχοντικού και φίλος του Θεοδώρου.


«Δίκιο έχει ο Γεώργιος, Θεόδωρε. Ένα φεγγάρι πριν ανέβηκε ο Ιωάννης στο θρόνο της Πόλης και ο συνονόματός σου Παλαιολόγος και αδερφός του ανέλαβε επισήμως και αποκλειστικά το Δεσποτάτο» έσπευσε να συμφωνήσει ο Ιωάννης Ρίζος, παιδικός φίλος του Θεόδωρου Κυριαζή.


Ο Θεόδωρος ξεφύσησε κάπως αποδοκιμαστικά: οι φίλοι του, καθότι ανύπαντροι ακόμα, πάντα διασκέδαζαν να διακωμωδούν την οικογενειακή του ζωή.


Χτένισε τα καστανά, σγουρά μαλλιά του με τα δάχτυλά του προς τα πίσω και ύστερα έβαλε τα χέρια του στη μέση.


«Αυτά θα συνέβαιναν αργά ή γρήγορα. Ο αείμνηστος Μανουήλ ήταν άρρωστος εδώ και τουλάχιστον δυο χρόνους. Στην πραγματικότητα ο Ιωάννης είχε αναλάβει πολύ νωρίτερα από τον περασμένο Ιούλιο».


«Είθε η βασιλεία του να είναι ευλογημένη...» μουρμούρισε ο Γλυνός και έκανε το σταυρό του.


Ο Ρίζος τον μιμήθηκε, κάπως σκεπτικά.


«Τα πράγματα είναι δύσκολα, όλοι το ξέρουμε» είπε αρκετά σταθερά, αλλά ταυτόχρονα κάπως μαγκωμένα. «Και οι Δυτικοί...»


«Οι Δυτικοί» σήκωσε το χέρι για να τον σταματήσει ο Θεόδωρος, κουνώντας το κεφάλι αποδοκιμαστικά. «Οι Δυτικοί μας μισούν... Αν μπορούσαν θα μας αφάνιζαν... Δεν το προσπάθησαν ήδη με την Κουγκέστα; Δεν το προσπαθούν συνέχεια ακόμα και τώρα, εδώ στο Μοριά;»


«Ο Μοριάς είναι μπερδεμένη ιστορία. Δεν είμαι σίγουρος για το τι ισχύει και τι είναι σωστό να γίνει και τι όχι. Λέγεται ότι ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος προξενεύεται στους Τόκκο, έξυπνη κίνηση αν με ρωτάτε. Η Μανταλένα Τόκκο θα είναι καλή νύφη για να εξασφαλίσει τη συμμαχία μεταξύ Παλαιολόγων και Τόκκο» ξερόβηξε ο Γλυνός.


Οι Τόκκο ήταν κύριοι κάποιων νησιών του Ιονίου.


«Ναι, αλλά και ο Κωνσταντίνος είναι παλληκάρι από τα λίγα. Του αξίζουν τα καλύτερα ούτως ή άλλως».


«Εσύ Θεόδωρε τον έχεις δει από μικρό, δεν είναι έτσι;»


«Ναι. Ήταν πάντα έξυπνος και πονετικός. Καλόψυχος άνθρωπος από τους λίγους» αποκρίθηκε με ζεστασιά στη φωνή ο Κυριαζής.


«Και ικανός! Δεν τον έχετε δει να κυνηγάει πάνω στο άλογό του; Καμάρι της μάνας του είναι και καμάρι του Δεσποτάτου, λαμποκοπάνε τα 20 χρόνια του» συμφώνησε ο Ρίζος.


«Μη μας ακούσει μονάχα ο Δεσπότης...» χαχάνισε ο Γλυνός και οι υπόλοιποι έβαλαν τα γέλια.


Ένα διστακτικό βήξιμο τους διέκοψε.


Ο Κυριαζής γύρισε απότομα πίσω του. Η Μαρία, η αγαπημένη βοηθός της γυναίκας του, στεκόταν διστακτική, μπλέκοντας τα δάχτυλά της αμήχανα: το πρόσωπό της πρόδιδε μία τρομακτική ανησυχία.


«Τι συμβαίνει, Μαρία;» τη ρώτησε, σπρώχνοντας το κάθισμά του προς τα πίσω.


Η μεσόκοπη γυναίκα άνοιξε το στόμα και τα χείλη της έτρεμαν.


Ο Θεόδωρος Κυριαζής, μουδιασμένος, τη σταμάτησε απότομα.


«Όχι μπροστά στα παιδιά!» φώναξε κάπως πνιγμένα και την άρπαξε από το χέρι. «Ιωάννη, στάσου με τα παιδιά σε παρακαλώ» στράφηκε στο φίλο του, που του έγνεψε καθησυχαστικά και έφυγε με την υπηρέτρια.


«Άρχοντά μου, τι θα κάνουμε;» ράγισε η φωνή της Μαρίας.


«Τι συμβαίνει επιτέλους;» τη ρώτησε, όχι σίγουρος ότι ήθελε να μάθει στην πραγματικότητα, ενώ ανέβαιναν τις σκάλες για τον επάνω όροφο του αρχοντικού.


Οι φωνές της γυναίκας του τον έκαναν να αναριγήσει: ούτε στην πρώτη της γέννα δεν πονούσε έτσι.


«Το παιδί έρχεται ανάποδα κύριέ μου. Και η κυρά δεν...» ξεκίνησε να λέει, μα η φωνή της έσπασε και δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της.


Ο Θεόδωρος Κυριαζής μαρμάρωσε. Ένιωσε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του.


«Τι προσπαθείς να μου πεις;» την έπιασε από τα μπράτσα και την ταρακούνησε, ενώ τα μάτια του άρχισαν να κοκκινίζουν.


«Η μαία λέει ότι η κυρά δε θα τα καταφέρει, κύριέ μου... Χάνει πολύ αίμα και έχει εξαντληθεί».


«Όχι... Όχι! Δεν μπορεί να είναι αλήθεια!» φώναξε από το βάθος των πνευμονιών του και έπιασε τα μαλλιά του.


Έβαλε να τρέχει στις σκάλες, πηδώντας δυο- δυο τα σκαλιά, να φτάσει γρήγορα στο πλευρό της γυναίκας του, της αγαπημένης του Ευγενίας.


Δε γινόταν να τη χάσει, δεν μπορεί να του το έκανε αυτό ο Θεός.


Οι σκιές του σούρουπου έβαφαν τα πάντα με σκούρα, πένθιμα χρώματα. Όλα έμοιαζαν ξαφνικά μεγάλα, άψυχα. Σα χωρίς νόημα.


Έφτασε έξω από την πόρτα του δωματίου της γυναίκας του και σχεδόν έπεσε πάνω στη μαία, που έβγαινε για να τον αναζητήσει.


«Τι συμβαίνει; Μίλα, κυρά- Φωτεινή, γιατί θα τρελαθώ!» της φώναξε απελπισμένα, τραγικά.


«Αυτά που σου είπε η Μαρία είναι η αλήθεια, άρχοντά μου... Η κυρά σου είναι στα όριά της. Μπορώ να πάρω το παιδί, αλλά... Αλλά αυτό θα είναι το τέλος» έσκυψε το κεφάλι η ηλικιωμένη γυναίκα θλιμμένα.


«Όχι, όχι, Θεέ μου...» έβαλε το πρόσωπο στα χέρια ο Θεόδωρος και άρχισε να κλαίει: με τρανταχτά αναφιλητά, δίχως να ντραπεί τις γυναίκες γύρω του.


«Άρχοντά μου, το παιδί σου, όμως, θα ζήσει. Στο ορκίζομαι σε ό,τι έχω ιερό ότι θα ζήσει! Η κυρά σου ξέρει... Ήταν δική της απόφαση να πάρουμε το παιδί. Είναι θαρραλέα γυναίκα η κυρα- Ευγενία, άρχοντα. Θαρραλέα και άξια μάνα. Να 'σαι περήφανος για εκείνη» τον χτύπησε στην πλάτη και άνοιξε την πόρτα του δωματίου κάπως θεατρικά, η τραγικότητα της στιγμής να βαραίνει την κάθε της κίνηση.


Ο Κυριαζής έσυρε τα βήματά του μέσα. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε σπασμωδικά, ενώ προσπαθούσε να ελέγξει τους λυγμούς του.


Η γυναίκα του, στο κρεβάτι, ιδρωμένη και τρομακτικά χλωμή, έσφιγγε στα χέρια της το σεντόνι της. Πάλευε να κρατηθεί στη ζωή και ταυτόχρονα να μην ανησυχεί τους γύρω της.


Σύρθηκε στο πλευρό της και κατέρρευσε δίπλα της.


«Ήρθες;» του χαμογέλασε ξέπνοα.


Τα μακριά καστανόξανθα μαλλιά της ήταν μουσκεμένα από τον ιδρώτα και πλαισίωναν το πρόσωπό της όμορφα, μελαγχολικά: έμοιαζε κιόλας με άγγελο.


«Ευγενία...» της απάντησε, ενώ ένας λυγμός τον έκανε να σπάσει πάλι. «Ευγενία, αγάπη μου, τι κάνουμε; Τι μας έλαχε;»


«Σσσς, σώπασε καλέ μου...» έφερε το χέρι της στο κεφάλι του και τον χάιδεψε τρυφερά. «Ο Θεός ξέρει τι κάνει, μην το ξεχνάς».


Πήγε να συνεχίσει, αλλά ένας πόνος της έκοψε την ανάσα και την έκανε να σφίξει τα δόντια.


«Ευγενία! Κάντε κάτι, που να πάρει η ευχή!» στράφηκε οργισμένος στους θεατές του δράματός του, τη μαία και τις βοηθούς της, που παρακολουθούσαν συγκινημένες το σκηνικό.


«Ηρέμησε, Θεόδωρε. Τελείωσε. Ήδη δεν πονάω τόσο πια... Απλά υποσχέσου μου... Ότι θα προσέχεις τα παιδιά μας. Ότι θα τα αγαπάς και θα διαλέγεις το καλύτερο για εκείνα!»


«Χρειάζεται να στο υποσχεθώ αυτό; Χρειάζεται;» την κοίταξε με τα δακρυσμένα του μάτια και έχωσε το κεφάλι του στο λαιμό της. «Μη μιλάς έτσι, όμως, είσαι ακόμα εδώ, μα τω Θεώ!»


«Όχι για πολύ, καλέ μου.» του χαμογέλασε και δυο δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της. «Σ' αγαπάω πολύ Θεόδωρε. Και εσένα και τα παιδιά. Να τους το πεις» του είπε και έκλεισε τα μάτια, σε μία τελευταία προσπάθεια να φέρει στον κόσμο το παιδί της.


«Κι εγώ, κι εγώ σ' αγαπώ!» της φώναξε τρελαμένα, απελπισμένα.


Ο Κυριαζής δεν κατάλαβε ποιος, πώς και πότε τον έβγαλε έξω. Το μυαλό του είχε μουδιάσει, το σώμα του υπέφερε. Μόνο ο πόνος αντηχούσε και αντανακλούσε από την κορυφή μέχρι τα νύχια του.


Λίγη ώρα μετά ένα δυνατό κλάμα ακούστηκε: το κλάμα ενός μωρού. Αδύναμος, ο άρχοντας έστρεψε το κεφάλι στην πόρτα, στο άκουσμα του ανοίγματός της. Η μαία του χαμογελούσε θλιμμένα. Και στην αγκαλιά της ήταν ένα τόσο δα μωράκι, κιόλας θρεμμένο και με πυκνά μαλλιά. Είχε σταματήσει να κλαίει στην ανακούφιση της φασκιάς.


«Έχεις άλλον ένα γιο από σήμερα, άρχοντά μου» του είπε και απίθωσε μαλακά στα χέρια του το παιδί.


Ο Κυριαζής το κοίταξε με μάτια θολά. Το έφερε κοντά στο πρόσωπό του και το αγκάλιασε τρυφερά.


Μπήκε στο δωμάτιο, αργά, ασήκωτα. Ο παπάς που είχε φωνάξει η Μαρία διάβαζε συγκινημένα πάνω από την κάτωχρη γυναίκα. Η ανάσα της κοφτή, σφυριχτή, συντάραζε το δωμάτιο.


Ο Κυριαζής γονάτισε πλάι της και ακούμπησε πάνω της το παιδί. Τα χέρια του έτρεμαν, το κεφάλι του πονούσε: δεν ήταν έτοιμος να την αφήσει.


«Ο γιος μας, Ευγενία. Είναι όμορφος και γερός, σαν κι εσένα» της είπε τόσο ψιθυριστά και βραχνά που αναρωτήθηκε αν τον άκουσε.


Η γυναίκα χαμογέλασε και σήκωσε τα χέρια της με τρομερή δυσκολία. Τα ακούμπησε επάνω στο παιδί της και έκανε επάνω του το σημείο του σταυρού.


«Καλό και βλογημένο να 'σαι, στερνοπούλι μου» είπε, με μια παράξενη γαλήνη στο πρόσωπο, παρά τη δυσκολία στη φωνή.


Και έμεινε το βλέμμα της εκεί, γυάλινο πια, να κοιτάει το παιδί της, με ένα δάκρυ παγωμένο αιώνια στο μάγουλό της και τα χείλη μισάνοιχτα σε ένα παραδεισένιο χαμόγελο.


Ο Κυριαζής σωριάστηκε στο πλάι της: για λίγο νόμιζε πως σταμάτησε ο κόσμος ολάκερος.


--


Η οικογένεια Κυριαζή και οι φίλοι της θρήνησαν για καιρό την απώλεια της συζύγου και μητέρας τους. Ακόμα και ο κύκλος του Δεσπότη διαβίβασε συλλυπητήρια στον άρχοντα: όλοι ήξεραν την καλοσυνάτη, γενναιόδωρη Ευγενία και τη σέβονταν.


Ήταν ένα κενό που ο Θεόδωρος δεν μπορούσε να διαχειριστεί. Δεν μπορούσε να σταθεί καν μπρος στα παιδιά του χωρίς να λυγίσει. Τον πρώτο χρόνο, κλείστηκε στον εαυτό του και απομακρύνθηκε από τα κοσμικά. Δεν τον ενδιέφερε τίποτε απολύτως εκτός από τα παιδιά του.


Το στερνοπούλι του μεγάλωνε γερό. Το βάφτισαν δυο μήνες μετά τη γέννησή του και το ονόμασαν Χριστόφορο. Φάνταζε ταιριαστό όνομα μετά από την ευλογία της μάνας του επάνω του με το σημείο του σταυρού. Ανάδοχός του έγινε ο Ιωάννης Ρίζος, που είχε ήδη αδυναμία στο μικρό του βαφτισιμιό και γενικότερα στεκόταν δίπλα στον παιδικό του φίλο στις δύσκολες στιγμές που περνούσε.


Ο Χριστόφορος ήταν έξυπνο και ζωηρό παιδάκι: είχε σκούρα ξανθά μαλλιά, που έπεφταν, μπουκλάκια, στο κεφάλι του και δυο μεγάλα μάτια, στεφανωμένα με σκούρες βλεφαρίδες. Και τι παράξενο, μοναδικό: το ένα του μάτι ήταν μελοπράσινο, το άλλο γαλαζοπράσινο. Γελούσε δυνατά, χαριτωμένα και έτρεχε πέρα δώθε, ανάμεσα στα φορέματα των τροφών του και των αδερφών του.


Ο Κωνσταντίνος Κυριαζής είχε ήδη ξεχωρίσει από τους συνομηλίκους του: ήταν γενναίος και πραγματικά ευγενής. Ο πατέρας του τον είχε προσφέρει με χαρά στην υπηρεσία του Δεσπότη, όπου ο μεγαλύτερος γιος του μάθαινε την πολεμική τέχνη, την ιππασία και το κυνήγι. Ο δεσπότης Θεόδωρος Παλαιολόγος τον είχε επίσης προσέξει και τον εκτιμούσε.


Τα κορίτσια του Κυριαζή μεγάλωναν και αυτά όμορφα. Αν και 13 χρονών μόνο, η μεγαλύτερη Ζωή έκανε αγώνα να πάρει τη θέση της μάνας της. Προσπαθούσε να τους φροντίζει όλους, ακόμα και τον πατέρα της. Τρία χρόνια μετά το θάνατο της Ευγενίας, η Ζωή είχε γίνει στην ουσία η μητέρα του Χριστόφορου.


Παρόλο που εύκολα θα μπορούσαν να μισήσουν το μικρό τους αδέλφι, ως αιτία για το θάνατο της μάνας τους, τα παιδιά το λάτρευαν και το αγκάλιασαν τρυφερά, προς ανακούφιση και του Θεόδωρου Κυριαζή, που το παραδεχόταν ανοιχτά: είχε αδυναμία στο μικρό του γιο. Ήταν το τελευταίο, πολύτιμο κομμάτι της γυναίκας του και του ίδιου. Ο μικρός του γιος ήταν σχεδόν κάτι ιερό για εκείνον πια.


Ο ίδιος, παρόλο που ο Γλυνός και ενίοτε και ο Ρίζος τον πίεζαν, αρνούνταν να ξαναπαντρευτεί. Παρόλο που τα παιδιά είχαν ανάγκη από μία μάνα, δεν μπορούσε να διανοηθεί να γνωρίζουν κάποια άλλη ως μητέρα τους, εκτός από την πραγματική. Και εκείνος... Εκείνος απλά δεν είχε χώρο στην καρδιά του για καμιά άλλη.


Τα πράγματα φαίνονταν να έχουν πάρει το δρόμο τους σιγά- σιγά και η οικογένεια, τρία χρόνια μετά την απώλεια, είχε αρχίσει να βρίσκει τους ρυθμούς της. Ο Κωνσταντής κέρδιζε τις εντυπώσεις στον δεσποτικό στρατό και 16 χρονών πια, μπορούσε να αρχίσει να κάνει σχέδια για το μέλλον του: εκτός από πολεμιστής, γινόταν και περιζήτητος γαμπρός για τις αρχοντοπούλες της Καστροπολιτείας.


Η μοίρα, όμως, δεν είχε δυστυχώς τελειώσει με την οικογένεια Κυριαζή ακόμα.


Ήταν ένα συννεφιασμένο απομεσήμερο, όταν ένα μαύρο μαντάτο χτύπησε την πόρτα του αρχοντικού τους. Καταϊδρωμένος και χλωμός, ένας στρατιώτης προσπαθούσε να βρει την ανάσα του και ψέλλιζε ακαταλαβίστικα.


Τα νέα δεν ήταν καθόλου καλά. Το αρχοντόπουλο, ο Κωνσταντής Κυριαζής, είχε πέσει από το άλογο, συνοδεύοντας τα δύο μικρά πριγκηπόπουλα στο κυνήγι. Πέφτοντας είχε χτυπήσει το κεφάλι του σε μία μεγάλη πέτρα· ο θάνατος ήταν ακαριαίος, είχε πει ο γιατρός.


«Τουλάχιστον δεν υπέφερε» είχε πει αμήχανα και ο στρατιώτης, παίζοντας νευρικά το κράνος που είχε βγάλει στα χέρια του.


Δεύτερη φορά ντύθηκε το σπίτι με πένθιμα χρώματα και αυτή τη φορά το χτύπημα ήταν διπλά μεγάλο και ασήκωτο για τον Θεόδωρο Κυριαζή.


Δεν μπορούσε να χωρέσει το μυαλό του την απώλεια του γιου του, του καμαριού του, του κληρονόμου του. Η κρίση του θόλωσε. Ο πόνος του τον ήλεγχε πια και όχι το μυαλό του.


Ένα ήταν σίγουρο πλέον: ο κόσμος ήταν ένα επικίνδυνο μέρος και έπρεπε να πάρει όποιο δυνατό μέτρο για να προστατέψει ό, τι του είχε απομείνει. Τα παιδιά του, τον μονάκριβο πλέον γιο του. Θα τον κρατούσε ζωντανό και ασφαλή με όποιο κόστος.


Είχε πάρει μία σοβαρή απόφαση και θα την πραγματοποιούσε άμεσα.


Η κηδεία του Κωνσταντή ήταν ο επίλογος του δεύτερου δράματος της οικογένειας. Τραγικές φιγούρες ο πατέρας και οι τρεις αδερφές του, καθώς και η Μαρία, που ήταν σαν μάνα και για τα πέντε παιδιά. Ο μικρός Χριστόφορος κοιτούσε γύρω του με απορία και στο τέλος άρχισε να κλαίει, δίχως να ξέρει γιατί· μονάχα ένιωθε και αυτός ότι κάτι στενάχωρο είχε συμβεί.


Ανακατεμένος με το υπόλοιπο πλήθος, αλλά κοντά στην οικογένεια, κρατούσε ψηλά το κεφάλι ο πρίγκηπας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος: ψηλός, ευθυτενής, περήφανος, αλλά ταυτόχρονα ταπεινός, φορούσε ένα απλό διάδημα και τα καστανά μαλλιά του ανέμιζαν, σπαστά, στο σβέρκο του. Τα μάτια του, μελιά, κοίταζαν μελαγχολικά το κενό. Ήταν μόλις 23 χρονών, αλλά είχε το βλέμμα αυτού που είχε δει πολλά. Ή θα έβλεπε πολλά και το γνώριζε.


Ήταν στην Κωνσταντινούπολη, ως συναυτοκράτορας του Ιωάννη, όταν ο Θεόδωρος, νυν Δεσπότης, τον κάλεσε πίσω στο Μυστρά, λέγοντάς του ότι θα παραιτηθεί για να μονάσει. Ο Κωνσταντίνος θα έπρεπε να τον αντικαταστήσει, αλλά όταν έφτασε εσπευσμένα στο Μυστρά, ο Θεόδωρος του είπε ότι είχε αλλάξει γνώμη. Τελικά, εδώ και τρία χρόνια, είχε πάρει δικά του εδάφη στην Πελοπόννησο και βάση του ήταν η Γλαρέντζα στην Αχαΐα. Τους δύο τελευταίους μήνες, όμως, είχε επιστρέψει στο Μυστρά για να συζητήσει με τους αδελφούς του για την επιχείρηση της πολιορκίας της Πάτρας: αγκάθι πονεμένο που έπρεπε οπωσδήποτε να τακτοποιηθεί. Οι σχέσεις με τα αδέρφια του δεν ήταν καθόλου καλές, εκτός από τον Ιωάννη, που πάντα του είχε αδυναμία. Ο Θεόδωρος, ο Δημήτριος και ο Θωμάς τον έβλεπαν πάντα σαν εχθρό, μιας και εκείνος είχε την εύνοια της μάνας τους.


Σε αυτή την περίπτωση ήξερε ότι κάποιος έπρεπε να έρθει προς τιμή των Κυριαζήδων. Ο Δημήτριος και ο Θωμάς, που ήταν παρόντες στο δυστύχημα, έδειξαν παντελή αδιαφορία, οπότε ο Κωνσταντίνος είχε πάρει την πρωτοβουλία να εμφανιστεί.


Θυμόταν το Θεόδωρο Κυριαζή: ήταν κοντά με τον πατέρα του, τον Μανουήλ, όσο ήταν στο Μυστρά. Και ήξερε ότι ήταν καλός και τίμιος άρχοντας.


Στο τέλος της τελετής, μέσα στη γενικότερη αναταραχή, ο Χριστόφορος ξέφυγε από το χέρι της Ζωής. Μπλεγμένος μέσα σε ομάδες άγνωστων ανθρώπων, στράφηκε στην μόνη μορφή που του φάνηκε οικεία: νόμισε ότι έτρεχε στον πατέρα του, μα το μούσι που έβλεπε ήταν αυτό του πρίγκηπα Κωνσταντίνου. Ο μικρός αγκάλιασε τα πόδια του τρομαγμένα και ο πρίγκηπας, αν και ξαφνιασμένος, χαμογέλασε και τον σήκωσε στην αγκαλιά του.


«Χάθηκες, μικρό μου παιδίον;» το ρώτησε τρυφερά και ο Χριστόφορος έμεινε να τον κοιτάει μπερδεμένος, αλλά με θαυμασμό.


Ο άρχοντας Κυριαζής έσπευσε να πάρει τον Χριστόφορο, απολογούμενος ντροπαλά, σκουπίζοντας τα κοκκινισμένα του μάτια για άλλη μία φορά.


«Συγχώρα με, πρίγκηπά μου... Χριστόφορε, τι είναι αυτά που κάνεις;» ρώτησε περισσότερο τον αέρα, μιας και ο γιος του δεν μιλούσε πολύ και καθαρά ακόμα.


«Χριστόφορος λοιπόν, ε;» χαμογέλασε γλυκά ο Κωνσταντίνος. «Φαίνεσαι έξυπνο παιδί, μικρέ μου. Να σε 'χει ο Θεός καλά. Εύχομαι μόνο ευλογίες για το μέλλον σου, καλό μου παιδί» το έσφιξε επάνω του και ύστερα το έδωσε στον Κυριαζή. «Συλλυπητήρια, Κυριαζή. Αναγνωρίζω το βάρος που κουβαλάς και να ξέρεις ότι το Δεσποτάτο θα εκτιμά πάντα την προσφορά του γιου σου» τον χτύπησε στον ώμο.


«Σε ευχαριστώ, καλέ μου άρχοντα. Έχεις ευγενική ψυχή» έσκυψε το κεφάλι ο Κυριαζής και προσπάθησε να πνίξει έναν λυγμό που του φούσκωσε τα στήθια.


--


Καρύταινα, Μάρτης 1428 (1 μήνας αργότερα)


Τα λεπτά φύλλα της αυλής του μοναστηριού άνοιξαν αργά.


Δυο νεαροί μοναχοί χαμογέλασαν και έγνεψαν φιλικά στους τρεις ανθρώπους στο άνοιγμά της. Ο Ρίζος αγκάλιασε το Χριστόφορο και τον άφησε να προχωρήσει μέσα με τον Κυριαζή, που κατέβασε για πρώτη φορά την κουκούλα της κάπας του.


Στα σκαλιά του κτιρίου, ο ηλικιωμένος ηγούμενος περίμενε καρτερικά με τα χέρια σταυρωμένα.


Χαμογέλασε σαν είδε το μικρό πλασματάκι που κρατούσε από το χέρι ο Θεόδωρος Κυριαζής.


«Καλώς όρισες, άρχοντα»


«Καλώς σε βρήκα, αδερφέ Γρηγόριε».


«Και αυτός είναι ο Χριστόφορος;» χαμογέλασε καλοσυνάτα ο ηγούμενος.


«Σωστά. Να τον προσέχετε, μόνο αυτό ζητάω σα χάρη» ράγισε η φωνή του Κυριαζή.


«Όλα θα πάνε καλά, όπως τα θέλει ο Θεός. Να είσαι ήσυχος» πήρε το χέρι του παιδιού ο πατέρας Γρηγόριος.


Ο Κυριαζής γονάτισε και αγκάλιασε σφιχτά το παιδί. Ευχαρίστησε τον ηγούμενο και ύστερα γύρισε απότομα την πλάτη για να φύγει.


Ο Χριστόφορος άρχισε να κλαίει. Και όσο απομακρυνόταν ο πατέρας του, τόσο δυνάμωνε το κλάμα του.



Ο Κυριαζής δεν κοίταξε πίσω του φεύγοντας. Ανέβασε πάλι την κουκούλα του και προσπάθησε να σταματήσει τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια του.






Vittoria Mantegna