Άβατο: Ο Έκπτωτος (Κεφάλαιο 3/Μέρος Γ) - "Το Αστεροσκοπείο"

Ο ήλιος σιγά σιγά βάδιζε στη δύση του. Ο Ορλάντο στεκόταν μονάχος του στον λευκό κήπο, προσπαθώντας να αδειάσει το μυαλό του από σκέψεις που τον έπνιγαν. Δεν ήταν ένας πρίγκιπας όπως όλοι οι άλλοι. Ο ατίθασος χαρακτήρας του έμπαινε συχνά εμπόδιο στα βασιλικά καθήκοντα του πατέρα του. Η φλόγα που σιγόκαιγε μέσα στην ψυχή του, του ψιθύριζε να μην υποταχτεί σε κανέναν κανόνα και να ακολουθήσει τον δρόμο της καρδιάς του. Εκεί που τον οδηγούσε η μοίρα του. Δε θα είχε δίπλα του κάποια που ο ίδιος δε θα είχε επιλέξει από έρωτα και αγάπη αγνή.
            Ωστόσο, δεν ήταν η κατάλληλη ώρα για τέτοιες σκέψεις. Η εικόνα της ουράνιας πύλης τον βασάνιζε, καθώς βαθιά μέσα του φοβόταν πως, αν τελικά ο Έκπτωτος Θεός έβγαινε νικητής στη μάχη του με τους ανθρώπους, θα ακολουθούσε και ο δικός του κόσμος. Τότε όλα θα ήταν αργά. Έπρεπε να δράσει. Το κεντρικό, πέτρινο ρολόι του βασιλείου έδειχνε εννέα, το σκοτάδι είχε ρίξει το πέπλο του και η κεντρική αίθουσα του Βασιλείου είχε φωτιστεί, καθώς το δείπνο ήταν έτοιμο να σερβιριστεί. Εκείνος όμως θα ήταν απών.
Προσπερνώντας την αίθουσα της τραπεζαρίας, προτίμησε να περάσει τη νύχτα του στο δωμάτιό του, το οποίο βρισκόταν στον τελευταίο όροφο του βασιλείου και είχε θέα το απέραντο δάσος. Το κρεβάτι του ήταν τεράστιο με σιδερένια φύλλα να κοσμούν την κεφαλή του. Ξάπλωσε κατάκοπος και αποκοιμήθηκε στο λεπτό. Ωστόσο το κακό τριγυρνούσε έξω, περιμένοντας να σβήσει και το τελευταίο φως.

            O στρατός στάθηκε ακίνητος μπροστά του. Ο Σούλφους βημάτιζε αργά έχοντας ένα ειρωνικό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.
«Είμαστε σχεδόν ό,τι απέμεινε από την πρώτη αρχαία φυλή» του είπε ο αρχηγός των αρχαίων ξωτικών. «Οι Άρχοντες φρόντισαν να μας απομονώσουν από τον κόσμο. Μας παραμόρφωσαν… Μας καταράστηκαν να τρώμε την ίδια μας τη σάρκα» είπε και τα κίτρινα μάτια του καρφώθηκαν στον Σούλφους.
«Πιστέ μου υπηρέτη… Τώρα ξεκινούν όλα. Κάθε φλέβα τους θα νιώσει τον πόνο που μου προκάλεσαν… Ο πρώτος στόχος μου είναι να βρεθεί κάτω από το χώμα η θλιβερή φυλή των άστρων και το βασίλειο του Έλυον του Φωτεινού. Επίσης άκουσα πως στο Άβατο, οι δαίμονες επαναστάτησαν. Ο αρχηγός τους, o Βελφεγκόρ, αποτίναξε τον ζυγό και εγκατέλειψε το βασίλειο. Ίσως είναι η ευκαιρία μας να τον καλέσουμε. Το μέγεθός του και μόνο είναι αρκετό για να προξενήσει ζημιά» σφύριξε μέσα από τα δόντια του ο Θεός.
Η σκοτεινή φιγούρα τον κοίταξε.
«O Έλυον έχει έναν υιό. Αυτός θα είναι ο διάδοχος του θρόνου. Βλέπεις ο βασιλιάς θεωρεί ατύχημα τον θάνατο της γυναίκας του… Χωρίς όμως τον γιο του θα είναι αδύναμος. Όσο για τον δαίμονα, Άρχοντά μου, τον αναζητήσαμε τη στιγμή που πληροφορηθήκαμε πως απέδρασε. Εντούτοις στάθηκε αδύνατον να τον εντοπίσουμε».
 Ο Σούλφους κάγχασε.
«Όθων… Πάντα σε θεωρούσα εκλεκτό. Μη με απογοητεύσεις» τελείωσε και χάιδεψε τη ράβδο του σε σχήμα έχιδνας.

Κατόπιν προχώρησε προς τα υπόγεια της Μοίρας. Εκεί, μέσα από τη λάβα, ο Σούλφους κατασκεύαζε την πιο ισχυρή πανοπλία που θα τον προστάτευε από το μοιραίο χτύπημα στην καρδιά. Αλυσίδες ακούστηκαν, που σέρνονταν βαριά. Ήταν οι Νόρμες.
«Σούλφους. Μη δηλητηριάζεις άλλο την καρδιά σου. Η ψυχή της Καλντέρας θα δακρύζει…» του είπε το Παρόν.
«Πάψε. Δεν έχω πια καρδιά. Ένα τέρας είμαι και το μαρτυρά και η απαίσια όψη μου. Μήπως επιθυμείς να καταντήσω ένας καημένος σκλάβος όπως εσείς και να δεχτώ στωικά τη μοίρα που άλλοι μου όρισαν; Ποτέ!» της απάντησε ο Σούλφους φτύνοντας με μανία στο πάτωμα. «Εμπρός! Μίλησέ μου τώρα για τους ανθρώπους της παράλληλης διάστασης. Τι βλέπεις; Ποια είναι για εκείνους η πιο ισχυρή προσωπικότητα, στην οποία θα υποτάσσονταν σαν σε Θεό;»
Σιωπή απλώθηκε. Εντούτοις οι Νόρμες ήξεραν την απάντηση.
«Δεν είναι άνθρωπος. Ονομάζεται χρήμα και όποιος στα χέρια το κρατά, τότε εξουσιάζει και όλες τις ανθρώπινες ψυχές. Ωστόσο αυτό δεν είναι αρκετό. Χρειάζεσαι μία μορφή. Μια μορφή που στον κόσμο των ανθρώπων εξουσιάζει το χρήμα» απάντησε το Μέλλον γελώντας.


Ο ύπνος του ήταν ανήσυχος. Κατακλυζόταν από εφιάλτες. Έβλεπε τη μητέρα του να ψυχορραγεί και το σώμα της να τρέμει από τους σπασμούς, τη στιγμή που το δηλητήριο άρχιζε να ρέει στο αίμα της. Σηκώθηκε λουσμένος στον ιδρώτα και κοίταξε γύρω του το σκοτάδι που απλωνόταν. Άξαφνα ένας ήχος σαν σιγανό σφύριγμα ακούστηκε και δύο λαμπερά κίτρινα μάτια τον κοιτούσαν. Ο Ορλάντο ευθύς άρπαξε το σπαθί του, το οποίο είχε πάντοτε δίπλα του για ώρα ανάγκης, και με τη βοήθεια της μαγείας των ξωτικών των άστρων φώτισε με το χέρι του το δωμάτιο. Το θέαμα που αντίκρισε ήταν απόκοσμο. Ένα τεράστιο φίδι είχε καταφέρει να εισχωρήσει από το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς του. Το ερπετό σηκώθηκε όρθιο και άνοιξε το στόμα του αποκαλύπτοντας μία σειρά από δηλητηριώδη δόντια. Του επιτέθηκε με μανία, γκρεμίζοντας τελείως τον τοίχο του δωματίου. Καθώς ο θόρυβος απλώθηκε σε όλο το βασίλειο, οπλισμένα ξωτικά άρχισαν να ανεβαίνουν προς τις βασιλικές κρεβατοκάμαρες, με τον Έλυον να κρατά στα χέρια του τη «Φλόγα», το πιο δυνατό σπαθί που φτιάχτηκε ποτέ από τον Θεό των άστρων, τον Tζίλτα. Ο Ορλάντο με έναν ελιγμό απέφυγε την επίθεση, ωστόσο το χτύπημα που δέχτηκε λίγα λεπτά αργότερα από την ουρά του φιδιού, του έκοψε την αναπνοή. Ταυτόχρονα τα ξωτικά εισέβαλαν στο δωμάτιο καρφώνοντας τα σπαθιά τους βαθιά στο δέρμα του ερπετού, το οποίο χτυπιόταν σκοτώνοντας με τη δύναμη του σώματός του αρκετούς πολεμιστές. Ο Έλυον είχε καρφώσει ένα σπαθί στη στοματική κοιλότητα του φιδιού προσπαθώντας να αποτρέψει μία νέα επίθεση. Ο Ορλάντο καθώς σύρθηκε στο σκοτάδι πίσω ακριβώς από το σώμα του ζώου, φώναξε με όση δύναμη του έμενε στον πατέρα του να του πετάξει τη Φλόγα. Ο Έλυον με δυσκολία κατάφερε να ρίξει το σπαθί προς το μέρος του Ορλάντο, καθώς το ερπετό τον είχε στριμώξει στη γωνία, ενώ το σώμα του πίεζε το στήθος του ξωτικού προκαλώντας του αφόρητους πόνους. Ο Ορλάντο κρατώντας στα χέρια του το σπαθί, σκαρφάλωσε στη ράχη του φιδιού και τρέχοντας προς τη μεριά του κεφαλιού, κάρφωσε το σπαθί ακριβώς στη μέση του κρανίου. Ουρλιαχτά ακούστηκαν καθώς το φίδι άφηνε την τελευταία του πνοή. Όταν πλέον το σώμα του σωριάστηκε άψυχο στο έδαφος κάνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο, ευθύς άναψαν όλα τα φώτα. Ο Έλυον κοίταξε τρομοκρατημένος το νεκρό πλάσμα με τα τεράστια κίτρινα μάτια και το λαμπερό καφέ δέρμα του.
«Έχιδνα! Το σημάδι του Σούλφους» φώναξε και γύρισε απότομα προς το μέρος του Ορλάντο που πάλευε να ανασάνει, καθώς τα πλευρά του πονούσαν φριχτά. Έπειτα έτρεξε προς τη μεριά των παραθύρων, αντικρίζοντας αυτό που φοβόταν. Τρεις ακόμη έχιδνες γλιστρούσαν πάνω στα τείχη του βασιλείου μυρίζοντας το αίμα των ξωτικών.
            «Το ένστικτό μου μου λέει πως έρχονται για σένα! Εσύ είσαι ο νόμιμος κληρονόμος του θρόνου. Ο Σούλφους θέλει να αφανίσει τη φυλή μας!» του φώναξε ο Έλυον.
«Δεν πρόκειται να φύγω, πατέρα. Δεν πάω πουθενά. Η θέση μου είναι η υπεράσπιση του βασιλείου μου».
Τη στιγμή που τελείωνε τη φράση του, ένας δυνατός θόρυβος ακούστηκε και τα ερπετά εισέβαλαν στο Λευκό Βασίλειο συνθλίβοντας τα πάντα γύρω τους. Ο στρατός ξεχύθηκε να πολεμήσει, με τον Έλυον να κραδαίνει τη Φλόγα. Ο Ορλάντο βαστώντας το δικό του σπαθί, πήδηξε από το παράθυρο και αρπάζοντας τα κλαδιά ενός δέντρου, προσπάθησε να φτάσει στον κήπο του βασιλείου γρηγορότερα. Τη στιγμή εκείνη μέσα από τις φυλλωσιές, ένιωσε έναν αλλόκοτο άνεμο και ένα σατανικό γέλιο να τον συνοδεύει.
«Πρίγκιπα…» ψιθύρισε η φωνή γελώντας.«Θα σε πάρω μαζί μου στην κόλαση».
Ο Ορλάντο προσπαθούσε μάταια να συγκεντρώσει την προσοχή του στη μεριά από όπου ερχόταν αυτός ο σατανικός ψίθυρος. Δύο μαύρες τρύπες τον κοιτούσαν και ένα απόκοσμο χαμόγελο τις συνόδευε. Λόγια… Λόγια σκοτεινής μαγείας πλανήθηκαν στον αέρα, κάνοντας την Πύλη να εμφανιστεί και τυφλώνοντας το ξωτικό. Ο Ορλάντο έχασε την ισορροπία του πέφτοντας μέσα στον χωροχρόνο. Παρά το γεγονός πως το ταξίδι διήρκησε λίγα λεπτά, του φάνηκαν αιώνας. Μακριά από τον τόπο του και  τραυματισμένος έμοιαζε αβοήθητος.


Ιφιγένεια Μπακογιάννη