Άβατο: Ο Έκπτωτος (Κεφάλαιο 4/Μέρος Α) - "Αόρατη απειλή"

Του πήρε αρκετό καιρό για να κατανοήσει την ανθρώπινη φύση. Τη ζούσε και στον κόσμο του, εντούτοις ο ίδιος είχε δημιουργήσει για αντίβαρο την πρώτη φυλή ξωτικών. Ήταν ύπουλοι οι άνθρωποι και με πολλές αδυναμίες. Λάτρευαν τα πολύτιμα αντικείμενα και δε δίσταζαν να σκοτώσουν προκειμένου να τα αποκτήσουν. Το ήθος δεν ήταν από τα χαρακτηριστικά που θριάμβευε, ενώ τον νου τους τον χρησιμοποιούσαν τις πλείστες φορές για να προκαλέσουν κακό. Πόσο λοιπόν θα διέφεραν οι άνθρωποι ετούτου του κόσμου από εκείνους του δικού του; Οι πληροφορίες του του έλεγαν ελάχιστα. Οι Νόρμες μέσα από τη σφαίρα του χωροχρόνου του είχαν δώσει μία γεύση της τεχνολογίας που θα συναντούσε. Ωστόσο ο ίδιος διόλου ενδιαφερόταν για αυτό. Καθώς ήταν Θεός, και μάλιστα προικισμένος με χαρίσματα του ίδιου του Μέγα Δημιουργού, θα έφτιαχνε απλώς μία σκακιέρα. Οι άνθρωποι θα ήταν τα πιόνια του και εκείνοι που θα χρησιμοποιούσαν την ίδια τους την τεχνολογία  ενάντια στον εαυτό τους. Πρώτα θα τους έκανε να τον εμπιστευθούν και μετά θα τους αποτελείωνε. Μαζί με την ανθρώπινη φυλή θα αναζητούσε και τον πρίγκιπα των ξωτικών, ο οποίος είχε κατά λάθος πέσει στη χωροχρονική Πύλη. Σήκωσε ψηλά το χέρι του και κάλεσε τις Νόρμες.
«Ήρθε η ώρα» είπε κοφτά.
Το ξόρκι του καλέσματος της Πύλης ήχησε στο Μαύρο Βασίλειο. Ο Σούλφους απομακρύνθηκε με αργά βήματα γνωρίζοντας πολύ καλά την πορεία που θα ακολουθούσε.

            Ελλάδα

Η ώρα ήταν τρεις τα ξημερώματα. Για καλή μας τύχη ακολουθούσε σαββατοκύριακο και παρά το γεγονός πως τα σχολικά καθήκοντα ασκούσαν πίεση, θα είχαμε όλο τον χρόνο που χρειαζόμασταν προκειμένου να συνειδητοποιήσουμε τι μας είχε συμβεί. Οι γονείς μας είχαν ειδοποιηθεί πως θα μέναμε στο σπίτι του Θοδωρή για δύο ολόκληρα βράδια. Στη διαδρομή για το σπίτι του ο Μιχάλης προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του πως ο Ορλάντο χρειαζόταν ψυχική υποστήριξη, καθώς επρόκειτο για κάποιον αλαφροΐσκιωτο που μπέρδευε τη φαντασία με την πραγματικότητα. Ο Παναγιώτης από την άλλη ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του, ενώ εγώ που ακολουθούσα τελευταία παρατηρούσα κάθε κίνηση του ξωτικού. Τα κόκκινα μαλλιά του ανέμιζαν σαν τις φλόγες της πυρκαγιάς. Το βάδισμά του ήταν αργό και περήφανο και καθώς προχωρούσε, ένιωθα πως με την άκρη του ματιού του με επεξεργαζόταν. Δεν ήμουν σίγουρη, αν διάβαζε τις σκέψεις μου, ωστόσο βαθιά μέσα μου ευχόμουν να μπορούσε να το κάνει.
Το σπίτι του Θοδωρή ήταν σκοτεινό καθώς οι γονείς του απουσίαζαν. Στα χέρια του κρατούσε ακόμη τα κλειδιά του αστεροσκοπείου.
«Θα είμαστε ασφαλείς εδώ;» ρώτησα τον Ορλάντο γεμάτη αγωνία.
 Η ματιά του ξωτικού σκοτείνιασε.
«Δεν είμαι σίγουρος. Ο Σούλφους είναι απρόβλεπτος. Δε θα κάνουμε πολλές κινήσεις και καλό είναι να μην κυκλοφορούμε πολύ στον δρόμο. Θα έρθει για να με βρει και μαζί με εμένα θα καταστρέψει και ετούτον τον κόσμο. Τα πιόνια τοποθετήθηκαν στη σκακιέρα και το παιχνίδι ξεκίνησε» εξήγησε το ξωτικό.
Δίχως να ανταλλάξουμε περισσότερα λόγια πέσαμε για ύπνο. Ωστόσο ο Μιχάλης λουσμένος στον ιδρώτα από φόβο, καθόταν μονάχος του στο σαλόνι διαβάζοντας, καθώς ανησυχούσε για τη ζωή του και εκείνη των φίλων του.
 Άξαφνα τη γαλήνη των νυχτερινών ήχων τάραξε ένας σιγανός θόρυβος σαν σύρσιμο. Ο Μιχάλης νιώθοντας την καρδιά του να σφυροκοπά έντονα, έστρεψε το βλέμμα του αργά προς όλες τις κατευθύνσεις. Είδε τους δύο φίλους του να κοιμούνται στον καναπέ ήσυχοι και το ξωτικό στο πάτωμα, ενώ εγώ βρισκόμουν κλειδωμένη στο δωμάτιο του Θοδωρή. Προσπαθώντας να αυτοκαθησυχαστεί σηκώθηκε από τον δικό του καναπέ και κατευθύνθηκε στην κουζίνα, εντούτοις το βήμα του πάγωσε καθώς μία ελαφριά ομίχλη είχε τυλίξει τον χώρο. Νιώθοντας τα άκρα του να τρέμουν, προσπάθησε μάταια να βρει μία λογική εξήγηση. Ο πανικός τον πλησίαζε αργά και βασανιστικά, αλλά ο ίδιος προσπαθούσε να τον απωθήσει με διάφορες τεχνικές που του είχε υποδείξει ο ψυχολόγος του, τη χρονιά που υπέφερε από αϋπνίες λόγω της μετακόμισης με την οικογένειά του στο νέο τους σπίτι. Έπαιρνε αργές και βαθιές ανάσες από τη μύτη και φυσούσε από το στόμα. Τα χέρια του όμως παρέμεναν παγωμένα κι εκείνος τα έτριψε μεταξύ τους, σημάδι της αμηχανίας που ένιωθε εξαιτίας αυτής της αόρατης απειλής. Είναι παιχνίδι του μυαλού σου. Έχεις πλούσια φαντασία! Αυτό είναι όλο, έλεγε από μέσα του ξανά και ξανά.
Προχωρώντας αργά στάθηκε μπροστά από τον καθρέπτη του σαλονιού. Το αίμα του πάγωσε. Στη θέση του θολού του ειδώλου είχε κάνει την εμφάνισή της μία μορφή. Ο Μιχάλης ένιωσε το σώμα του να λούζεται στον ιδρώτα, καθώς στην απελπισμένη του προσπάθεια να καλέσει βοήθεια δεν έβγαινε κανένας απολύτως ήχος. Τα πόδια και τα χέρια του σταμάτησαν να κινούνται, ενώ άθελά του άρχισε να βαδίζει προς το μέρος του καθρέπτη. Οι κόρες των ματιών του είχαν διασταλεί, μα του ήταν αδύνατο να ξεφύγει από τούτην την παγίδα. Η φιγούρα που είχε πλέον σχηματιστεί ήταν ξεκάθαρη. Δύο μαύρες τρύπες στη θέση των ματιών, ένα πρόσωπο χλωμό και το πιο απαίσιο χαμόγελο που είχε δει ποτέ του. Καθώς το σώμα του αιωρούταν προς τη μεριά της φιγούρας, ένα κοκκαλιάρικο χέρι με γαμψά νύχια του έκανε σήμα να πλησιάσει, ενώ το σατανικό χαμόγελο γινόταν όλο και πιο ζωηρό. Ο Μιχάλης με μία βαθιά ανάσα έκλεισε τα μάτια του και περίμενε στωικά το τέλος του. Άραγε θα ένιωθε πόνο; Πώς έμοιαζε ο θάνατος; Τι αίσθηση είχε;
Τη στιγμή εκείνη ένα χέρι τον άρπαξε απεγκλωβίζοντάς τον από την ακινησία. Ήταν ο Ορλάντο, ο οποίος πήρε το πρώτο βάζο που βρήκε μπροστά του και πετώντας το πάνω στον καθρέπτη τον έκανε θρύψαλα. Ο εκκωφαντικός θόρυβος μας οδήγησε όλους αναστατωμένους στο σαλόνι. Εγώ έτρεξα πανικόβλητη με πλήθος σκέψεων να περνά γρήγορα από το μυαλό μου σαν να έβλεπα στιγμιότυπα ταινίας. Το θέαμα που αντικρίσαμε μας πάγωσε. Ο Μιχάλης βρισκόταν πεσμένος στο πάτωμα με σπασμούς στο σώμα από το σοκ, ενώ το ξωτικό βαριανάσαινε κοιτώντας τον σπασμένο καθρέπτη.
«Ήταν της μητέρας μου!» ούρλιαξε ο Θοδωρής. «Τι ακριβώς θα της πω τώρα; Τον είχε αγοράσει χρόνια πριν από ένα παλαιοπωλείο και από τότε τον πρόσεχε σαν τα μάτια της» συνέχισε βυθισμένος στην απόγνωση.
«Αν δεν τον είχα σπάσει, ο φίλος σας θα ήταν νεκρός τώρα. Ο Σούλφους μας βρήκε. Χρησιμοποιεί μαύρη μαγεία για αυτόν τον σκοπό. Αυτό που αντίκρισε ο φίλος σας μέσα στον καθρέπτη ήταν μονάχα η σκέψη του, η οποία βρήκε τρόπο να πάρει σάρκα και οστά. Φανταστείτε τι ακριβώς θα συμβεί, αν αποφασίσει ο ίδιος να εμφανιστεί κι όχι απλά οι σκέψεις του» μας προειδοποίησε το ξωτικό.
«Εμ… Θα της πω πως μας λήστεψαν τότε» απάντησε τρομοκρατημένος ο Θοδωρής.
Μέχρι τη στιγμή εκείνη, η ιστορία του διεστραμμένου και αδικημένου κακού έμοιαζε με εφηβικό παραμύθι όπου όλοι είχαμε αναλάβει δήθεν τον ρόλο της διάσωσης του κόσμου. Όταν είδα όμως τον Μιχάλη σε αυτήν την κατάσταση, η αστεία χροιά αυτής της υπόθεσης μετατράπηκε σε ζωντανό εφιάλτη.
«Τι πρέπει να κάνουμε;» τον ρώτησα νιώθοντας τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια μου.
«Πρέπει να φύγουμε» απάντησε κοφτά το ξωτικό. «Δυστυχώς θα κάνει τα πάντα για να με βρει και μαζί με μένα κι εσάς. Δεν είσαστε ασφαλείς μαζί μου. Πρέπει να φύγω μόνος μου».
«Αυτό είναι κάτι που αφορά όλον τον κόσμο σωστά;» πετάχτηκε ο Παναγιώτης. Ο Ορλάντο έγνεψε καταφατικά. «Τότε θα το σηκώσουμε όλοι μαζί το βάρος. Ίσως να μπορούν να μας βοηθήσουν αι άλλοι, αν γίνει παγκοσμίως γνωστό» τελείωσε μα βαθιά μέσα του ένιωθε την ανάγκη να ξεφύγει από τον δικό του Γολγοθά κι ετούτη η περιπέτεια ήταν το τσακμάκι που του άναψε τη φλόγα της ελπίδας, πως σε κάτι θα μπορούσε να φανεί κι εκείνος χρήσιμος. Πως είχε αξία.
«Δε θα πιστέψει κανείς ούτε αράδα από τέσσερα δεκαοχτάχρονα» του είπα.
 «Είναι μεγάλο το ρίσκο… Ωστόσο μπορώ να γίνω η ζωντανή σας απόδειξη»   απάντησε το ξωτικό χαμογελαστά.
«Φύγαμε για το εξωτερικό!» φώναξε ο Θοδωρής. «Έχω συγγενείς στο Λονδίνο. Δε θα δώσουμε καμία εξήγηση σε κανένα για την ώρα. Σε λίγο ξημερώνει και πρέπει να κάνουμε τα αδύνατα δυνατά να συνεφέρουμε τον Μιχάλη. Είναι σε άθλια κατάσταση. Θα πάρουμε την πρώτη πτήση που θα βρούμε. Μην ανησυχείτε για τα λεφτά. Ο πατέρας μου έχει ξεχάσει την κάρτα του εδώ» τελείωσε με ένα πονηρό χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη του.


Ιφιγένεια Μπακογιάννη