Ο Κυνηγός των Ευχών (Κεφάλαιο 6 - Μέρος 2ο)

Ο Κίαν ξύπνησε από έναν άσχημο ύπνο χωρίς όνειρα. Τυλίχτηκε στην μπαλωμένη κουβέρτα του και έκλεισε ξανά τα μάτια του. Ακούστηκαν δύο χτυπήματα στην πόρτα.
Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι του και αφουγκράστηκε. Ίσως είχε κάνει λάθος. Ποιος να χτυπούσε την πόρτα του και γιατί; Ξάπλωσε πάλι πίσω και κουκουλώθηκε. Τότε τα χτυπήματα ακούστηκαν και πάλι. Σηκώθηκε με την κουβέρτα στους ώμους του, κοίταξε από μία χαραμάδα. Ήταν ένας ψηλός κύριος με μουστάκι. Άνοιξε την πόρτα τουρτουρίζοντας και τον κοίταξε αμίλητος.
«Καλημέρα, αγόρι μου!» είπε ο κύριος χαμογελώντας.
«Καλημέρα» αποκρίθηκε το αγόρι.
«Το όνομά μου είναι Γιόλε. Εσύ είσαι ο Κίαν, σωστά;»
Το αγόρι έγνεψε καταφατικά.
«Θα αναρωτιέσαι τι κάνω εδώ, έτσι;»
Ο Κίαν έγνεψε ξανά.
«Έρχομαι εκ μέρους των κυρίων Κέριγκαν. Μπορώ να περάσω;»
Άνοιξε την πόρτα διάπλατα και τον άφησε να μπει στην καλύβα του. Ο άντρας κοίταξε τριγύρω θλιμμένα, αντικρίζοντας την λιτότητα και την ακαταστασία.
«Κάθισε, Κίαν» είπε και το αγόρι κάθισε οκλαδόν στο κρεβάτι του. Εκείνος κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και έβγαλε ένα κλειστό γράμμα από την τσέπη του.
«Γράμμα; Είναι γράμμα; Για μένα; Μου το έστειλε η Τρέα;» ρώτησε το αγόρι ενθουσιασμένο.
«Όχι, αγόρι μου» απάντησε ο άντρας. Όταν το παιδί κατσούφιασε, συμπλήρωσε: «Είναι κάτι καλύτερο» Το άνοιξε σπάζοντας το βουλοκέρι και το διάβασε δυνατά. «Εγώ, ο Θόρφιν Κέριγκαν, του Ζόραν και της Φράνσις, και η γυναίκα μου, Έμχαϊρ Κέριγκαν, του Στρόμπεν και της Πητς, αναλαμβάνουμε την κηδεμονία του παιδιού ονόματι Κίαν Χάκαν, του Κεν και της Φέρντια»
Το αγόρι κοίταζε απορημένο τον άντρα με το μουστάκι, τουρτουρίζοντας μέσα στην μπαλωμένη κουβέρτα του.
«Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε ο άντρας με το όνομα Γιόλε. Το αγόρι κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Σημαίνει ότι από σήμερα θα είσαι ο θετός γιος της κυρίας Έμχαϊρ και του κύριου Θόρφιν»
«Εγώ;»
«Ναι. Αυτά είναι καλά νέα, αγόρι μου. Θα έχεις ένα ζεστό σπίτι, ένα μαλακό κρεβάτι και ανθρώπους να σε φροντίζουν» χαμογέλασε ο άντρας.
«Δεν ξέρω, κύριε» αποκρίθηκε ανήσυχος ο Κίαν.
«Σίγουρα θα είναι καλύτερα από το να μένεις εδώ μόνος σου, Κίαν»
Έμεινε σιωπηλός. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Κοίταξε το χαρτί με τα καλλιγραφικά γράμματα.
«Είστε σίγουρος ότι αυτό λέει το χαρτί;»
«Βέβαια!» γέλασε ο άντρας. «Έλα, ετοιμάσου. Θα σε συνοδέψω εγώ. Πάρε μαζί σου ότι θέλεις και αποχαιρέτησε αυτό το παλιό σπίτι»
Σηκώθηκε αμίλητος και έβαλε μέσα σε ένα δισάκι τα πράγματα που ήθελε να κρατήσει μαζί του. Δεν ήταν πολλά, αλλά για εκείνον ήταν πολύτιμα, γιατί φυλούσαν τις αναμνήσεις της μητέρας του.
Μόλις ετοιμάστηκε, ο άντρας τον πήρε από το χέρι και φύγανε. Ο Κίαν δεν έχασε από τα μάτια του το ξύλινο καλύβι, μέχρι που αυτό ξεμάκρυνε. Με την καρδιά του να χτυπάει δυνατά, κοίταξε τον άντρα που του κρατούσε το χέρι. Φαινόταν καλός και ευγενικός. Τα μαύρα μουστάκια του γύριζαν προς τα πάνω και τυλίγονταν κυκλικά στις άκρες τους, κάτι που του θύμιζε τα σπίτια των σαλιγκαριών.
Φτάσανε στα σκαλιά της εξώθυρας του σπιτιού των νέων του κηδεμόνων. Ο κύριος Γιόλε χτύπησε την πόρτα και καθησύχασε τον Κίαν με ένα χαμόγελο. Η κυρία Έμχαϊρ άνοιξε την πόρτα και τους υποδέχτηκε εγκάρδια.
«Ευχαριστώ, κύριε δικαστά!» είπε ευγενικά και έσφιξε το χέρι του άντρα. «Έλα, αγάπη μου!» είπε στον Κίαν και τον αγκάλιασε θερμά. «Δεν σας χρειαζόμαστε άλλο, δικαστά Γιόλε»
«Αν χρειαστείς κάτι, στείλε μου γράμμα σε αυτή την διεύθυνση» είπε ο δικαστής και έδωσε στον Κίαν ένα διπλωμένο χαρτί.
«Μα, κύριε, δεν ξέρω ούτε να γράφω ούτε να διαβάζω» απάντησε ο Κίαν.
«Τώρα που απέκτησες δύο τόσο καλούς γονείς, θα μάθεις και ανάγνωση και γραφή» είπε καλοσυνάτα και του έσφιξε το χέρι. Έφυγε και ο Κίαν έμεινε με την κυρία Έμχαϊρ.
«Έλα, αγόρι μου. Πάμε» είπε εκείνη και μπήκαν στο σπίτι.
Ο Κίαν έμεινε άφωνος μπροστά στην θέα του εσωτερικού του σπιτιού. Τέτοια χλιδή δεν είχε φανταστεί ποτέ του.
«Τι κάθεσαι και κοιτάς;» ρώτησε η κυρία Έμχαϊρ. «Έλα, πρέπει να κάνεις μπάνιο και να φορέσεις καθαρά ρούχα. Έιπριλ! Οδήγησε το αγόρι στο μπάνιο.  Και να του έχεις έτοιμα τα ρούχα στο κρεβάτι του» διέταξε και εκείνη υπάκουσε, παίρνοντας τον μικρό από το χέρι.
«Καλωσήρθες, Κίαν. Εγώ είμαι η Έιπριλ. Σίγουρα θα λατρέψεις την πουτίγκα μου!» είπε και του έκλεισε το μάτι, καθώς ανέβαιναν τις σκάλες.
Το παιδί χαμογέλασε. Καθώς ανέβαινε τα σκαλιά, σκέφτηκε πως δεν είχε δει ποτέ του τόσο όμορφο σπίτι. Ένα πλούσιο, κόκκινο χαλί στόλιζε τα σκαλοπάτια και στον δεύτερο όροφο, όπου βρισκόταν το μπάνιο, είδε μία πανοπλία να στέκεται μόνη της στην άκρη του διαδρόμου.
«Είναι κειμήλιο της οικογένειας. Νομίζω πως ήταν του προπάππου του κύριου Θόρφιν. Ήταν ιππότης!» είπε η Έιπριλ και τα αθώα μάτια του Κίαν άνοιξαν διάπλατα από θαυμασμό.
Όταν τελείωσε το ζεστό του μπάνιο, η γυναίκα τον οδήγησε στο δωμάτιό του που βρισκόταν στην άκρη του διαδρόμου. Ήταν απλό, με ένα κρεβάτι στο βάθος, ένα έπιπλο τουαλέτας δίπλα του και ένα μεγάλο παράθυρο με πράσινες κουρτίνες. Μύριζε καθαριότητα και ήταν ζεστό. Δεν θύμιζε σε τίποτα το φτωχό καλύβι του.
Η Έιπριλ τον βοήθησε να ντυθεί και σε λίγες στιγμές, ο Κίαν ήταν καθαρός, χτενισμένος και ντυμένος σαν πλουσιόπαιδο. Τίποτα όμως δεν τον ευχαρίστησε περισσότερο από την πουτίγκα που του έφερε κρυφά. Την καταβρόχθισε μέσα σε ένα λεπτό, και η Έιπριλ γέλασε μόλις είδε ότι είχε αποκτήσει μουστάκια από την λαιμαργία του. Τον σκούπισε με μια πετσέτα και έπειτα κατέβηκαν μαζί στο σαλόνι, όπου η μητριά και ο πατριός του έπιναν τσάι.
«Ο Κίαν είναι έτοιμος, κυρία» είπε η Έιπριλ και η κυρία Έμχαϊρ γύρισε και τον κοίταξε.
«Πολύ ωραία, Έιπριλ. Έλα, Κίαν. Κάθισε μαζί μας. Θες λίγο τσάι με λεμόνι;»
«Ναι, κυρία» είπε ο Κίαν και κάθισε αμήχανα σε μία καρέκλα.
Η Έιπριλ σέρβιρε τον Κίαν και εκείνος ήπιε το τσάι του αμίλητος, κοιτώντας το σπίτι με θαυμασμό.
«Λοιπόν, Κίαν» αναζήτησε την προσοχή του η κυρία Έμχαϊρ. «Σε αυτό το σπίτι υπάρχουν κάποιοι κανόνες. Θα πέφτεις για ύπνο στις εννιά το βράδυ και θα ξυπνάς στις εφτά το πρωί. Θα έρχεται ένας δάσκαλος ακριβώς στις οχτώ για να σου κάνει μαθήματα, και θα φεύγει στις δώδεκα. Θα μάθεις να συμπεριφέρεσαι σαν άξιο μέλος της κοινωνίας. Θα τρως με το στόμα κλειστό, δεν θα χασμουριέσαι, δεν θα τρέχεις σαν τρελός, δεν θα φωνάζεις, δεν θα παραπονιέσαι, δεν θα κλαις, δεν θα μουρμουρίζεις, δεν…»
Όσο και να ήθελε να ακούσει όλα τα «θα», τα «πρέπει» και τα «δεν» της νέας του μητριάς, ο Κίαν αφαιρέθηκε το πρώτο λεπτό. Το μόνο που είχε στο μυαλό του και περίμενε πως και πως, ήταν τα μαθήματα με τον δάσκαλο. Πάντα ήθελε να ξέρει να διαβάζει και να γράφει, όπως εκείνα τα παιδιά με τα ωραία ρούχα και τα γυαλισμένα παπούτσια, που έβλεπε κάθε Σάββατο πρωί στον μεγάλο καθεδρικό ναό του Κάρικ.
«Με ακούς;» είπε ξαφνικά η κυρία Έμχαϊρ.
«Ναι, κυρία»
«Ωραία. Τώρα που συνεννοηθήκαμε, μπορώ να γυρίσω στις δουλειές μου. Και κόψε πια αυτό το κυρία, χρυσό μου» είπε εκείνη χαμογελώντας με τον γνωστό της, ψεύτικο τρόπο. «Μπορείς να με λες μητέρα»
«Λυπάμαι, μα δεν μπορώ, κυρία» απάντησε το αγόρι. «Είχα μητέρα και την λέγαν Φέρντια»
«Τότε λέγε με όπως θες» είπε εκείνη σκυθρωπιάζοντας και σηκώθηκε.
Ο κύριος Θόρφιν έμενε σιωπηλός σε όλη τη διάρκεια της συζήτησης. Ο Κίαν τον περιεργάστηκε καθώς η κυρία Έμχαϊρ ανέβαινε στον πάνω όροφο. Ήταν ένας στυφός άνθρωπος, με μικρά, θαμπά μάτια. Κατάλαβε αμέσως πως δεν θα αντάλλαζε και πολλές κουβέντες μαζί του, αλλά δεν τον πείραζε ιδιαίτερα.
Η υπόλοιπη μέρα πέρασε αδιάφορα, με το παιδί να περιεργάζεται το μεγάλο αρχοντικό και να ζεσταίνεται δίπλα στο τζάκι. Η μητριά του ήταν απορροφημένη με τα σχέδια της για ένα ακόμα σουαρέ, και μιλούσε συνεχώς για αυτό στην Έιπριλ, η οποία τα σημείωνε όλα σε ένα τετράδιο. Ο πατριός του καθόταν στην καρέκλα του στην κουζίνα, πίνοντας τσάι και διαβάζοντας την εφημερίδα του. Πότε πότε, όταν η Έιπριλ έβρισκε χρόνο, καθόταν μαζί του και μιλούσαν λίγο, γιατί η μαγείρισσα έβλεπε τον μικρό μελαγχολικό και μόνο και σπάραζε η καρδιά της. Το βράδυ καθίσαν όλοι στο τραπέζι της κουζίνας και η Έιπριλ σέρβιρε πάπια με πορτοκάλι και πουτίγκα αμυγδάλου. Έπειτα, η κυρία Έμχαϊρ έστειλε τον Κίαν για ύπνο.
Αφού φόρεσε τις ζεστές, καθαρές πιτζάμες που του έδωσε η Έιπριλ, ανέβηκε στο κρεβάτι του και κοίταξε έξω από το τζάμι. Το χιονισμένο Κάρικ έμοιαζε διαφορετικό μέσα από εκείνο το σπίτι. Κοίταξε τον ουρανό. Το φεγγάρι ήταν μισό, και λίγα αστέρια ξεπρόβαλλαν μέσα από τα λιγοστά σύννεφα. Το χιόνι είχε σταματήσει να πέφτει. Αναστέναξε και πήγε στο έπιπλο τουαλέτας, σε ένα από τα συρτάρια του οποίου βρισκόταν το δισάκι του. Το πήρε στο κρεβάτι και χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα. Αποκοιμήθηκε έτσι, με το δισάκι σφιχτά δεμένο μέσα στην αγκαλιά του. Στα όνειρα που είδε εκείνο το πρώτο βράδυ στο αρχοντικό των Κέριγκαν, ο Κίαν βρισκόταν χαρούμενος και ασφαλής, στην αγκαλιά της μητέρας του.

***

Το επόμενο πρωί, αμέσως μετά το πρωινό γεύμα, τα χτυπήματα στην πόρτα του αρχοντικού των Κέριγκαν ανήγγειλαν τον ερχομό του δασκάλου. Ήταν ένας κοντός, αδύνατος άνθρωπος με αυστηρό παρουσιαστικό. Κάθισαν στην τραπεζαρία και ο δάσκαλος συστήθηκε στον καινούριο μαθητή του. Το όνομά του ήταν Βινς.
Η κυρία Έμχαϊρ ανέβηκε στον πάνω όροφο για να συνεχίσει τα σχέδιά της, ενώ ο κύριος Θόρφιν κάθισε μόνος του στο σαλόνι. Οι υπηρέτες είχαν πάρει διαταγές να σερβίρουν τον δάσκαλο τσάι και τάρτα και έπειτα να εξαφανιστούν, το οποίο και έκαναν. Ο Κίαν βρισκόταν τώρα μόνος του με τον καινούριο του δάσκαλο. Ο κύριος Βινς έβγαλε από τον γυλιό του ένα μαύρο δερματόδετο βιβλίο και μία πένα, την οποία έδωσε στο αγόρι. Την περιεργάστηκε με περιέργεια.
«Ξέρεις τι είναι;» τον ρώτησε.
«Όχι, κύριε»
«Είναι μία πένα. Με αυτό θα γράψεις την αλφάβητο. Βούτηξέ τη στο μελάνι» είπε και άνοιξε το μελανοδοχείο που η Έιπριλ τους είχε αφήσει στο τραπέζι.
Ο Κίαν βούτηξε την πένα όπως του είχε υποδείξει ο δάσκαλος. Έπειτα εκείνος άνοιξε το βιβλίο σε μία σελίδα και άρχισε να του λέει τα γράμματα της αλφαβήτου ένα ένα. Κοιτούσε τα καλλιγραφικά γράμμματα με θαυμασμό. Ύστερα προσπάθησε να αντιγράψει τα γράμματα στο τετράδιό του. Για πρώτη φορά δεν τα πήγε και άσχημα, ήθελε όμως δουλειά.
Όταν τελείωσε το πρώτο μάθημα, ήταν περισσότερο ευχαριστημένος  και από τότε που δοκίμασε την γευστική πουτίγκα αμυγδάλου της Έιπριλ. Είχε καταφέρει να αντιγράψει τα γράμματα της αλφαβήτου και να μάθει τα ονόματά τους. Ο δάσκαλος τον επιβράβευσε και του ανακοίνωσε ότι την επόμενη μέρα θα ξεκινούσε κιόλας το μάθημα ανάγνωσης.
«Τελειώσατε;» ρώτησε η κυρία Έμχαϊρ όταν είδε τον δάσκαλο να σηκώνεται.
«Ναι. Είμαι στην ευχάριστη θέση να σας ενημερώσω ότι ο μικρός Κίαν είναι έξυπνο και εργατικό παιδί. Θα γίνει πολύ καλός, μαθαίνει γρήγορα. Σύντομα θα μπορέσει να πάει στο σχολείο»
Η κυρία Έμχαϊρ περιεργάστηκε τον Κίαν σαν να προσπαθούσε να δει μέσα από θαμπό γυαλί.
«Τι μου λέτε; Αλήθεια; Αυτό είναι πολύ ευχάριστο»
«Βεβαίως» είπε ο κύριος Βινς και αποχαιρέτησε την κυρία Έμχαϊρ βγάζοντας το καπέλο του. «Κίαν, θα τα πούμε αύριο το πρωί. Να μελετήσεις σκληρά σήμερα»
Μόλις η πόρτα έκλεισε, ο Κίαν κλείστηκε στο δωμάτιό του και κάθισε να εξασκηθεί στη γραφή και να μελετήσει. Δεν σήκωσε το κεφάλι του μέχρι που τον φώναξε η Έιπριλ για φαγητό.
«Τρώγε με το στόμα κλειστό!» του υπενθύμισε αυστηρά η κυρία Έμχαϊρ, την ώρα που εκείνος έτρωγε λαίμαργα την τάρτα με μανιτάρια. «Και μη βιάζεσαι!» συμπλήρωσε.
Ο Κίαν συμμορφώθηκε αλλά δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος, γιατί το φαγητό ήταν πεντανόστιμο και εκείνος πεινούσε σαν λύκος. Όταν, δε, έγλειψε τα δάχτυλά του, η κυρία Έμχαϊρ έγινε έξαλλη.
«Υπάρχουν κάποιοι κανόνες σε αυτό το σπίτι! Όποιος θέλει να βρίσκεται εδώ θα πρέπει να τους ακολουθεί!» στρίγκλισε και το αγόρι λούφαξε στην θέση του.
«Με συγχωρείτε, κυρία»
«Μην καμπουριάζεις! Ίσιωσε την πλάτη σου» τον μάλωσε ξανά και βιάστηκε να υπακούσει.
«Λοιπόν, πρέπει να μάθεις να σέβεσαι τους κανόνες αυτού του σπιτιού. Να σταματήσεις να φέρεσαι σαν αλητάκι. Σε λίγες μέρες έχουμε γιορτή, θα έρθει όλος ο καλός κόσμος του Κάρικ –μέχρι και ο άρχοντας! Δεν μπορώ να σε παρουσιάσω στον κόσμο έτσι! Τι θα πούνε; Από σήμερα θα ξεκινήσουμε εντατικά μαθήματα! Θα μάθεις να φέρεσαι σαν καθώς πρέπει άνθρωπος» είπε και έκοψε ένα μικρό κομμάτι από την τάρτα της με χάρη.
Ο Κίαν την κοιτούσε που έτρωγε σαν σπουργίτι, με το στόμα κλειστό και την πλάτη ολόισια σαν να είχε καταπιεί σκούπα. Για κάποιο λόγο τα επιπρόσθετα μαθήματα με την κυρία Έμχαϊρ του προκαλούσαν ανησυχία. Κοίταξε το πιάτο του σκεπτικός. Πήρε το πιρούνι και σκάλισε την τάρτα, βγάζοντας τα μανιτάρια και στιβάζοντάς τα σε έναν κύκλο γύρω από το κομμάτι.
«Τι κάνεις εκεί, νεαρέ; Μην παίζεις με το φαγητό σου!» τον επέπληξε για μία ακόμη φορά.
Υπάκουσε σιωπηλός και έφαγε το υπόλοιπο φαγητό του ακολουθώντας τις υποδείξεις της. Όταν έφτασε το επιδόρπιο, μία αυστηρή ματιά της μητριάς του αρκούσε για να κόψει κάθε του ενθουσιασμό. Όταν η κρέμα σερβιρίστηκε στο τραπέζι, έριξε μια ματιά τριγύρω. Κανονικά θα ορμούσε καταπάνω της, αλλά αντί γι’ αυτό περίμενε πρώτα να ξεκινήσουν οι ομοτράπεζοί του. Φαίνονταν και οι δύο αδιάφοροι, σέρβιραν στα πιάτα τους μία μικρή ποσότητα, βουτούσαν τα κουτάλια τους αργά στο πιάτο, και έπειτα τα έφερναν ανόρεχτα στο στόμα τους. Καμία ένδειξη απόλαυσης στα παγωμένα πρόσωπά τους. Το είχε παρατηρήσει και τη χτεσινή μέρα, αλλά νόμιζε πως ήταν σύμπτωση. Τώρα που το παρατηρούσε ξανά, του έκανε τρομερή εντύπωση. Αυτοί οι άνθρωποι έμοιαζαν να μην εκτιμούν, να μην απολαμβάνουν τίποτε. Ούτε καν την υπέροχη αχνιστή κρέμα που είχε φτιάξει η Έιπριλ με τόσο κόπο.
«Δεν θα φας;» ρώτησε η κυρία Έμχαϊρ.
«Ναι, κυρία» απάντησε και σερβιρίστηκε με το μεγάλο κουτάλι που ήταν βουτηγμένο στην κρέμα για αυτόν τον σκοπό. Για κακή του τύχη, τα χέρια του έτρεμαν και λίγη από την λαχταριστή κρέμα έπεσε πάνω στο βελούδινο τραπεζομάντηλο.
Η κυρία Έμχαϊρ άφησε το κουτάλι της στο πιάτο. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα.
«Συγνώμη, κυρία…» ψέλλισε ο Κίαν περιμένοντας τις φωνές της. «Δεν το ήθελα..»
«Δεν πειράζει, χρυσό μου» είπε εκείνη απροσδόκητα. «Αρκεί να μην το ξανακάνεις» Αν το ένα της μάτι δεν τρεμόπαιζε νευρικά, ο Κίαν θα πίστευε ότι το εννοούσε.
Οι υπόλοιπες τρεις μέρες πέρασαν με το αγόρι να παρακολουθεί ανελλιπώς μαθήματα. Μία με τον κύριο Βινς και μία με την κυρία Έμχαϊρ. Το βράδυ έπεφτε στο κρεβάτι του κουρασμένος, και κοιμόταν αμέσως.
Ένα πρωί ξύπνησε νωρίτερα, πριν καν έρθει η Έιπριλ στο δωμάτιό του. Από κάτω ακουγόταν φασαρία, δυνατές ομιλίες και γέλια. Έτριψε τα μάτια του και σηκώθηκε. Ντύθηκε μόνος του με τα ρούχα που ήταν έτοιμα, καθαρά και σιδερωμένα, κρεμασμένα στην καρέκλα της τουαλέτας, χτενίστηκε, πλύθηκε και κατέβηκε κάτω.
Η κυρία Έμχαϊρ καθόταν στην τραπεζαρία μαζί με τον σύζυγό της και μία νεαρή κοπέλα που γελούσε. Κάπου την είχε ξαναδεί, ήταν σίγουρος.
«Κίαν! Ξύπνησες; Έλα εδώ» διέταξε η κυρία Έμχαϊρ.
Ο Κίαν πλησίασε ντροπαλά. «Καλημέρα κυρία Έμχαϊρ, κύριε Θόρφιν» είπε και η κοπέλα τον κοίταξε με απορία. Τότε θυμήθηκε πού την είχε δει. Ήταν το κορίτσι στα πορτρέτα του σπιτιού, εκείνο με τα ξανθά μαλλιά.
«Καλημέρα. Θέλω να σου συστήσω την κόρη μας, την Ζαμπρίνα. Ήρθε μόλις πριν μία ώρα από το Τάλαμ Ούισκε» είπε περήφανα η μητριά του.
«Γεια σου, Κίαν» είπε καλοσυνάτα η κοπέλα.
«Γεια σας, δεσποινίς Ζαμπρίνα» αποκρίθηκε το αγόρι με ευγένεια.
Η κοπέλα γέλασε με την καρδιά της. «Όχι και δεσποινίς Ζαμπρίνα! Είμαστε κατά κάποιο τρόπο αδέρφια. Μπορείς να με φωνάζεις απλά Ζαμπρίνα»
Ο Κίαν χαμογέλασε. Αυτή η κοπέλα είχε κάτι που του άρεσε. Διέφερε κατά πολύ από τους γονείς της, καθώς δεν ήταν ούτε σκυθρωπή ούτε αυστηρή, αντιθέτως πρόσχαρη και ευγενική.
«Αρκετά με τις φλυαρίες!» διέκοψε η στριγκή φωνή της κυρίας Έμχαϊρ. «Πήγαινε να φας, εμείς φάγαμε μόλις ήρθε η Ζαμπρίνα. Ζήτα από την Έιπριλ να σε σεβρίρει. Σε λίγο θα έρθει ο κύριος Βινς για το μάθημα»
«Μάλιστα, κυρία» είπε και έφυγε.
Η Ζαμπρίνα γύρισε στην μητέρα της. «Γιατί σε προσφωνεί ‘κυρία;’» ρώτησε εύλογα.
«Δεν ξέρω, αγάπη μου. Είναι περίεργο αυτό το παιδί. Αλλά άστο αυτό. Πές μου τα νέα σου! Γνώρισες τελικά τον κόμη Ζιβαλιέ;»
«Μητέρα… Χαίρομαι τόσο πολύ που τελικά υιοθετήσατε αυτό το μικρό αγόρι! Έτσι θα έχετε συντροφιά μόλις γυρίσω πίσω στο Τάλαμ Ούισκε! Και φαίνεται αξιαγάπητος» άλλαξε θέμα η Ζαμπρίνα.
«Ναι… ναι» απάντησε κοφτά εκείνη.
«Απέκτησα ένα μικρότερο αδερφό!» μονολόγησε η κοπέλα. «Σκέφτομαι να του κάνω ένα μικρό δώρο, έτσι για το καλωσόρισμα. Για να νιώσει αγαπητός και ευπρόσδεκτος. Τι λέτε και σεις, μητέρα;»
«Γλυκό μου κορίτσι! Έχεις χρυσή καρδιά!» γλύκανε η κυρία Έμχαϊρ και χάιδεψε τα ξανθά της μαλλιά, αλλά απέφυγε να απαντήσει στην ερώτηση.
Όταν έφτασε ο κύριος Βινς και κάθισε μαζί με τον μαθητή του στην τραπεζαρία, φάνηκε και το φωτεινό πρόσωπο της Ζαμπρίνα.
«Σας πειράζει να καθίσω και εγώ μαζί σας;» ρώτησε.
«Καθόλου, δεσποινίς. Αρκεί να κάνετε ησυχία» απάντησε ο δάσκαλος.
Κάθισε στην άκρη του τραπεζιού και παρακολουθούσε σε όλη τη διάρκεια του μαθήματος, χαμογελώντας όταν ο Κίαν τα κατάφερνε στην ανάγνωση, και χτυπώντας τα χέρια με ενθουσιασμό όταν κατάφερνε να αποτυπώσει πιστά στο χαρτί τις λέξεις που του έδειχνε ο δάσκαλος. Το αγόρι γελούσε ντροπαλά κάθε φορά.
«Είσαι πολύ καλός και επιμελής μαθητής» του είπε η Ζαμπρίνα όταν μείναν οι δυο τους στην τραπεζαρία.
«Αλήθεια το πιστεύετε;» ρώτησε ο Κίαν.
«Αλήθεια. Θα μου κάνεις μία χάρη;»
«Ό,τι θέλετε»
«Σταμάτα να μου μιλάς στον πληθυντικό!»
«Εντάξει» συμφώνησε χαμογελώντας.
«Πόσων ετών είσαι;» ρώτησε
«Εφτά» απάντησε το αγόρι. «Εσύ;»
«Ω, Κίαν… Δεν ρωτάνε ποτέ μία δεσποινίς πόσων χρονών είναι! Ιδιαίτερα τις κυρίες. Αν δεν θες να ακούσεις κατσάδα, μην το ξαναρωτήσεις» είπε γελώντας. «Να προσέχεις κυρίως με τις ψιλομύτες κυρίες του Κάρικ. Είναι πολύ ευαίσθητες σε αυτό το θέμα!» ψιθύρισε συνομωτικά.
 Ο Κίαν γέλασε. «Δεν το ήξερα… Η κυρία Έμχαϊρ μου κάνει μαθήματα καλών τρόπων και συμπεριφοράς, αλλά δεν μου είπε αυτή την λεπτομέρεια…»
«Μαθήματα συμπεριφοράς; Ω, σε λυπάμαι καλέ μου… Ήταν από τα λιγότερο αγαπημένα μου σαν παιδί. Ή για να ακριβολογούμε, το απεχθανόμουν!»
Η Έιπριλ έφτασε στην τραπεζαρία και η Ζαμπρίνα σηκώθηκε και την αγκάλιασε σφιχτά.
«Έιπριλ! Πόσο μου έλειψες! Πόσο μου λείψατε όλοι!» είπε και την φίλησε.
«Και σεις μας λείψατε, δεσποινίς! Δεν φαντάζεστε πόσο! Όλοι σας περιμέναμε με ανυπομονησία!» είπε συγκινημένη η μαγείρισσα.
«Ξέρεις τι άλλο μου έλειψε;»
«Μπισκότα των αγγέλων!» είπαν με ένα στόμα.
Ο Κίαν γέλασε με την ψυχή του. Ήταν τόσο παράξενο να βλέπει την κόρη των Κέριγκαν να μιλά με την μαγείρισσα σαν να ήταν φίλες. Συνήθως οι γονείς της φέρονταν στο προσωπικό σαν να ήταν κατώτεροί τους.
«Θα ετοιμάσω μια φουρνιά για χάρη σας, δεσποινίς Ζαμπρίνα! Θα φτιάξω μπόλικα και για σένα, Κίαν!»
«Ευχαριστώ, Έιπριλ!» απάντησε ο Κίαν και εκείνη έφυγε για την κουζίνα.
«Έχεις φάει μπισκότα των αγγέλων;» ρώτησε η Ζαμπρίνα.
«Όχι»
«Θα τα λατρέψεις! Η Έιπριλ προσθέτει επιπλέον κανέλα και ροδόνερο, και γίνονται υπέροχα!» είπε τρίβοντας τα χέρια της.
«Ζαμπρίνα!» φώναξε η κυρία Έμχαϊρ μπαίνοντας στην τραπεζαρία. «Άκουσα ότι θα φτιάξει η Έιπριλ μπισκότα. Δεν πιστεύω να φας όλο το ταψί όπως τις περασμένες γιορτές; Πρέπει να προσέχεις τη σιλουέτα σου, έχουμε και το σουαρέ σε λίγες μέρες!»
Στριφογύρισε τα μάτια. «Ναι, μητέρα!» απάντησε. «Προσέχω»
«Στο Τάλαμ Ούισκε, εκτός από μπισκότα των αγγέλων φτιάχνουν και κάτι άλλα με πιπερόριζα και μπόλικα μπαχαρικά, που λέγονται μπισκότα του διαβόλου! Ένα αρκεί και νομίζεις ότι το στόμα σου παίρνει φωτιά, τόσο καυτερά είναι!» είπε η Ζαμπρίνα και ο Κίαν γούρλωσε τα μάτια του. «Εκεί φτιάχνουν και ψωμί με μούρα το καλοκαίρι… Να γλείφεις τα δάχτυλά σου!»
«Πώς είναι το καλοκαίρι εκεί;»
«Υπέροχα!» απάντησε εκείνη με ένα πέπλο γλυκιάς μελαγχολίας στα μάτια. «Δεν θυμίζει σε τίποτα το Κάρικ. Εκεί ο ήλιος είναι πιο λαμπερός, οι δρόμοι λάμπουν σαν να είναι στρωμένοι με διαμάντια, η άμμος καίει σαν πυρρωμένο χρυσάφι, και η θάλασσα… Αχ, η θάλασσα…»
«Πώς είναι η θάλασσα, Ζαμπρίνα;»
«Δεν έχεις δει ποτέ σου θάλασσα;» ρώτησε έκπληκτη.
«Όχι… Ούτε στο Τάλαμ Ούισκε έχω πάει ποτέ… Ακούγεται όμως υπέροχο…»
«Είναι υπέροχο. Ελπίζω το καλοκαίρι να σε αφήσει η μητέρα να έρθεις μαζί μου να το δεις. Θα το αγαπήσεις αμέσως»
Το απόγευμα, η Ζαμπρίνα φόρεσε το καλό της φόρεμα με το κόκκινο ύφασμα και κατέβηκε στην τραπεζαρία, όπου καθόταν ο Κίαν παρέα με τα βιβλία του, τριγυρισμένος από τους θετούς γονείς του.
«Μητέρα, είμαι έτοιμη. Θα φύγω σε λίγα λεπτά» ανακοίνωσε.
Ο Κίαν την κοίταξε θαμπωμένος. Ήταν ακόμα πιο όμορφη από πρώτα. Είχε κάνει τα μαλλιά της μπούκλες και τα μεγάλα καστανά μάτια της έλαμπαν κάτω από το κόκκινο καπέλο με το μεγάλο γείσο.
«Θα σας πείραζε να έρθει και ο Κίαν μαζί μου; Πιστεύω ότι μελέτησε αρετά σήμερα»
Η γυναίκα κοίταξε τον μικρό αυστηρά. «Τελείωσες τη μελέτη;»
«Ναι, κυρία»
«Τότε μπορείς να πας μαζί με την Ζαμπρίνα, αλλά πρέπει να ντυθείς ζεστά. Και πρόσεχε την συμπεριφορά σου, νεαρέ!»
«Μάλιστα» είπε και ανέβηκε στο δωμάτιό του. Η Έιπριλ κατέφτασε και διάλεξε ένα καλό παντελόνι, ένα απλό πουκάμισο και ένα ζευγάρι μαύρες καλές μπότες. Του έδωσε και ένα χοντρό παλτό, το έδεσε μπροστά στο λαιμό και ήταν έτοιμος. Κατέβηκε χαρούμενος τις σκάλες και βρέθηκε δίπλα στην Ζαμπρίνα.
«Μητέρα, πατέρα, εμείς φεύγουμε. Θα είμαστε πίσω νωρίς» είπε ανοίγοντας την πόρτα.
«Μισό λεπτό!» έτρεξε να τους προφτάσει λαχανιασμένη η Έιπριλ. «Το κασκόλ σου, Κίαν!»
Ήταν ένα χοντρό, μακρύ κασκόλ με μαύρο και γκρι χρώμα. Το τύλιξε γύρω από το λαιμό του, φόρεσε και τα γάντια του και αφήσανε το σπίτι των Κέριγκαν. Μπήκανε στην άμαξα και ξεκινήσανε αμέσως. Ο Κίαν κοιτούσε πίσω από το μικρό άνοιγμα της κουρτίνας τα φωτισμένα μέσα στην νύχτα σπίτια να τους προσπερνούν και να ξεμακραίνουν.
«Πού πάμε;» ρώτησε.
«Στο μαγαζί του Χένρι Σαλ» απάντησε εκείνη. «Θα έχει μια μικρή γιορτή απόψε, λόγω των γεννεθλίων του Λόνυ, του γιου του. Έχει καλέσει όλο το Κάρικ αλλά οι γονείς μου δεν ήθελαν να πάνε γιατί δεν τους άρεσε η συμπεριφορά του Λόνυ, πέρυσι το καλοκαίρι»
«Τι είχε κάνει ο Λόνυ που δεν τους άρεσε;»
«Είχε πιει λίγο παραπάνω και πάνω στην ζάλη του αποκάλεσε ολόκληρη την αφρόκρεμα του Κάρικ ψεύτες και υποκριτές»
Η άμαξα σταμάτησε μπροστά από ένα κτίριο με βιτρό παράθυρα από τα οποία ξεχυνόταν έντονο φως. Κατέβηκαν στο χιονισμένο πλακόστρωτο και η Ζαμπρίνα έπιασε τον Κίαν από το χέρι. Μπήκαν από την ανοιχτή πόρτα του κτιρίου και βρέθηκαν σε μια μεγάλη σάλα πλημμυρισμένη από κόσμο. Στον αέρα πλανιόταν πλούσιες μυρωδιές. Ο Κίαν διέκρινε την γλυκιά μυρωδιά των ζεστών τσουρεκιών και ένιωσε το στομάχι του να διαμαρτύρεται.
Προχώρησαν κατά μήκος της σάλας και συνεχώς τους σταματούσαν ξένοι που χαιρετούσαν την Ζαμπρίνα. Εκείνη τους ανταπέδιδε τους θερμούς χαιρετισμούς και κατόπιν τους σύστηνε το αγόρι σαν αδερφό της. Ζωντανή μουσική έπαιζε στο βάθος, δύο βιολιστές, ένας κύριος με φλογέρα και μία γυναίκα με λαγούτο.
Φτάσανε στο τραπέζι στο βάθος της σάλας και δοκίμασαν από τα λαχταριστά φαγητά, μαζί με ένα ποτήρι κριθαρόνερο με γεύση σύκου. Ενώ ο Κίαν έτρωγε το αγαπημένο του μυρωδάτο τσουρέκι –χωρίς να ξεχνά τους τρόπους καλής συμπεριφοράς που του μάθαινε η κυρία Έμχαϊρ- ένα κορίτσι με μακριά μαύρα μαλλιά και πράσινο φόρεμα πλησίασε και έπεσε στην αγκαλιά της Ζαμπρίνα.
«Δανίλ! Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω και πάλι!»
«Ζαμπρίνα! Πότε γύρισες από το Τάλαμ Ούισκε;»
«Μόλις σήμερα το πρωί!»
«Θα καθίσεις καιρό;»
«Δεν ξέρω, Δανίλ. Ίσως γυρίσω πίσω σε λίγες μέρες. Πρέπει να τελειώσω τις σπουδές μου!»
«Τι χαρά που σε έχουμε και πάλι μαζί μας, έστω και για λίγο!» είπε η Δανίλ και έπειτα κοίταξε το αγόρι δίπλα στην φίλη της, που έτρωγε αμίλητο.
«Από εδώ ο αδερφός μου, ο Κίαν» είπε η Ζαμπρίνα πιάνοντας το αγόρι από τον ώμο.
«Δεν ήξερα ότι έχεις αδερφό!» είπε και συστήθηκε. «Γεια σου Κίαν, εγώ είμαι η Δανίλ. Χαίρομαι που σε γνωρίζω»
«Η χαρά είναι όλη δική μου, δεσπονίς Δανίλ» είπε το αγόρι σύμφωνα με τους τρόπους καλής συμπεριφοράς.
«Τον υιοθέτησαν οι γονείς μου. Είναι ο γιος της Φέρντια» την πληροφόρησε η Ζαμπρίνα.
«Μη μου πεις…» είπε το κορίτσι και τον περιεργάστηκε. «Της μοιάζει» διαπίστωσε. «Ήταν όμορφη η μητέρα σου»
 «Ευχαριστώ, δεσποινίς. Πράγματι ήταν» αποκρίθηκε το αγόρι.
Η κοπέλα με το πράσινο φόρεμα χαμογέλασε. Έπειτα είδε κάποιον γνωστό της και έφυγε.
«Είναι καλή μου φίλη από παλιά. Κάναμε μαζί μάθημα στο σχολείο» τον ενημέρωσε η Ζαμπρίνα. «Να, εκεί, δίπλα στον κύριο με το καφέ παλτό και τα πλούσια σγουρά μαλλιά, είναι η μητέρα της, η Νάντια. Ο πατέρας της δυστυχώς δεν ζει πια. Ελπίζω να έρθει στο σουαρέ που ετοιμάζει η μητέρα. Πάντα περνάμε ωραία μαζί. Θα την συμπαθήσεις, είμαι σίγουρη»
«Την συμπαθώ ήδη, Ζαμπρίνα» απάντησε ο Κίαν.
Οι μουσικοί έπαιξαν ένα χαρούμενο χορευτικό τραγούδι. Πολλοί από τους παρευρισκόμενους πιάστηκαν σε ζευγάρια και χόρεψαν κυκλικά.
«Είναι το αγαπημένο μου τραγούδι! Έλα!» έκανε και τον έπιασε από το χέρι.
«Δεν ξέρω να χορεύω…» είπε ο Κίαν ντροπαλά.
«Θα σου δείξω εγώ! Μην ντρέπεσαι!» επέμεινε εκείνη και τον έσυρε μέσα από το πλήθος που χόρευε.
Ο Κίαν κοιτούσε αμήχανα τα ζευγάρια των χορευτών. Χόρευαν τόσο γρήγορα που δεν προλάβαινε να δει τα βήματά τους. Ωστόσο η Ζαμπρίνα του έδειξε τα βήματα, αργά στην αρχή. Εκείνος ακολούθησε κάπως άγαρμπα, έπειτα όμως τα κατάφερε. Μέχρι να τελειώσει το τραγούδι, είχε μάθει τα βήματα του χορού και περνούσε τόσο όμορφα, που ξέχασε και την αμηχανία του και χόρεψε σαν να μην τον έβλεπε κανείς.
Όταν τελείωσε το τραγούδι, όλοι οι παρευρισκόμενοι χτύπησαν παλαμάκια, όπως συνηθιζόταν.
«Είδες που τα κατάφερες μια χαρά;» φώναξε η Ζαμπρίνα για να ακουστεί μέσα στον θόρυβο.
Το επόμενο τραγούδι ήταν παραδοσιακό του Κάρικ και ο κόσμος πιάστηκε σε έναν μεγάλο κύκλο. Η Ζαμπρίνα μπήκε στον κύκλο σέρνοντας και τον Κίαν μαζί. Τα βήματα αυτού του κυκλικού, ομαδικού χορού ήταν πιο εύκολα, αλλά ήταν περισσότερο γρήγορος και σύντομα οι περισσότεροι κουράστηκαν και έφυγαν, οι δυο τους όμως συνέχισαν μέχρι το τέλος με τους πιο ανθεκτικούς χορευτές.
Αφού χόρεψαν λίγο ακόμα, έφαγαν και ήπιαν, η Ζαμπρίνα δήλωσε πως είχε περάσει η ώρα και έπρεπε να γυρίσουν, οπότε χαιρέτησε τους γνωστούς της, αγκάλιασε την Δανίλ και φύγανε από τη γιορτή. Ώσπου να φτάσουν στο αρχοντικό των Κέριγκαν, το χιόνι είχε αρχίσει να πέφτει και πάλι. Μπήκαν στο σπίτι τραγουδώντας και η Έιπριλ τους έκανε σήμα να κάνουν ησυχία, γιατί η κυρία Έμχαϊρ είχε πέσει για ύπνο από νωρίς.
Ο κύριος Θόρφιν δειπνούσε στην κουζίνα και οι δυο τους ανέβηκαν στα δωμάτιά τους. Ο Κίαν φόρεσε τις πιτζάμες του και ξάπλωσε αμέσως, σε λίγο όμως κάποιος χτύπησε την πόρτα του. Σηκώθηκε και άνοιξε. Με μεγάλη του χαρά είδε το φωτεινό πρόσωπο της Ζαμπρίνα να του χαμογελά.
«Δεν έχω ύπνο…» είπε. «Νυστάζεις;»
Ο Κίαν κούνησε το κεφάλι του. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί ακόμη, γιατί είχε φάει και είχε πιει τόσο κριθαρόνερο που είχε βαρύνει το στομάχι του. Η Ζαμπρίνα μπήκε στο δωμάτιο και κάθισε στην καρέκλα της τουαλέτας.
«Πώς σου φάνηκε η γιορτή;» ρώτησε.
«Μου άρεσε πολύ» παραδέχτηκε το αγόρι. «Κυρίως ο χορός»
«Είδες που η κυρία Πόριτζ πάτησε το φόρεμα της Γιάρεν και εκείνη σκόνταψε και βρέθηκε στο πάτωμα;»
«Ναι!» είπε ο Κίαν και συγκράτησε ένα γέλιο.
«Γέλασα τόσο πολύ! Ξέρω ότι δεν είναι ιδιαίτερα ευγενικό που το λέω, αλλά μου φάνηκε τόσο αστείο! Και η αλήθεια είναι ότι το ευχαριστήθηκα λιγάκι!»
«Γιατί;» ρώτησε εύλογα το αγόρι.
«Γιατί η Γιάρεν είναι τόσο ευχάριστη όσο μία αλογόμυγα τον Αύγουστο!» είπε γελώντας. «Ποτέ δεν με συμπάθησε, και για να λέμε την αλήθεια, ούτε και εγώ την συμπάθησα ποτέ ιδιαίτερα. Είναι η κλασσική ψιλομύτα πλούσια που νομίζει πως όλος ο κόσμος περιστέφεται γύρω από εκείνη! Αχ, Κίαν… Οι άνθρωποι στο Τάλαμ Ούισκε είναι τόσο διαφορετικοί! Εκεί δεν υπάρχουν πλούσιοι ψιλομύτες! Κανείς δεν υπολογίζει την αξία των ανθρώπων με βάση τα υπάρχοντά τους και τους τίτλους τους!» αναστέναξε η κοπέλα. «Θα σου εκμυστηρευτώ κάτι…» είπε και ο Κίαν άκουσε προσκετικά. «Πολλές φορές εύχομαι να μην ήμουν πλούσια… Με βρίσκεις φριχτή;»
«Όχι, Ζαμπρίνα. Ίσα ίσα. Εσύ είσαι ο πιο γλυκός άθρωπος που υπάρχει πάνω στη γη!» βιάστηκε να απαντήσει και η κοπέλα βούρκωσε συγκινημένη. Κάθισε δίπλα του και τον αγκάλιασε.
«Ζαμπρίνα;»
«Ναι, Κίαν;»
«Θέλεις να μου μιλήσεις για την θάλασσα;»
Η Ζαμπρίνα τον σκέπασε με την κουβέρτα και μπήκε και εκείνη κάτω από τα σκεπάσματα. Ακούμπησε στην πλάτη του κρεβατιού.
«Η αλήθεια είναι πως τα λόγια δεν είναι αρκετά για να περιγράψουν την ομορφιά της, αλλά θα προσπαθήσω. Λοιπόν…» είπε και έκλεισε τα μάτια της για να την φανταστεί. «Η θάλασσα του Μπι είναι τόσο μεγάλη, που απλώνεται γύρω από το Τάλαμ Ούισκε σαν γαλάζια κουβέρτα. Όταν δεν φυσάει, είναι ήρεμη και καθαρή σαν κρύσταλλο. Όταν πάλι φυσάει, αφρίζει σαν κανελομπύρα. Ένα πράγμα που αγαπώ πολύ στην θάλασσα είναι ότι τραγουδάει ψιθυριστά. Πάντα μου αρέσει να την ακούω να τραγουδά. Άλλοτε τραγουδά θυμωμένα, άλλοτε ήρεμα και σιγανά. Αλλά πάντα μαγεύει όποιον την ακούει. Και όταν ο ήλιος λάμπει το καλοκαίρι σαν μαργαριτάρι, την χαϊδεύει απαλά και αφήνει πάνω της χρυσαφένιες πινελιές…»
Άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε. Την κοιτούσε με θαυμασμό, γεμάτος παιδική, αθώα περιέργεια.
«Κάποια στιγμή θα δούμε μαζί την θάλασσα του Μπι, Κίαν. Στο υπόσχομαι. Μέχρι τότε όμως, πες, τι θες να κάνουμε;»

Το αγόρι σκέφτηκε για λίγο. Ύστερα γύρισε στην κοπέλα. «Ξέρεις να λες παραμύθια;» 

Ιωάννα Τσιάκαλου