Girl Can you Keep my Secret? (Κεφάλαιο 21-Μέρος 1ο)

Το φως ξεγλίστρησε μέσα από τα παράθυρα στο μεγάλο καθιστικό, σε αυτόν τον καναπέ που είχα ακουμπήσει το σώμα μου βαριά εχθές το βράδυ. Έκανα μία γκριμάτσα απόλυτου εκνευρισμού χώνοντας το πρόσωπο μου στα μαξιλάρια. Έκλεισα τα μάτια μου με την ελπίδα πως ο ύπνος θα με πάρει μακριά, εκεί που τα όνειρα μου βρίσκονται.
Τα λεπτά περνούν κι εγώ δεν μπορώ να κοιμηθώ. Τα μάτια μου ορθάνοιχτα, οι σκέψεις μου να αγωνίζονται η μία την άλλη κι εγώ απλός παρατηρητής. Ξεφυσώ και σηκώνω το άκαμπτο σώμα μου από τον σκληρό καναπέ.
Κοιτώ έξω από τα παράθυρο όσο τα βήματα μου με πάνε σε αυτό. Η απίστευτη θέα κατακλύζει τις αισθήσεις μου και μένω ήρεμη να την απολαμβάνω. Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει την σημασία αυτής της στιγμής . Της στιγμής που οι άνθρωποι ξυπνούν για να αρχίσουν την ημέρα τους, να αντιμετωπίσουν τον κόσμο.
Ακούω κάτι σαν μουρμουρητό και όταν γυρίζω το κεφάλι μου βλέπω τον Stefan με δυσκολία να σηκώνεται ενώ δείχνει σαν μικρό παιδί με τα μάτια του μισόκλειστα. Χαμογελάω στην εικόνα του.
«Έχεις ξυπνήσει εδώ και ώρα;» Ρωτάει όσο με πλησιάζει.
«Λίγα λεπτά μόνο.» Τρίβει τα μάτια του και μου χαμογελάει. Πραγματικά δεν έχω δει πιο όμορφο θέαμα απ’ αυτό.
«Τι θα κάνουμε σήμερα;» Απορεί.
«Σεξ.» Η λέξη βγαίνει τόσο αυθόρμητα από το στόμα μου που σχεδόν πνίγομαι από την χαζομάρα μου. Ο Stefan με κοιτάει, κάνοντας προσπάθειες να μην γελάσει.
«Βασικά εννοούσα αν θα μου δείξεις το μέρος.» Μόλις έρχεται η απάντηση του τα μάγουλα μου βάφονται με το χρώμα της φωτιάς. Μόλις με απέρριψε;
«Αλλά και σεξ να μην κάνουμε, αυτή τη στιγμή θέλω τόσο πολύ να σε φιλήσω.» Συνεχίζει την πρόταση του και εγώ δεν λέω κουβέντα.
Νιώθω πως θέλω να εξαφανιστώ όσο με κοιτάει με τα πρησμένα μάτια από τον ύπνο. Όσο κάνει στην άκρη την τούφα που κρύβει το πρόσωπο μου.
Ακουμπάει τα χέρια του στα μάγουλα μου και για μια στιγμή δεν αναπνέω. Αφήνει φιλιά στα μάτια μου, στην μύτη και στο στόμα μου. Και ήδη έχω ξεχάσει τι με ρώτησε πριν.
Όταν με αφήνει χαϊδεύει τα μαλλιά μου για λίγο και ύστερα μου σκάει ένα γλυκό χαμόγελο που μόνο αυτός μπορεί να το κάνει να φαίνεται τόσο σαγηνευτικό.
«Μπορώ να πω, πως μου είχαν λείψει τα χείλη σου.» Τον ακούω και η φωτιά μεγαλώνει όλο και πιο πολύ μέσα μου.
«Μου είχες λείψει εσύ.» Απαντώ και αιφνιδιάζω ακόμα και τον ίδιο μου τον εαυτό που μπόρεσα και μίλησα.
Απομακρύνεται λίγο κάνοντας μία αστεία γκριμάτσα ενώ ένα γουργουρητό ακούγεται από την κοιλιά του.
«Νομίζω πως πρέπει να φάμε πρωινό.»
«Το ίδιο νομίζω κι εγώ.» Γελάω και περνάω από δίπλα του με προορισμό την κουζίνα.
Ακούω τα βήματα του και είμαι σίγουρη πως με ακολουθεί. Μπαίνω μέσα στον χώρο που η μαμά μου είχε διακοσμήσει πριν κάποια χρόνια τόσο όμορφα, μία κουζίνα φτιαγμένη αποκλειστικά από ξύλο.
Ανοίγω το ψυγείο και τα ντουλάπια, είναι όλα άδεια. Πως δεν το σκέφτηκα νωρίτερα; Αφήνω μία ανάσα να ξεφύγει από τα χείλη μου. Πάντα ξεχνάω τα πιο σημαντικά πράγματα.
«Δεν έχουμε τίποτα φαγώσιμο στο σπίτι.» Ανακοινώνω.
«Τότε πάμε να ψωνίσουμε κάτι.» Βρίσκει την λύση.
«Έχεις δίκιο, έτσι κι αλλιώς δεν απέχουμε πολύ από το supermarket.» Απαντάω.
«Πάω τότε να αλλάξω.» Μου κλείνει το μάτι και φεύγει από την κουζίνα.
Κοιτάω τα ρούχα μου και καταλαβαίνω πως πρέπει να φορέσω κάτι πιο άνετο. Τρέχω προς το καθιστικό εκεί που έχω αφήσει τον μικρό σάκο. Αμέσως παρατηρώ τον Stefan δίχως ίχνος υφάσματος πάνω του παρά μονάχα το στενό μποξεράκι του. Ξεροβήχω σχεδόν εντυπωσιασμένη απ’ αυτό που βλέπω μπροστά μου. Και δεν του φαινόταν, σκέφτομαι.
«Έχει και δωμάτια το σπίτι.» Λέω αποσβολωμένη.
Γυρνάει το κεφάλι του προς την μεριά μου και δείχνει σαν να το απολαμβάνει.
«Κάποια στιγμή θα με έβλεπες έτσι. Α, και κλείσε το στόμα σου δεν σου πάει.» Χαχανίζει και αρχίζει να ντύνεται.
Παίρνω το βλέμμα μου μακριά του όντας αναστατωμένη. Κρατάω τον σάκο στα χέρια μου και πηγαίνω προς το μικρό μπάνιο του ισόγειου. Αλλάζω σε ένα πουλόβερ και μία άνετη φόρμα γρήγορα. Πλένω το πρόσωπο μου και πιάνω τα μαλλιά μου σε μια χαλαρή κοτσίδα. Κοιτάζομαι στον καθρέπτη και νιώθω λίγο καλύτερα με αυτό που βλέπω. Όσο ο καιρός περνάει, η κατάσταση μου βελτιώνεται. Επιτέλους έπειτα από δύο χρόνια μελαγχολίας και πόνου, βρίσκω νόημα σε κάτι, σε κάποιον.
Βγαίνω από το μπάνιο και πλησιάζω τον Stefan που βρίσκεται στην είσοδο του σπιτιού. Φοράει ένα απλό φούτερ, μία φόρμα και δείχνει περιποιημένος.
«Έτοιμη;» Ρωτάει κι εγώ νεύω ως προς απάντηση του.
Περπατάμε μαζί προς την έξοδο του σπιτιού και πηγαίνουμε στο αμάξι που βρίσκεται λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι.
Στον δρόμο ακούμε μουσική και μένουμε αμίλητοι όση ώρα οδηγεί. Το χέρι του μόνιμα ακουμπισμένο στο μπούτι μου κάνοντας ελαφρώς την καρδιά μου να φτερουγίζει. Κοιτάω συνεχώς έξω από το παράθυρο, την ομορφιά αυτού του τόπου, τα μέρη τα οποία έχω καιρό να δω.
Την στιγμή που κατεβαίνουμε από το αμάξι αποφασίζουμε πως θα φάμε κρέπες και πως θα πιούμε σοκολατούχο γάλα όπως έκανα μικρή με το Noah όταν οι μέρες ήταν όμορφες, όταν ο μπαμπάς ήταν σπίτι.
Πριν καν φτάσουμε στην είσοδο του καταστήματος το κινητό μου χτυπάει και εγώ το παίρνω στα χέρια. Ο Stefan με κοιτάει με απορία στα μάτια μα απομακρύνεται πριν το σηκώσω. Μόλις κοιτάω το όνομα στην οθόνη, βρίζω τον εαυτό μου.
«Savanoh, βρες μου μία καλή δικαιολογία για να μην σε βγάλω από την ομάδα.» Ακούω την φωνή της αρχηγού της ομάδας μου αρκετά εκνευρισμένη.
«Ramona εσύ;» Κάνω πως δεν την καταλαβαίνω για να κερδίσω λίγο χρόνο.
«Έχεις πέντε λεπτά να μου πεις που ήσουν στις τελευταίες δύο προπονήσεις, αλλιώς η καθηγήτρια Maraton θα μάθει τα πάντα.» Μου εξηγεί.
Η Ramona Moore. Η αρχηγός της ομάδας μπάσκετ του σχολείου. Τόσο αυταρχική και εγωίστρια ταυτόχρονα. Θέλει πάντα να νικάει στους αγώνες και το μόνο που την ενδιαφέρει είναι ο τίτλος της. Τα αγόρια πολλές φορές ξεχνούν ότι είναι κορίτσι αφού κανείς δεν την έχει δει δίχως την αθλητική της στολή.
«Ακούω!» Φωνάζει αναστατώνοντας με.
«Είχα κάποια σημαντικά πράγματα να κάνω Ramona. Στην επόμενη θα βρίσκομαι εκεί.» Απολογούμαι.
«Το καλό που σου θέλω. Λοιπόν να είσαι στο γήπεδο μετά το σχολείο την Δευτέρα. Θα τα πούμε.»
«Τα λέμε τότε.» Την αποχαιρετώ και ύστερα τερματίζω την κλήση.
Ξεφυσάω νευριασμένη με τον εαυτό μου. Πώς μπόρεσα να ξεχάσω ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα που έχω στην ζωή μου; Κουνάω το κεφάλι μου και προσπαθώ να το ξεχάσω για την ώρα μα η θύμηση πως έχω αφήσει τις προπονήσεις και το πρόγραμμα μου με ενοχλεί αφόρητα.
Πλησιάζω τον Stefan και κρύβω το κινητό μου στην τσέπη της χαλαρής μου φόρμας.
«Όλα καλά;» Ρωτάει αναφερόμενος στο τηλεφώνημα.
Γνέφω και αφήνω ένα απαλό φιλί στο μάγουλο του.
«Σίγουρα;» Με κοιτάει δύσπιστος.
«Ναι, πάμε τώρα;»
«Πάμε.»
Ο Stefan τρώει ήσυχος απέναντι μου όσο εγώ τον παρατηρώ. Είναι τόσο παράξενο για μένα όλο αυτό. Να είμαι μαζί του, να περνάμε χρόνο, να νιώθω ασφάλεια κοντά του. Πάει καιρός από τότε που είχα ξανά νιώσει έτσι. Πίστευα πως δεν μου είχε λείψει αυτό το συναίσθημα μα όσο είμαι εδώ, δίπλα του καταλαβαίνω πόσο λάθος ήμουν.
«Θα προτιμούσα να σε βλέπω να τρως, Olivia.» Τονίζει ο ίδιος όσο καρφώνει το βλέμμα του πάνω μου.
«Δεν πεινάω και τόσο.» Ξεφυσώ και σπρώχνω το πιάτο μακριά μου.
«Κάθε φορά η ίδια συζήτηση. Δεν έχεις βαρεθεί να με βασανίζεις;»
Γελάω με την απεγνωσμένη έκφραση του. Αυτή την φορά έχει δίκιο μα από εχθές το βράδυ νιώθω πως δεν κατεβαίνει μπουκιά κάτω. Περιμένει υπομονητικά την στιγμή που θα αρχίσω να τρώω. Δεν ακουμπάει καθόλου το δικό του πιάτο όσο αναμετριόμαστε. Παραμένει ιδιαίτερα σοβαρός και καταφέρνει να νικήσει αυτή τη μάχη. Αρχίζω να τρώω δίχως καμία όρεξη. Κάνει το ίδιο.
«Όταν ήμουν σπίτι σου, στο δωμάτιο σου, είχα δει μία φωτογραφία με σένα και άλλες δύο κοπέλες. Μου έκανε εντύπωση πως χαμογελούσες.» Αναφέρει όσο τρέχει το μυαλό μου σε εκείνη την φωτογραφία, σε εκείνη την ημέρα.
Ήταν καλοκαίρι, τότε που η Lexi είχε γυρίσει από τις διακοπές που έκανε στο εξοχικό της γιαγιάς της. Είχε μαζευτεί όλη η παρέα και περνούσαμε τον χρόνο μας στον μικρό μου κήπο. Ήταν και είναι ακόμα μία από τις πιο όμορφες αναμνήσεις που είχα ποτέ με εκείνη.
«Η μία κοπέλα ήταν η Scarlett, η άλλη…» Σταματάω να μιλάω αντιλαμβανόμενη πως δεν έχω κάτι να πω. Πως η Lexi δεν έχει και τόση σημασία πια.
Λες και δεν υπήρξε ποτέ. Λες και πέρασε μα δεν μου άφησε τίποτα όσο έμεινε.
«Η άλλη ήταν η Lexi. Μία φίλη.»
«Φίλη», πόσο μικρό ακούγεται, πόσο αδιάφορο.
«Lexi εε; Φαντάζομαι δεν κάνετε πλέον παρέα.» Η καχυποψία του γίνεται αντιληπτή.
«Όχι, σκοτώθηκε πριν δύο χρόνια σε τροχαίο.» Του εξηγώ με λίγα λόγια. Οι άσχημες αυτές στιγμές περνούν από μπροστά μου και με κατακλύζουν.
Κουνάω ελάχιστα το κεφάλι μου και επανέρχομαι. Δεν θέλω να χαλάσω την ημέρα μου μαζί του. Έχουμε τόσα όμορφα πράγματα να κάνουμε.
«Δεν θα ρωτήσω τίποτε άλλο, δεν θέλω να σε φέρω σε δύσκολη θέση, μικρή.»
«Και επειδή πέσαμε πολύ με τις άσχημες εξιστορήσεις λέω να φάμε γρήγορα και να αρχίσουμε τις βόλτες μας στην πόλη. Εσύ τι λες;» Εκφράζει την ιδέα που έχει σε εμένα.
«Μ’ αρέσει η ιδέα σου πολύ. Σκέφτομαι η πρώτη στάση μας να είναι η παραλία.» Χαμογελάω σαν ένα παιδί, ανέμελα.
Έτσι κι έγινε λοιπόν. Μόλις ολοκληρώσαμε το πρωινό μας διαθέσαμε λίγο χρόνο σε εμάς μαζεύοντας τα πράγματα μας, κλείνοντας τα παράθυρα, κάνοντας μικρές δουλειές. Λίγο πριν φύγουμε πήρα κάποια πράγματα της και τα έχωσα στην τσάντα μου θέλοντας να τα εξετάσω καλύτερα όταν θα βρισκόμουν μόνη. Κλείδωσα το σπίτι που με φιλοξένησε τόσα καλοκαίρια και απομακρύνθηκα.

Είχαμε κανονίσει με τον Stefan πως μετά την περιήγηση μας θα γυρνούσαμε κατευθείαν πίσω στο σπίτι.

Vas A.