Άβατο: Ο Έκπτωτος (Κεφάλαιο 4/Μέρος Γ) - "Αόρατη απειλή"

Το χώμα μύριζε φρεσκάδα, καθώς είχε γευτεί τις πρώτες σταγόνες του Φθινοπώρου. Αυτή ήταν η εποχή των αλλαγών καθώς τα ξωτικά, που όλη την Άνοιξη και το Καλοκαίρι μετακινούνταν στους κάμπους για να οργώσουν και να θερίσουν τη γη, επέστρεφαν στο Λευκό Βασίλειο για να περάσουν τη δύσκολη εποχή του Χειμώνα, απολαμβάνοντας τους καρπούς των κόπων τους.
            Ο Έλυον, ο Φωτεινός, φορώντας τον λευκό μανδύα του, που κάλυπτε μέρος του κεφαλιού του, προχώρησε συνοδευόμενος από τη φρουρά του στην καρδιά του δάσους, προκειμένου να προσφέρει ποσότητα των πιο γερών καρπών του στον Θεό του Φθινωπόρου, τον Ρόουεν, για να τους ευλογήσει. Τη στιγμή εκείνη ένας από τους φρουρούς του πήρε το θάρρος και τον πλησίασε.
            «Βασιλιά μου, με όλο τον σεβασμό, δεν έχεις αναρωτηθεί ποτέ τι απέγιναν οι αδελφοί μας;»
Ο Έλυον τον κοίταξε με τη θλίψη να καθρεφτίζεται στο βλέμμα του.
«Έχουν περάσει αιώνες από τον εμφύλιο που ξέσπασε ανάμεσα στην αρχαία φυλή των ξωτικών. Οι πιο πολλοί μετατράπηκαν σε πιστούς ακόλουθους του Σούλφους, καθώς η φυλή αυτή δημιουργήθηκε από εκείνον» του απάντησε.
            Ο φρουρός τον κοίταξε περίλυπος
«Άρχοντά μου… Μονάχα αν βάλουμε στην άκρη τις διαφορές μας, θα καταφέρουμε να επιβιώσουμε και να κάνουμε τον κόσμο μας λίγο πιο λαμπερό. Είμαστε παιδιά των άστρων κι εκείνοι της σελήνης, μα αν ορθώσετε το βλέμμα σας στον ουρανό, θα καταλάβετε πως η παρουσία και των δύο μαζί είναι εκείνη που τον κάνει να δείχνει τόσο όμορφος» τελείωσε ο φρουρός κι απομακρύνθηκε βυθίζοντας τον βασιλιά σε πρωτόγνωρες για εκείνον σκέψεις.
Φτάνοντας στον ναό του Ρόουεν, ο οποίος βρισκόταν στην καρδιά του δάσους χτισμένος στο μέσον μιας μικρής λίμνης, τα ξωτικά ανέβηκαν τα πέτρινα σκαλοπάτια και πιάνοντας το ένα το χέρι του άλλου σχημάτισαν έναν κύκλο. Άξαφνα οι μανδύες τους άρχισαν να αλλάζουν χρώμα, υιοθετώντας ένα ανοιχτό καφέ, όπως των πεσμένων φύλλων που κοσμούσαν τη γη, σηματοδοτώντας την έναρξη της εποχής της ξεκούρασης της φύσης. Στο τέλος της προσευχής ο Έλυον, σκεπτόμενος τα λόγια του νεαρού φρουρού και μην έχοντας κανένα σημάδι του υιού του εδώ και μέρες, αποφάσισε πως έπρεπε να διαβεί τις Πύλες του Άβατου και να επισκεφθεί τους Άρχοντες. Θα ήταν η πρώτη επίσκεψη έπειτα από πολλά χρόνια απομόνωσής του από τον υπόλοιπο κόσμο. Εκεί ήλπιζε να βρει τις απαντήσεις που ζητούσε. Ανέβηκε πάνω στο σταχτί άλογό του και με τον νέο του μανδύα να ανεμίζει, σκορπίζοντας τη μυρωδιά του υγρού χώματος παντού, ξεκίνησε για το πρώτο βασίλειο που δημιουργήθηκε ποτέ και για την ιερότερη κατοικία του κόσμου. Το Άβατο. Το σπίτι του Μέγα Δημιουργού που τώρα κατοικούταν από τα παιδιά του.

Ο δρόμος ήταν μακρύς και το δροσερό αεράκι χτυπούσε απαλά το πρόσωπό του, βοηθώντας τον να διατηρήσει τη ζωντάνια και την όρεξή του. Έπειτα από τέσσερις ημέρες δρόμο, με λίγες μονάχα στάσεις κατά τη διάρκεια της νύχτας για ξεκούραση, φάνηκαν στον ορίζοντα οι χρυσές κωνικές στέγες του ομορφότερου βασιλείου που είχε δει ποτέ. Ωστόσο οι πόρτες ήταν κλειστές και επικρατούσε μία ανατριχιαστική ησυχία. Οι δαίμονες που φρουρούσαν το βασίλειο, κάρφωσαν τα μάτια τους επάνω του.
«Έλυον, ο Φωτεινός» συστήθηκε με μία υπόκλιση κι εκείνοι παραμέρισαν για να περάσει.
Στην κορυφή των σκαλοπατιών φάνηκε η μορφή του Τζίλτα. Ο Έλυον τον κοιτούσε εκστασιασμένος καθώς ποτέ άλλοτε δεν είχε αντικρύσει τον δημιουργό του.
«Άρχοντά μου! Έρχομαι σε εσένα, καθώς οι μέρες πλέον μοιάζουν σκοτεινές κι αβέβαιες. Το βασίλειο της Μοίρας έχει κρυφτεί από τον κόσμο τόσο πολύ που πλέον όλοι το θεωρούν έναν μύθο. Ο υιός μου εξαφανίστηκε μετά την τελευταία εισβολή του Μαύρου Άρχοντα και πλέον είμαστε όλοι πεπεισμένοι πως και οι δύο βρίσκονται στη δεύτερη διάσταση» αναφώνησε το ξωτικό.
Ο Τζίλτα, που τόση ώρα τον άκουγε σιωπηλός, του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει ως την κεντρική αίθουσα του θρόνου, όπου βρίσκονταν ο Ρόουεν και ο Ρίβερ Σέιν.
«Έλυον, το βασίλειό σου, είναι το πρώτο που θα προσπαθήσει να καταστρέψει. Εντούτοις, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, η μάχη δίνεται σε έναν άλλον κόσμο, τον οποίο ο Μέγας Δημιουργός θέλησε κάποτε να κρύψει για να μας προστατέψει. Ο Ορλάντο, αν βρίσκεται εκεί, πρέπει να βρει συμμάχους» του απάντησε ο Τζίλτα και βηματίζοντας αργά συνέχισε. «Εμείς δεν επεμβαίνουμε στην ιστορία του κόσμου, Έλυον, παρά μονάχα αν κριθεί αναγκαίο».
            Το ξωτικό τον κοίταξε με απογοήτευση.
«Πολύ καλά λοιπόν. Θα φροντίσω να ενισχύσω την άμυνα του Λευκού Βασιλείου, Άρχοντα» του είπε.
«Το Άβατο, Έλυον, θα κρυφτεί από τον υπόλοιπο κόσμο. Είμαστε οι ισορροπιστές, όχι εκείνοι που κραδαίνουν τα λάβαρα του πολέμου όπως ο αδερφός μας. Είμαστε εκείνοι που κρατούν τη γη εύφορη και τον καιρό γλυκό και κατάλληλο για θαλάσσια ταξίδια. Σκοπός μας είναι η ειρήνη κι όχι ο πόλεμος. Ενίσχυσε το βασίλειό σου. Είναι η μόνη συμβουλή που μπορούμε να σου δώσουμε. Ο Σούλφους θα κυνηγήσει τη φυλή των άστρων, γιατί είστε παιδιά δικά μας» του είπε ο Ρίβερ Σέιν. Το ξωτικό υποκλίθηκε σιωπηλά και μαζί με το άλογό του πήρε το δρόμο της επιστροφής.
Κατηφορίζοντας από το βασίλειο των Θεών, βρέθηκε μπροστά στην εικόνα της πρώτης κατοικίας της αρχαίας φυλής των ξωτικών. Ερείπια είχαν μείνει να θυμίζουν τους ένδοξους καιρούς μιας άλλης εποχής. Τη στιγμή εκείνη ένα σιγανό αεράκι φύσηξε και μία σκιά κινήθηκε στον μισογκρεμισμένο τοίχο απέναντί του. Ο Έλυον βαστώντας στα χέρια του το μαγικό σπαθί των ξωτικών, τη Φλόγα, έστρεψε το κεφάλι απότομα προσπαθώντας να εντοπίσει την πηγή προέλευσης της σκιάς. Μία μαύρη φιγούρα κινήθηκε με εκπληκτική ταχύτητα μέσα στις φυλλωσιές. Άξαφνα, ο αέρας μύριζε λάβα και σίδερα. Το ξωτικό πισωπάτησε καρφώνοντας το βλέμμα του σε δύο τεράστια, κίτρινα μάτια που τον κοιτούσαν και μία ανάσα αργή και καυτή. Τα βήματά του έγιναν βαριά και μπροστά του ορθώθηκε ένα τεράστιο πλάσμα σαν γιγάντια νυχτερίδα. Ήταν ολόμαυρο, με σώμα ανθρώπου και φτερά νυχτερίδας, ενώ η όψη του ήταν απόκοσμη. Είχε σχετικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά στο πρόσωπό του και δύο τεράστια κέρατα στο κεφάλι του. Τα δόντια και τα νύχια του ήταν απίστευτα κοφτερά, ενώ μπορούσε να περπατά και στα τέσσερα πόδια, αλλά αν οι συνθήκες το απαιτούσαν, η μορφή του άλλαζε και στεκόταν στα δύο. Το ξωτικό έσφιξε στα χέρια του το σπαθί του, εντούτοις δεν έκανε καμία κίνηση εναντίον του.
            «Ο Πέμπτος φύλακας του Άβατου…» ψέλλισε.
«Το όνομά μου είναι Βελφεγκόρ κι εσύ δε θα έπρεπε να βρίσκεσαι εδώ» του απάντησε ο δαίμονας κοφτά.
            «Ούτε κι εσύ, αν κρίνω από το γεγονός πως απέδρασες» του απάντησε το ξωτικό.
«Έχω δικαίωμα στη ζωή! Κι ετούτοι πήγαν να μου το στερήσουν, αλλά απέτυχαν. Δημιούργησαν άβουλους φύλακες για να βάλουν το κορμί τους μπροστά, υπερασπιζόμενοι το Άβατο. Δεν έχουμε το δικαίωμα να νιώσουμε χαρά ή λύπη, καθώς μας αφαίρεσαν τα συναισθήματα. Το μόνο που ζητάνε από μας είναι η θυσία της ζωής μας. Εγώ όμως δε θα τους τη δώσω ποτέ! Και τώρα φύγε, ξωτικό. Δεν είναι αυτό μέρος για σένα».
            Ο Έλυον τον κοίταξε.
«Γνωρίζεις τι γίνεται στον κόσμο;»
«Φυσικά» του είπε ο δαίμονας. «Ο τέταρτος Άρχοντας έχει φύγει και δε θα γυρίσει προτού καταστρέψει ολοσχερώς την ανθρώπινη διάσταση. Έπειτα ακολουθούμε εμείς. Ο υιός σου είναι μαζί του. Έπεσε κατά λάθος στη χωροχρονική Πύλη» τελείωσε ο Βελφεγκόρ.
Η καρδιά του Έλυον σφίχτηκε.
«Ορλάντο…» μονολόγησε. Έπειτα έστρεψε το βλέμμα του προς το μέρος του δαίμονα.
«Βγάλε αμέσως από το μυαλό σου ετούτη τη σκέψη!» είπε ο Βελφεγκόρ.
«Αν θες να σταματήσεις να είσαι ένα άβουλο πλάσμα χωρίς ιστορία, τότε πρόσφερε τη βοήθειά σου στον κόσμο στον οποίο ζεις. Δε θα υπάρχει καμία ελπίδα, αν χαθεί η φυλή των άστρων κι ο Ορλάντο είναι κάτι σαν ελιξίριο ζωής για τον Μαύρο Άρχοντα, καθώς θα σκοτώσει ένα κομμάτι του Τζίλτα. Μην το επιτρέψεις αυτό. Έχεις τη δύναμη να βοηθήσεις» προσπάθησε να τον πείσει το ξωτικό.
«Είναι αδύνατον να εμφανιστώ με μία τέτοια μορφή σε έναν κόσμο στον οποίο κατοικούν μονάχα άνθρωποι» είπε ο δαίμονας.
«Η μαγεία μου θα σε βοηθήσει να πάρεις τη μορφή που χρειάζεσαι. Μπορεί εξωτερικά να δείχνεις σαν ένας ακόμη άνθρωπος, ωστόσο θα έχεις τη δύναμη και την ικανότητα που σου προσφέρει η φύση του δαίμονα. Πρέπει να βρεις τον υιό μου. Σε χρειάζεται… Χρειάζεται τον κόσμο μας… Σε παρακαλώ, θα δεχτείς;»
Μία καυτή ανάσα ξέφυγε από τα πνευμόνια του δαίμονα.
«Μονάχα αν μου υποσχεθείς πως αυτό θα είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω. Δεν έχω δημιουργηθεί για να υπηρετώ κανέναν. Παρά το γεγονός πως δε σου χρωστάω καμία χάρη, σέβομαι τη φύση των ξωτικών, καθώς είναι έντιμη. Θα βοηθήσω τον υιό σου να σταματήσει τον έκπτωτο Άρχοντα κι έπειτα θα επιστρέψω για να ζήσω στα παγωμένα βουνά που βρίσκονται στα βόρεια του κόσμου μας. Είμαι ο μοναδικός της φυλής μου που απέκτησα την ικανότητα να έχω αισθήματα και δική μου θέληση, πράγμα που με αναγκάζει να ζήσω μοναχικά για το υπόλοιπο της ζωής μου. Ας είναι λοιπόν αυτά τα μοναχικά χρόνια και ειρηνικά. Περιμένω να μου δείξεις τις ικανότητές σου, ξωτικό. Βάλε λίγη μαγεία και δάνεισε μου την ανθρώπινη μορφή. Πρέπει να κινηθώ γρήγορα, αν θέλω να βρω τον υιό σου ζωντανό. Δώσε μου ένα δικό του αντικείμενο καθώς μέσω του ίχνους που άφησε, ενώ το άγγιξε, μπορώ να εντοπίσω την ακριβή τοποθεσία του. Αυτό το χάρισμα μού δόθηκε, όταν δημιουργήθηκα για να εντοπίζω τον εχθρό» τελείωσε ο δαίμονας κι ένα χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπο του Έλυον.

                                                                     
Ιφιγένεια Μπακογιάννη