Άβατο: Ο Έκπτωτος (Κεφάλαιο 4/Μέρος Β) - "Αόρατη απειλή"

            Λευκός Οίκος
Σηκώθηκε κουρασμένος για πρώτη φορά στην ιστορία της καριέρας του. Τα κόκκαλα της πλάτης του έτριζαν, προκαλώντας μία σύσπαση στους μύες του σώματός του. Ο Εμίλ ήταν ο νεότερος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών που είχε υπάρξει ποτέ. Παρά το νεαρό της ηλικίας του είχε κερδίσει όχι μόνο τις εκλογές, από όλους τους εκλέκτορες αφήνοντας τον πολιτικό του αντίπαλο χιλιόμετρα μακριά, αλλά και τις καρδιές του Αμερικάνικου λαού που αποτελούσαν το εκλογικό σώμα. Είχε την τυπική αμερικάνικη όψη με καστανόξανθα μαλλιά, πάντοτε περιποιημένα και μελί μάτια.
            Παρά το γεγονός πως η εμφάνισή του δεν ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή, ο εξωστρεφής του χαρακτήρας και το σχεδόν μόνιμο χαμόγελό του, κέρδιζε και τον πιο δύσκολο άνθρωπο ή… καλύτερα ηγέτη. Δεν ήταν τυχαίο εξάλλου πως από την ημέρα της ανάληψης της εξουσίας του Προέδρου από εκείνον, η Αμερική είχε βελτιωθεί δραματικά σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής.
Ο ίδιος είχε καταφέρει μέσα σε μικρό σχετικά χρονικό διάστημα να μειώσει το ποσοστό της ανεργίας, που ήταν και μία από τις βασικές του υποσχέσεις. Ωστόσο δεν ήταν μόνος. Η Οφέλια, η γραμματέας του, ήταν το δεξί του χέρι. Κρατούσε και τακτοποιούσε όλα του τα αρχεία και ήταν ικανή να δουλεύει υπερωρίες προκειμένου να υπάρχει μία ομαλή ροή στην καθημερινότητά της. Ήταν μία ικανότατη και ιδιαίτερα οξυδερκής γυναίκα γύρω στα εξήντα, την οποία ο Εμίλ δεν αποχωριζόταν ποτέ, καθώς του είχε σταθεί τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο. Τον γνώριζε από πολύ νέο και ήταν πολύ καλή φίλη με τη γυναίκα του. Ακριβώς επειδή δεν υπήρχαν γιαγιάδες ή παππούδες να προσέχουν την κόρη του, η γυναίκα του καλούσε την Οφέλια στο σπίτι για να κάθεται με τη μικρή στις λίγες περιπτώσεις που θα ήθελαν να βγουν οι δυο τους κάποιο βράδυ. Η Οφέλια δεν είχε κάνει δική της οικογένεια, με αποτέλεσμα να αισθάνεται ευγνώμων που το ζευγάρι Μπρόξτον τη θεωρούσε κάτι πολύ παραπάνω από μέλος της οικογένειάς τους. Εκείνη στάθηκε στον Εμίλ όσο κανένας άλλος τη μοιραία νύχτα που έχασε ότι πολυτιμότερο είχε. Τη γυναίκα του και το παιδί του. Ωστόσο εκείνη η ημέρα έμελλε να είναι διαφορετική και για τους δύο.
Χτύπησε ελαφρώς την πόρτα.
«Οφέλια. Μπορείς να περάσεις. Πες μου, σε παρακαλώ, ποιο είναι το πρόγραμμά μας για σήμερα;» τη ρώτησε ευγενικά.
            Η γλυκιά γυναίκα ανταποκρίθηκε άμεσα.
«Κύριε Μπρόξτον, σήμερα περιμένετε επίσκεψη από τα Αραβικά Εμιράτα».
            Ο Εμίλ άφησε να βγει από μέσα του ένας αναστεναγμός.
 «Οφέλια, θα ήταν πολύ να σου ζητήσω να το ακυρώσουμε; Νομίζω πως δεν είμαι σε θέση να δεχτώ κανέναν. Αδυνατώ να συγκεντρωθώ και να λάβω την οποιαδήποτε απόφαση. Εσύ γνωρίζεις πολύ καλά πώς να βρίσκεις πειστικές δικαιολογίες» της απάντησε κοιτάζοντάς την κουρασμένα.
«Κύριε, εσείς είστε υπεύθυνος να δέχεστε επίσημα πρόσωπα και ετούτη η συνάντηση είναι πολύ βασική για το μέλλον των Ηνωμένων Πολιτειών. Δε μας επισκέπτονται κάθε μέρα από τη Μέση Ανατολή». Καθώς τελείωνε την κουβέντα της φαινόταν ταραγμένη.
«Πολύ καλά, Οφέλια. Θα τον δεχτώ. Τώρα θα σε παρακαλέσω να με αφήσεις λίγο μόνο μου να βάλω μία τάξη στο μυαλό μου και να ετοιμάσω τα απαραίτητα έγγραφα» τελείωσε ο Εμίλ και η γυναίκα αποχώρησε αμέσως.
Εκείνος σηκώθηκε από την καρέκλα τού γραφείου του και άρχισε να βηματίζει νευρικά. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν πολλά χρόνια να δεχτούν μία τέτοια επίσκεψη. Το ένστικτό του του έλεγε να προσέχει και οι κουβέντες του να είναι μετρημένες. Με γοργό βήμα κατευθύνθηκε στο λουτρό για να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του. Τη στιγμή που κοιτούσε το είδωλό του στον καθρέπτη, το μυαλό του κατακλύστηκε από πλήθος σκέψεων. Ήταν ένας άντρας που ζούσε μονάχος για περισσότερα από πέντε χρόνια. Ο χαμός  της γυναίκας του και της κόρη του σε μία απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, όταν ακόμη βρισκόταν στο επίκεντρο του προεκλογικού αναβρασμού, δεν τον άφηναν να συνεχίσει τη ζωή του, κυρίως εξαιτίας των τύψεων, καθώς θεωρούσε τον εαυτό του υπεύθυνο για ό,τι είχε γίνει. Όπως είχε πει και ο ίδιος:
«Αν δεν είχα βάλει υποψηφιότητα, δε θα έσβηναν ποτέ τα χαμόγελά τους».
Ο δολοφόνος δεν εντοπίστηκε ποτέ, εντούτοις οι πρώτες φήμες που είχαν κυκλοφορήσει ήθελαν πίσω από αυτήν την αποτρόπαια ενέργεια να κρύβεται ο πολιτικός του αντίπαλος. Κανένα στοιχείο όμως δε βρέθηκε ποτέ που να τον ενοχοποιεί, ωστόσο η κακή εικόνα που πλέχτηκε γύρω από το πρόσωπό του, ήταν αρκετή για να του στερήσει τη θέση του Προέδρου, η οποία πέρασε στα χέρια του Εμίλ Μπρόξτον, δημιουργώντας μία πρωτοφανή παγκόσμια υποστήριξη για εκείνον στα χρόνια που ακολούθησαν. Όλον αυτόν τον καιρό η Οφέλια στεκόταν στο πλευρό του δίνοντάς του κουράγιο να συνεχίζει.
Ένιωσε τις σκέψεις του να τον πνίγουν. Η εικόνα της κόρης του και της γυναίκα του που του χαμογελούσαν γινόταν όλο και πιο ζωντανή μέσα του. Θα ‘θελα να σας δω… Έστω και για μία στιγμή… Μου λείπετε. Εγώ φταίω που κόπηκε τόσο απότομα το νήμα της ζωής σας. Αν δεν είχα βάλει υποψηφιότητα, τίποτε από όλα αυτά δε θα είχε συμβεί. Θέλω να σας δω… Έστω για ένα λεπτό. Νιώθω τόσο μόνος.
Τη στιγμή εκείνη σαν να άκουσε ο Θεός τις παρακλήσεις του, η μορφή της μικρής του κόρης άρχισε να σχηματίζεται μέσα στον καθρέπτη. Ήταν όμορφη με τις καστανές της μπούκλες να κυματίζουν ανέμελα και το γέλιο της να πλημμυρίζει το δωμάτιο όλο.
«Μπαμπά μου…» του ψιθύρισε. Ο Εμίλ ένιωσε τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια του. Η κόρη του συνέχισε να του χαμογελά.
«Μωρό μου, πού είναι η μαμά;» τη ρώτησε λουσμένος στον ιδρώτα με ένα χαμόγελο ευτυχίας να σχηματίζεται στα χείλη του.
«Έλα μαζί μου, μπαμπά. Πάμε στη μαμά θέλει να σε δει. Ανησυχεί».
Το είδωλο της κόρης του είχε αρχίσει λίγο λίγο να βγαίνει μέσα από τον καθρέπτη του μπάνιου. Ο Εμίλ σαν υπνωτισμένος το ακολούθησε με ένα παγωμένο χαμόγελο ευτυχίας. Τη στιγμή εκείνη που βγήκε από το μπάνιο πέρασε μπροστά του η Οφέλια.
«Κύριε Μπρόξτον! Από λεπτό σε λεπτό θα είναι εδώ οι επίσημοι καλεσμένοι μας. Μα πού είναι το καλό σας το κοστούμι;» τον ρώτησε ταραγμένη, ωστόσο η απάντηση δεν ήρθε ποτέ. Ο Εμίλ συνέχισε να βαδίζει αργά προς τα νότια του Λευκού Οίκου. «Κύριε Μπρόξτον, είστε καλά; Απαντήστε μου, σας παρακαλώ» συνέχισε η γυναίκα ταραγμένη.
«Οφέλια! Δε βλέπεις πως είμαι με την κόρη μου τώρα; Σε παρακαλώ! Με έχει ανάγκη να της αφιερώσω λίγες ώρες. Αρκετά χρόνια έλειψε από κοντά μου. Ήρθε η ώρα να αναπληρώσουμε τον χαμένο μας χρόνο» απάντησε περιχαρής εκείνος. Η Οφέλια άρχισε να παραξενεύεται. Για ποια κόρη μιλούσε; Εκείνη ήταν νεκρή εδώ και έξι χρόνια. Τι του συνέβαινε; Μήπως είχε αρχίσει να χάνει το μυαλό του; Συνέχισε να τον παρατηρεί, ενώ εκείνος απομακρυνόταν αργά.
Δίχως να χάσει την ψυχραιμία της μπήκε στο δωμάτιό του, άρπαξε από την ντουλάπα το αγαπημένο του κοστούμι που ήξερε πως φορούσε πάντα σε τέτοιες περιστάσεις και πήγε να το σιδερώσει προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο για να σκεφτεί τι ακριβώς θα έκανε. Προτίμησε να καθησυχάσει τον εαυτό της σκεφτόμενη πως πιθανότατα ήταν μία περαστική κρίση και ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Εξάλλου το γεγονός πως κάθε του βήμα, όπως και δικό της, συνοδευόταν από ειδικούς προσωπικούς φρουρούς την έκανε να νιώθει ασφάλεια για το γεγονός πως ο Λευκός Οίκος ήταν απροσπέλαστο φρούριο. Κανένας δε θα μπορούσε να μπει ή να πλησιάσει τον Πρόεδρο δίχως να γίνει αντιληπτός. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε.
Λίγη ώρα αργότερα το βλέμμα της καρφώθηκε στο παράθυρο και στον Εμίλ, ο οποίος κατευθυνόταν γοργά προς τον πίσω κήπο του Λευκού Οίκου συνοδευόμενος από τους δύο φρουρούς του. Νιώθοντας τον πανικό να κερδίζει έδαφος παράτησε το σιδέρωμα και άρχισε να τρέχει στους διαδρόμους προσπαθώντας να τον βρει και να τον επαναφέρει στην πραγματικότητα. Πάνω στη βιασύνη της συγκρούστηκε με τον Αντιπρόεδρο, ο οποίος βρισκόταν στο πλευρό του Σεΐχη καλωσορίζοντάς τον.
«Οφέλια… Όλα καλά εδώ;» τη ρώτησε έχοντας ένα βλοσυρό βλέμμα ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. «Ο κύριος Μπρόξτον;» συνέχισε κάνοντας αγώνα για να χαμογελάσει.
Η γυναίκα ξεροκατάπιε.
«Ο Εμίλ... Ο… κύριος Μπρόξτον ήθελα να πω, θα είναι κοντά σας σε λίγα λεπτά. Είχε ένα μικρό ατύχημα και θα καθυστερήσει λίγο. Σας ζητώ χίλια συγνώμη» είπε εκείνη κάνοντας μία μικρή υπόκλιση.
«Δεν είναι δικό σου το λάθος, Οφέλια. Βλέπεις μερικοί δεν ξέρουν να εκμεταλλεύονται σωστά την εξουσία που τους δόθηκε..»
Προτού προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του ο Αντιπρόεδρος, η πόρτα της αίθουσας που υποδεχόταν τους επίσημους καλεσμένους άνοιξε και από μέσα βγήκε ο Εμίλ ντυμένος με το καλό του το κοστούμι που ήταν φρεσκοσιδερωμένο. Η Οφέλια από τη μία δεν μπορούσε να συγκρατήσει τη χαρά της που του Αντιπροέδρου του είχε κοπεί για τα καλά το γέλιο, εντούτοις κάποιο κομμάτι της ιστορίας έλειπε και η ίδια που ήξερε τον Εμίλ πολλά χρόνια τώρα, αισθανόταν μία αόρατη απειλή να έχει πλημμυρίσει τον χώρο, δίχως ωστόσο να υπάρχει κάποιο εμφανές σημάδι κινδύνου.
Μπαίνοντας στο χώρο υποδοχής των επισήμων, ο Εμίλ φαινόταν να αισθάνεται ιδιαίτερα σίγουρος για τον εαυτό του. Η Οφέλια, η οποία στεκόταν σιωπηλή στην άκρη της αίθουσας περιμένοντας εντολές από εκείνον, παρατήρησε πως το βλέμμα του είχε κάπως σκληρύνει και δε θύμιζε σε τίποτε τον χαρούμενο και ευγενικό άνδρα που ήξερε. Λαμβάνοντας υπόψιν την περίεργη συμπεριφορά του λίγα λεπτά πριν την έλευση του Σεΐχη, θεώρησε απλά πως ο Εμίλ είχε μία δύσκολη μέρα και πως η ανάμνηση της γυναίκας του και της κόρης του επηρέαζαν σοβαρά τη συμπεριφορά του. Γνωρίζοντας πολύ καλά το πρόγραμμα αποχώρησε από την αίθουσα, καθώς κάθε είδους συζήτηση που γινόταν εκεί ήταν απόρρητη. Το μόνο πράγμα που έφερνε, ήταν η προσωπική ατζέντα του Εμίλ.
Κλείνοντας την πόρτα πίσω της, κατευθύνθηκε στο προσωπικό του γραφείο. Το θέαμα που αντίκρισε εκεί την τάραξε. Τα χαρτιά ήταν σκορπισμένα και γενικά επικρατούσε μία πρωτοφανής ακαταστασία, πράγμα σπάνιο για τον Πρόεδρο, ο οποίος ανέκαθεν ήταν πολύ τακτικός. Εντούτοις για ακόμη μία φορά, συνέδεσε το περιστατικό με την κακή του διάθεση. Η ατζέντα του βρισκόταν στο γνωστό σημείο στα δεξιά του γραφείου. Από το παράθυρο μπορούσε να δει τους μπράβους που συνόδευαν τον Σείχη για την ασφάλειά του. Αρπάζοντας το δερμάτινο βιβλίο και βγαίνοντας ρώτησε τους ειδικούς φρουρούς, αν είχαν παρατηρήσει κάποιον να μπαίνει εκτός από τον Πρόεδρο. Εκείνοι ένευσαν αρνητικά. Έτσι κατευθύνθηκε προς την αίθουσα υποδοχής, όταν άθελά της άκουσε μία συζήτηση που την αναστάτωσε ακόμη πιο πολύ.
            Ο Σείχης προσπαθούσε να πείσει τον Εμίλ να συμμαχήσουν, όχι μόνο ενάντια σε κάποιες χώρες της Μέσης Ανατολής, αλλά να δοκιμάσουν και την τύχη τους στην Ευρώπη, αν τελικά ο πόλεμος πήγαινε καλά. Σχεδόν σίγουρη για την απάντηση που θα έδινε ο Πρόεδρος, χτύπησε διακριτικά την πόρτα για να του δώσει την ατζέντα του, όταν άκουσε να βγαίνει από το στόμα του η εξής φράση:
«Να είστε σίγουρος πως θα έχετε την αμέριστη υποστήριξή μας».
Άξαφνα η ατζέντα γλίστρησε από τα χέρια της. Μην μπορώντας να συγκρατηθεί και με τρεμάμενη φωνή ψέλλισε:
«Εμίλ… Oδηγείς τις ΗΠΑ στον πόλεμο με… την Ευρώπη; Τι σου συμβαίνει; Δεν ήσουν ποτέ πολεμοχαρής και τώρα δίχως δεύτερη σκέψη συμφωνείς με έναν… ηγέτη που για πρώτη φορά μας επισκέπτεται. Όλοι γνωρίζουν τον ιδιόμορφο χαρακτήρα του και κανένας Ευρωπαίος ηγέτης δεν έχει συμμαχήσει μέχρι στιγμής μαζί του. Δεν τον εμπιστεύονται. Εσύ γιατί;»
Όλοι είχαν μείνει να την κοιτάζουν με το στόμα ανοιχτό, ωστόσο ο Εμίλ διόλου ταραγμένος φαινόταν.
            «Οφέλια… Tο θράσος να ξέρεις πληρώνεται. Αψηφάς πως έχω καλεσμένο υιοθετώντας μία αλόγιστη συμπεριφορά και προσβάλλοντάς τον. Περιμένουν πολλοί εκεί έξω για να σε αντικαταστήσουν, ξέρεις. Τώρα δώσε μου την ατζέντα και αποχώρησε, καθώς εγώ και ο Σεΐχης έχουμε πολλά να πούμε» της απάντησε με έναν ανάλαφρο τόνο στη φωνή του και ένα σατανικό χαμόγελο που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί.
Η γυναίκα βαθιά συντετριμμένη αποχώρησε με βουρκωμένα μάτια. Εκείνος ο άνδρας που βρισκόταν μέσα στην αίθουσα δεν ήταν ο Εμίλ. Δε θα μπορούσε να είναι. Υπό φυσιολογικές συνθήκες ο Σεΐχης θα είχε κιόλας αποχωρήσει από τον Λευκό Οίκο, καθώς τόλμησε να κάνει μία τέτοια πρόταση σε έναν ηγέτη που είχε βάλει πάνω από όλα τον διάλογο. Όχι. Αυτός σίγουρα δεν ήταν ο Εμίλ καθώς ως και τα μάτια του ήταν κενά συναισθημάτων. Γυρνώντας πίσω της να κοιτάξει προς τη μεριά της αίθουσας για μία τελευταία φορά, μονολόγησε πως ίσως όλοι οι άνθρωποι μία μέρα αλλάζουν. Τους φθείρει η εξουσία και τα γεγονότα της ζωής τους. Όχι όμως και τον Εμίλ της, τον Πρόεδρο με την χρυσή καρδιά. Έριξε ένα τελευταίο βλέμμα προς το μέρος της πόρτας. Κάποια στιγμή θα καταφέρει να βρει τον δρόμο του. Ελπίζω μονάχα να μην είναι πολύ αργά για όλους, σκέφτηκε και χαμηλώνοντας το βλέμμα της κατευθύνθηκε προς το προσωπικό της γραφείο.


Ιφιγένεια Μπακογιάννη