Ο Κυνηγός των Ευχών (Κεφάλαιο 7 - Μέρος 1ο)

Η νύχτα είχε πέσει από ώρα, φέρνοντας όνειρα στους ανθρώπους που κοιμούνταν γαλήνια στα κρεβάτια τους, μέχρι να λαλήσει ο κόκορας με την ανατολή του ήλιου. Ηρεμία επικρατούσε στο δάσος, εκτός από τις φωνές των νυκτόβιων πουλιών και των νυχτερίδων που έβγαιναν από τις σπηλιές. Μία μικρή πιτσιλωτή κουκουβάγια πέταξε και κούρνιασε στα κλαδιά ενός ελάτου. Τα κίτρινα μάτια της γυάλισαν στο σκοτάδι. Στριφογύρισε το κεφάλι της με περιέργεια, κοιτώντας την φωτιά που είχε ανάψει παράδοξα στο χιονισμένο έδαφος και την αλλόκοτη παρέα που είχε μαζευτεί τριγύρω της. Η στριγκή φωνή της έσκισε την νυχτερινή σιωπή όπως έσκιζαν τον αέρα τα βέλη των κυνηγετικών βελών.

Η φωτιά έτριζε και πετούσε σπίθες, ενώ τα κόκκινα πνεύματα της φωτιάς, οι Φούα, ξεπετάγονταν από τις φλόγες γελώντας. Η Φιντέλμα γελούσε στην θέα των πνευμάτων που έπαιζαν με τα κόκκινα φουντωτά μαλλιά της, πιάνοντας τα πύρινα κύματα με τα χέρια τους και πετώντας τα στον αέρα, σαν μικρά παιδιά που παίζουν με το θαλασσινό νερό. Ο Γουάφ παρατηρούσε σιωπηλός τα παιχνίδια των Φούα, ενώ πότε πότε χαμογελούσε στην θέα της Ευχής που διασκέδαζε με τα καμώματά τους. Ο Χάινμα, το γαλάζιο πουλί με την μακριά ουρά, κοιμόταν του καλού καιρού στην ποδιά της Φιντέλμα.
«Έχουμε πολύ δρόμο για το Κάρικ;» ρώτησε ξαφνικά εκείνη.
«Αύριο θα περάσουμε το Μπιγκ και το Ντροχ, και θα περάσουμε την νύχτα στο Κλέιτε. Αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, μεθαύριο θα φτάσουμε στην Τόρθαϊ και από εκεί το Κάρικ είναι τέσσερις μέρες δρόμος»
Η Φιντέλμα αναστέναξε και έστρεψε το πρόσωπό της πάλι στη φωτιά. Ένα αρσενικό Φούα ανυψώθηκε τόσο ψηλά, που παραλίγο να φτάσει την κοντή ουρά της κουκουβάγιας που τους παρακολουθούσε. Το πτηνό διαμαρτυρήθηκε με την στριγκή λαλιά του και πέταξε για άλλη, περισσότερο φιλόξενη γωνιά. Το πνεύμα γέλασε με την ψυχή του. Η Φιντέλμα το μάλωσε με ένα σοβαρό βλέμμα, αλλά αυτό δεν φάνηκε να συμμορφώνεται.
«Όλα θα πάνε καλά» ακούστηκε η φωνή του Γουάφ. Το πρόσωπό του άστραφτε πίσω από την λάμψη της φωτιάς. Τα γκρίζα μάτια του έλαμπαν με σιγουριά.
«Το πιστεύεις, αλήθεια;» ρώτησε η Φιντέλμα από την άλλη πλευρά της φωτιάς.
«Ναι. Θα το δεις. Αρκεί να το πιστέψεις» αποκρίθηκε και ξάπλωσε πίσω, με το διπλωμένο του παλτό για μαξιλάρι.
«Γουάφ…» ψιθύρισε κοιτώντας την φωτιά, «ήθελα να σε ρωτήσω τόσες μέρες…»
«Τι;» ρώτησε ο μάγος κοιτώντας τον ουρανό, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος.
«Πώς κατάφερες να λύσεις τα μάγια του κυνηγού;»
Ο μάγος βυθίστηκε στη σιωπή. Αφού ακούστηκε η λαλιά της κουκουβάγιας τρεις φορές, η Φιντέλμα γύρισε και τον κοίταξε. Κοιτούσε τον ουρανό ασάλευτος, σαν να κοιμόταν με τα μάτια ανοιχτά.
«Γουάφ;»
«Κοιμήσου, γλυκιά μου. Είμαι και εγώ κουρασμένος από το ταξίδι. Θα μιλήσουμε αύριο» είπε τελικά.
Σκάλωσε το βλέμμα της ανήσυχα στο τριζοβόλημα της φωτιάς. Έπειτα αποφάσισε πως ο μάγος είχε δίκιο. Ξάπλωσε στο παγωμένο χώμα χαϊδεύοντας τον Χάινμα που κοιμόταν ήσυχα στην ποδιά της.
«Καληνύχτα, Γουάφ» είπε και εκείνος της ανταπέδωσε την ευχή. Ωστόσο, δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι.
Ο νους της περιπλανήθηκε μίλια μακριά. Έφτασε στο Κάρικ, στην πόλη όπου έμενε ο Κίαν. Το αγόρι με τα καστανά μαλλιά και τα αθώα, θλιμμένα μάτια χαράχτηκε στο μυαλό της και δεν έφυγε μέχρι το επόμενο πρωί.
  Όταν ξημέρωσε, ο Γουάφ έσβησε την φωτιά με μία κίνηση του χεριού του και φόρεσε το παλτό του.
«Καλημέρα, κορίτσι μου» είπε καλοσυνάτα. «Πρέπει να ξεκινήσουμε αμέσως αν θέλουμε να φτάσουμε στο Κλέιτε πριν νυχτώσει»
Η Φιντέλμα σηκώθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη και ο Χάινμα πέταξε στον ώμο της. Πήραν τον δρόμο για το Μπιγκ, συζητώντας για να περάσει ευχάριστα η ώρα. Ο ουρανός είχε ανοίξει και το χιόνι είχε σταματήσει να πέφτει. Οι Σνάουας δεν φαίνονταν πουθενά. Πιθανώς είχαν μεταναστεύσει για να φέρουν την καρδιά του χειμώνα και σε άλλες περιοχές.
«Έχεις οικογένεια;» ρώτησε η Φιντέλμα καθώς περπατούσαν δίπλα δίπλα, με τον Χάινμα να τραγουδά κεφάτα σε όλο το δρόμο.
«Δυστυχώς όχι. Η γυναίκα μου χάθηκε σε ένα ναυάγιο, πολλά χρόνια πριν…»
«Λυπάμαι…»
«Μην λυπάσαι, γλυκό μου κορίτσι. Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός»
«Σου λείπει;»
«Κάθε στιγμή» απάντησε κοιτώντας τα παπούτσια του.
Η Φιντέλμα αποφάσισε να αλλάξει θέμα, γιατί δεν ήθελε να του προκαλεί θλίψη.
«Πότε ανακάλυψες ότι είσαι μάγος;»
«Ποτέ πριν δεν με ρώτησε κανείς για αυτό!» απάντησε εύθυμα. «Ήμουν πέντε. Βρισκόμασταν σε μία εμποροπανήγυρη με τους γονείς μου και κοιτούσαμε τους πάγκους με τα φανάρια. Ξαφνικά, ένα από αυτά άρχισε να κουνιέται από μόνο του, σαν να το φυσούσε δυνατός αέρας. Τα υπόλοιπα, ωστόσο, ήταν ακίνητα. Πλησίασα στον πάγκο, πιάστηκα από την άκρη του και σηκώθηκα στις μύτες για να δω καλύτερα. Και τι να δω! Μέσα στο φανάρι ήταν κλεισμένη μία μικρή νεράιδα! Το πήρα λοιπόν και το άνοιξα. Η νεράιδα πέταξε γύρω μου ψελλίζοντας ευχαριστίες, αλλά εγώ δεν ήξερα τι να πω, γιατί δεν είχα ιδέα τι ήταν αυτό το πλάσμα.
Το ίδιο βράδυ, η νεράιδα εμφανίστηκε στο δωμάτιό μου και με ξύπνησε με το τραγούδι της. Είχε φτιάξει ένα ραβδί ειδικά για μένα, το οποίο μου το άφησε σαν δώρο για να με ευχαριστήσει που την ελευθέρωσα. Όταν έφυγε, πήρα το ραβδί στα χέρια μου και το περιεργάστηκα. Μου φάνηκε πως θα ήταν ωραίο να το χρησιμοποιήσω σαν ξίφος, έτσι άρχισα να τρέχω στο δωμάτιο παριστάνοντας τον πειρατή. Όταν το έστρεψα προς τη μεγάλη γυάλα με τα ποταμίσια ψάρια, παριστάνοντας πως ήταν σκυλόψαρα, αυτή έσπασε και το νερό χύθηκε και πλημμύρισε το δωμάτιο.
Η μητέρα μου κατέφτασε με φωνές απορώντας πώς είχα καταφέρει να σπάσω την χοντρή γυάλα. Εγώ βέβαια δεν την είχα καν αγγίξει, οπότε καταλαβαίνεις το σοκ που είχα υποστεί. Όταν όλα τακτοποιήθηκαν και η μητέρα μου μετέφερε τα κακόμοιρα τα ψάρια στο μεγάλο ενυδρείο της κάμαράς της, δοκίμασα ξανά το ραβδί. Στόχευσα το μαξιλάρι μου με φόρα και αυτό τινάχτηκε στον αέρα, γεμίζοντας τον τόπο πούπουλα. Ήταν μεγάλο σοκ για την μητέρα μου, όταν επισκέφτηκε το δωμάτιο το επόμενο πρωί!» είπε ο Γουάφ γελώντας με την καρδιά του και η Φιντέλμα ακολούθησε.          
«Θα πρέπει να ήταν δύσκολο για σένα να αποδεχτείς το πεπρωμένο σου» είπε όταν σταμάτησε να γελά.
«Για τους γονείς μου ήταν δυσκολότερο» γέλασε ο Γουάφ, ενθυμούμενος τα καμώματά του.
«Σου αρέσει;»
«Να είμαι μάγος; Ναι. Και σε ποιόν δεν θα άρεσε να βλέπει όσα οι κοινοί θνητοί δεν μπορούν, να μπορεί να φέρει βροχή και ήλιο κατά βούληση, κοντολογίς να κάνει ότι τραβάει η ψυχή του;»
«Ναι, αλλά πρέπει να φέρει μεγάλη ευθύνη…»
«Τεράστια. Όσο διασκεδαστικό και να είναι, πάντα πρέπει να είσαι προσεκτικός και να αναλαμβάνεις τις ευθύνες σου»
«Κάπως έτσι συμβαίνει και με τις ευχές…» μονολόγησε η Φιντέλμα.
«Τι εννοείς;» την ρώτησε ο Γουάφ ελαττώνοντας το βήμα του.
«Εννοώ πως όλοι έχουν μερίδιο σε αυτές, αλλά λίγες είναι εκείνες που πρέπει ή μπορούν ουσιαστικά να πραγματοποιηθούν»
«Υπάρχουν ευχές που δεν πρέπει να πραγματοποιηθούν;» ρώτησε εύλογα ο μάγος.
«Φυσικά. Οι σκοτεινές ευχές για παράδειγμα»
«Σκοτεινές;»
«Οι ευχές που γίνονται με σκοτεινούς σκοπούς» απάντησε η Φιντέλμα κρατώντας τον ρυθμό στα πόδια της, έτσι που ο Γουάφ έμεινε πίσω και ύστερα έτρεξε να την προλάβει.
«Δηλαδή…»
«Οι Αντευχές. Αλλά εκείνες δεν ζουν μαζί μας, στο Ντεζιντέριο. Γυροφέρνουν στον κόσμο των ανθρώπων σαν σκιές, γεμίζοντας φόβο τις καρδιές τους»
«Δεν έχω δει ποτέ καμία τους» μονολόγησε ο μάγος.
«Είσαι τυχερός, Γουάφ» τον κοίταξε η Φιντέλμα σοβαρά. «Είναι άσχημες στην όψη, γριές, ζαρωμένες, με ανάκατα μαλλιά και μαύρα πέπλα. Και όταν κάποιος κάνει μία ευχή με σκοπό να βλάψει κάποιον άλλον, αυτές γεννιούνται από το σκοτάδι και σέρνονται στη νύχτα για να τον βρουν. Και όταν τον βρουν…»
Ο μάγος την κοίταξε με τις κόρες των ματιών του να έχουν γίνει δύο μαύρες σπίθες από τον τρόμο.
«Δεν θέλεις να ξέρεις τι συμβαίνει τότε»
«Στην ουσία δηλαδή οι Αντευχές είναι…» ψέλλισε ο Γουάφ· «κατάρες» είπε έπειτα από λίγη σκέψη.
«Ακριβώς» συμφώνησε η Φιντέλμα. «Ευτυχώς για τους ανθρώπους, τις περισσότερες φορές, οι Ευχές τους προλαβαίνουν τις κατάρες και τις διώχνουν μακριά»
«Και πού πηγαίνουν οι κατάρες όταν τις διώχνουν οι Ευχές;» ρώτησε ο Γουάφ κατόπιν.
«Γυρνούν πίσω από εκεί που ήρθαν»
«Και οι Ευχές; Πού πηγαίνουν οι Ευχές αφού βρουν τους ανθρώπους τους; Γυρνούν και εκείνες πίσω; Στο Ντεζιντέριο;»
Η Φιντέλμα κούνησε το κεφάλι της με έμφαση. «Οι Ευχές δεν γυρνούν ποτέ πίσω» απάντησε απλά.
Εκείνη τη στιγμή, η Ευχή, ο μάγος και το γαλάζιο πουλί, βρέθηκαν σε ένα σταυροδρόμι. Χωριζόταν σε τρεις δρόμους και πουθενά δεν υπήρχε πινακίδα. Ο Γουάφ έξυσε το κεφάλι του μπαίνοντας σε σκέψεις.
«Και τώρα τι;» ρώτησε τον εαυτό του.
«Τι συμβαίνει;» ανησύχησε η Φιντέλμα.
«Δεν θυμάμαι ποιον δρόμο πρέπει να πάρουμε για το Μπιγκ»
Η Φιντέλμα ζάρωσε τα φρύδια της, στράφηκε στο πτηνό που καθόταν στον ώμο της. Ο Χάινμα τιτίβισε προς απάντησή της.
«Δεν υπάρχει κάποιος μαγικός τρόπος για να θυμηθείς τον δρόμο;»
«Φοβάμαι πως όχι» απάντησε σκυθρωπά ο Γουάφ.
Πέρασαν λίγα λεπτά με τον μάγο να κοιτάζει όλους τους δρόμους, μία δεξιά, μία ίσια μπροστά και μία αριστερά, αναποφάσιστος. Μουρμούριζε κάτι μέσα από τα δόντια του, έδειχνε προς ένα δρόμο και έπειτα πάλι κοιτούσε και τους τρεις μπερδεμένος.
«Γουάφ…» διέκοψε το παραμιλητό του.
«Όχι τώρα, κορίτσι μου» απάντησε ο μάγος και άρχισε να λέει το παραδοσιακό «όνε ντα τρι», το παιδικό τραγούδι με το οποίο τα παιδιά διάλεγαν ποιος θα τα φυλάει στο κρυφτό.
«Γουάφ… Είμαι Ευχή…» τον διέκοψε ξανά, πάνω που έβγαζε τον πρώτο δρόμο από το παιχνίδι διαλογής.
«Ναι, φυσικά και είσαι. Πού θες να καταλήξεις;» την ρώτησε και συνέχισε να λέει το τραγούδι για δεύτερη φορά, για να βγάλει και τον δεύτερο δρόμο.
«Τι κάνουν οι Ευχές;» ρώτησε σαν να ήταν αυτονόητη η απάντηση.
«Πραγματοποιούν τις ευχές των ανθρώπων τους» απάντησε ο Γουάφ και ξεκίνησε από την αρχή, γιατί έχασε το μέτρημα.
«Και πώς βρίσκουν τους ανθρώπους τους;» ρώτησε η Φιντέλμα γελαστή.
Ο Γουάφ σταμάτησε να μετρά με το τραγούδι και την περιεργάστηκε. Ύστερα άπλωσε στο πρόσωπό του ένα δειλό χαμόγελο, που κατόπιν τραβήχτηκε και μεγάλωσε και έπειτα γέλασε δυνατά.
«Μα τα τζίνι της ερήμου! Δεν μου πέρασε καθόλου από το μυαλό!» αναφώνησε και συνέχισε να γελά.
Όταν σταμάτησε, η Φιντέλμα έκλεισε τα μάτια της με σιγουριά, και έθεσε τα χέρια της στην καρδιά της. Ο Γουάφ την κοίταξε με θαυμασμό, καθότι έμοιαζε με άγγελο που προσευχόταν. Εκείνη άφησε την χρυσή καρδιά της να ανοίξει σαν λουλούδι, όπως έκαναν οι Ευχές. Τότε αισθάνθηκε την παρουσία του Κίαν, την ζεστασιά της ψυχής του, την αθώα του καρδιά. Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε προς τον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε ευθεία.
«Από εδώ» είπε και πήρε τον δρόμο με απολύτη βεβαιότητα.
Ο Γουάφ ακολούθησε και σύντομα είδαν ένα μικρό χωριό στον ορίζοντα, με τα πέτρινα ταπεινά του σπίτια και τις στραβές τους καμινάδες. Έδειξε το χωριό με την μύτη της ράβδου του, και η Φιντέλμα χτύπησε τα χέρια της ενθουσιασμένη.
«Αυτό είναι το Μπιγκ» είπε ο μάγος.
Η Φιντέλμα το βρήκε ομορφότερο από την ζοφερή Χάνταπ. Ήταν απλό, μικρό και φιλικό. Όταν έφτασαν στο χωριό ήταν ήδη μεσημέρι. Οι λίγοι άνθρωποι που περπατούσαν έξω ήταν τυλιγμένοι σε φτωχικά, χοντρά ρούχα που έμοιαζαν με φλοκάτες, και χοντρά σκουφιά με μυτερές άκρες.
«Μοιάζουν με τα ξωτικά του Μπροντανάις, της πόλης των δώρων!» αναφώνησε η Φιντέλμα. «Βέβαια, τα ξωτικά είναι πιο μικροκαμωμένα, με μυτερά αυτιά και ντυμένα με λεπτά πράσινα υφάσματα, αλλά και αυτοί εδώ φαίνονται τόσο χαρούμενοι και καλοσυνάτοι με τα ροδισμένα μάγουλα και τις κόκκινες μύτες!»
Ο μάγος γέλασε με την ψυχή του, βρίσκοντας τις αυθόρμητες αντιδράσεις της Ευχής χαριτωμένες. Ένας από τους χωρικούς στάθηκε και τον κοίταξε με απορία, νομίζοντας ότι γελούσε μαζί του. Κοιτάχτηκε στο τζάμι ενός παραθύρου για να βεβαιωθεί πως δεν είχε πάνω του κάτι παράξενο, και έπειτα συνέχισε το δρόμο του.
«Θα πρέπει να είμαστε περισσότερο διακριτικοί όσο βρισκόμαστε έξω…» παρατήρησε ο Γουάφ. «Οι θνητοί αισθάνονται παράξενα όταν βλέπουν ανθρώπους να μιλούν ή να γελούν μονάχοι τους»
Έτσι πέρασε μία ώρα με την Φιντέλμα να παρατηρεί τα πάντα γύρω της σιωπηλή, ενώ ο Γουάφ πότε πότε χαιρετούσε κανέναν χωρικό όπως συνηθιζόταν για λόγους ευγενείας. Ο Χάινμα είχε μεταφερθεί στον ώμο του μάγου, έπειτα από παραίνεση της Φιντέλμα, γιατί θα φαινόταν κάπως αλλόκοτο στους ανθρώπους αν έβλεπαν ένα πουλί να πετά χωρίς να κινεί τα φτερά του.
Μία ώρα μετά και αφού άφησαν πίσω τους το φιλικό και ταπεινό Μπιγκ, βρέθηκαν στον έρημο δρόμο που οδηγούσε στο Ντροχ. Η Φιντέλμα τραγουδούσε τα τραγούδια που έλεγαν οι αδερφές της στο Ντεζιντέριο, και ο μάγος σιωπούσε απολαμβάνοντας την αιθέρια φωνή της. Ο Χάινμα σιγόνταρε το τραγούδι της με χαρωπά τιτιβίσματα, πετώντας γύρω τους ασταμάτητα.
Είχε έρθει το απόγευμα και δεν είχαν δει ακόμα το Ντροχ να διαγράφεται στον ορίζοντα, οπότε τάχυναν το βήμα τους. Για καλή τους τύχη, το χωριό ξεπρόβαλε πίσω από την στροφή του δρόμου. Δεν ήταν πολύ μακριά.
Το Ντροχ ήταν λίγο μεγαλύτερο από το Μπιγκ και πιο πυκνοκατοικημένο. Μόλις έφτασαν τα πρώτα σπίτια, η Φιντέλμα σταμάτησε το τραγούδι της και προχώρησαν σιωπηλοί, περνώντας μέσα από τα σοκάκια του χωριού, στα οποία είχαν αρχίσει να ανάβουν τα πρώτα φαναράκια.
Όταν βγήκαν από το Ντροχ, είχε ήδη νυχτώσει. Περπάτησαν για μία περίπου ώρα ακόμη, και ο Γουάφ έδειξε με την ράβδο του το τέλος του δρόμου. Από εκεί έρχονταν έντονο χρυσωπό φως, που φανέρωνε πολιτισμό.
Το Κλέιτε ήταν μία μικρή πόλη περιτριγυρισμένη από έλατα και κυπαρίσσια. Πέρασαν κάτω από τη λιτή, ξύλινη πυλωτή με τα σκαλισμένα καλωσορίσματα και βρέθηκαν στο εσωτερικό της. Άνθρωποι πηγαινοέρχονταν έφιπποι ή πεζοί. Ήταν όλοι ντυμένοι στα κόκκινα. Γυναίκες, άντρες, παιδιά, γέροι. Οι άντρες είχαν όλοι μακριά μαλλιά, πιασμένα αλογοουρά, ενώ οι γυναίκες είχαν όλες από δύο πλεξίδες πιασμένες χαμηλά στο σβέρκο τους. Η Φιντέλμα κοίταξε τον Γουάφ με ύφος απορίας.  Ο Γουάφ ψιθύρισε όσο πιο διακριτικά μπορούσε.
«Έχουν έναν παράξενο ορισμό της ενότητας και της αδελφοσύνης» εξήγησε. «Πιστεύουν ότι έχοντας όλοι την ίδια εμφάνιση, δείχνουν στον κόσμο πόσο δεμένοι είναι»
Η Φιντέλμα έριξε μία ματιά γύρω. Της φαινόταν τόσο παράξενο, που δεν μπορούσε να μην το σχολιάσει.
«Οι Ευχές είμαστε δεμένες μεταξύ μας σαν τους κόμπους στα μαντίλια των μαγισσών του Άισλιγκ, και δεν χρειαζόμαστε ίδια ρούχα και χτενίσματα για να το αποδείξουμε σε κανέναν» ψιθύρισε.
Ο μάγος χαιρέτησε με ένα κούνημα του κεφαλιού του μία γυναίκα που βρέθηκε στο δρόμο του· έπειτα ψιθύρισε στην Φιντέλμα.
«Μην ξεχνάς πως εσείς έρχεστε από μία μαγική, αρμονική χώρα»
«Το Άισλιγκ» του υπενθύμισε.
«Ναι. Ο κόσμος των ανθρώπων δεν είναι πάντα τόσο μαγικός και αρμονικός. Αν ήταν, οι άνθρωποι δεν θα χρειάζονταν τις Ευχές, ούτε τις νεραϊδονονές, ούτε τα μπράουνις, τα ξωτικά που βοηθούν στις δουλειές του σπιτιού»
Η Φιντέλμα συνέχισε να περπατά σκεπτική. Δεν ήταν σίγουρη πώς αυτό απαντούσε στην απορία της.
Εκείνη τη στιγμή σταμάτησαν μπροστά από ένα κτίριο με βαμμένους πορτοκαλί τοίχους και κόκκινα γράμματα στην πρόσοψή του. Ο Γουάφ χτύπησε το ρόπτρο σε σχήμα χεριού και στην πόρτα εμφανίστηκε ένας άντρας με λευκά μαλλιά. Ζήτησε ένα δωμάτιο για το βράδυ, και αφού πήρε το κλειδί του κάθισε σε ένα από τα τραπέζια για να δειπνήσει. Η Φιντέλμα κάθισε ήσυχη σε μία από τις καρέκλες και περίμενε υπομονετικά να τελειώσει το φαγητό του. Αφού έφαγε και ήπιε, πλήρωσε με ένα ασημένιο κέρμα και ανέβηκε στο δωμάτιο.
Ήταν μικρό, λιτό, με πορτοκαλί τοίχους και δύο μικρά, στρογγυλά παράθυρα, μπροστά από τα οποία κρέμονταν κοντές, κίτρινες, ημιδιάφανες κουρτίνες. Υπήρχαν τρία μονά κρεβάτια στη σειρά, και ο Γουάφ, σαν κύριος που ήταν, άφησε την Φιντέλμα να διαλέξει ένα από αυτά. Αφού διάλεξε ο καθένας το κρεβάτι του, ο Γουάφ κάθισε στο ξύλινο τραπέζι του δωματίου, που φιλοξενούσε ένα χοντρό, αναμμένο κερί.
«Τι σε απασχολεί;» τον ρώτησε η Φιντέλμα, γιατί της φαινόταν προβληματισμένος.
«Έλα, Φιντέλμα» της είπε εκείνος. «Κάθισε κοντά μου»
Εκείνη υπάκουσε και κάθισε στην καρέκλα απέναντί του. Κοιτάχτηκαν πάνω από το κερί που τσίριζε καθώς έλιωνε.
«Σχετικά με τα μάγια…» είπε και η Φιντέλμα ακούμπησε τα χέρια στο τραπέζι, αφοσιώνοντας το βλέμμα της στο πρόσωπό του. «Δεν τα έλυσα» αποκάλυψε και έκρυψε το πρόσωπό του στα χέρια του.
«Τι εννοείς;» ρώτησε γελαστή, πιστεύοντας ότι ήθελε να πει κάτι άλλο και απλά μπερδεύτηκε, ή ότι της έκανε πλάκα, ή κάτι τέτοιο.
«Δεν μπορώ να λύσω τα μάγια. Ο Γκόραν έχει δέσει τα μάγια έτσι, που να μην μπορεί κανένας άλλος να τα λύσει»
«Δεν μπορεί να είναι αλήθεια!» αρνήθηκε να τον πιστέψει εκείνη.
«Είναι»
«Δηλαδή μου λες πως ο μόνος που μπορεί να λύσει τα μάγια μου είναι ο ίδιος ο κυνηγός;»
«Λυπάμαι, αλλά ναι»
Η Φιντέλμα βυθίστηκε στην απελπισία. «Ναι, αλλά αν είναι έτσι, πώς καταφέραμε να ξεφύγουμε;»
«Δεν μπόρεσα να λύσω τα μάγια, μπόρεσα όμως να φτιάξω ένα ειδικό ξόρκι με το οποίο κάλυψα τα ίχνη μας. Έφτιαξα ένα ‘κλόκα’, έναν μαγικό μανδύα, τον οποίο άπλωσα γύρω μας, ώστε το λιντόιρ να μην μπορεί να μας εντοπίσει»
«Λιντόιρ;» ρώτησε η Φιντέλμα.
«Ο δράκος του, ο ακόλουθός του. Έτσι ονομάζονται τα μαγικά πλάσματα που υπηρετούν τους σκοτεινούς μάγους»
«Μα ο Γκόραν δεν είναι μάγος»
«Το ξέρω... Δεν έχω ιδέα πώς τα κατάφερε!» είπε ο Γουάφ φουρκισμένος και χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι.
«Δεν έχει σημασία για τώρα…» είπε εκείνη. «Είμαστε μακριά, και τα μάγια μας κρατούν αόρατους. Σωστά;»
«Θα μας προστατέψει ο μανδύας, θα μας κρατήσει αθέατους από το λιντόιρ, αλλά όχι για πολύ. Αργά ή γρήγορα θα σχιστεί. Θα μπορούσα να κάνω κάποιο δυνατό ξόρκι μεταφοράς, αλλά αυτό θα έβαζε σε κίνδυνο την κάλυψή μας. Τα μάγια που έχει κάνει ο Γκόραν πάνω σου είναι πανίσχυρα. Γι’ αυτό πρέπει να βιαστούμε» είπε και κοίταξε την Ευχή πάνω από την φλόγα του κεριού.
Η Φιντέλμα συμφώνησε με ένα γνέψιμο. Ο Γουάφ σηκώθηκε.
«Με συγχωρείς τώρα, αλλά είμαι εξουθενωμένος» ανακοίνωσε και κατευθύνθηκε στο κρεβάτι του.
Η Φιντέλμα έμεινε στη θέση της, κοιτώντας το κερί να λιώνει, με τα λόγια του μάγου να στριφογυρίζουν σαν φαντάσματα στο μυαλό της.

«Ο Γκόραν έχει δέσει τα μάγια έτσι, που να μην μπορεί κανένας άλλος να τα λύσει… Είναι πανίσχυρα… Γι΄αυτό πρέπει να βιαστούμε…» έλεγε ξανά και ξανά, μέχρι που το κερί έλιωσε και η Φιντέλμα αποκοιμήθηκε στο τραπέζι.

Ιωάννα Τσιάκαλου