Ιστορίες από τις Αστρικές Αυτοκρατορίες - Ιστορία 4: Ένα συνηθισμένο ταξίδι (Κεφάλαιο 2) - "Επαγγελματικό ραντεβού"


          Ο ενοχλητικός βόμβος του ξυπνητηριού τον βρήκε να κοιμάται βαθιά. Ξύπνησε αμέσως, όπως το συνήθιζε και με δυσαρέσκεια διαπίστωσε πως του έλειπε ακόμα ύπνος. Ετοιμάστηκε γρήγορα και πήρε μόνο μια κούπα καφέ από την κουζίνα του σκάφους, πριν αρχίσει τον καθιερωμένο του γύρο στο σκάφος. Ευτυχώς όλα πήγαιναν ρολόι. Η φόρτωση είχε ήδη ξεκινήσει και προχωρούσε με καλούς ρυθμούς. Όλοι δούλευαν όπως του άρεσε, με ακρίβεια και συνέπεια. Στη γέφυρα είχαν ήδη αρχίσει τον προγραμματισμό του ταξιδιού. Έλεγξε τα μηνύματα και διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε κάτι ασυνήθιστο. Το μυστηριώδες μήνυμα θα μπορούσε να είναι απλά ένα όνειρο. Στάθηκε στην υπεύθυνη επικοινωνιών. Η Κλέισα τον κοίταξε και χαμογέλασε.

«Καπετάνιε. Πώς πέρασες χθες; Βλέπω έβαλες στολή σήμερα, τι τρέχει; Περιμένουμε κανέναν;»
«Α, όχι» είπε αμήχανα. «Έχω μια δουλειά στον σταθμό. Εμπορική δουλειά» έσπευσε να διευκρινίσει. «Εσύ πώς πέρασες;» προσπάθησε να αλλάξει κουβέντα.
«Καλά ήταν. Δεν έχω παράπονο» είπε και έκλεισε πονηρά το μάτι. Θυμήθηκε πως είχε πάει και αυτή για «περίπατο». Ένιωσε λίγο ενοχλημένος, αλλά σίγουρα δεν ήταν η ώρα τώρα για τέτοια συζήτηση.
«Άκου, θα λείψω για λίγο, για τη δουλειά που λέγαμε, πες σε όλους να συνεχίσουν, αν προκύψει κάτι στείλε μου μήνυμα, εντάξει;» είπε τελικά.
«Έγινε, καπετάνιε, τα λέμε μετά!» του είπε και γύρισε στην κονσόλα της.

Βγήκε στους διαδρόμους του σταθμού που ήταν γεμάτοι κόσμο, κυρίως εμπόρους και ναυτικούς όπως αυτός. Και πολλούς φρουρούς, σαφώς περισσότερους από το φυσιολογικό. Και ήταν προφανές ότι κάτι ή κάποιον έψαχναν. Μέχρι να φτάσει στα γραφεία της «Sadino Trade Agency» τον σταμάτησαν δύο φορές για έλεγχο. Δεν ενδιαφέρθηκε να ρωτήσει τι συνέβαινε. Σε αντίθεση με τους περισσότερους στη δουλειά του δεν ήταν περίεργος για ό,τι δεν αφορούσε αυτόν και το σκάφος του.
Ο σταθμός παραήταν καινούριος για να έχει κακόφημους ή παρηκμασμένους τομείς, αλλά η σχετικά έρημη περιοχή που βρίσκονταν τα γραφεία της εταιρείας αυτής έθετε σοβαρή υποψηφιότητα για το μέλλον. Τα «γραφεία» δεν ήταν παρά μια πόρτα με το όνομα της εταιρείας σε έναν στενό και μάλλον κακοφωτισμένο διάδρομο. Πάτησε το κουμπί εισόδου και περίμενε. Η πόρτα άνοιξε σχεδόν αμέσως και μπήκε σε ένα μικρό και τελείως άχρωμο προθάλαμο. Δυο καρέκλες κι ένα γραφείο ήταν η μόνη επίπλωση. Στο γραφείο καθόταν ένας άνδρας μάλλον νεαρός που το ντύσιμό του τόνιζε ιδιαίτερα το σώμα του και άφηνε λίγα στη φαντασία.
«Παρακαλώ;» τον ρώτησε μάλλον αδιάφορα.
«Ο κος Σαντίνο;» ρώτησε διστακτικά.
Αντί απάντησης ο άλλος του έδειξε την πόρτα απέναντί του. Την άνοιξε διστακτικά και βρέθηκε σε ένα γραφείο όχι ιδιαίτερα μεγαλύτερο, με την ίδια επίπλωση. Ο άντρας, όμως, που καθόταν πίσω από το γραφείο ήταν τελείως διαφορετικός. Κοντός, πλαδαρός, μάλλον απεριποίητος, δεν ταίριαζε καθόλου με τον μοντέρνο χώρο.
«Ο κος Σαντίνο;» ρώτησε πάλι. Ο άλλος άντρας τον κοίταξε από πάνω ως κάτω με διερευνητικό βλέμμα, μάλλον αδιάκριτο. Άρχισε να αισθάνεται άβολα. Στη δουλειά του είχε συναντήσει διάφορους τύπους, αλλά ποτέ τελείως απροετοίμαστος και ανίδεος όπως τώρα. «Είμαι ο...» ξεκίνησε να λέει, αλλά ο άλλος τον διέκοψε.
«Καπετάνιος του “Μ. Τύχη ΙΙ”, σωστά;»
«Ναι και...» αλλά πάλι δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει.
«Για δώσε μου να επιβεβαιώσω τα στοιχεία σου» είπε ο άλλος βαριεστημένα. Αρκετά ενοχλημένος του έδωσε την κάρτα ταυτοποίησης. Ο άλλος του την επέστρεψε με ένα χαμόγελο ικανοποίησης και ανοίγοντας ένα συρτάρι πέταξε έναν μικρό χάρτινο φάκελο πάνω στο γραφείο. «Ορίστε» είπε μονολεκτικά.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε μάλλον εκνευρισμένα. Ο άλλος περιορίστηκε να σηκώσει αδιάφορα τους ώμους. Πήγε κάτι να πει, αλλά σταμάτησε. Ο τύπος δε φαινόταν διατεθειμένος να συζητήσει. Και πολύ αμφέβαλε, αν θα μάθαινε κάτι παραπάνω. Χαιρέτησε με ένα νεύμα που ο άλλος δεν μπήκε στον κόπο να ανταποδώσει και βγήκε από τα γραφεία της «εταιρείας».

Ποιος χρησιμοποιούσε πια χάρτινους φακέλους; Και τι μυστήριο ήταν όλο αυτό; Αν η εταιρεία ήθελε να παραδώσει απλά ένα μήνυμα αυτοπροσώπως κάπου, δε χρειαζόταν τόσο δράμα. Έκρυψε τον φάκελο σε μια εσωτερική τσέπη και με γρήγορο βήμα ξεκίνησε για το σκάφος. Μόλις είχε ξεμπερδέψει από έναν ακόμη έλεγχο που δε βοήθησε καθόλου τα νεύρα του, όταν έλαβε μια εισερχόμενη κλήση στη συσκευή επικοινωνίας του. Με έκπληξη διαπίστωσε ότι τον καλούσε απευθείας το αφεντικό.
«Πρόεδρε» απάντησε όσο πιο ήρεμα μπορούσε. Στην άλλη άκρη της συνομιλίας το αφεντικό γέλασε.
«Άσε τα πρόεδρε μεταξύ μας! Πόσα χρόνια γνωριζόμαστε;»
«Πάρα πολλά, πράγματι! Τι με θέλεις; Αν είναι για τη θέση, δώσε μου λίγο χρόνο ακόμα» απάντησε.
«Ποια... Όχι, όχι. Άκου με λίγο. Θυμάσαι το πρώτο μας σκάφος, εκεί που γνωριστήκαμε;» είπε βιαστικά το αφεντικό.
«Ναι, ξεχνιούνται αυτές οι μέρες; Αλλά...»
«Απλά θυμήσου το, είναι σημαντικό. Βασίζομαι πάνω σου, εντάξει; Καλή τύχη!» η γραμμή έκλεισε αφήνοντάς τον πιο μπερδεμένο από ποτέ. Ήταν σίγουρος ότι η συνομιλία με τον πρόεδρο και ο μυστηριώδης φάκελος σχετίζονταν. Τάχυνε το βήμα του. Στο σκάφος θα άνοιγε τον φάκελο και ήλπιζε ότι θα έπαιρνε κάποιες απαντήσεις.

Φτάνοντας στο σκάφος έπεσε πάνω σε δυο άντρες της ασφάλειας του σταθμού που μιλούσαν με τον πιλότο.
«Καπετάνιε!» του φώναξε μόλις τον είδε. «Πάνω στην ώρα. Έλα να το ακούσεις αυτό».
«Καλημέρα, κύριοι, είμαι ο καπετάνιος του “Μ. Τύχη ΙΙ”, υπάρχει κάποιο πρόβλημα;» είπε με κάποια επισημότητα. Αν και δεν ήταν συνηθισμένο στους μεγάλους πλανήτες, συχνά οι δυνάμεις ασφαλείας των σταθμών πήγαιναν γυρεύοντας για προβλήματα. Προβλήματα που συνήθως κατέληγαν σε κάποιο πρόστιμο. Αυτοί τον χαιρέτησαν στρατιωτικά κι ο ένας του εξήγησε ότι από αυτή τη στιγμή και μέχρι νεοτέρας όποιο σκάφος επιθυμούσε να αναχωρήσει από τον σταθμό, θα έπρεπε πρώτα να έχει ερευνηθεί από την ασφάλεια και να σφραγισθεί για να πάρει κωδικό εξόδου. Τους έδωσαν και τις επίσημες οδηγίες για τη διαδικασία κι έφυγαν.
«Άλλο πάλι κι αυτό» σχολίασε ο πιλότος. «Ρώτησα στα σκάφη εδώ γύρω και τους είπαν τα ίδια. Κάτι ψάχνουν αλλά κανείς δεν άκουσε να έγινε κάτι περίεργο στον σταθμό τις τελευταίες μέρες. Ούτε στην επιφάνεια έχει ακούσει κανείς να έγινε κάτι».
«Τέλος πάντων» απάντησε ο καπετάνιος. «Ας ετοιμαστούμε και βλέπουμε, ελπίζω να μη μας καθυστερήσουν πολύ». Αυτός ο σταθμός εξελισσόταν σε περιπέτεια και μέσα του είχε αρχίσει να ριζώνει η υποψία ότι ο φάκελος είχε κάποια σχέση με όλα αυτά.

Τελικά χρειάστηκε αρκετή ώρα για να τακτοποιήσει όλες τις δουλειές που τον περίμεναν στο σκάφος. Συνέχεια σκεφτόταν τον φάκελο στην τσέπη του, αλλά ευτυχώς κατάφερε να κρύψει τη βιασύνη του από τα άλλα μέλη του πληρώματος. Αποσύρθηκε στην καμπίνα του και έδωσε εντολή να ειδοποιηθεί, όταν θα ολοκληρωνόταν η φόρτωση. Κάθισε στο μικρό γραφείο του, έβγαλε τον φάκελο και αργά και προσεκτικά τον άνοιξε. Μέσα υπήρχε διπλωμένη μόνο μια σελίδα χαρτί.
«Λες και είμαι σε μυθιστόρημα» σκέφτηκε. Ξεδίπλωσε τη σελίδα και ήρθε αντιμέτωπος με τυπωμένα γράμματα, σύμβολα και αριθμούς, που κάλυπταν όλη τη σελίδα και που δεν έβγαζαν κανένα νόημα. «Κώδικας...» σκέφτηκε. Τι είδους μήνυμα ήταν τόσο σημαντικό που χρειάζονταν όλες αυτές οι μυστήριες προφυλάξεις; Και για να μη το στείλουν ηλεκτρονικά κρυπτογραφημένο σήμαινε ότι δεν έπρεπε να υπάρχει καν ένδειξη για τον αποστολέα ή τον παραλήπτη. Τέτοιους κώδικες χρησιμοποιούσαν παλιότερα συχνά στο λαθρεμπόριο και κάθε καπετάνιος τους μάθαινε στην πιάτσα. Αλλά έπρεπε να ξέρεις τον κωδικό. Και ανάλογα με τον τύπο του κώδικα μπορεί ακόμα και οι υπηρεσίες ασφαλείας να δυσκολεύονταν. Του πήρε λίγη ώρα να θυμηθεί τη διαδικασία και να προετοιμάσει την αποκρυπτογράφηση. Έφτασε στο σημείο που χρειαζόταν τον κωδικό για να προχωρήσει. Έφερε στο νου του τη συνομιλία με το αφεντικό και χαμογέλασε. Ήταν απλό. «Αμάλθεια». Το πρώτο του μπάρκο όπου το νυν αφεντικό ήταν καπετάνιος. Ξεκίνησε να δουλεύει, αλλά μετά από λίγη ώρα ήταν φανερό πως έκανε λάθος. Το αποκρυπτογραφημένο μήνυμα ήταν ασυνάρτητες λέξεις. Τα έσβησε όλα και άρχισε να σκέφτεται. Αν δεν ήταν το «Αμάλθεια» γιατί επέμενε σε αυτό το αφεντικό; Μήπως ήταν κάτι που είχε συμβεί τότε; Αλλά πολλά είχαν συμβεί, μήπως κάποιο όνομα από το πλήρωμα; Κάποιο παρατσούκλι ίσως; Και τότε του ήρθε. Το «Αμάλθεια» μπορούσε εύκολα να το φανταστεί κανείς, ειδικά αν είχε υποκλέψει τη συνομιλία, και να αποκρυπτογραφήσει το μήνυμα. Όμως ελάχιστοι ήξεραν και πουθενά δεν ήταν γραμμένο πώς αποκαλούσαν χαϊδευτικά το σκάφος τους τότε. Κάθισε πάλι στο γραφείο και ξεκίνησε να δουλεύει με τον νέο κωδικό, «Παλιαγελάδα». Πράγματι μετά από λίγο το μήνυμα βρισκόταν ξεκάθαρο μπροστά του. Και δεν του άρεσε καθόλου.


Μιχάλης Κοτσαρίνης