Το γεράκι του Νότου (Κεφάλαιο 7) Στα άκρα

Όσο και αν βιαζόταν ο Κωνσταντίνος, όσο και αν τον έτρωγε η φωτιά της προδοσίας που είχε ανάψει τόσο ξεδιάντροπα ο Δημήτριος, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυα χαράς και ένα ειλικρινές, μακάριο χαμόγελο, σαν η Κατερίνα τράβηξε το χέρι του στην κοιλιά της, ανακοινώνοντάς του ότι ήταν ήδη σχεδόν τεσσάρων μηνών έγκυος.
Δεν είχε προλάβει να σκεφτεί και πολλά για αυτό το ταξίδι. Ίσως και τίποτα συγκεκριμένο. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι ήθελε να φτάσει το συντομότερο δυνατό κοντά στον Ιωάννη. Ο Θεός ήξερε μόνο πόσο ταραγμένος θα ήταν ο αυτοκράτορας, με αυτό το ένα ακόμα χτύπημα στην ήδη κλονισμένη του υγεία. Πώς να βαστούσε τη σκέψη ότι ο αδερφός του υπέφερε για άλλη μία φορά;

Έβαζε κατά νου την εικόνα της Κατερίνας, στη διάρκεια των θαλασσοταραχών που κόντεψαν συχνά να τους καταποντίσουν, να παίρνει θάρρος. Και έπειθε τον εαυτό του ότι αυτή ήταν που του έδινε κουράγιο και όχι η εικόνα της Άννας Νοταρά, που ξεπηδούσε κάθε μέρα από τις πιο κρυφές γωνιές του μυαλού του.

Είχε αντικρίσει τη Λέσβο με ανακούφιση, όχι μόνο γιατί αυτό σήμαινε ότι πλησίαζαν στον τελικό προορισμό τους, αλλά και γιατί η επαφή με τη γυναίκα του και τον πεθερό του θα τον αποσπούσε από τις σκοτεινές, αμαρτωλές του σκέψεις. Ήταν δοσμένος στην Κατερίνα και τέλος.

«Η κόρη μου δεν άργησε να σου ετοιμάσει το διάδοχο, έτσι, άρχοντά μου;» χαμογέλασε ο Ντορίνο Γκαττιλούζι, μπαίνοντας στο δωμάτιο που είχε ετοιμάσει για τον Κωνσταντίνο χωρίς να χτυπήσει, όπως είχε κάνει πριν λίγο και η ίδια η Κατερίνα, ανυπομονώντας να αντικρίσει τον άντρα της.

Ο Γκαττιλούζι είχε κόκκινα, μακριά μαλλιά και γενειάδα και δυο πράσινα μάτια συνέχεια γελαστά, με αυτό τον χαρακτηριστικό, παιδικό του τρόπο. Θα έλεγε κανείς την όψη του τραχιά, άγρια, συνηθισμένη για πειρατή σαν και του λόγου του, αλλά αν άκουγε το χοντρό, μεταδοτικό του γέλιο θα καταλάβαινε ότι όλα τα προηγούμενα ήταν απλά μία εικόνα και τίποτε άλλο.


Η Κατερίνα κοκκίνισε, δίχως- όμως- να αφήσει την αγκαλιά του άντρα της, που τη φίλησε στοργικά στο μέτωπο.


«Επίτρεψέ μου, όμως, πεθερέ μου. Κάτι έκανα κι εγώ, σωστά;» χαμογέλασε ο Κωνσταντίνος, γελώντας ζεστά.


«Α, α, αυτό, γαμβρέ μου, εξυπακούεται! Μην σού πω τα περισσότερα!» γέλασε και ο Γκαττιλούζι, με κόκκινα μάγουλα.


«Λες ο γιος σου να γεννηθεί στο αυτοκρατορικό παλάτι, άρχοντά μου, με τα νέα που μού φέρνεις;» ρώτησε σχεδόν ψιθυριστά η Κατερίνα.


Ο Κωνσταντίνος την απομάκρυνε από κοντά του σχεδόν ξαφνιασμένα.


«Αυτό δεν το είχα σκεφθεί! Έχεις δίκιο, Κατερίνα! Οπότε ο διάδοχος...»


«Θα είναι και πορφυρογέννητος» συμπλήρωσε χαμογελαστός ο Ντορίνο και έξυσε περήφανα το μούσι του. «Μα από πού κι ως πού θα γεννηθεί το παιδί στη Βασιλεύουσα;»


Ο Κωνσταντίνος σοβάρεψε απότομα και χαμήλωσε τα μάτια μαγκωμένα. Δεν είχε προλάβει να πει τίποτα στον πεθερό του και στη σύζυγό του είχε πει ελάχιστα, ίσα ίσα για να την προετοιμάσει.


«Φαντάζομαι έμαθες τα νέα από την Πόλη, σωστά; Ο Δημήτριος...»


«Τα έμαθα... Μα, φυσικά, ανεβαίνεις για να σταθείς στον αυτοκράτορα! Και ήρθες πρώτα εδώ; Τι τιμή για εμάς!» κούνησε τα χέρια θεατρικά ο Γκαττιλούζι και πλησίασε τον γαμπρό του με θέρμη.


«Ήθελα να πάρω την Κατερίνα μαζί, στην Πόλη» χαμογέλασε τρυφερά ο πρίγκιπας, κοιτώντας τη γυναίκα του. «Πόσο μάλλον τώρα, που κουβαλάει το παιδί μας. Ήθελα επίσης να σού ζητήσω μία χάρη, Ντορίνο».


«Φυσικά, γιε μου. Κατερίνα, νομίζω είναι ώρα να μας αφήσεις μόνους» στράφηκε στη νεαρή κοπέλα ο πειρατής.


Κουνώντας το κεφάλι πειθήνια, η Κατερίνα έφυγε, αφού αγκάλιασε άλλη μία φορά βιαστικά, σχεδόν ντροπαλά, τον Κωνσταντίνο, με το βλέμμα χαμηλωμένο.


Ο Γκαττιλούζι κοίταξε τον γαμπρό του τώρα με μάτια σοβαρά και τα χείλη σφιγμένα.


«Πόσο σοβαρά είναι τα πράγματα;»


«Ειλικρινά δεν έχω ιδέα. Δεν ξέρω λεπτομέρειες ακόμα. Θα πρέπει να φτάσω και να το δω με τα μάτια μου, άλλος τρόπος δεν υπάρχει...»


Ο Γκαττιλούζι αναστέναξε βαριά.


«Ξέρω καλά ότι εσείς οι Ρωμιοί δεν μάς έχετε εμπιστοσύνη μήτε συμπάθεια. Κι έχετε όλα τα δίκια για αυτό. Ίσως και εγώ ο ίδιος να έχω κάνει το κομμάτι μου σε αυτήν την κατάσταση, ίσως κι εγώ να μην ήμουν θετικά προκατειλημμένος για σας. Σαν γνώρισα, όμως, εσένα Κωνσταντίνε, κατάλαβα ότι έκανα λάθος. Είσαι καλός και έξυπνος άνθρωπος και πραγματικά θέλω το καλύτερο για σένα, αλλά και για τους ανθρώπους σου. Πες μου, λοιπόν, τι να κάμω για να σε βοηθήσω. Ό,τι μπορώ να κάμω, θα το κάμω»


Το βλέμμα του Κωνσταντίνου στράφηκε με σιωπηλή ευγνωμοσύνη στον πεθερό του. Είχε τόση ανάγκη από συμμάχους και ανθρώπους που να μπορεί να εμπιστευτεί.


«Χρειάζομαι άλλα δύο πλοία. Και μερικούς άνδρες σου. Ξέρω ότι πάντα έχεις ανάγκη από άμυνα, αλλά σού υπόσχομαι ότι θα στα γυρίσω όλα άθικτα. Θέλω να φανεί ότι έχουμε δυνάμεις και συμμάχους όποτε το θελήσουμε. Και στους Οσμάνους αλλά και στον Δημήτριο» πρόσθεσε το τελευταίο με μια αδιόρατη πίκρα, τα χαρακτηριστικά του αμέσως να σφίγγονται.


Ο Γκαττιλούζι το σκέφτηκε λίγο, μα ύστερα χτύπησε τον Κωνσταντίνο στην πλάτη ενθαρρυντικά.


«Σύμφωνοι, άρχοντά μου. Ελπίζω να μην χρειασθεί τίποτα από τούτα και να λύσετε τα προβλήματά σας ειρηνικά...»


«Σ'ευχαριστώ, Ντορίνο» χαμογέλασε μ' ελπίδα ο Κωνσταντίνος.


«Μη με ευχαριστείς. Η Κατερίνα θα έρθει μαζί σου, λοιπόν;»


«Νομίζω είναι ώρα. Ειδικά αφού είναι έγκυος»


«Συμφωνώ. Από μένα είναι ελεύθερη, ούτως ή άλλως, γιε μου. Ανήκει πια σε εσένα... Και πότε θες να φύγεις;»


«Σύντομα. Σε μια βδομάδα το πολύ, αν είναι δυνατόν. Οι αυγουστιάτικες καταιγίδες είναι ύπουλες και ήδη συναντήσαμε μερικές. Θέλω να φτάσω απλά το συντομότερο δυνατό στην Πόλη, στον αυτοκράτορα...»


--


Το νησί της Λήμνου είχε αρχίσει να αχνοφαίνεται στον ορίζοντα. Ο Κωνσταντίνος δεν σκόπευε να σταματήσουν εκεί, αλλά την Κατερίνα την είχε πιάσει άσχημα η θάλασσα σε συνδυασμό με την εγκυμοσύνη της και μία στάση φαινόταν τώρα επιτακτική.


Το θετικό ήταν ότι ένας ανεφοδιασμός, ένα ξεμουδιασμά και μία επανάληψη στην τακτική προσέγγισης της Πόλης θα τους έκαναν σίγουρα καλό ούτως ή άλλως. Οπότε η στάση ήταν ευπρόσδεκτη και από τους άνδρες στα μόλις τρία πλοία που είχε τελικά στη διάθεσή του.


Ένα δικό του και δύο του Γκαττιλούζι.


Τι είχε πει ο Ισίδωρος πριν χρόνια; Στην άκρη η περηφάνια στις δύσκολες στιγμές, στη μεγάλη ανάγκη. Τι κι αν εκείνος είχε βρει μονάχα ένα καράβι, ενώ ο Ντορίνο τού είχε δώσει με ευκολία δύο; Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.


Συνειδητοποίησε ότι είχε αλλάξει πολύ από τότε. Από τότε που είχε σαλπάρει γεμάτος πόνο και ντροπή από την Κάρυστο επάνω στο παπικό καράβι, μέχρι σήμερα που θα χρησιμοποιούσε οποιοδήποτε μέσο, οποιαδήποτε βοήθεια για να βρεθεί κοντά στον Ιωάννη και να τον ενισχύσει, να εξασφαλίσει τη Βασιλεύουσα.


Άραγε αλλαγή προς το καλύτερο; Αν ο Ισίδωρος έκανε λάθος και όλα αυτά τον ταπείνωναν και τον γελοιοποιούσαν; Στα μάτια των ξένων, των Βυζαντινών, των αγαπημένων του;


Κούνησε το κεφάλι με δυσαρέσκεια. Τα σκεφτόταν όλα υπερβολικά πολύ. Αν μη τι άλλο, η ιστορία στο μέλλον θα τον έκρινε, σταθμίζοντας όλα όσα είχε και αυτός στο κεφάλι του να τον βαραίνουν.
Ανέπνευσε το θαλασσινό αέρα και χαμογέλασε στη λιακάδα, ευχαριστώντας το Θεό που δεν τους είχε φέρει ακόμα καμία καταιγίδα. Δεν ήθελε άλλες καθυστερήσεις, ούτε σκοτούρες. Είχε ήδη αρκετές που τον βασάνιζαν· μονάχα, όμως, στις προσευχές του παραδεχόταν το πόσο αυτές τον είχαν φθείρει. Οτιδήποτε άλλο ήταν απαγορευτικό και ντροπιαστικό, αν σκεφτόταν κανείς την κατάσταση του Ιωάννη, που ήταν σαφώς χειρότερη από πολλές άλλες και προηγούμενες.
«Αυθέντη, νομίζω πως σε λίγη ώρα θα πιάσουμε Λήμνο. Ίσως σαν ο ήλιος φτάσει στο ψηλότερο σημείο του» ήρθε και στάθηκε δίπλα του ο καπετάνιος του πλοίου.
«Καλώς, Σωτήριε. Καλό καιρό μας έκανε ευτυχώς, ε;»
«Ναι, αυθέντη, δόξα τω Θεώ. Σκεφτόμουν και την κυρά σου και είχα μια παραπάνω ανησυχία για τις φουρτούνες. Ας ελπίσουμε ότι και μέχρι την Πόλη δεν θα μας κάνει τρικυμία» χαμογέλασε ο μελαχρινός ναυτικός και υποκλίθηκε με ευγένεια.
«Η Πόλη… Πόσο σύντομα θα τη δούμε, Σωτήριε;»
«Με τον καιρό και τον άνεμο που έχουμε από τα προχτές , σε τρεις- τέσσερεις μέρες θα είναι μπρος μας πιστεύω, κύριέ μου»
«Χαίρομαι. Ο αυτοκράτορας μάς χρειάζεται… Επίτρεψέ μου, τώρα, να πάω να κοιτάξω τη δέσποινα»


Κατευθύνθηκε στο δωματιάκι του πλοίου και χτύπησε διακριτικά την πόρτα.
Αυτή μισάνοιξε και η ακόλουθος της γυναίκας του φάνηκε από τη χαραμάδα.
«Α, κύρη μου, εσύ είσαι; Πέρασε μέσα!» αναφώνησε και άνοιξε διάπλατα για να περάσει ο Κωνσταντίνος.
Τα παραθυρόφυλλα του δωματίου ήταν τραβηγμένα ώστε να μπαίνει ελάχιστο φως μέσα και η Κατερίνα ήταν ξαπλωμένη, κάπως χλωμή, στο φτωχό ντιβάνι. Την πλησίασε ήσυχα και εκείνη τον κοίταξε και προσπάθησε να χαμογελάσει.
«Πώς είσαι; Νιώθεις καθόλου καλύτερα;» τη ρώτησε και της έπιασε τρυφερά το χέρι.
«Είμαι πολύ καλύτερα, άρχοντά μου. Μη στενοχωριέσαι για μένα. Σαν πιάσουμε λιμάνι θα συνέλθω αμέσως!» τον διαβεβαίωσε και προσπάθησε να ανασηκωθεί.
«Μη σηκώνεσαι, Κατερίνα, δεν υπάρχει ανάγκη. Ξεκουράσου όσο μπορείς. Θα κάμουμε μία στάση στη Λήμνο, οπότε ελπίζω να νιώσεις πράγματι καλύτερα τότε…» της χαμογέλασε και εκείνος, χαϊδεύοντας απαλά το κεφάλι της.
«Ακούγεται πολύ καλό. Σ’ ευχαριστώ» του ψιθύρισε και έβαλε το χέρι στο μέτωπό της, αναστενάζοντας.
Έμεινε για λίγο εκεί, κοντά της, να της κρατά το χέρι, καθισμένος στο σκαμνάκι που καθόταν πριν λίγο η ακόλουθός της. Το δωμάτιο δεν είχε και τίποτε καλύτερο να προσφέρεται.
Μετά από λίγο, η κοπέλα αποκοιμήθηκε. Ο Κωνσταντίνος δεν τολμούσε να κάνει βήμα, μην και την ξυπνήσει και την αναγκάσει να ξαναβρεθεί αντιμέτωπη με τη ναυτία της.
Κόντευε σχεδόν να αποκοιμηθεί και εκείνος από το λίκνισμα του πλοίου στο πλευρό της, όταν μία βαβούρα απ’ έξω τον έκανε να ξυπνήσει. Θορυβημένος, ίσιωσε τον κορμό του και τέντωσε τα αυτιά του. Κάποιος φώναζε κάτι από το προπορευόμενο καράβι και οι ναύτες στο δικό του είχαν ταραχθεί πολύ.
Οι σφυγμοί του ανέβηκαν κατακόρυφα. Κάτι κακό συνέβαινε.
Προσπάθησε να σηκωθεί ήσυχα, για να μην αναστατώσει την Κατερίνα, αλλά η σάλπιγγα του παρατηρητή τον πρόλαβε. Βούιξε τόσο παρατεταμένα και ανησυχητικά, που- όχι μόνο ξύπνησε την Κατερίνα- αλλά έκανε και τον ίδιο να πεταχτεί από τη θέση του.
«Τι- Τι συμβαίνει;» ψέλλισε ακόμα πιο χλωμή η κοπέλα και ανασηκώθηκε με δυσκολία, κοιτώντας τον τρομαγμένα.
«Δεν ξέρω… Θα βγω να ρωτήσω. Ίσως… Ίσως να θέλουν να συνεννοηθούμε για το αγκυροβόλι!» τη διαβεβαίωσε, γελώντας αμήχανα, νευρικά. «Εσύ μείνε εδώ και κλείσε πάλι τα μάτια να κοιμηθείς. Μη χαλάς τον ύπνο σου για ανοησίες!» την έσπρωξε απαλά για να την ξαπλώσει πάλι πίσω.
Ύστερα γύρισε κατά την πόρτα, νιώθοντας τα πόδια του αδύναμα. Δεν φοβόταν. Αλλά πραγματικά δεν ήθελε να ξέρει τι τον περίμενε.
Πριν προλάβει να πιάσει το πόμολο, η πόρτα άνοιξε από έξω και ένας ναύτης φάνηκε μπρος του πανικόβλητος.
«Οι Οσμάνοι, αυθέντη! Οι Οσμάνοι μας κυνηγούν! Βγήκαν από τα ανατολικά και μας έχουν πάρει στο κατόπι!» του φώναξε τόσο τραγικά και φοβισμένα, που ο Κωνσταντίνος τα ‘χασε.
Βγήκε παραπατώντας έξω και πιάστηκε από την κουπαστή, για να δει παραπίσω τους μια ομάδα οθωμανικών πλοίων με το λάβαρο του σουλτάνου να κυματίζει στα κατάρτια τους.
Ήταν πολλά. Και κοντά τους.
Μια κραυγή αγωνίας από το καμαράκι τον έκανε να γυρίσει ζαλισμένα προς τα πίσω πάλι. Η ακόλουθος της γυναίκας του είχε σταθεί στην πόρτα έντρομη, κοιτώντας μία τα οθωμανικά πλοία και μία μέσα στην κάμαρα.
«Αυθέντη, η δέσποινα έχει αίμα! Πολύ αίμα!» του φώναξε, κρατώντας το μαντηλοφορεμένο της κεφάλι, ενώ δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της.
Έπιασε το κεφάλι του και έσφιξε την ελεύθερη γροθιά του· δε γινόταν να καταρρεύσει τώρα.
--


Η ησυχία ήταν βαριά στην κατοικία του Βυζαντινού τοποτηρητή της Λήμνου. Το βλέμμα του ξανθού άντρα στρεφόταν μία ανήσυχο έξω από το παράθυρο, όπου τα πλοία των Οθωμανών λικνίζονταν απειλητικά ανοιχτά του νησιού, και μία στον συντετριμμένο Κωνσταντίνο, που με δυσκολία συγκρατούσε την θλίψη του κρυφή.
Είχαν δέσει στη Λήμνο εσπευσμένα, με τους Οθωμανούς να τους ακολουθούν καταπόδι, σχεδόν κοροϊδεύοντάς τους για την άτακτη φυγή τους. Ευτυχώς το λιμάνι τους υποδέχτηκε αμέσως και οι Οθωμανοί αρκέστηκαν να αγκυροβολήσουν αρκετά μακριά για να μην κινδυνεύουν οι ίδιοι από καμιά αποκοτιά των Ρωμαίων, αλλά και αρκετά κοντά ώστε να επιβλέπουν την κατάσταση και να μην υπάρχει δρόμος διαφυγής για τα βυζαντινά πλοία.
Ήταν σαφές πλέον. Τους είχαν αποκλείσει στη Λήμνο.
Δεν ήταν σίγουροι αν αυτό είχε υπάρξει το σχέδιό τους από την αρχή ή ήταν απόφαση που προέκυψε μόλις τους συνάντησαν, αλλά η ουσία ήταν ότι ήταν αποκλεισμένοι και το μέχρι πότε παρέμενε και θα παρέμενε άγνωστο.
Σαν μαύρο σύννεφο είχε καλύψει τη βυζαντινή ομάδα και μία άλλη εξέλιξη: η δέσποινα Κατερίνα είχε αποβάλει. Η ταλαιπωρία της θάλασσας και ο τρόμος που την κατέλαβε με τις φωνές και την απειλή των Οθωμανών προκάλεσαν την αποβολή του εμβρύου, λίγο πριν να δέσουν στη Λήμνο.
Από τότε, από την αιμορραγία, την συνεχή ταλαιπωρία και αγωνία, δεν είχε συνέλθει. Είχε ανεβάσει πυρετό και βρισκόταν σε έναν ανήσυχο λήθαργο εδώ και μία εβδομάδα.
Ο γιατρός του τοπάρχη δεν ήταν αισιόδοξος. Η αποβολή ήταν βίαιη και η γυναίκα δεν ήταν σε καθόλου καλή κατάσταση.
Ο Κωνσταντίνος το ήξερε. Ήταν θέμα χρόνου.
«Δεν ξέρω τι να σου πω, αυθέντη. Δεν ξέρω τι να σκεφτώ καν για να παρηγορηθώ για τις συμφορές μας…» είπε τελικά ο τοπάρχης και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος, ακουμπώντας με την πλάτη στο περβάζι του παραθύρου.
«Δε χρειάζεται να πεις κάτι, Γονατά. Εγώ σού ζητώ συγγνώμη που στα καλά του καθουμένου βρεθήκατε αποκλεισμένοι εξ’ αιτίας μας…»
«Μη μού ζητάς συγγνώμη, αυθέντη, εσύ!» ντράπηκε ο Γονατάς και πλησίασε βιαστικά τον μαύρο άρχοντα. «Το θέμα είναι να βρούμε τι να κάνουμε για να φτάσεις στην Πόλη…»
«Υπομονή… Τι άλλο;»
Και αυτή ακόμα εξαντλείται, σκέφτηκε κουρασμένα ο Κωνσταντίνος και έκρυψε το πρόσωπό του στα χέρια του.
«Θα μηνύσω στο βόρειο φρούριο να ετοιμάσουν ένα καράβι, δύο, πόσα χρειάζονται; Πρέπει να μας στείλουν ενισχύσεις, από την Πόλη, από τη Λέσβο, κάπου…» έκανε γύρους, κουνώντας τα χέρια νευρικά ο νεαρός Γονατάς, που έδειχνε να έχει βάλει μπροστά όλες τους τις στρατιωτικές γνώσεις για να βρει μία λύση στο σοβαρό τους πρόβλημα.
Ένα χτύπημα στην πόρτα διέκοψε τη μουρμούρα του τοπάρχη και έκανε τα χαρακτηριστικά στα πρόσωπα να σφιχτούν.
Αυτά τα ξαφνικά χτυπήματα στην πόρτα, τα δειλά, αλλά και- ταυτόχρονα- έντονα, δεν ήταν ποτέ προάγγελοι καλών μηνυμάτων.


«Μπρος!» είπε κοφτά ο Γονατάς.
Ένας υπηρέτης και ο άντρας που πλέον αναγνώριζαν σαν τον βοηθό του γιατρού φάνηκαν βαρείς και γκρίζοι στο άνοιγμα.
Είχαν, λέει, μία πολύ δυσάρεστη αποστολή να φέρουν σε πέρας: να ανακοινώσουν στον αυθέντη Κωνσταντίνο ότι η δέσποινα Αικατερίνη είχε αφήσει την τελευταία της πνοή πριν λίγα μόλις λεπτά.


--


Παγωμένος αέρας φύσαγε από τη θάλασσα και έκανε τον Κωνσταντίνο να σφίγγει το μανδύα του επάνω του. Το περπάτημα κοντά στην παραλία είχε γίνει πλέον δύσκολο με την πορεία του καιρού και τον ερχομό του χειμώνα.
Δεν είχε καταλάβει πότε έφτασε Νοέμβρης.
Είχαν περάσει ήδη σχεδόν τρεις μήνες από το θάνατο της Κατερίνας και εκείνος ήταν ακόμα κολλημένος στη Λήμνο. Βουλιαγμένος στην απόγνωση και στη θλίψη του, ανίκανος έστω να προσφέρει κάτι στον Ιωάννη, που συνέχιζε να βρίσκεται σε δύσκολη θέση.
Οι γύρω του ψιθύριζαν συχνά και απορούσαν πώς αυτός ο άνθρωπος δεν είχε τρελαθεί. Πώς άντεχε και υπέμενε τα μαρτύριά του με στωικότητα και θάρρος.
Κι όμως, όταν έκλειναν οι πόρτες, δεν ήταν και τόσο θαρραλέος. Οι λυγμοί τού φούσκωναν το στήθος και τα δάκρυα έτρεχαν όλο παράπονο. Οι προσευχές του ήταν γεμάτες ερωτήσεις, πίκρα και θλίψη.
Ήταν άραγε τόσο αδύναμος, μικρός; Μήπως τελικά είχε κάνει λάθος και ο πατέρας του αλλά και ο Ιωάννης με το να τον επιλέξουν σαν τον ευνοούμενό τους;
Το πρόβλημα του αποκλεισμού θα λυνόταν σύντομα. Οι Βενετοί είχαν κάνει την εμφάνισή τους εδώ και τρεις εβδομάδες και μόλις την προηγούμενη μέρα είχαν καταφέρει να τρέψουν σε φυγή τους Οθωμανούς και να πιάσουν στη Λήμνο.
Σε λίγες ώρες θα αναχωρούσαν επιτέλους για την Πόλη. Εκεί, η κατάσταση παρέμενε έκρυθμη και η πολιορκία του Δημητρίου κρατούσε ακόμα. Οι Πολίτες, βέβαια, άντεχαν, αλλά κάποιες στερήσεις είχαν αρχίσει να παρουσιάζονται και έκαναν την κατάσταση δυσκολότερη και ασφυκτικότερη. Το γεγονός ότι ο Δημήτριος χρησιμοποιούσε το θέμα του δόγματος σαν προπέτασμα για τις πράξεις του βάρυνε ακόμα περισσότερο το κλίμα για όλους.
Ο Δημήτριος είχε τελειώσει για τον Κωνσταντίνο. Δεν ήθελε να τον ξαναδεί στα μάτια του, δεν ήθελε να θυμάται ότι είχαν δεσμούς αίματος.
Δεν ήθελε το κακό του.
Αλλά αν μπορούσε να μην ξανακούσει για εκείνον θα ήταν ευχής έργον.


Έφτασε μπροστά στον τάφο της δεύτερης γυναίκας του και ακούμπησε κουρασμένα στην επιτύμβια στήλη. Άφησε ένα μάτσο ασθενικά αγριολούλουδα μπρος της και γονάτισε αποκαμωμένα.
Αν ήθελε να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του, θα παραδεχόταν ότι την Κατερίνα δεν είχε προλάβει να την αγαπήσει. Μαζί της, όμως, πέθαναν και οι ελπίδες του για ένα παιδί, για μια οικογένεια και έναν διάδοχο για το Δεσποτάτο, ή- κακά τα ψέματα- για την αυτοκρατορία την ίδια. Η μοναξιά επανερχόταν τρομακτική στη ζωή του και τον έκανε να νιώθει κουρελιασμένος, απομονωμένος.
Ξεφύσησε με δυσκολία και τα δάκρυα έφυγαν μόνα τους από τα μάτια. Όφειλε ένα συγγνώμη στην Κατερίνα. Για την ταλαιπωρία, για τις ταπεινώσεις, για τους κινδύνους, που απέβησαν μοιραίοι.
Ήταν τόσο τρομερό το ότι δεν μπόρεσε να της το πει όσο ακόμα μπορούσε να τον ακούσει.


«Κλαις, γιε μου;» ακούστηκε μια βραχνή φωνή.
Ξαφνιασμένος, ο Κωνσταντίνος ανασηκώθηκε αμέσως από τη θέση του και σκούπισε μηχανικά τα μάτια του. Ένας ρασοφόρος, ηλικιωμένος και καμπούρης, τον κοιτούσε από τα μισόκλειστα μάτια του, στηριζόμενος σε μια χοντρή βέργα.
«Κλαίγω, γέροντα. Πολλοί οι καημοί της ζωής…» του απάντησε και έσκυψε το κεφάλι, όχι σίγουρος αν ο γέρος είχε καταλάβει την ιδιότητα και ταυτότητά του.
«Κάθε εμπόδιο για καλό δε λένε, γιε μου;» ρώτησε και έσκασε ένα φαφούτικο χαμόγελο.
«Πολλές οι προκλήσεις, παππούλη και δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ να τις αντέξω…»
«Αν δεν μπορούσες, δε θα στις έστελνε Εκείνος…» γέλασε ο γέρος και έδειξε τον ουρανό. «Ό, τι έγινε, έγινε, άρχοντά μου. Άρχισε να αναδιπλώνεσαι και να κάμεις καινούρια σχέδια. Και Εκείνος θα σε συνδράμει, όπως κάμει από τότε που γεννήθηκες…» ψιθύρισε ο γέροντας, κοιτώντας πια αλλού και προχώρησε δίχως άλλη κουβέντα.
Ο Κωνσταντίνος έμεινε να τον κοιτά να φεύγει, ενώ ο αέρας του έπαιρνε τον μανδύα και του ανακάτευε τα μαλλιά, παγώνοντάς τον.
Τα δάκρυά του στέγνωσαν από το έντονο φύσημα και η έκφρασή του επιτέλους γαλήνεψε.
Ακούμπησε το μνήμα της γυναίκας του και ψιθύρισε «Συγγνώμη». Ύστερα έκανε το σταυρό του και ανασηκώθηκε.

Έσφιξε το ξίφος στο ζωνάρι του και- πετώντας τον μανδύα του πίσω – σήκωσε το κεφάλι και ροβόλησε περήφανα για το λιμάνι.


Vittoria Mantegna