Η Αναζήτηση (Κεφαλαιο 19)

Η Ζωή ακόμα γελούσε. Είχε καθίσει στο πίσω κάθισμα με τα στεγνά της ρούχα και σκούπιζε τα βρεγμένα της μαλλιά.
─Τι σε έπιασε και το έκανες αυτό; τη ρώτησε ο Σωτήρης αυστηρά.
─Τη δουλειά σου εσύ, του είπε. Πρόσεχε τον δρόμο για να φτάσουμε κάποια στιγμή ασφαλείς.
Έμεινε να κοιτάει μουτρωμένος τον δρόμο. Ευτυχώς ο καιρός είχε ανοίξει και μπορούσανε επιτέλους να ξεκινήσουν.
─Κάνε τα μου κοτσιδάκια, είπε στην Αγνή. Έτσι για αλλαγή.

─Μου φαίνεται πως η υγρασία πότισε για τα καλά το κεφάλι σου.
─Τι έπαθε αυτός; ρώτησε η Ζωή.
Η Αγνή ανασήκωσε τους ώμους της καθώς έπλεκε τα ξανθά μαλλιά της.
─Δεν ξέρω, απλά μιλούσαμε. Μου φάνηκε κάπως, σαν να κουβαλάει και αυτός κάποιο βαρύ φορτίο στην πλάτη του.
Η Ζωή τον κοίταξε όπως οδηγούσε εκνευρισμένος και σιωπηλός.
─Έχει και αυτός τα δικά του, είπε στο τέλος. Σάμπως όλοι δεν έχουμε;
─Να χαρείς, της είπε. Δεν έχω όρεξη.
─Τι έγινε μωρό μου; είπε κάπως περιπαιχτικά.
─Ζωή!
Το ύφος της σοβάρεψε. Χώθηκε ανάμεσα στα καθίσματα με το πρόσωπό της δίπλα στο δικό του.
─Πολλά νεύρα έχεις τελευταία. Μήπως είναι κάτι που πρέπει να μάθω;
Έκανε έναν απότομο ελιγμό, βγήκε από τον δρόμο και τράβηξε απότομα χειρόφρενο. Βγήκε χτυπώντας την πόρτα.
─Είσαι τρελός; ούρλιαξε. Θες να μας σκοτώσεις;
Όρμησε ξοπίσω του.
─Έχεις κάτι;
Ο Σωτήρης ξεφύσησε. Έβαλε τα χέρια του στη μέση με το βλέμμα του στυλωμένο μπροστά χωρίς να την κοιτά.
─Δεν έπρεπε να το κάνω αυτό το ταξίδι, είπε. Έπρεπε να βρω άλλο τρόπο.
─Τι εννοείς;
Έσκυψε το κεφάλι του και κλώτσησε το χώμα.
─Όταν γυρίσουμε, της είπε, πρέπει να μιλήσουμε.
Τον έπιασε από το μπράτσο και να τον ανάγκασε να την κοιτάξει.
─Όταν γυρίσουμε, του είπε και εκείνη, έχουμε πολλά να πούμε.
Της γύρισε την πλάτη.
─Ζωή, ξεκίνησε να λέει. Είναι κάποια πράγματα που δεν ξέρεις για μένα, άσχημα πράγματα.
─Μπορείς να μου μιλήσεις, του είπε. Γι’ αυτό είμαι εδώ, για να σ’ ακούσω.
─Όχι τώρα, όχι εδώ. Όλα στην ώρα τους.
Σήκωσε τα χέρια σε στάση παράδοσης.
─Οκ, είπε . Όποτε νιώθεις έτοιμος.
Στάθηκε πίσω μη ξέροντας τι να κάνει. Να του ορμήσει ή να τον αγκαλιάσει;
─Ανάθεμα σε, είπε σιγά χωρίς να ακουστεί.
Πίσω στο αμάξι, ο Άγγελος έβραζε. Και άλλη καθυστέρηση και άλλη αναμονή. Είχε χάσει την υπομονή του, εκείνος που χαρακτηριζότανε για την ψυχραιμία του. Έβγαλε το κομποσκοίνι του και άρχισε να προσεύχεται σιωπηλά. Δώσε μου τη γνώση και τη δύναμη να πράξω το σωστό, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με.
Η Αγνή πίσω του, τον παρατηρούσε αμίλητη και καταλάβαινε την τρικυμία που επικρατούσε μέσα του. Άπλωσε το χέρι να πιάσει τον ώμο του, να προσπαθήσει έστω και έτσι να τον παρηγορήσει. Το μετάνιωσε όμως, παραήταν τολμηρό. Τραβήχτηκε και λούφαξε στην θέση της.
─Άγγελε…
Δεν της απάντησε, συνέχισε να προσεύχεται σκυφτός.
─Άγγελε, ξανάπε πιο δυνατά.
Σταμάτησε μα δεν γύρισε.
─Όλα θα πάνε καλά.
Δεν απάντησε αμέσως. Είχε σφίξει τις γροθιές του, βαριανάσαινε.
─Μακάρι να μπορούσα να το πιστέψω. Φοβάμαι, νομίζω πως πολεμάω μάταια, ότι δεν θα τα καταφέρω. Νιώθω ότι χάνω την πίστη μου.
─Εσύ το λες αυτό; Κάθε πρωί που πήγαινα για δουλειά, λαχταρούσα να σε δω, για να σ’ ακούσω να μου λες ότι όλα θα πάνε καλά, γιατί το ήξερα πως αν το πεις εσύ, έτσι και θα γίνει. Τρία χρόνια, τρία εφιαλτικά χρόνια, υπέμεινα τα πάντα. Εξευτελισμούς, βία και εγκατάλειψη. Μα δεν το έβαζα κάτω γιατί ήξερα ότι υπάρχει ελπίδα, εσύ μου το είπες.
Είχε βουρκώσει. Έκλεισε το στόμα με το χέρι της.
─Δεν έχεις το δικαίωμα να μου λες ότι όλα αυτά που πρέσβευες τόσο καιρό ήταν ψέματα, μ’ ακούς; Γιατί τότε δεν θα υπάρχει λόγος για να ζω.
Στο άκουσμα του τελευταίου, ο Άγγελος γύρισε απότομα και την κοίταξε. Υπήρχε κάτι το τόσο αληθινό, το αβίαστο στα βλέμματα που συναντήθηκαν. Μια λαχτάρα, και μια προσμονή, ειπώθηκαν τόσα, που τα χείλη δεν θα μπορούσαν ποτέ να πουν. Εκείνα τα δευτερόλεπτα θαρρείς κράτησαν ώρες, δεν υπήρχε ο κόσμος γύρω τους, τίποτα άλλο, εκτός από αυτούς τους δύο.
Η στιγμή διαλύθηκε με το απότομο ταυτόχρονο άνοιγμα των πορτών. Ο Σωτήρης και η Ζωή μπήκαν μουτρωμένοι, ενώ ο Άγγελος και η Αγνή κάθισαν αμήχανοι στις θέσεις τους.


Ηλίας Στεργίου