Άβατο: Ο Έκπτωτος (Κεφάλαιο 5/Μέρος Β) - "Η διπλή φύση του ανθρώπου"

Ένιωσε έναν οξύ πόνο και μια φωνή να του ψιθυρίζει. Τον προειδοποιούσε για κάτι. Για κάποιον κίνδυνο. Τον ένιωθε και ο ίδιος, ήταν η αλήθεια, αλλά δεν ήξερε πού θα χτυπούσε και με ποιο μέσο.  
Ξύπνησε απότομα. Στο σπίτι επικρατούσε μία απόκοσμη ησυχία. Δίπλα του κοιμόταν ο Παναγιώτης κι ο Θοδωρής, εντούτοις το κρεβάτι του Μιχάλη ήταν ξέστρωτο και ο ίδιος δε φαινόταν πουθενά. Κατέβηκε γρήγορα προς το μέρος της κουζίνας, όπου βρήκε τη γιαγιά του Θοδωρή να μαγειρεύει ήσυχη. 
«Καλημέρα, αγόρι μου» του είπε χαμογελαστή.
            Ο Βελφεγκόρ για πρώτη φορά ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά, ενώ παρατήρησε πως οι κινήσεις της γυναίκας ήταν κάπως νευρικές κι αμήχανες. Η ίδια δε φαινόταν να έχει παρατηρήσει την απουσία του Μιχάλη και των άλλων δύο, πράγμα που τον παρακινούσε να σκεφτεί πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ωστόσο η γλυκιά φωνή τής επικίνδυνης σειρήνας που ονομαζόταν Σύλια ήχησε στα αυτιά του σαν μελωδία. Τι του συνέβαινε; Μήπως είχε αρχίσει να έχει αισθήματα για εκείνη; Αυτό είναι πρακτικά αδύνατον! μάλωσε τον εαυτό του. Εκείνη ήταν άνθρωπος, ενώ ο ίδιος ένας απεχθής δαίμονας που η όψη του θα τρόμαζε και τον πιο γενναίο ήρωα. Κοίταξε φευγαλέα το είδωλό του σε έναν μικρό καθρέπτη που κρεμόταν στο σαλόνι. Ας ζήσεις το όνειρο για όσο αυτό κρατήσει. Για όσο ακόμη τα μάγια των ξωτικών σού επιτρέπουν να νιώθεις όμορφος, του ψιθύρισε η συνείδησή του.
Η κοπέλα φάνηκε από το βάθος του διαδρόμου, ενώ τη στιγμή που τον πλησίαζε, δέχτηκε ένα σκούντημα από τον Παναγιώτη και τον Θοδωρή που φαίνονταν ταραγμένοι.
«Βελφ, ο Κάτα, ο Μιχάλης και το ξωτικό είναι άφαντοι. Έχω την εντύπωση πως δεν κοιμήθηκαν εδώ το βράδυ!» του είπε ο Παναγιώτης σαστισμένα.
Οι φωνές τους με επανέφεραν στην πραγματικότητα και ζαλισμένη καθώς ένιωθα από τον ύπνο ακόμη, γλίστρησα έξω από το δωμάτιό μου αθόρυβα. Στο οπτικό μου πεδίο φάνηκε η ψυχρή μορφή της Σύλιας. Η διάθεσή μου ευθύς έπεσε, ωστόσο δεν ήθελα να δώσω περεταίρω δικαιώματα. 
«Καλημέρα, όμορφη!» την άκουσα να φωνάζει. Τη στιγμή που τα χείλη μου σχημάτιζαν την πρώτη λέξη, ο Θοδωρής μπήκε μπροστά μου λέγοντας:
«Τα πράγματα είναι σοβαρά. Βελφ, χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου. Πρέπει να τους βρεις».
Ο δαίμονας φανερά ενοχλημένος από τον αέρα του υποκοριστικού που ηχούσε στα αυτιά του, έκανε την κίνηση να κατευθυνθεί προς το δωμάτιο του Ορλάντο και των άλλων δύο αναζητώντας προσωπικά τους αντικείμενα. Άξαφνα ένα χέρι τον σταμάτησε.
«Νομίζω πρέπει να ηρεμήσεις λίγο. Τα παιδιά θα πήγαν μία βόλτα. Μεγάλοι άντρες είναι, δεν παθαίνουν τίποτα. Το μέρος είναι πολύ ήσυχο και κατάλληλο για ατελείωτους περιπάτους. Τι λες; Πάμε και εμείς έναν;» τον ρώτησε πεταρίζοντας ελαφρώς τα βλέφαρά της.
Ο Βελφεγκόρ ένιωσε το σάλιο του να στεγνώνει απότομα στο λαιμό του. Του ήταν αδύνατον να πιστέψει πως μία τόσο όμορφη γυναίκα θα μπορούσε να τον καλέσει σε μία βόλτα λίγο πιο προσωπική. Την κοίταξε για λίγα λεπτά νιώθοντας προς στιγμήν άβολα κι έπειτα της απάντησε:
«Θαρρώ πως έχεις δίκιο. Ίσως ήμουν λιγάκι υπερβολικός με την αντίδρασή μου να ανησυχήσω. Ωραία λοιπόν. Μετά χαράς θα σε ακολουθήσω και όπου μας βγάλει ο δρόμος!» της απάντησε γλυκά.
Εκείνη χαμογελώντας του και κρατώντας του απαλά το χέρι κατευθύνθηκε προς την πόρτα στενεύοντας αυτάρεσκα τα μάτια της, καθώς περνούσε από μπροστά μας. Η γιαγιά του Θοδωρή φαινόταν ενθουσιασμένη με την απόφαση της νεαρής κοπέλας να τον προσκαλέσει σε έξοδο. Τόσο πολύ που για πρώτη φορά η συμπεριφορά της μου κίνησε την περιέργεια. Σχεδόν μου φαινόταν ύποπτη για κάποιον λόγο, τον οποίο αδυνατούσα να εξηγήσω με τη δύναμη της λογικής. Πλησίασα τον Θοδωρη και τον Παναγιώτη από έναν αόρατο φόβο μήπως ακουστώ.
«Ένας ένας φεύγει» τους είπα. «Η εξαφάνιση των τριών δεν είναι τυχαία, ούτε και η έξοδος του Βελφεγκόρ με την ξαδέρφη σου»  συνέχισα κοιτάζοντας τον Θοδωρή, του οποίου το βλέμμα μαρτυρούσε σοβαρό προβληματισμό.
«Η Σύλια προσέγγισε τον Βελφεγκόρ πατώντας πάνω στην αδυναμία του για την εμφάνισή του. Αρχικά είχε βάλει στόχο το ξωτικό, το οποίο μάλλον αποδείχτηκε αρκετά έξυπνο για τα νύχια της» συμπλήρωσε ο Παναγιώτης, ενώ εγώ ένιωσα να με κατακλύζει ένα κρυφό αίσθημα ικανοποίησης. Φυσικά και ήταν έξυπνος ο Ορλάντο. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να μην είναι, καθώς είχε πριγκιπική καταγωγή και την υποστήριζε με το ήθος του; Το μικρό τερατάκι της ζήλειας μέσα μου ένιωσε προσωρινή  ανακούφιση.
Η παλιά πόρτα του σπιτιού έτριξε και ακούστηκαν βήματα. Άκουσα τον Θοδωρή να χαιρετά τον παππού του. Πλησίασα προς την κουζίνα, όπου παρατήρησα μία κίνηση που με τρομοκράτησε. Η γιαγιά του Θοδωρή καθώς μαγείρευε, άρπαξε αργά από τον πάγκο της κουζίνας ένα μικρό μαχαίρι και το έκρυψε στην τσέπη της. Η κίνησή της προφανώς δεν πέρασε απαρατήρητη, καθώς με την άκρη του ματιού μου είδα το Θοδωρή να έχει κοκκαλώσει στη θέση του κοιτώντας έκπληκτα προς το μέρος της γυναίκας. Άξαφνα ακούστηκε η φωνή του Παναγιώτη που μας καλούσε. Οι δυο μας του κάναμε σήμα να σωπάσει, ωστόσο εκείνος συνέχισε έστω και σιωπηλά να κουνά τα χέρια του νευρικά δεξιά και αριστερά. Μας έδειξε προς το μέρος της τηλεόρασης. Μας αναζητούσαν. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα πιστέψει πως το πρόσωπό μου θα απασχολούσε την κοινή γνώμη και μάλιστα για κακό σκοπό. Ήταν ολοφάνερο πως τις τελευταίες ώρες ο κόσμος ζούσε ένα δράμα. Σε αρκετές χώρες υπήρχαν μερικές εσωκομματικές αλλαγές, με νέα πρόσωπα να παίρνουν τη θέση παλαιών μελών. Οι κινήσεις αυτές από μόνες τους δε θα αποτελούσαν είδηση, αν δεν συνέβαιναν σχεδόν ταυτόχρονα σε πάνω από δέκα χώρες.  Ο παραλογισμός όμως δεν σταματούσε εκεί. Είχαν τραβηχτεί μερικές ερασιτεχνικές φωτογραφίες, όπου μας έδειχναν καθισμένους στο σαλόνι αυτού εδώ του σπιτιού, ενώ το πρόσωπο που τόνιζαν πιο πολύ ήταν εκείνο του Ορλάντο. 
«Παιδιά! Έτοιμο το φαγητό» ήχησε η φωνή του παππού του Θοδωρή κι εμείς νιώσαμε αυτομάτως ολόκληρο το κορμί μας να το διαπερνούν ρίγη. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να βρω τον δαίμονα, ωστόσο τον ενθουσιασμό μου διαδέχτηκε η απογοήτευση, καθώς θυμήθηκα πως δεν είχε ιδέα όχι μόνο της χρήσης των κινητών τηλεφώνων αλλά και της ίδιας τους της ύπαρξης.



Περπατούσαν για ώρα μέσα στο πάρκο του χωριού. Τα πάντα ήταν καταπράσινα κι ο υγρός καιρός που επικρατούσε, συνάμα με τη χαρακτηριστική μυρωδιά της Μεγάλης Βρετανίας, του θύμιζε πολύ τον τόπο του. Η Σύλια σε αντίθεση με τις προηγούμενες φορές φαινόταν ανάλαφρη με το μακρύ κατάξανθο μαλλί της να κυματίζει σε κάθε της βήμα. Έτρεχε και γελούσε σαν μικρό παιδί, κάνοντας τον δαίμονα να μην μπορεί να πάρει λεπτό τη ματιά του από πάνω της. Η γλυκιά ανεμελιά της τον είλκυε όσο τίποτε. Έψαξε με το χέρι του να βρει το δικό της. Μόλις το κράτησε μία ζεστασιά πλημμύρισε το κορμί του. Με τι είδους μαγεία με έχει δέσει ετούτη η γυναίκα; Συλλογίστηκε, ενώ το χαμόγελο του ερωτευμένου δεν είχε εγκαταλείψει ούτε στιγμή το πρόσωπό του. Ωστόσο ταυτόχρονα με το πρωτόγνωρο συναίσθημα του έρωτα, που τον έκανε να μην μπορεί να διαχειριστεί τη λογική του, ένιωθε πως έχανε τον εαυτό του. Για πρώτη φορά στη ζωή του το αίσθημα της καχυποψίας τον είχε εγκαταλείψει για τα καλά μην μπορώντας να της αρνηθεί  τίποτα. Ήταν έρμαιο των διαθέσεών και των αποφάσεών της. Είχε ανακαλύψει με μεγάλη επιτυχία την αχίλλειο πτέρνα του και αυτό τον έκανε νευρικό, καθώς ήταν ευάλωτος. Ωστόσο αποφάσισε να αποβάλει για μια φορά στη ζωή του ετούτες τις μαύρες σκέψεις και να αφεθεί ολοκληρωτικά σε ετούτο το υπέροχο συναίσθημα. Το πιο πιθανό ήταν πως δε θα είχε την ευκαιρία ποτέ ξανά στο μέλλον να το ζήσει.



Ο Μιχάλης βρισκόταν εκ νέου δεμένος και φιμωμένος δίπλα από τον αναίσθητο Ορλάντο, καθώς ο μόνος τρόπος να τον αιχμαλωτίσουν ήταν να τον αναισθητοποιήσουν με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο τον είχαν απαγάγει. Ο Κάτα είχε κληθεί από τον Κιουσέ να λογοδοτήσει για την πράξη ασέβειας και προδοσίας προς τον δάσκαλό του. 
«Σε έσωσα όταν ακόμη ήσουν παιδί προκειμένου να σε προετοιμάσω για αυτήν τη μεγάλη στιγμή κι εσύ το μόνο που έκανες ήταν να συμμαχήσεις με αυτό το παράξενο πλάσμα και μία φούχτα ανήλικα παιδιά! Μην πιστέψεις ούτε λεπτό πως δε γνωρίζω πως μέσα στο σπίτι βρίσκονταν και άλλοι. Κατηγορείσαι για έσχατη προδοσία. Αν έχεις κάτι σαν αντίλογο, θα σε παρακαλούσα να μιλήσεις τώρα, καθώς σε λίγη ώρα θα οδηγηθείς στο κρεματόριο» τελείωσε ο Κιουσέ. Τότε ο Κάτα με χαμηλωμένο το βλέμμα του και βήχοντας σιγανά προκειμένου να καθαρίσει τον λαιμό του πήρε τον λόγο:
«Στα είκοσι επτά μου χρόνια, ποτέ και κανένας δεν είχε βρεθεί  να με κοιτάξει στα μάτια και να δει απλά έναν άνθρωπο και όχι έναν εχθρό ή ένα αναλώσιμο προϊόν, όπως είμαι για εσένα. Στα δέκα με έβαζες να κουβαλώ εκρηκτικά σε περίπτωση που συναντούσαμε στρατιώτες στο δρόμο μας. Αναλογίστηκες ποτέ, αν αγαπούσα τη ζωή μου; Η παρέα ετούτη όμως, η οποία αποτελείται από έναν ετερόκλητο συνασπισμό ανθρώπων, με δέχτηκε απλά και μόνο γνωρίζοντας μερικά κομμάτια από το παρελθόν μου. Το πλάσμα που κρατάς όμηρο μπορεί και διαβάζει το μυαλό σου. Είναι ο πρώτος που είδε σε μένα κάτι καλό, μου έδωσε την ευκαιρία να φανώ χρήσιμος και με έβαλε σπίτι μαζί με τους υπόλοιπους. Το μεγαλύτερο μάθημα που μου δίδαξαν είναι πώς να είσαι άνθρωπος. Εκτέλεσέ με, αν θέλεις, ωστόσο πρέπει να γνωρίζεις πως έχει δοθεί για μας επικήρυξη. Θα έρθουν να μας βρουν». Το πρόσωπο του άντρα σκοτείνιασε, ενώ οι ουλές στο μέτωπό του ασχήμιζαν ακόμη περισσότερο την όψη του. 
«Γιατί θα πρέπει να σε πιστέψω;» γρύλισε.   
«Γιατί διαπίστωσες και μόνος σου πως ο ξένος με τα παράξενα αυτιά έχει κάποιες ιδιαίτερες ικανότητες. Πρέπει να τον ακούσεις» απάντησε ο Κάτα αναστενάζοντας βαριά.
Ο Κιουσέ έκανε νόημα στους άντρες που τον βαστούσαν να τον ελευθερώσουν. Να πώς ο άνθρωπος βρίσκει τον μπελά του από τη μία στιγμή στην άλλη,  συλλογίστηκε, ενώ προχωρούσε προς το απομονωμένο μέρος του σπηλαίου που χρησίμευε για την κράτηση των αιχμαλώτων πολέμου. Είδε τον Ορλάντο να παραπατά ζορίζοντας τον εαυτό του να αποτινάξει την οργή που ένιωθε για το γένος των ανθρώπων, καθώς επίσης και τη μεγάλη δόση υπνωτικού που ακόμη έρρεε στις φλέβες του. Δίπλα του ο Μιχάλης είχε κουλουριαστεί σιωπηλός. Ο Κιουσέ άνοιξε τη μεταλλική πόρτα του αυτοσχέδιου κελιού, για να έρθει αντιμέτωπος με τη γροθιά του ξωτικού.
«Προδότη, άνθρωπε!» του ούρλιαξε.
«Και λίγα λες..» ακούστηκε ψιθυριστά η φωνή του Μιχάλη. Τη στιγμή εκείνη από κάθε γωνιά του σπηλαίου εμφανίστηκαν μελαμψοί άντρες με καλυμμένα τα πρόσωπά τους. 
«Αφήστε τους!» πρόσταξε ο Κιουσέ, ο οποίος μόλις είχε σηκωθεί από το πάτωμα. Ο Ορλάντο ξαφνιάστηκε από την ξαφνική αλλαγή του. «Σε ακούω… Ορλάντο!» του είπε κρύβοντας έναν τόνο ειρωνείας στη χροιά της φωνής του.
«Είστε διατεθειμένοι να ενωθείτε;» τον ρώτησε το ξωτικό.
«Με ποιους;» συνέχισε ο Κιουσέ.
«Με όσους περισσότερους μπορείτε. Ο άνθρωπος έχει διπλή φύση και εξαρτάται αποκλειστικά από εκείνον ποια από τις δύο θα καλλιεργήσει. Το καλό ή το κακό. Για μία φορά κάντε αυτό που πρέπει. Κάντε το για τον κόσμο. Καλύψτε μας, καθώς μας αναζητούν και κυρίως εμένα» του είπε το ξωτικό.
Η έκφραση του Κιουσέ φανέρωνε το πλήθος των αποριών που περνούσαν από το μυαλό του. Ο Αμερικανός Πρόεδρος είχε αλλάξει στάση από τη μία στιγμή στην άλλη ελκύοντας παράξενους συμμάχους και δημιουργώντας έναν στρατό-αστυνομία, του οποίου η πληρωμή ξεπερνούσε τα όρια της φαντασίας. Έπειτα αναζητούσε μία παράξενη ομάδα νεαρών ατόμων αποτελούμενη από ένα υπερφυσικό ον, του οποίου την ύπαρξη επίσης μυστηριωδώς γνώριζε. Τίποτε από όλα αυτά δεν είχε λογική κι ο ίδιος σπάζοντας την ολιγόλεπτη σιωπή είπε:
«Ποιος είναι ο λόγος που σε αναζητά εσένα συγκεκριμένα;» τελείωσε κοιτάζοντας τον Ορλάντο, του οποίου το βλέμμα σκοτείνιασε. Καθώς είχε διαβάσει όλες του τις σκέψεις, του απάντησε απλά.
«Πολύ φοβάμαι πως ξέρω ποιος βρίσκεται πλέον στην υποτιθέμενη θέση αυτού που αποκαλείς “Πρόεδρο”. Τότε όλα θα βγάζουν νόημα. Εμένα με αναζητά εξαιτίας της “Φλόγας”, του σπαθιού που έχει στην κατοχή του ο πατέρας μου, καθώς αποτελεί μια τεράστια κληρονομιά δύναμης. Ίσως όλα αυτά να μην είναι τελικά μονάχα ένας μύθος…» τελείωσε ο Ορλάντο.


Ιφιγένεια Μπακογιάννη