Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 61) - "Ο Τελευταίος Βρυχηθμός του Λιονταριού"

Κίεβο, Οκτώβριος 1021

O Στεφάν έχει πια φύγει, κι εγώ είμαι ακόμα εδώ. Η ζωή στο παλάτι  δεν έχει αλλάξει στο ελάχιστο, η ρουτίνα συνεχίζεται με εκνευριστική συνέπεια και ακρίβεια. Συνεχίζω να ξυπνώ την ίδια ώρα, να τρώω τα ίδια φαγητά, να ντύνομαι με τα ίδια ρούχα. Υπακούω πάντα στις προσταγές του Καταραμένου, μεσολαβώντας παράλληλα για την προάσπιση των κατατρεγμένων υπηκόων του, και την προώθηση των συμφερόντων ορισμένων βογιάρων, των οποίων χρειάζομαι την υποστήριξη. Αντιμετωπίζω τον Αλεξάντερ με τη συγκαταβατικότητα που αρμόζει σ’ έναν κατά βάση ασήμαντο υπήκοο που δεν έχει θέση στην αυλή. Είμαι ευγενική και συγχρόνως ψυχρή σαν τις στέπες της Σιβηρίας. Ελπίζω να συμπεριφέρομαι αρκετά αλαζονικά ώστε να πιστέψει πως η παρουσία του όχι μόνο δε με τρομάζει, μα μου είναι αδιάφορη. Και δεν παύω στιγμή να χαμογελώ ψεύτικα, να υποκλίνομαι, να χορεύω και να τραγουδώ όταν ζητηθεί, πάντοτε με αριστοκρατική χάρη˙ σαν πριγκίπισσα.
Κι όμως, κάτι είναι διαφορετικό. Λείπει ο Στεφάν.

Όταν ήταν εδώ, δεν μπορούσα να μην τον σκέφτομαι, αφού τον έβλεπα συνέχεια. Περίμενα ότι η απουσία του θα με απελευθέρωνε από αυτό το αδιέξοδο… Κι όμως, τώρα η σκέψη του με συντροφεύει κάθε λεπτό της ημέρας. Αναρωτιέμαι διαρκώς πού είναι τώρα, τι κάνει, αν είναι καλά. Θα μου άρεσε πολύ να έχω ένα γράμμα του, όμως ξέρω ότι ακόμα δεν θα έχει φτάσει καν στο Νόβγκοροντ.
Πλέον η ζωή μου περιστρέφεται γύρω από τον Στεφάν, ακόμα κι αν αυτός δεν είναι εδώ για να αντλήσει ικανοποίηση που έχει καταλάβει κάθε μου σκέψη. Είναι λες και οι καθημερινές ασχολίες μου δεν έχουν κανένα νόημα δίχως εκείνον. Νιώθω ότι κάποιος  στράγγισε από τη ζωή μου τα χρώματα. Όλα έχουν βυθιστεί σ’ ένα καταθλιπτικό λευκό, έμειναν άδεια. Όταν ακούω κάτι αστείο ασυναίσθητα τον ψάχνω, για να δω αν το βρήκε επίσης αστείο. Όταν, ο Καταραμένος είναι ιδιαίτερα δυσάρεστος, εύχομαι να ήταν δίπλα μου να με βοηθήσει να τον κατευνάσω. Κι όταν έχω ένα καινούργιο σχέδιο αναζητώ το βλέμμα του, για να μου δώσει τη συγκατάθεσή του. Κι έπειτα συνειδητοποιώ ότι είναι καθοδόν για το Νόβγκοροντ και την οικογένειά του και νιώθω ξανά όλη την ένταση της αναχώρησής του, και την οργή της περιφρόνησης του.
Έτσι πρέπει να νιώθεις όταν σου λείπει κάποιος πολύτιμος. Μα, είναι στ’ αλήθεια δυνατόν να μου λείπει ο Στεφάν; Ο γιος του δεσμοφύλακά μου, του συνεργού στο θάνατο του αδελφού μου, που με πούλησε για την οικογένειά του, όχι μία, αλλά δύο φορές;
Και κάθε φορά που υποβάλλω στον εαυτό μου αυτά τα αναπάντητα ερωτήματα, μια εκνευριστική φωνή στο μυαλό μου υπενθυμίζει: Ο θείος του πεθαίνει. Τι θα έπρεπε να κάνει; Εσύ τι θα έκανες στη θέση του;
Κι εγώ πεισματικά απαντώ: δεν ξέρω, δεν είχα ποτέ θείο˙ όλοι τους σφαγιάστηκαν, προτού τους γνωρίσω.

«Δεν είσαι καλά», διαπίστωσε η Αναστασία. Οι δυο κοπέλες είχαν βγει στον αυλόγυρο, μαζί με την Κάτια. Το παιδί είχε ξεμακρύνει, διασκέδαζε πηδώντας μέσα στους σωρούς των ξερών φύλλων που είχαν σχηματιστεί, μιας και είχε μπει για τα καλά το φθινόπωρο. Η Αναστασία της είχε εξηγήσει πως η Ναντέζντα ήταν αδερφή τους, μα εκείνη αντιμετώπιζε την παρουσία της παθητικά. Σαν να μην την ένοιαζε αν ήταν παρούσα ή απούσα.
«Γιατί το λες αυτό;»
«Σου λείπει ο Στεφάν, έτσι δεν είναι;»
Η Ναντέζντα δεν απάντησε.
«Ξέρω ότι κάτι τρέχει μεταξύ μας. Δεν είμαι τυφλή. Μα, δεν καταλαβαίνω γιατί τον άφησες να φύγει χωρίς να τον αποχαιρετήσεις. Κι εκείνος αρνήθηκε να μου εξηγήσει».
«Με τον Στεφάν δεν τρέχει τίποτα. Και ποτέ δε θα μπορούσε. Μας χωρίζουν υπερβολικά πολλά πράγματα». Σταμάτησε να περπατά. Και κοίταξε θλιμμένη την Αναστασία. Για πρώτη φορά ένιωσε την ανάγκη να εκμυστηρευτεί τα πάντα στη μικρή της αδελφή. Δεν μπορούσε πια να κουβαλά τόσα μυστικά. «Ξέρεις πως ο πατέρας του εκτελέστηκε ως προδότης».
«Ναι, μα εσύ η ίδια είπες πως ο Καταραμένος σκότωσε τον Γιαροσλάβ».
«Αυτό δε σημαίνει ότι ο Ραντοσλάβ δεν ήταν ένοχος. Τον υποστήριζε. Και χάρη στις δικές του πληροφορίες πήραν το Νόβγκοροντ». Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε. Έπρεπε να φτάσει ως το τέλος. «Εκείνη τη νύχτα έτρεξα προς το δάσος. Ένας στρατιώτης με βρήκε μα, δε με σκότωσε. Λιποθύμησα κι εκείνος με πήγε πίσω στο κάστρο. Ο Ραντοσλάβ με αναγνώρισε και μ’ έριξε στο μπουντρούμι για δεκατρείς μήνες και είκοσι έξι μέρες».
Η Αναστασία χλόμιασε σαν τ’ άκουσε. «Τόσο καιρό;»
«Εκείνος ο στρατιώτης εμφανίστηκε πάλι. Έγινε ο φίλος, ο συμπαραστάτης μου, η μόνη μου ελπίδα. Ήταν ο Στεφάν. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό; Ο πατέρας του ήταν ο δεσμοφύλακάς μου. Όταν το έμαθα σάλεψα. Δραπέτευσα, μαχαιρώνοντάς τον. Παραλίγο να τον σκοτώσω. Με θεωρούσε νεκρή για εννιά χρόνια, όσον καιρό ήμουν στο μοναστήρι και στο Τμουτάρακαν».
«Δηλαδή σ’ αγαπούσε από τότε. Για δέκα ολόκληρα χρόνια. Έντεκα, αφού έχει περάσει άλλος ένας χρόνος από την επανασύνδεσή σας».
«Συγγνώμη, αυτό έχεις να πεις;» φώναξε η Ναντέζντα σκανδαλισμένη.
«Κάνω λάθος;» τη ρώτησε ευθαρσώς η νεότερη κοπέλα.
Δυστυχώς, όχι.
«Δεν καταλαβαίνεις. Δεν έχει σημασία. Εγώ δεν είμαι σε θέση ν’ ανταποκριθώ σ’ αυτά τα υποτιθέμενα αισθήματα. Έχω εμπλακεί σε τόσες σαρκικές σχέσεις που νομίζω έχασα το αληθινό τους νόημα».
Αυτό το τελευταίο της ξέφυγε. Δεν είχε σκοπό να της μιλήσει για το τι είδους συμφωνία είχε κάνει με τον ετεροθαλή αδερφό της. Αλλά το έκανε. Της είπε τα πάντα. Ακόμα και το τι συνέβη τη νύχτα που αποφάσισε να μπαρκάρει και να μη γυρίσει ποτέ πίσω. Εκεί πια η Αναστασία έχασε πάσα ιδέα.
«Το κάθαρμα!» καταράστηκε εξοργισμένη.
«Δεν έχει νόημα να κάνεις έτσι. Καλώς ήρθαν έτσι τα πράγματα. Ειδάλλως, θα βρισκόμουν ακόμα εκεί».
«Θαυμάζω το θάρρος σου. Μα γιατί δε μου είχες πει τίποτα;»
«Σου λέω τώρα».
Η Αναστασία την αιφνιδίασε αγκαλιάζοντάς την σφιχτά. «Δεν ξέρω τι λες, πρέπει να του δώσεις μια ευκαιρία. Αυτά που σας ενώνουν είναι περισσότερα απ’ αυτά που σας χωρίζουν, ό,τι κι αν πιστεύεις».
Τότε η Κάτια τις πλησίασε και τις διέκοψε με μία μόνο ερώτηση που έκρυβε μια κατηγορία. «Γιατί αγκαλιάζεστε;»
«Κάτια, σου εξήγησα…» ξεκίνησε η Αναστασία μα το παιδί απευθύνθηκε στη Ναντέζντα: «Είσαι κόρη του Μεγάλου Βλαντιμίρ, όπως εμείς. Η Άσια λέει πως αυτό σε κάνει αδελφή μας. Εγώ λέω πως αυτό σε κάνει ψεύτρα. Γιατί το είχες κρύψει απ’ όλους μας», δήλωσε υποτιμητικά κι έφυγε πρώτη για το διαμέρισμά της.
Η Αναστασία έριξε ένα απολογητικό βλέμμα στη Ναντέζντα κι έτρεξε πίσω της.
Το παιδί έχει διαίσθηση. Ξέρει ότι δεν αξίζει να έχει σχέσεις μαζί μου. Η Αναστασία και ο Στεφάν, γιατί δεν το καταλαβαίνουν;
* * *
Η Ναντέζντα είχε επιλέξει ένα λιτό μενεξεδί φόρεμα, και ένα γκρίζο πέπλο. Το μόνο κόσμημα, το αργυρό μενταγιόν της. Έπρεπε να είναι ντυμένη ντυθεί με σοβαρότητα και σεμνότητα, μιας και σε λίγο έπρεπε να παραστεί στην Εσπερινή Ακολουθία της εκκλησίας. Προσφάτως, ο Καταραμένος ανακάλυψε ότι η θρησκεία ήταν ακρογωνιαίος λίθος της ζωής των υπηκόων του. Έτσι, στα πλαίσια της προσπάθειας του να γίνει περισσότερο αγαπητός στο λαό, για να σταθεροποιήσει την εξουσία του, αποφάσισε  να επιδείξει βαθιά θρησκευτική ευλάβεια. Αυτό σήμαινε ότι το τελευταίο δεκαπενθήμερο, ο ίδιος και ολόκληρη η αυλή πήγαιναν στη μεγάλη εκκλησία που η ηγεμονίδα Όλγα είχε  χτίσει, και συμμετείχαν σε κάθε ιερή ακολουθία.
Έριχνε μια τελευταία εξεταστική ματιά στον καθρέφτη, για να βεβαιωθεί ότι η εμφάνισή της ήταν αρκετά κόσμια, όταν άκουσε το χτύπημα στην πόρτα: δύο χτύποι, παύση, και μετά άλλοι τρεις. Αναγνώρισε το σύνθημα με τον Στεφάν και κατάλαβε ότι στην πόρτα θα ήταν ο Σλάβα, ο άνθρωπος του Στεφάν. Είχε παραμείνει στο Κίεβο, για να μπορεί να κατασκοπεύει για εκείνη, και να εκτελεί χρέη αγγελιαφόρου, αν ήταν απαραίτητο. Βρισκόταν μόνη, οπότε δεν υπήρχε φόβος να του ανοίξει.  Ο γεροδεμένος  μεσήλικας που εμφανίστηκε στο κατώφλι, δικαίωσε το συμπέρασμα της.
«Για να έρχεσαι εδώ, και μάλιστα τέτοια ώρα, κάτι πολύ σοβαρό συμβαίνει. Μίλα!», διέταξε.
Ο έμπειρος πολεμιστής δεν έχασε καιρό. «Υψηλοτάτη… Είναι άσχημα τα νέα. Ο στρατός του άρχοντα αδερφού σας του Μιστισλάβ του Τμουτάρακαν, έχει περικυκλώσει το Κίεβο. Οι στρατιώτες του είναι κρυμμένοι, σε απόσταση, μα είναι φανερό πως περιμένουν την κατάλληλη στιγμή για να επιτεθούν. Και ο Μεγάλος Πρίγκιπας δεν έχει ιδέα!»
Η Ναντέζντα ένιωσε να την περιλούζει παγωμένο νερό.
«Για πόσους στρατιώτες μιλάμε;»
«Δεν είναι πολλοί. Μερικές εκατοντάδες. Όχι ικανοί να πολεμήσουν τη φρουρά του Κιέβου, και να θέσουν την πόλη υπό πολιορκία. Κι αυτό είναι το πιο περίεργο. Πάντως, θα είναι δύσκολο να τους ξεπαστρέψει κάποιος, έτσι διασκορπισμένοι και κρυμμένοι που είναι».
Τώρα πια η θυγατέρα της Ρογκνέντα είχε θορυβηθεί.
«Και τότε τι κάνουν εδώ;»
«Ήλπιζα πως η υψηλοτάτη θα είχε καλύτερη τύχη από μένα σ’ αυτό το σημείο!»
«Εντάξει Σλάβα, σ’ ευχαριστώ».
Ο άντρας υποκλίθηκε και εξαφανίστηκε αθόρυβα. Η Ναντέζντα έκλεισε την πόρτα πίσω του. Έπειτα, σωριάστηκε σε μια πολυθρόνα, ανήμπορη να φτάσει μέχρι το κρεβάτι της. Το κακό της προαίσθημα δικαιώθηκε, αν και αυτήν τη φορά δε θα την πείραζε να είχε κάνει λάθος. Τι πλεκτάνες υφαίνονταν εν αγνοία της γύρω της; Βρισκόταν σε κίνδυνο; Πόσο έπρεπε να ανησυχήσει; Τι έπρεπε να κάνει;
Με περισσότερη ένταση από κάθε άλλη φορά, ευχήθηκε να βρισκόταν ο Στεφάν κοντά της για να της δώσει τη συμβουλή του. Χρειαζόταν την ψυχραιμία και την ορθή του κρίση. Όμως, έπρεπε να τα βγάλει πέρα μόνη.
Προσπάθησε να εκλογικεύσει την κατάσταση. Αν ο Μιστισλάβ σκόπευε να κυριεύσει το Κίεβο, τότε δεν θα έστελνε μια τόσο μικρή μερίδα στρατιωτών. Προφανώς λοιπόν, ο στόχος του ήταν άλλος.  Σε τι θα μπορούσε να χρησιμεύσει μια τόσο μικρή φρουρά, κατακερματισμένη και τόσο καλά κρυμμένη, ώστε οι πάντες να αγνοούν την ύπαρξή της; Γιατί να προτιμήσει τη μυστικότητα από την ισχύ;
Παρόλο που επεξεργαζόταν στο μυαλό της όλα τα δεδομένα που είχε στη διάθεσή της, δεν κατέληγε σε κανένα λογικό συμπέρασμα.
Ωστόσο,  για να βάλει φρένο στον ετεροθαλή αδερφού της, δεν ήταν απαραίτητο να γνωρίζει επακριβώς τι περιλάμβανε και πού αποσκοπούσε η στρατηγική του. Μπορούσε απλά να ενημερώσει το Μεγάλο Πρίγκιπα για τους στρατιώτες που είχαν ζώσει την πόλη του και τα ύπουλα σχέδια θα κατέρρεαν.
Έχοντας πάρει την απόφασή της, βγήκε από τα διαμερίσματά της, για να κατεβεί στον περίβολο. Μόνο σαν ήρθε αντιμέτωπη με την απόλυτη σιωπή που επικρατούσε στο κάστρο, συνειδητοποίησε ότι είχε καθυστερήσει.
Πράγματι,  βρέθηκε στον προαύλιο χώρο, την ώρα που η Μίρα επιβιβαζόταν στην αρχοντική άμαξα, ενώ ο έφιππος Σβιατοπόλκ, ήδη  προπορευόταν της πομπής. Δεν της έμεινε άλλη επιλογή από το να πάρει κι εκείνη τη θέση της στο αμαξίδιο, δίπλα στη Μεγάλη Πριγκίπισσα˙ τώρα που ήταν επίσημα αναγνωρισμένη ως συγγενής του πριγκιπικού ζεύγους, δεν άρμοζε να ταξιδεύει πεζή. Αν και, θα προτιμούσε να βρίσκεται με την Αναστασία, κι ας αναγκαζόταν να περπατήσει.
Δεν άργησαν να φτάσουν. Όταν όμως η Ναντέζντα κατέβηκε από την άμαξα ο Σβιατοπόλκ είχε ήδη μπει στον ιερό χώρο. Αναγκάστηκε να δεχτεί ότι δεν μπορούσε να του μιλήσει πριν τη λήξη της ακολουθίας. Παραδομένη ακολούθησε τη Μίρα και τις κυρίες των τιμών. Παρατήρησε κάτι όμως που την έκανε να κοντοσταθεί. Ο Αλεξάντερ μιλούσε ψιθυριστά μ’ έναν αγόρι όχι πάνω από δεκατριών χρονών, και ήταν ντυμένο με απλά ρούχα. Αυτό που τράβηξε την προσοχή της ήταν το ύφος και η στάση τους˙ αυτό που συζητούσαν φαινόταν πολύ σοβαρό. Όμως τι σοβαρό θα μπορούσε να προκύψει ανάμεσα στον Αλεξάντερ κι ένα παιδί; Πλησιάζοντας, η Ναντέζντα άκουσε μόνο μια δυσνόητη ερώτηση: «Ρυθμίστηκε το κρασί;» Κι έπειτα από λίγο ο Αλεξάντερ είπε καθαρά: «Περιμένετε το σημάδι». Την επόμενη στιγμή το αγόρι είχε ήδη απομακρυνθεί.
Τι σήμαιναν όλα αυτά; Καθ’ όλη τη διάρκεια της ακολουθίας η Ναντέζντα σκεφτόταν την παράδοξη σκηνή στην οποία είχε σταθεί μάρτυρας. Αναμασούσε ξανά και ξανά εκείνα τα αποσπασματικά λόγια, προσπαθώντας να βγάλει κάποιο νόημα˙ πράγμα αδύνατο. Αναθεμάτισε νοερά τον εαυτό της που δεν είχε ακούσει περισσότερα, μα τότε  θυμήθηκε ότι βρισκόταν σε εκκλησία και προσπάθησε να χαλιναγωγήσει τις σκέψεις της. Στ’ αλήθεια όμως, ήταν ανάγκη να μιλούν τόσο ψιθυριστά;
Φυσικά, δεν άκουσε λέξη από τα λόγια του ιερέα.
Όταν η ακολουθία πήρε τέλος, ήταν η πρώτη που σηκώθηκε από το στασίδι. Ακολούθησε τον θετό αδελφό της στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας, αποφασισμένη να του πει τα πάντα χωρίς περαιτέρω αναβολές. Ήταν βέβαιη πως με τη μανία καταδίωξης που τον χαρακτήριζε, θα ανέκρινε πάραυτα τον Αλεξάντερ. Έτσι, η Ναντέζντα θα κέρδιζε χρόνο για να συγκεντρώσει περισσότερα στοιχεία.
Προς μεγάλη της απογοήτευση όμως, οι απλοί πολίτες γρήγορα περιστοίχισαν και την ίδια και το Σβιατοπόλκ. Κάποιοι είχαν αιτήματα, άλλοι  ζητούσαν την ευλογία τους, ενώ μερικοί ήθελαν απλά να ικανοποιήσουν την περιέργειά τους. Η Ναντέζντα περικυκλωμένη, δεν μπορούσε να πλησιάσει τον μονάρχη. Μολαταύτα συνέχισε να προσπαθεί.
Το οργισμένο βλέμμα της στάθηκε φευγαλέα σε μια μαυροφορεμένη, ηλικιωμένη γυναίκα που πλησίαζε τον Μεγάλο Πρίγκιπα με μια κανάτα στο ένα χέρι, κι ένα κέρατο στο άλλο. Αυτό την ξένισε οπότε την παρατήρησε καλύτερα. Ήταν ιδέα της ή την είδε όντως να κοιτάζει προς το μέρος του Αλεξάντερ ο οποίος στεκόταν δίπλα στον Καταραμένο; Κι εκείνος τι έκανε; Της έγνεψε; Τότε κι εκείνη με κόπο άνοιξε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος για να πλησιάσει τον Σβιατοπόλκ. Την είδε να γεμίζει την κανάτα μ’ ένα βαθυκόκκινο υγρό, και να το προσφέρει στον σκληροτράχηλο ηγεμόνα.
Να το κρασί!
Η Ναντέζντα μαρμάρωσε σαν είδε τον Καταραμένο να το δέχεται με ευχαρίστηση και να πίνει το ποτό μονορούφι, αλλά δεν ξαφνιάστηκε˙ γνώριζε την αγάπη του για το αλκοόλ και ιδίως για το ελληνικό κρασί. 
Για λίγα λεπτά τίποτα δε συνέβη. Για λίγα λεπτά η Ναντέζντα έμεινε κοκαλωμένη με το βλέμμα καρφωμένο στον μεγαλύτερο εχθρό της και περίμενε. Περίμενε.
Και τελικά, δε γελάστηκε. Άξαφνα, ο Σβιατοπόλκ άρχισε να νιώθει μια ανεξήγητη δυσφορία. Το πρόσωπό του συσπόταν ολόκληρο καθώς οι ανάσες που έπαιρνε γίνονταν ολοένα πιο συχνές, ολοένα πιο βαθιές. Ο κόσμος γύρω του παρατήρησε πως κάτι δεν πήγαινε καλά και απομακρύνθηκαν από κοντά του. Τώρα η Ναντέζντα θα μπορούσε να τον πλησιάσει, αν ήθελε, μα δεν είχε κανένα νόημα πια. Στεκόταν ακίνητη και παρακολουθούσε την ανάσα του να μετατρέπεται σε επιθανάτιο ρόγχο. Σε αντίθεση με τη Μίρα η οποία έτρεξε στο πλευρό του συζύγου της.
Το στόμα του Καταραμένου άφρισε και τα γόνατά του λύγισαν. Η Μίρα και ο Αλεξάντερ συγκράτησαν την πτώση του και προσεκτικά τον βοήθησαν να ξαπλώσει στο κράσπεδο. Το πρόσωπο του πάνιασε, ενώ τα χείλη του δεν άργησαν να πάρουν το χαρακτηριστικό κυανό χρώμα της έλλειψης οξυγόνου. Στο κατάμαυρο βλέμμα καθρεφτίστηκε η απόλυτη απόγνωση, η επίγνωση του τέλους που ερχόταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Μα η θέληση να ζήσει δεν τον εγκατέλειψε. Αγωνίστηκε να πάρει άλλη μια ανάσα, το πρόσωπο του μελάνιασε από την προσπάθεια που κατέβαλλε για να κερδίσει λίγες ακόμα ευλογημένες στιγμές στη ζωή. Ο χρόνος του όμως είχε σωθεί. Το σύμπαν σκοτείνιασε για εκείνον, ο ήδη καταδικασμένος αγώνας πήρε τέλος. Έπαψε να κινείται. Τα μάτια του δεν έκλεισαν, μα έχασαν την γνώριμη λάμψη του. Το στόμα του έμεινε ορθάνοιχτο, μα είχε πάψει να αναπνέει.
Ο Σβιατοπόλκ Βλαντιμίροβιτς, ο Μεγάλος Πρίγκιπας του Κιέβου, ήταν νεκρός.



Σοφία Γκρέκα