Η καρδιά σε θυμάται (Κεφάλαιο 9) – "ΛΕΝΑ"

Δεν υπάρχει φιλία σαν αυτή της αδερφής, σε ήρεμη ή ταραγμένη εποχή. Να φέρει τη χαρά σε στιγμές δύσκολες. Να φέρει πίσω αυτόν που παραστράτησε. Να σηκώσει κάποιον που υποφέρει συντριμμένος. - Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι
Δέκα λεπτά αργότερα, είχαν φτάσει ήδη στο πατρικό της Μελίνας. Τώρα ζούσε η Λένα εκεί με τον μέλλοντα αρραβωνιαστικό της. Οι γονείς τους είχαν μετακομίσει πρόσφατα σε ένα μικρότερο σπίτι λίγο έξω από το Ναύπλιο. Εκείνη βγήκε βιαστικά από το αυτοκίνητο και έτρεξε στην αγκαλιά της Λένας, μόλις είδε την φιγούρα της να ξεπροβάλει από την πόρτα. Η Λένα την έκλεισε στην αγκαλιά της, σφίγγοντας την λες και φοβόταν μήπως φύγει ξανά.
«Κορίτσι μου... Κοριτσάκι μου...» της ψιθύρισε χαϊδεύοντας στοργικά την πλάτη της.
Η Λένα ήταν το στήριγμα της από μικρό παιδί. Αν και μεγαλύτερη έξι χρόνια, ήταν πάντα δίπλα της να την προσέχει και να την συμβουλεύει. Έκαναν τα πάντα μαζί. Η διαφορά ηλικίας δεν έμπαινε εμπόδιο στις δραστηριότητες τους και η ροπή για διασκέδαση ήταν η ίδια και στις δύο. Υποστήριζε η μία την άλλη και στις σκανταλιές μοιράζονταν την ευθύνη. Σε κάθε δυσκολία ήταν εκεί, δίπλα της. Από το πρώτο της ραντεβού ως και τον πρώτο της χωρισμό. Χάρη στη Λένα γνώρισε και τον Ιάσονα, την είχε φέρει με το ζόρι τότε στη δεξίωση. Δεν ήθελε να πάει. Πίστευε πως δεν της ταίριαζαν τέτοιου είδους εκδηλώσεις, με όλους τους πλούσιους και τους καθώς πρέπει να υπερηφανεύονται για τα πλούτη τους. Ο Πέτρος και η Λένα την είχαν πείσει να έρθει μαζί τους με τα χίλια ζόρια. Για μια φορά η τύχη της χαμογέλασε και ήταν γραφτό να συναντηθεί με τον Ιάσονα.
Και τότε, εκείνο το βράδυ, πάλι η Λένα ήταν μαζί της. Λίγες ώρες νωρίτερα της είχε ανακοινώσει πως ήταν έγκυος και η Λένα δεν είχε σταματήσει να φωνάζει από την χαρά της. Η μικρή ηλιαχτίδα, όπως την αποκαλούσε, η μικρή της αδερφή περίμενε παιδί. Ήξερε πόσο σημαντικό ήταν για μια γυναίκα ένα παιδί. Είχε βιώσει την απώλεια ένα χρόνο πριν, όταν το αγέννητο παιδάκι της χάθηκε κι εκείνη δεν είχε καταφέρει να το κρατήσει ...
Δεν περίμενε ούτε στιγμή μόλις της το είπε στο τηλέφωνο. Πήρε το αυτοκίνητο και ξεκίνησε για το σπίτι της αδερφής της. Την στιγμή που έβγαινε από το αυτοκίνητο ο υπαίτιος είχε μόλις τελειώσει τη δουλειά του και έβγαινε χαρούμενος από το διαμέρισμα της αδερφής της. Ήταν σκοτεινά και, δυστυχώς, δεν κατάφερε να διακρίνει ποιος ήταν... Ένας κόμπος στο στήθος της εμφανίστηκε και αμέσως έτρεξε προς το διαμέρισμα. Κάτι κακό είχε συμβεί και το ένιωθε. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και μια ταλαιπωρημένη φωνή ίσα που ακουγόταν... «Θεέ μου! Μελίνα...» φώναξε όταν την είδε στο πάτωμα αιμόφυρτη. Τα ρούχα της ήταν σκισμένα και αίμα κυλούσε ανάμεσα στα πόδια της. «Το παιδί μου... Το παιδί μου!» Πήγε κοντά στην αδερφή της, που βρισκόταν στο πάτωμα, και τα χέρια της έτρεμαν. Με όση δύναμη είχε κάλεσε τον Γιάννη, τον σύντροφο της, λέγοντας του πως έπρεπε επειγόντως να έρθει στο σπίτι της Μελίνας.
Ο Γιάννης δεν άργησε να έρθει. Κυριολεκτικά τα έχασε μόλις αντίκρισε τη Μελίνα σε αυτή την κατάσταση. Χωρίς να χάσουν άλλο χρόνο, την πήγαν αμέσως στο νοσοκομείο. Μετά από πολλές ώρες αναμονής ο γιατρός τους ανακοίνωσε πως το παιδί δεν τα είχε καταφέρει, ενώ η Μελίνα βρισκόταν σε κακή ψυχολογική κατάσταση. Τότε ήταν που ξεκίνησε και ο δικός της Γολγοθάς...
Η Λένα είχε μάθει την ταυτότητα του υπαίτιου που είχε φέρει την αδερφή της σε αυτήν την άθλια κατάσταση. Εκείνος είχε το θράσος να απειλήσει και την ίδια για να μην μιλήσει. Η Μελίνα ήταν τρομοκρατημένη... Όσο κι αν προσπαθούσε να την πείσει να πει όλη την αλήθεια, αναγνώριζε ξεκάθαρα τον φόβο στα μάτια της. Έτσι, αναγκάστηκε και η ίδια να της υποσχεθεί πως δεν θα μιλούσε σε κανέναν... Μαζί με τη Μελίνα και η Λένα κουβαλούσε εκείνο το φοβερό μυστικό... Ένα μυστικό πόνου
που δεν θα το άντεχε κανείς εάν το μάθαινε. Ένα μυστικό που ήρθε για να πληγώσει και να καταστρέψει τις ζωές τους.
Την άφησε από την αγκαλιά της και χαμογελώντας στράφηκε προς στο μέρος του Ιάσονα και του Πέτρου.
«Καλώς τους!»
Ο Ιάσονας την φίλησε και της πρόσφερε τα γλυκά, έπειτα το ίδιο έκανε και ο Πέτρος.
«Καλώς σε βρήκαμε, Λένα!» απάντησαν και οι δυο ταυτόχρονα χαμογελώντας.
«Ελάτε, πάμε μέσα. Ο Γιάννης είναι στην πλατεία. Αν δεν είστε πολύ κουρασμένοι, μπορείτε να πάτε. Εγώ και η Μελίνα θα μείνουμε να ετοιμάσουμε το φαγητό.» πρότεινε.
«Νομίζω ότι ένας καφές θα ήταν ό,τι πρέπει. Τι λες και εσύ, Ιάσονα;» στράφηκε στο φίλο του ο Πέτρος
«Ναι, εντάξει. Απλά δώστε μου ένα λεπτό και πηγαίνετε μέσα. Θέλω να πω κάτι στην Μελίνα»
Η Μελίνα τον κοίταξε τρομαγμένη... Τι να ήθελε να της πει; Αμέσως, αυτά που έγιναν το προηγούμενο βράδυ επανήλθαν στην μνήμη της. Οι άλλοι μπήκαν μέσα κι εκείνη διστακτικά προχώρησε προς το μέρος του.
«Πώς είσαι, Μελίνα;» την ρώτησε αλλά εκείνη δεν τον κοίταξε. Για ακόμα μια φορά ντρεπόταν... «Θέλω να ξεκουραστείς, Μελίνα. Πρέπει να ξεκουραστείς. Ο Στέφανος μου είπε πως είσαι καιρό άυπνη και δεν τρέφεσαι σωστά. Τι είσαι; Κανένα παιδί;»
Θα γινόταν σκληρός, θα προσπαθούσε να την κάνει να καταλάβει και να την πείσει να του μιλήσει. Δικαιούνταν να μάθει τι στο καλό της συνέβαινε, άλλωστε... «Όσο είμαστε εδώ θέλω, να σκεφτείς καθαρά. Δεν θα ανεχτώ άλλο αυτή την συμπεριφορά. Αν δεν σκέφτεσαι εσένα, τουλάχιστον σκέψου την Λένα! Τι θα γίνει αν πάθεις κάτι;»
Δεν του απαντούσε. Τι να απαντούσε, άλλωστε; Εκείνο το καταραμένο βράδυ ήταν η καταστροφή της. Δεν είχε μείνει πια τίποτα άλλο να πάθει...
Εκείνος την πλησίασε. Τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω της, κλείνοντας την στην ζέστη του αγκαλιά. Μια αγκαλιά σωτηρίας για εκείνη... Μια αγκαλιά του η δύναμη της!
Μια ώρα αργότερα, ο Ιάσονας και ο Πέτρος είχαν ήδη συναντηθεί με τον Γιάννη. Η Λένα και η Μελίνα έμειναν στο σπίτι. Είχαν καιρό να βρεθούν μόνες τους, μιας και τους τελευταίους μήνες η Λένα κατοικούσε στο Ναύπλιο μαζί με τον Γιάννη.
«Γλυκιά μου... Κορίτσι μου...» η Μελίνα είχε τρυπώσει στην αγκαλιά της αδερφής της ενώ η Λένα συνέχιζε να της χαϊδεύει τα μαλλιά. Της άρεσε από μικρό παιδί, την ηρεμούσε. Η Λένα προτίμησε να μην την ρωτήσει πώς είναι. Ήξερε πως, ακόμα και τώρα, πονούσε και δεν ήθελε να της θυμίζει το παρελθόν. Έπρεπε όμως να την πείσει να μιλήσει στον Ιάσονα. Αν δεν το έκανε η Μελίνα, ήταν αποφασισμένη να μιλήσει η ίδια. Δεν την ενδιέφεραν πλέον οι απειλές του. Δεν την ένοιαζε μήπως πάθει κάτι αυτή, αρκεί η αδερφή της να είναι καλά. Αυτό το κάθαρμα την κατέστρεψε και έπρεπε να πληρώσει.
«Μελίνα...» ξεκίνησε. Η Μελίνα, που κατάλαβε τι θα της έλεγε, βγήκε γρήγορα από την αγκαλιά της και πετάχτηκε σαν ελατήριο από τον καναπέ.
«Δεν μπορώ!» αποκρίθηκε και πλησίασε το παράθυρο. «Αυτός ο άνθρωπος είναι τρελός, Λένα. Αν μιλήσω, θα κάνει κακό όχι μόνο σ’ εμένα και τους ανθρώπους που αγαπώ αλλά και στον ίδιο του τον αδερφό!» συνέχισε με γυρισμένη πλάτη. Τα δάκρυα της έκαναν την εμφάνιση τους.
«Μην κλαις, μάτια μου. Θα βρω εγώ τη λύση. Δεν σου αξίζει αυτή η δυστυχία. Ο Ιάσονας πρέπει να μάθει...» έτρεξε κοντά της και την αγκάλιασε
«Φοβάμαι, Λένα! Φοβάμαι και πονάω...» Την άφησε να ξεσπάσει εκεί, στην αγκαλιά της...
Αφού ηρέμησαν και οι δύο, ξεκίνησαν να ετοιμάζουν το φαγητό. Για λίγο η Μελίνα ξέφυγε και άφησε τον εαυτό της να χαλαρώσει και να ευχαριστηθεί τον χρόνο που περνούσε με την αδελφή της. Γελούσε και σιγοτραγουδούσε το αγαπημένο της τραγούδι, ενώ παράλληλα χόρευε. Ένα τραγούδι γεμάτο νόημα... Η Λένα την έβλεπε ανέμελη για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό και χαιρόταν. Έτσι ήθελε να την βλέπει κάθε μέρα και ήταν αποφασισμένη να κάνει τα πάντα για να ξανά γίνει η αδερφή της ευτυχισμένη.



Άργησες πολύ, δεν έχω ψυχή

δεν είμαι παιδί πια, μόνο μοιάζω.




Άργησες πολύ, κόβω σαν γυαλί

όποιον πλησιάζει και τρομάζω.




Μακάρι να με φτιάξεις, πάλι απ' την αρχή

μακάρι να μ' αλλάξεις, κι ας άργησες πολύ.




Άργησες πολύ, στο ‘χω ξαναπεί

είσαι το νησί η θάλασσα που ψάχνω.



Συνέχιζε να χορεύει και να τραγουδά όταν, σε μια απότομη κίνηση, στραβοπάτησε με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία της. Ήταν έτοιμη να πέσει με φόρα στο πάτωμα, όταν δυο γερά χέρια την κράτησαν και την βοήθησαν να ανακτήσει ξανά την ισορροπία της.
«Πρόσεχε, μικρή μου!» η φωνή του Ιάσονα αντήχησε στα αυτιά της. Σήκωσε το βλέμμα της και αντίκρισε αυτά τα ζεστά μάτια στο χρώμα του καφέ να την κοιτάζουν, ενώ ένα χαμόγελο κοσμούσε τα υπέροχα χείλη του.
Λίγο νωρίτερα είχαν επιστρέψει και οι άντρες του σπιτιού χωρίς να τους αντιληφθούν. Άκουσαν φασαρία από την κουζίνα και κάποιον να τραγουδά. Η καρδιά του Ιάσονα φτερούγισε στο άκουσμα της φωνής της. Δίχως να χάσει χρόνο έτρεξε στην κουζίνα, όπου την είδε να τραγουδά και να χορεύει. Όταν εκείνη παραλίγο να πέσει, δεν περίμενε. Έτρεξε στο μέρος της και την βοήθησε, γλιτώνοντας την από βέβαιη πτώση.
Για αρκετή ώρα μετά, δεν μιλούσαν. Σαν δύο ερωτευμένοι έφηβοι, απλά κοιτούσαν ο ένας τον άλλον. Χάθηκαν ο ένας στο βλέμμα του άλλου. Εκεί που πια παίζονταν όλα... Τα μάτια έλεγαν τα πάντα!


Αναστασία Αλεξίου