Faded Memories - "Αλουστίνες" (Διήγημα 6ο)


(Εμπνευσμένο από τις αναφορές του Νικόλαου Γ. Πολίτη στο βιβλίο του «Παραδόσεις»).

         Κοίταξε γύρω της απεγνωσμένη. Τα καταπράσινα, πυκνά δέντρα και ο καυτός ήλιος την είχαν κουράσει. Δεν ήξερε τι μέρος ήταν αυτό, αλλά σίγουρα όταν είχαν ναυαγήσει με τον Ορέστη αρκετές μέρες πριν, δεν περίμεναν να βρεθούν σε ένα τροπικό νησί σαν κι αυτό. Η καταιγίδα μπροστά τους και η θαλασσοταραχή τους οδήγησαν σε θανατηφόρα βράχια και άπλετη θάλασσα δίχως στεριά να σωθούν.
Έπειτα από την πρόσκρουσή τους σε σειρά αγέρωχων και απειλητικών βράχων, είχαν ξυπνήσει σε αυτό το μέρος μόνοι τους και αβοήθητοι. Κανείς άλλος δε φαινόταν να είχε επιβιώσει. 
Στην αρχή ήταν όλα πολύ δύσκολα, λόγω της συνεχούς βροχής και του λυσσασμένου αέρα. Μετά επήλθε ο καύσωνας και η ανυπόφορη πείνα. Είχαν βρει κάποιου είδους βρώσιμους καρπούς, όμως ήταν ελάχιστοι και καθόλου χορταστικοί. Έτσι άρχισαν να εξερευνούν το μέρος. 
Όλα έμοιαζαν τόσο πολύ μεταξύ τους που ήταν πανεύκολο για κάποιον που δεν ήξερε την περιοχή να χαθεί. Είχαν συμφωνήσει να μη χωριστούν για μεγάλο χρονικό διάστημα και είχαν ορίσει ένα σημείο συνάντησης για παν ενδεχόμενο. Τον είχε προειδοποιήσει να μην απομακρυνθεί πολύ κι εκείνος είχε συμφωνήσει.
 Συνέχισε να προχωράει ευθεία κοιτάζοντας κάθε λίγο  πίσω της, μέχρι που τον έχασε από το οπτικό της πεδίο. Αν και ήταν εγκλωβισμένοι σε αυτό το μέρος χωρίς κανέναν άλλον, ο αδερφός της συνέχιζε να της προκαλεί τον ίδιο εκνευρισμό που ένιωθε πάντα δίπλα του. Η υπεροψία του, ακόμα και σε κρίσιμες στιγμές σαν αυτή, μπορούσε να τη σκοτώσει. Τα βήματά της έγιναν βαριά, επιβλητικά. Όμως η αλήθεια ήταν πως δεν είχε ιδέα που πήγαινε. Μέχρι που αντιλήφθηκε κάτι με την περιφερειακή της όραση.
Πλησίασε με γρήγορα βήματα την καλύβα. Ήταν πέτρινη και παλιά, περιτριγυρισμένη από λουλούδια και αγριόχορτα. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά και η ελπίδα σωτηρίας έλαμψε στα μάτια της. Χτύπησε την ξύλινη πόρτα με δύναμη, αλλά κανείς δεν απάντησε. Ωστόσο, δεν το ‘βαλε κάτω και άρχισε να τη σπρώχνει με όση δύναμη της είχε απομείνει. Τα χέρια της γδάρθηκαν και απέκτησαν κοκκινίλες. Τα πόδια της λύγισαν, σε μια τελευταία προσπάθεια να ανοίξει την πόρτα που είχε φρακάρει. Υποχώρησε με ένα εκκωφαντικό τρίξιμο και η Ράνια βρέθηκε πεσμένη στο πάτωμα. Ένα κύμα σκόνης πετάχτηκε στον αέρα πνίγοντάς την. Άρχισε να βήχει ασταμάτητα και τα μάτια της δάκρυσαν. Προσπάθησε να σηκωθεί όρθια και τότε παρατήρησε το δωμάτιο καλύτερα. Ήταν άδειο και βρώμικο. Στη γωνία υπήρχε μια κουβέρτα. Την πήρε στα χέρια της και αντιλήφθηκε ότι ήταν φτιαγμένη από δέρμα ζώων. Λίγο πιο πέρα υπήρχε ένα ζευγάρι αυτοσχέδια γάντια. Περιτριγύρισε λίγο ακόμα το δωμάτιο, ψάχνοντας για κρυφές γωνιές, αλλά δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Η απογοήτευση την έκανε να χτυπήσει με μανία το πόδι της στον τοίχο. Είχε να φάει τρεις ολόκληρες μέρες και είχε αρχίσει να γίνεται ιδιαίτερα ανυπόμονη. Έκλεισε την πόρτα και κοίταξε τον καταγάλανο ουρανό.  Και τότε τον άκουσε. Ράνια. Δε φώναζε απλώς το όνομά της. Το ούρλιαζε. Άρχισε να τρέχει με όλη της τη δύναμη προς την κατεύθυνση της φωνής του αδερφού της. Η ανάσα της έγινε κοφτή και βαριά. 
Σταμάτησε πίσω από κάτι θάμνους και τον είδε. Ήταν εκεί. Περιτριγυρισμένος από γυναίκες με μακριά φορέματα. Συνοφρυώθηκε. Ο αδερφός της ποτέ δε θα ούρλιαζε, αν ήταν περιτριγυρισμένος από τόσες όμορφες γυναίκες. Στην ουσία θα ούρλιαζε από χαρά. Το τρομοκρατημένο του πρόσωπο την μπέρδεψε κι έκανε να σηκωθεί από το σημείο που βρισκόταν, όταν παρατήρησε το αποκρουστικό θέαμα. Οι γυναίκες, όμορφες και αέρινες, με μακριά, κυματιστά μαλλιά και λεπτή κορμοστασιά, είχαν πόδια γαιδάρου. Χόρευαν πέρα δώθε σέρνοντας τον αδερφό της μαζί τους, γελώντας. Φαινόταν σαν λεπτό πούπουλο στα χέρια τους. Και τότε μία από αυτές πήδηξε στον σβέρκο του. Ο αδερφός της άρχισε να γυροφέρνει, προσπαθώντας να απαλλαγεί από το ανεπιθύμητο φορτίο, αλλά μάταια. Η γυναίκα άρχισε να γελάει και έπιασε με δύναμη το κεφάλι του, σταθεροποιώντας το. Τα χέρια της φαίνονταν σχεδόν ολόλευκα δίπλα στο σταρένιο χρώμα του Ορέστη. Η γυναίκα έγειρε μπροστά και τα αστραφτερά της δόντια βρέθηκαν δίπλα στον λαιμό του. 
«Βαμβάκι ή μολύβι;» ρώτησε βροντερά και οι υπόλοιπες γυναίκες γουργούρισαν γύρω της.
«Τι;» ρώτησε ο Ορέστης μπερδεμένος και η γυναίκα πίεσε τα πόδια της πιο πολύ γύρω από τον λαιμό του.
«Βαμβάκι ή μολύβι;» ξαναρώτησε γελώντας αυτή και ο άτυχος άντρας την κοίταξε με φόβο. Κούνησε για λίγο το κεφάλι του και με ένα αγκομαχητό φώναξε.
«Δεν ξέρω. Βαμβάκι. Τι σημασία έχει;» ρώτησε αγανακτισμένος καταφέρνοντας να πετάξει τη γυναίκα από πάνω του. Και τότε έγινε το πιο φοβερό.
Οι γυναίκες τον πήραν στα χέρια. Εκείνος άρχισε να παλεύει με μανία και τότε τον πέταξαν τόσο ψηλά που κανείς δε θα φανταζόταν. Η δύναμή τους ήταν υπέρμετρη και ασύγκριτη. Ο Ορέστης βρέθηκε πολλά μέτρα πάνω από το έδαφος, ουρλιάζοντας. Και άρχισε να πέφτει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Η Ράνια σηκώθηκε απότομα έντρομη, βλέποντας τον αδερφό της να πέφτει στο κενό. Ένα χέρι βρέθηκε στο στόμα της, καθηλώνοντάς την και πάλι στο έδαφος. Άρχισε να παλεύει με μανία και το χέρι σχεδόν της σταματούσε την αναπνοή, όταν μια χαμηλή φωνή μίλησε στο αυτί της. 
«Σςς, θα μας ακούσουν. Μείνε ακίνητη, δε θα σε πειράξω. Το υπόσχομαι» είπε ο αντρικός ψίθυρος και τότε ένας απαίσιος ήχος επικάλυψε τα πάντα στο νησί. 
Ο αδερφός της είχε πέσει στο έδαφος και είχε διαμελιστεί σε χίλια κομμάτια. Καυτά δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της Ράνιας. Γύρισε και κοίταξε με τρόμο τον άντρα πίσω της. Μια αίσθηση αναγνώρισης την περιέβαλε. Ήταν μελαχρινός και αξύριστος. Σίγουρα ζούσε πολύ περισσότερο καιρό εκεί απ’ ότι εκείνη κι ο αδερφός της. Έκανε να γυρίσει, αλλά το χέρι τού άντρα τής έστρεψε το κεφάλι πάλι προς αυτόν. «Δε νομίζω ότι είναι και το καλύτερο θέαμα» εξήγησε ψιθυριστά. Η Ράνια είχε χάσει τη φωνή της. Τα δάκρυα συνέχισαν να κυλούν στο πρόσωπό της χωρίς σταματημό. 
«Ο αδερφός μου» κατάφερε να συλλαβίσει και ο άντρας μπροστά της κατένευσε. 
«Λυπάμαι» ήταν το μόνο που είπε και τότε ακούστηκαν γυναικεία γέλια. Το διασκέδαζαν. Το πρόσωπο της Ράνιας φανέρωνε μίσος και αηδία. Έκανε να κουνηθεί ξανά κι ο άντρας την ικέτευσε με το βλέμμα του να μη σηκωθεί. «Είναι Αλουστίνες» εξήγησε σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Το μπερδεμένο βλέμμα τής κοπέλας του έδωσε ώθηση να προχωρήσει. «Είναι νεράιδες με πόδια γαιδάρου. Λατρεύουν τον χορό και συχνά, όταν βρουν κάποιον περαστικό, του κάνουν την ερώτηση που άκουσες. Αν πεις “Βαμβάκι” σε πετάνε ψηλά και διαμελίζεσαι στο έδαφος. Αν πεις “Μολύβι”, σε ζουλάνε τόσο πολύ που σκας» έκανε έναν μορφασμό.
«Ότι κι αν έλεγε, πάλι θα τον σκότωναν» είπε με βραχνή φωνή η Ράνια κι εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
«Η σωστή απάντηση είναι “Σίδερο”. Μόνο εκεί σε αφήνουν ήσυχο» απάντησε και την έπιασε από το χέρι. «Έλα, πρέπει να φύγουμε από εδώ» την τράβηξε μακριά από τα ανατριχιαστικά γέλια των φονιάδων του αδερφού της και το αιματοβαμμένο τοπίο. Περπάτησαν αρκετή ώρα σιωπηλά, μέχρι που βρέθηκαν έξω από ένα ξύλινο σπίτι. 
«Πόσο καιρό είσαι εδώ;» ρώτησε η κοπέλα κι εκείνος σήκωσε τους ώμους.
«Αρκετό ώστε να ξέρω να φυλάγομαι από τους κινδύνους αυτού του μέρους. Και πίστεψέ με, είναι πολλοί» την κοίταξε με νόημα κι εκείνη ένευσε. Δε θα μπορούσε να επιζήσει μόνη της σε αυτό το μέρος.
«Και εσύ είσαι;» ρώτησε προσπαθώντας να μάθει το όνομά του. Εκείνος χαμογέλασε.
«Ο άντρας με τον οποίο θα περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου» απάντησε λες και είχε διαβάσει τις σκέψεις της και της άνοιξε την πόρτα για να μπει μέσα στο σπίτι. Εκείνη δίστασε για λίγο, όμως κάτι στα μάτια του την έκανε να προχωρήσει. Ίσως έφταιγε το ότι για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, την έκανε να αισθανθεί αληθινή και απόλυτη ασφάλεια. Ή ότι το πρόσωπό του ήταν το μόνο που έβλεπε τον τελευταίο καιρό στα όνειρά της.


Σέρβου Θεοδώρα