Ο Κυνηγός των Ευχών (Κεφάλαιο 8 - Μέρος 2ο)

Ο Όντραν έτρεξε στις σκάλες εξοργισμένος. Έφτασε στον όροφό του τρέχοντας και μπήκε μέσα με φούρια. Έκλεισε την πόρτα με δύναμη και η Φιντέλμα τον άκουγε για πολλή ώρα να βηματίζει νευρικά στον διάδρομο.

Αργότερα, έφτασε και ο Νιλς και κλειστήκανε στο μικρό δωμάτιο δίπλα από εκείνο του Όντραν.
«Θα τον σκοτώσω! Στο ορκίζομαι!» φώναξε ο Όντραν.
«Ηρέμησε, Όντι» τον καθησύχασε ο Νιλς.
«Πώς να ηρεμήσω; Τον είδες και μόνος σου, τον άκουσες! Δεν μπορούμε να τον καλέσουμε σε μάχη! Θα αντεπιτεθεί ολόκληρο το Σκαθ! Τους έχει στο τσεπάκι του, Νιλς! Θα τον σκοτώσω! Αυτό θα κάνω. Θα τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια. Και ούτε μάχη θα γίνει ούτε τίποτα»
«Παραλογίζεσαι, Όντραν!» φώναξε ο Νιλς. «Δεν μπορείς να τον νικήσεις μόνος σου!»
«Ούτε με βοήθεια μπορώ! Με τον στρατό και τους οπαδούς που έχει, και ολόκληρη η Γιουβέρνα να συνδράμει, πάλι χαμένοι ήμαστε! Γι’ αυτό σου λέω, θα τον σκοτώσω μόνος μου! Αυτή τη στιγμή! Δεν θα ξέρει από πού του ήρθε!» είπε και άνοιξε την πόρτα φουριόζος.
Ο Νιλς τον άρπαξε από το πουκάμισο και τον έριξε πίσω. Έκλεισε την πόρτα και τον κόλλησε στο πάτωμα με τα χέρια του.
«Δεν θα πας πουθενά! Ξέρεις ότι είναι λάθος! Μέσα σου το ξέρεις. Σύνελθε!» φώναξε.
Ο Όντραν απελευθερώθηκε και τον πέταξε πίσω με δύναμη. Έμεινε όρθιος να ανασαίνει βαριά, κοιτώντας την πόρτα.
«Μην κάνεις κάτι που θα το μετανιώσεις» συνέχισε ο Νιλς. «Μαζί θα βρούμε μια λύση. Προπαντώς δεν πρέπει να βιαστούμε. Κάθισε» του είπε ήρεμα και τράβηξε την πολυθρόνα κοντά του. Εκείνος έκατσε στην καρέκλα δίπλα της.
Ο Όντραν υπάκουσε και κάθισε σιωπηλός στην πολυθρόνα, τρίβοντας το πρόσωπό του στις παλάμες του για να συνέλθει.
«Τον είδες τον Μουκ; Λίγα χρόνια πριν θα πέθαινε για να σώσει τον πατέρα μου, και τώρα κάθεται και πίνει με τον προδότη!»
«Άσε τον Μουκ, Όντραν. Έχουμε πιο σοβαρά προβλήματα. Άλλωστε, πώς ξέρεις ότι γνωρίζει την αλήθεια για τον αφέντη του; Λοιπόν, έχουμε δύο πλεονεκτήματα μέχρι τώρα. Πρώτον – και ευτυχώς – δεν γνωρίζει την αληθινή σου ταυτότητα. Δεύτερον, μάθαμε το μυστικό της επιτυχίας του: τον μαγικό του στρατό»
«Πώς είναι πλεονέκτημα αυτό; Αφού είναι ανίκητος!»
«Δεν μπορείς να νικήσεις τον εχθρό σου, αν δεν τον ξέρεις καλά. Εσύ ο ίδιος το είχες πει» του θύμισε ο Νιλς.
«Πολύ καλά. Ξέρουμε για τον μαγικό του στρατό. Αλλά έχει και ένα μυστικό όπλο· αυτό με το οποίο υπέταξε τον Ντούλλαχαν»
«Ποιο θα μπορούσε να είναι το μυστικό του όπλο;» αναρωτήθηκε ο Νιλς. «Λες να…» είπε αλλά δεν ολοκλήρωσε την φράση του.
«Αποκλείεται να υπάρχει δεύτερο φάινε. Τέτοια μαγικά δαχτυλίδια βρίσκονται μια φορά στα χίλια χρόνια. Άλλωστε, αν έχει κάτι τέτοιο στη διάθεσή του, γιατί με ψάχνει ακόμα μετά από τόσα χρόνια;»
«Μου φαίνεται πως έχεις δίκιο. Κάτι άλλο πρέπει να είναι. Όμως τι;»
«Μόνο ένας μπορεί να υποτάξει ένα μαγικό πλάσμα, τόσο δυνατό και μοχθηρό όσο ο Ντούλλαχαν» είπε ο Όντραν έπειτα από λίγη σκέψη. «Κάποιος που να μπορεί να δαμάσει τα στοιχεία της φύσης, να ζει παραπάνω από όσο ένας μέσος άνθρωπος, που να βλέπει τον κόσμο των πνευμάτων»
«Ένας μάγος!» αναφώνησε ο Νιλς. «Έχεις δίκιο. Τίποτα και κανείς δεν μπορεί να υποτάξει κάποιον σαν τον Ντούλλαχαν. Εκτός βέβαια από έναν πανίσχυρο και αδίστακτο μάγο»
«Νομίζω ότι θα χρειαστούμε την βοήθεια της αρραβωνιαστικιάς σου» παρατήρησε ο Όντραν.
«Έχεις δίκιο. Λοιπόν, πηγαίνω να την βρω να την ενημερώσω. Εσύ καλύτερα να μείνεις εδώ. Καταλαβαίνεις πως δεν θα ήταν συνετό να κατέβεις στο δωμάτιο του Μπόα, έτσι;»
«Έφυγες» απάντησε ξερά ο Όντραν και ο Νιλς έφυγε αμίλητος.
Το απόγευμα τους βρήκε όλους μαζεμένους στο σαλόνι του τρίτου ορόφου. Η Φιντέλμα βρισκόταν μόνη της στο δωμάτιο, αγνοώντας παντελώς τις τρέχουσες εξελίξεις.
«Δεν μπορώ να σας φανώ και πολύ χρήσιμη…» απολογήθηκε η Ντέιλφ. «Όπως ήδη ξέρετε, είμαι μισή μάγισσα και μισή Ευχή. Η μοναδική δύναμη που έχω κληρονομήσει από τον πατέρα μου, είναι η ράνταρκ, η όραση δηλαδή»
«Τι μπορείς να κάνεις με αυτήν;» ρώτησε ο Όντραν.
«Να ταξιδέψω σε κάθε γωνιά της γης μόνο με τη σκέψη μου. Να δω όσα συμβαίνουν εκείνη τη στιγμή οπουδήποτε θελήσω»
«Μπορεί να μας φανεί χρήσιμο» σκέφτηκε ο Όντραν.
«Αυτό είναι το μόνο που μπορώ να κάνω»
«Αναρωτιέμαι… Πόσα ξέρεις σχετικά με τα μαγικά πλάσματα;» ρώτησε κατόπιν.
«Όχι πολλά. Όσα μου έμαθε ο πατέρας μου»
«Για τον Ντούλλαχαν, ας πούμε; Τι ξέρεις;»
Η Ντέιλφ του έριξε μια τρομαγμένη ματιά. Γύρισε στον Νιλς, δίπλα της. Της έκανε νόημα να συνεχίσει.
«Ο Ντούλλαχαν είναι ένα αιμοδιψές πλάσμα του θανάτου. Είναι ο ακέφαλος καβαλάρης με το μαύρο άλογο. Ο πατέρας έλεγε ότι τα μάτια του αλόγου του πετούν φωτιές. Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια, αλλά ακούγεται ότι, σαν πλάσμα του θανάτου, γνωρίζει τα ονόματα των ανθρώπων που πρόκειται να πεθάνουν. Όταν επίκειται ο θάνατος κάποιου, φωνάζει το όνομά του»
«Ομολογώ πως αυτό μου διέφευγε» μονολόγησε ο Νιλς και ξεροκατάπιε.
«Αγνόησε τον γενναίο ξάδελφό μου, Ντέιλφ, και πες μου. Έχει κάποια αδυναμία; Κάποιο ελάττωμα; Κάτι που να φοβάται; Κάτι που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε εναντίον του;»
«Ναι, τώρα που το λες… Ένας είναι ο μεγάλος φόβος του»
«Ποιος;» ρώτησαν και οι δύο ταυτόχρονα.
«Ο χρυσός»
«Εντάξει. Υπάρχει κάτι άλλο που θα ‘πρεπε να ξέρουμε;» ρώτησε ο Όντραν.
«Ναι. Είναι πρακτικά αδύνατον να σκοτώσει κανείς τον Ντούλλαχαν. Όπως επίσης και να τον εμποδίσει. Τίποτε δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στον δρόμο του. Όλα τα εμπόδια που πιθανώς συναντήσει παραμερίζουν αυτόματα μόλις πλησιάσει»
«Υπέροχα» μουρμούρισε ο Νιλς.
«Όσον αφορά τους ακόλουθούς του…»
«Είναι απέθαντοι» τον διέκοψε η Ντέιλφ. «Κάποτε ήταν άνθρωποι, συνήθως πολεμιστές που χάθηκαν στο πεδίο της μάχης. Ο Ντούλλαχαν έχει την ικανότητα να επαναφέρει στην ζωή όποιον θέλει, επομένως ανέστησε τους δυνατότερους και τους πιο αδίστακτους, και τους έκανε αθάνατους. Είναι όλοι όμοιοι στην όψη. Τίποτε πάνω τους δεν θυμίζει τους εαυτούς τους όσο ήταν ζωντανοί. Φορούν όλοι μαύρες πανοπλίες με σιδηρόπλεκτους θώρακες και γάντια, κόκκινες μπέρτες και ατσάλινα κράνη. Και λέγεται πως τίποτα δεν μπορεί να τους σταματήσει»
«Τίποτα;» διέκοψε ο Νιλς.
«Κάποια αδυναμία θα έχουν, κάποιο ελάττωμα» συνέχισε απεγνωσμένα ο Όντραν.
«Τίποτε απολύτως. Ούτε αδυναμία ούτε ελάττωμα. Είναι απέθαντοι, πράγμα που σημαίνει ότι είναι αήττητοι»
«Είμαστε χαμένοι» διαπίστωσε ο Νιλς.
«Ο μόνος τρόπος που μπορούν να ηττηθούν… είναι να χάσει ο αρχηγός τους στη μάχη. Τότε αυτοί λιώνουν και γυρνάνε πίσω στους τάφους τους, για να βρουν γαλήνη»
«Νόμιζα πως είναι αδύνατον να σκοτώσει κανείς τον Ντούλλαχαν» είπε ο Όντραν.
«Είναι» αποκρίθηκε η Ντέιλφ.
Έλυσε τα μαλλιά του και τα έδεσε πάλι πίσω χαμηλά στο σβέρκο του. Αναστέναξε δένοντας τα χέρια του πάνω στο τραπέζι.
«Δεν μπορεί, κάποια λύση θα υπάρχει!» είπε αγανακτισμένος.
«Ίσως μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον φόβο του για τον χρυσό…» πρότεινε ο Νιλς.
«Μπορεί να φοβάται τον χρυσό, αλλά δεν αρκεί αυτό. Το μόνο που θα καταφέρουμε θα είναι να υποχωρήσει, αλλά πάλι ο πόλεμος δεν θα έχει τελειώσει! Τι θα κάνουμε; Θα χρησιμοποιούμε τον φόβο του επανειλημμένα για να αναβάλουμε την μάχη αιώνια; Είναι παράλογο!» ειρωνεύτηκε ο Όντραν.
«Μια στιγμή… Ίσως έχει δίκιο» τον διέκοψε η Ντέιλφ. «Νομίζω πως έχω μια καλή ιδέα»

 Ιφιγένεια Τσιάκαλου