Το γεράκι του Νότου (Κεφάλαιο 11) Μαγγανεία

Το ξημέρωμα βρήκε το Χριστόφορο να έχει περάσει την Καρύταινα. Το βήμα του ήταν ακόμα ακμαίο και ζωηρό και ο ήλιος, αν και αδύναμος, τον έκανε να χαμογελάσει κατά την Ανατολή και να ρίξει επιτέλους την κουκούλα από το πανωφόρι του κάτω.
Πιο ήρεμος ότι βρίσκεται πια αρκετά μακριά από το μοναστήρι, συνέχισε πιο χαλαρά την πορεία του προς τα νότια, όπου ήξερε ότι θα τον οδηγούσε- με τη βοήθεια ορισμένων περαστικών- στη Μονεμβασιά.
Η μέρα προβλεπόταν λίγο πιο ζεστή από τις προηγούμενες, αλλά η υγρασία και η πρωινή πάχνη ήταν προς το παρόν έντονες. Το χώμα ήταν λασπωμένο από κάποια πρόσφατη βροχή, κάνοντας τα πέδιλά του να κολλάνε εκνευριστικά σε ορισμένες γούβες. Προς το παρόν, όμως, αυτό δεν τον απασχολούσε καθόλου.
Ανέβηκε σε ένα από τα πολλά βραχώδη υψώματα που υπήρχαν μπροστά του και ατένισε όσο μπορούσε το χώρο γύρω του. Η Καρύταινα, χαμένη στην άχλη του πρωινού, φαινόταν, απόμακρα πια και θολά, να έχει μόλις ξυπνήσει. Εκεί ήταν τα οικεία.
Γύρισε προς το νότο. Οι πολλοί βραχώδεις όγκοι δεν τον άφηναν να δει πολύ μακριά, αλλά μερικά μονοπάτια, μικρότερα και μεγαλύτερα, ένα χωριό κάπου πέρα και μερικά σκόρπια κοπάδια εδώ κι εκεί μπορούσε να τα ξεχωρίσει. Ένιωσε πάλι εκείνη την ευφορία, ανάμεικτη με φόβο. Από εκεί και έπειτα άρχιζε το άγνωστο για εκείνον. Ήδη βρισκόταν έξω από τα οικεία του νερά και μπροστά του απλωνόταν το εντελώς αχαρτογράφητο. Από εκεί άρχιζε η ανακάλυψη ενός νέου κόσμου. Τουλάχιστον για το Χριστόφορο.
Ανατρίχιασε, ενώ στα μάτια του γυάλιζαν δάκρυα νέας συγκίνησης, αλλιώτικης. Έσκυψε το κεφάλι, λες και πάλι έπρεπε να κρυφτεί από κάποιον, ενώ ήταν ολομόναχος.
Το στομάχι του που γουργούρισε, τού θύμισε ότι ήταν νηστικός για πολλές ώρες τώρα και μετά από τόσο περπάτημα. Βρήκε μια πέτρα μεγάλη και λεία και κάθισε επάνω της με έναν ικανοποιημένο αναστεναγμό. Έβγαλε από το δισάκι του μία φέτα ψωμί, την οποία έκοψε στη μέση και κράτησε μονάχα τη μισή. Γύρισε κατά την Ανατολή και έπεσε στα γόνατα, κάνοντας το σταυρό του. Είπε το «Πάτερ ημών» φωναχτά και ύστερα μουρμούρισε τις σχετικές δεήσεις υπέρ της μονής και των ασκητών αυτής. Κοιτώντας τον ουρανό, μουρμούρισε ένα τελευταίο «συγγνώμη» και έκανε πάλι το σταυρό του.
Ικανοποιημένος με την πρωινή του προσευχή, κάθισε πάλι στην πέτρα και μπουκώθηκε το ψωμί του με μεγαλύτερη λαιμαργία από ό, τι επέτρεπε συνήθως στον εαυτό του. Αλλά, προφανώς, πεινούσε και πολύ περισσότερο από ό, τι συνήθως.
Έγλειψε το δάχτυλό του και πήρε με την άκρη του όλα τα ψίχουλα που είχαν πέσει στη χούφτα του. Κοίταξε γύρω του με μία κάποια δυσφορία: πεινούσε ακόμα, αλλά δεν είχε το περιθώριο να φάει ούτε καν τη μισή φέτα που είχε ξαναρίξει στο σάκο του. Πώς μπορούσε να ξέρει αν θα βρει άλλο φαγητό και με ποιο τρόπο;
Τέρμα οι πολλές σκέψεις, είπε στον εαυτό του και τίναξε τα χέρια του απότομα. Έπρεπε να συνεχίσει.
Φορτώθηκε το σάκο του στον ώμο και προχώρησε, ενώ ο ήλιος έσκιζε σιγά σιγά την πάχνη σε πολλά μικρά κομμάτια. Το γρασίδι άστραφτε από μικρές σταγόνες υγρασίας, κάνοντάς τον να μισοκλείσει τα μάτια.
Σκέφτηκε ότι είχε πολύ καιρό να νιώσει τόσο ανάλαφρος. Ο θάνατος των φίλων του από την αρρώστια, οι δουλειές, ύστερα η επιδείνωση της υγείας του γέροντα σε συνδυασμό με τις πληροφορίες για την καταγωγή του και την οικογένειά του και τελικά ο θάνατος του ανθρώπου που τον μεγάλωσε, τον είχαν κάνει συνολικά βαρύ και μαγκωμένο. Ο Χριστόφορος είχε υπάρξει χαρούμενο παιδί. Η ωριμότητα, όμως, που του καλλιεργήθηκε και από την αγωγή του στη μονή, τον άλλαξε και τον κρατούσε πάντα συμμαζεμένο και εγκρατή, σε συνδυασμό με αυτή τη φυσική συστολή και σοβαρότητα που ούτως ή άλλως πάντα τον χαρακτήριζε.
Κατά βάθος, είχε χαρεί που η οικογένειά του καταγόταν από το Μυστρά. Είχε νιώσει μια κρυφή υπερηφάνεια που είχε γεννηθεί στην «καρδιά» του δεσποτάτου. Και αφού ο πατέρας του ήταν άρχοντας, μπορεί και να είχε σχέσεις και με τον ίδιο το Δεσπότη.
Πόσο πιο εύκολα θα τα έκανε αυτό όλα; Να πήγαινε στον πατέρα του και να απαιτούσε να τον προωθήσει στο στρατό με το όνομα της οικογένειάς τους…
Κούνησε το κεφάλι απότομα, θυμωμένα. Ποιος του εγγυόταν ότι ο πατέρας του ζούσε πρώτα από όλα; Βέβαια, αν δεν ζούσε, ο Χριστόφορος θα ήταν κληρονόμος του, ως ο μόνος αρσενικός απόγονος και θα μπορούσε να κάνει ό, τι θέλει. Αν, όμως, ζούσε… Μπορεί να τον έδιωχνε, όπως είχε κάνει και τότε. Αφού δεν τον ήθελε τότε, τι θα άλλαζε τώρα; Ή, χειρότερα, να τον ανάγκαζε να γυρίσει στη μονή. Όλος ο κόπος και ο πόνος του αποχωρισμού θα πήγαινε στράφι.
Όχι. Έπρεπε να τα καταφέρει μόνος του, ανεξάρτητα από το τι συνέβαινε στο πατρικό του. Άλλωστε από πότε τον ενδιέφερε το πατρικό του;
Για αυτό και θα έμενε μακριά από το Μυστρά προς το παρόν: και για να αποφύγει τον πειρασμό της ευκολίας του σπιτιού του, αλλά και για να αποφύγει τυχόν μπελάδες με τον πατέρα του.
Ο μόνος λόγος που θα άξιζε να πάει στο Μυστρά ήταν ο Δεσπότης. Αλλά και αυτό ακόμα έπρεπε να περιμένει.
Η πεζοπορία του συνοδεύτηκε με διάφορες τέτοιες σκέψεις. Η φαντασία του είχε πλέον το ελεύθερο να καλπάσει όπως και όπου της άρεσε, ακολουθώντας τα βήματά του στο άγνωστο.
Ο νους του είχε φτάσει στη μάνα του πάλι, σαν πέρασε πια τα πρώτα μεγάλα εμπόδια των βράχων. Άραγες εκείνη να είχε ξανθά μαλλιά και ανοιχτόχρωμα μάτια; Για ο πατέρας του; Όταν φανταζόταν τη μάνα του πάντως, πάντοτε ξανθή ήταν η μορφή της, σαν και εκείνον. Πίστευε, όμως, ότι σε αυτό τον επηρέαζε ότι την φανταζόταν περισσότερο σαν άγγελο, παρά σαν άνθρωπο. Και να που τελικά είχε δίκιο. Άγγελος ήταν η μάνα του και τον πρόσεχε από ψηλά.
Για τα μάτια του με το αλλιώτικο χρώμα το καθένα δεν ήξερε ποιον από τους δυο γονιούς του να σκεφτεί. Ίσως και κανέναν. Ίσως ο Θεός απλά να το ΄θελε να τον κάνει περίεργο, διαφορετικό από τους άλλους. Όσο μεγάλωνε, το πράσινο μάτι του είχε γίνει λίγο πιο σκούρο και έτσι η διαφορά με το μελί δεν ήταν τόσο έντονη όσο όταν ήταν μικρός. Παρόλα αυτά, λίγο περισσότερο να τον κοιτούσε κανείς θα το έβλεπε αμέσως.
Θυμήθηκε, χαμογελώντας στον εαυτό του, πόσες φορές τα παιδιά του χωριού τρόμαζαν σαν τον κοιτούσαν στα μάτια ή πόσες γυναίκες του εμπορίου, προληπτικές όσο δεν παίρνει, του έλεγαν ότι είναι μαγεμένος ή ότι μπορεί να κάνει μάγια και ούτω κάθ’ εξής. Στην αρχή τον ενοχλούσε, έφτασε να λέει «μακάρι τα μάτια μου να ήταν σαν όλων των άλλων». Αλλά, μεγαλώνοντας, άρχισε να το διασκεδάζει. Συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν κακό να είσαι διαφορετικός. Αντίθετα, οι αναμνήσεις των γυναικών που από μικρό τον έλεγαν ομορφούλη, του έδιναν θάρρος ότι- αν μη τι άλλο- δεν ήταν άσχημα διαφορετικός.
Άραγε τώρα θα επιτρεπόταν να τους χαμογελάσει και εκείνος; Να τους ανταποδώσει τα βλέμματα που συνήθως του τρύπαγαν την πλάτη και το σκυφτό κεφάλι;
Δεν ήταν χαζός. Ήξερε ότι τον κοιτούσαν. Και ήξερε και γιατί τον κοιτούσαν. Η έλξη των δύο φύλων τού ήταν γνωστή. Και σίγουρα όχι αδιάφορη. Αλλά του ήταν ηθικά και φυσικά αδύνατο να ανταποκριθεί. Η παιδεία του δεν θα του το επέτρεπε για κανένα λόγο. Απορούσε μάλιστα με την άνεση των φίλων του στα εφηβικά τους χρόνια να κοιτάνε ξελιγωμένα τις κοπέλες του χωριού και καμιά φορά να τους πετάνε υπονοούμενα, τόσο όσο να τις κάνουν να κοκκινίσουν και να τους κοιτάξουν έκπληκτα. Πόσο ντρεπόταν εκείνες τις ώρες και ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί! Πόσο μάλλον, γνωρίζοντας ότι αυτό που κάνουν, αλλά κυρίως αυτό που σκέφτονταν οι φίλοι του ήταν λάθος.
Ένα σφύριγμα διαπεραστικό, ποιμενικό, τον έβγαλε απότομα από τις σκέψεις του. Ένα τσοπανόσκυλο τον πλησίασε, κουνώντας την ουρά μάλλον καχύποπτα, μέχρι τελικά να αρχίσει να του γαβγίζει απειλητικά.
Ο Χριστόφορος, δίχως να κάνει πίσω, έσφιξε το δισάκι του στο χέρι του και κοίταξε ερευνητικά γύρω του. Άλλο ένα σφύριγμα ακούστηκε και το σκυλί ηρέμησε κάπως. Ένας βοσκός εμφανίστηκε με τη γκλίτσα του περασμένη στους ώμους τους και φώναξε κάτι ακαταλαβίστικα στο ζωντανό, που χαμήλωσε την ουρά και πλησίασε το αφεντικό του.
Ο άντρας, μαυρισμένος και με μαύρο μαλλί και παχύ μουστάκι, κοίταξε το Χριστόφορο καχύποπτα.
«Τι ζητάς, ξένε;» ρώτησε, με φόντο τα βελάσματα των ζωντανών του.
«Δεν γυρεύω κάτι από εσένα, αδερφέ μου. Το δρόμο μου πηγαίνω κατά την Μονεμβασιά» απάντησε ο Χριστόφορος, βάζοντας το χέρι του πάνω από τα μάτια του.
«Μονεμβασιά; Με τα ποδάρια σου μονάχα; Έχεις κάμποσο δρόμο ακόμα!» του φώναξε, ρίχνοντας την αμυντική του στάση.
«Το ξέρω…» απάντησε ξέπνοα ο νεαρός και έσκυψε το κεφάλι.
«Θες να σιμώσεις να σε φιλέψουμε τίποτες για το δρόμο σου;»
Ο ξανθός νεαρός σκέφτηκε λίγο, μα ύστερα έγνεψε θετικά. Οι προσφορές ήταν ευπρόσδεκτες και ειδικά για κάτι που θα του γέμιζε τη συνεχώς διαμαρτυρόμενη κοιλιά του.
Πλησίασε τον άνδρα, όπου στεκόταν σε ένα ύψωμα και κοίταξε πίσω του. Ένα καλυβάκι φτιαγμένο από ευτελή υλικά βρισκόταν κατά μεσής του πράσινου αυτού επιπέδου ανάμεσα στα βράχια. Ακριβώς μπροστά από αυτό έκαιγε μια μικρή φωτιά, γύρω από την οποία καθόντουσαν δύο ακόμα βοσκοί κατάχαμα. Ολόγυρά τους πολλά πρόβατα και κατσίκια έβοσκαν αμέριμνα, ενώ τα τσοπανόσκυλα δεν σταματούσαν να περιφέρονται- πάντα σε επιφυλακή- γύρω από τα κοπάδια.
«Σε ευχαριστώ, καλέ μου άνθρωπε. Το στομάχι μου βρυχάται σαν τα σκυλιά σου» είπε τελικά στο βοσκό και εκείνος έβαλε τα γέλια.
«Ήρθες, λοιπόν, την κατάλληλη στιγμή. Κάτσε να φας μαζί μας! Το φαΐ μας είναι ταπεινό, αλλά βλέποντας τα ρούχα και ξέροντας ότι ταξιδεύεις δίχως άτι, πιστεύω ότι αυτό δεν σε πειράζει…»
«Φαΐ του Θεού ας είναι και ό, τι να ‘ναι!» αναφώνησε ο Χριστόφορος και ακολούθησε το βοσκό που ροβόλησε κατά το καλυβάκι.
Μετά τις απαραίτητες εξηγήσεις στους υπόλοιπους, ο νεοφερμένος έγινε δεκτός με θέρμη και φιλικότητα.
«Και ποιος είσαι του λόγου σου, ξένε; Από πού έρχεσαι;» ρώτησε ο πιο ηλικιωμένος από τους τρεις βοσκούς, ενώ ανακάτεψε την ταπεινή χορτόσουπα με τις ελάχιστες φακές μέσα, που έβραζε σε ένα κακομοίρικο τσουκάλι πάνω από τη φωτιά.
Ο μεσόκοπος άνδρας που του είχε μιλήσει πρώτος έβγαλε από ένα πάνινο σακούλι ένα φαρδύ άζυμο ψωμί, το οποίο και έκοψε με το χέρι του σε τέσσερις ευκαταφρόνητες μερίδες. Το στομάχι του Χριστόφορου ήδη πανηγύριζε.
«Έρχομαι από την… Από την Καρύταινα» είπε τελικά, μασουλώντας το ψωμί που του έδωσε ο μεσόκοπος άνδρας.
Ήταν έτοιμος να πει «από τη μονή της Παναγίας στην Καρύταινα», αλλά μία απροσδιόριστη ανησυχία τον συγκράτησε.
«Α, από την Καρύταινα. Τρεις ώρες δρόμο από εδώ» είπε ο νεαρότερος της παρέας, που έμοιαζε πιο μικρός και από το Χριστόφορο.
Οι τρεις άντρες φαίνονταν να έχουν κάποια συγγένεια μεταξύ τους. Ο μεσόκοπος πρέπει να ήταν πατέρας του νεαρού και γαμπρός του ηλικιωμένου.
«Ποιο χωριό είναι πίσω από τα βράχια;» ρώτησε, καταπίνοντας βίαια τη μπουκιά του.
«Η Μαυρία. Από εκεί ερχόμαστε εμείς, εκεί είναι το σπίτι μας» απάντησε ο ηλικιωμένος και χαμογέλασε φαφούτικα. «Πώς σε λένε γιε μου;»
Ο Χριστόφορος χρειάστηκε να το σκεφτεί λίγο. Όπως και το θέμα της μονής, έτσι και το θέμα της ταυτότητάς του τού άναψε ένα προειδοποιητικό φως στο νου. Αν ο οποιοσδήποτε τον αναζητούσε για οποιονδήποτε λόγο θα μπορούσε εύκολα να βρει τα ίχνη του χρησιμοποιώντας το όνομά του.
Έπρεπε να συστηθεί αλλιώς.
Ενώ οι άντρες άρχισαν να τον κοιτάνε περίεργα, το μυαλό του γύριζε με εκατό στροφές προσπαθώντας να σκαρφιστεί ένα ψεύτικο όνομα.
«Δημήτριος!» φώναξε λες και εφηύρε το τροχό. «Δημήτριος Αξιώτης» είπε αμέσως μετά πιο ήπια, χαμογελώντας ντροπαλά με την βιασύνη του.
«Εμείς είμαστε οι Δροσέοι. Αυτός είναι ο εγγονός μου, ο Μιχαήλ και αυτός ο γαμπρός μου, ο Νικόλας. Εγώ είμαι ο Γιώργης»
«Χαίρετε και υγιαίνετε, καλοί μου άνθρωποι. Ο Θεός να σας έχει καλά» τους είπε ολόψυχα και έκανε μηχανικά το σήμα της ευλογίας προς το μέρος τους.
Ξαφνιασμένοι, οι άντρες έσκυψαν ευλαβικά το κεφάλι.
«Μήπως είσαι κανένας άγιος; Είμαστε καλοί Χριστιανοί!» αναφώνησε ο νεαρός Μιχαήλ.
Ο Χριστόφορος δεν κρατήθηκε να μην βάλει τα γέλια.
«Ε, όχι και άγιος δα! Η ευλογία του Θεού μπορεί να δίνεται από όλους όσους τον κουβαλάνε μέσα τους» τους είπε, κατευνάζοντας τη φανερή αναστάτωσή τους.
«Καλό παλληκάρι είσαι του λόγου σου, νέε μου. Για πού τραβάς;» χαμογέλασε στωικά ο γέρος.
«Κατά τη Μονεμβασιά λέγω. Γυρεύω την τύχη μου στο στρατό του κύρη, του Δεσπότη μας»
Ο Νικόλας έφτυσε τη γη υποτιμητικά.
«Το κάστρο εκείνων των παλιανθρώπων, των Μαμωνάδων είν’ εκεί… Κακή φάρα, γιέ μου»
«Ποιοι είν’ οι Μαμωνάδες;» απόρησε ο Χριστόφορος, κατεβάζοντας την κουτάλα της χορτόσουπας από το στόμα του απότομα. «Η Μονεμβασιά δεν είναι επικράτεια του Δεσπότη;»
«Αρχόντοι της Μονεμβασιάς είναι. Πάντοτες ήθελαν να γίνουν αυτοί κύριοι του κάστρου και να κάμουν το Δεσπότη πέρα. Ένας από τους κύρηδες όμως τους έκοψε τον αέρα, πριν κάμποσα χρόνια, και τώρα έχουν συμμαζευτεί κομμάτι» εξήγησε ο Νικόλας.
«Μέχρι να πάρει καινούριο αέρα το κεφάλι τους και να αρχινίσουν τα ίδια! Τώρα με τους Οσμάνους στη γύρα και τον κύρη Δημήτριο να κάνει τις πονηριές του, δεεεεν θέλει και πολύ!» κούνησε το δάχτυλο απειλητικά, σχεδόν προφητικά ο παππούς και συνοφρυώθηκε.
«Έλα, παππού, μη λες υπερβολές. Ο Δεσπότης Κωνσταντής είναι άξιος και νοιάζεται τον τόπο όσο τίποτε άλλο. Δεν θα αφήσει τίποτε κακό να συμβεί» γέλασε με αισιοδοξία ο νεαρός Μιχαήλ και σηκώθηκε απότομα, να προλάβει ένα μικρό κατσικάκι που ανέβαινε στα βράχια.
«Η σιγουριά της νιότης…» μουρμούρισε φαφούτικα ο παππούς. «Μα δίχως αυτήν πας παρακάτω; Ζεις; Δεν ζεις!»
Ο Χριστόφορος χαμογέλασε αμήχανα, προσπαθώντας να επεξεργαστεί όλες τις πληροφορίες που είχε ακούσει. Οι κίνδυνοι για το Δεσποτάτο όλο και πλήθαιναν. Και οι Οσμάνοι, όρνια του «Εξ’ απ’ εδώ», παραμόνευαν πότε να χυμήξουν. Αυτοί ήταν η φάρα η κακή και όχι τούτοι οι Μαμωνάδες. Αν και… όποιος προδίδει το αίμα του είναι χειρότερος και από τον μεγαλύτερο εχθρό.
Η ώρα πέρασε έπειτα με τους τρεις άντρες να παραπονιούνται για τη φορολογία, για το γεφύρι στη ρεματιά που γκρεμίστηκε και για τον νοτάριο της Καρύταινας που κάθε φορά τους άλλαζε τους όρους των συμβολαίων για τα χωράφια τους.
Ο Χριστόφορος άκουγε με ειλικρινές ενδιαφέρον. Πρώτη φορά ερχόταν σε επαφή με τα προβλήματα των κοσμικών και κατά κάποιο τρόπο τον διασκέδαζε να τα ακούει, μέχρι που έφτασε να θυμώνει και εκείνος παρέα με τους φτωχούς οικοδεσπότες του.
Με την κουβέντα και τις δουλειές, τις διάφορες εξηγήσεις και τα αστεία, δεν κατάλαβαν πώς πέρασε η ώρα. Ο ήλιος χαμήλωνε και έβγαλε πορτοκαλιές ακτίνες μέσα από τα θλιμμένα σύννεφα.
«Ώρα μου είναι να πηγαίνω. Άργησα! Τι χασομέρης γίνηκα!» αναφώνησε πανικόβλητος ο Χριστόφορος, κοιτώντας τον ουρανό.
Οι άντρες γέλασαν και ο Νικόλας σήκωσε το χέρι του να σταματήσει τον ξανθό νεαρό.
«Στάσου βρε Δημήτριε! Για πού θα το βάλεις τέτοια ώρα, παιδί μου; Θα σε πιάσει το σκοτάδι στις ερημιές»
«Καλά λέγει ο γαμπρός, παλληκάρι μου. Μην πάρεις δρόμο τώρα. Έλα να κοιμηθείς στο φτωχικό μας και ξεκινάς αύριο το χάραμα με το καλό» είπε κοφτά ο παππούς, δίχως να αφήνει περιθώριο αντίρρησης στο Χριστόφορο.
«Δεν είναι ανάγκη, φίλοι μου, αλήθεια… Θα πλαγιάσω κάτω από τα αστέρια, σε κανένα δεντρί» μουρμούρισε, ήδη υποχρεωμένος από την γενναιοδωρία τους.
«Δεν έχει τέτοια! Θα παγώσεις τη νύχτα έξω. Εμείς έχουμε φωτιά καλή να καίει και μπορείς να κοιμηθείς σιμά της» συμπλήρωσε και ο Μιχαήλ και γύρισε να σφυρίξει στα σκυλιά τους.
Η απόφαση είχε παρθεί ήδη και ο Χριστόφορος δεν είχε κάτι άλλο να πει για να μην υποχρεωθεί πιότερο.


--


Μισή ώρα δρόμος αποδείχθηκε η Μαυρία από το μέρος όπου έβοσκαν οι άντρες τα κοπάδια τους. Ίσα ίσα πρόλαβαν το τελευταίο φως της μέρας για να τακτοποιήσουν τα ζωντανά στη στάνη. Ο Χριστόφορος τούς βοήθησε όπως μπορούσε, αλλά όλο ενθουσιασμό. Ήθελε να φανεί όσο περισσότερο χρήσιμος γινόταν στους οικοδεσπότες του.
Έμεινε τελευταίος με τον Μιχαήλ να μανταλώσουν την πόρτα.
«Να κλειδώσουμε καλά… Γιατί, ξεύρεις, έ; Κυκλοφορεί η Λάμια. Θα μας φάγει όλα τα ζωντανά! Μη σου πω και εμάς τους ίδιους!» σταυροκοπήθηκε ο Μιχαήλ και πήρε το φανάρι του αμέσως κοντά του.
«Ποια είναι η Λάμια; Καμιά κλέφτρα;» ρώτησε ο Χριστόφορος και χασμουρήθηκε.
«Άμα ήτανε κλέφτρα, θα ‘ταν καλά! Πνεύμα κακό είναι, που τριγυρνάει τα βράδια, γυμνή και ξεμαλλιασμένη και παίρνει τη λαλιά!» αφηγήθηκε έντρομος ο Μιχαήλ και ανατρίχιασε εμφανώς ολάκερος.
Ο Χριστόφορος κοντοστάθηκε για λίγο, μα ύστερα ανασήκωσε τους ώμους και προχώρησε. Ήξερε πολύ καλά ότι όλα αυτά ήταν παραμύθια για να τρομάζουν τα παιδιά. Αστείο του φαινόταν που το πίστευε και ένα παλληκαράκι σαν τον Μιχαήλ.
«Κάμε το σταυρό σου και μην φοβάσαι τίποτα» του είπε λακωνικά και προπορεύτηκε κατά το σπίτι στο σκοτάδι.
Το σπίτι ήταν φτωχικό, μα ζεστό. Εκτός από τους τρεις άντρες, υπήρχε η γριά, η γυναίκα του Νικόλα και κόρη του γέρου, τρεις ακόμα γιοι του Νικόλα διαφόρων ηλικιών και δυο κόρες, καλά κρυμμένες με ένα παραπέτασμα από το υπόλοιπο σπίτι.
Η γυναίκα του Νικόλα δεν κράτησε το τυπικό και βγήκε η ίδια να φιλέψει τους άντρες και τον ξένο με τη ρεβιθάδα που της είχε απομείνει από το μεσημέρι. Λίγο ψωμί και τυρί και το στομάχι γέμισε, πλημμυρίζοντας με ευφορία τον Χριστόφορο, που δεν αρνήθηκε το ποτηράκι κρασί που του πρόσφεραν οι άντρες. Ύστερα, η γυναίκα βιάστηκε να χωθεί στο μαγειρειό της, για να ξαναβγεί λίγο αργότερα με μερικές τηγανίτες, ραντισμένες με ελάχιστο μέλι και μερικά καρύδια.
Τελικά ο παράδεισος μπορεί να ήταν και επίγειος.
Αρκετή ώρα μετά, οι γυναίκες και τα παιδιά αποσύρθηκαν, ενώ και ο Νικόλαος δεν άργησε να ακολουθήσει· ήταν κατάκοπος. Ο γέρος πέταξε μια προβιά δίπλα από το τζάκι και τράβηξε ένα τσουβάλι γεμάτο με μαλλιά για γνέσιμο δίπλα της.
«Ορίστε στρωμνή και προσκεφάλι. Καλά είναι, γιε μου;»
«Μια χαρά είναι, παππού. Σε ευχαριστώ. Καλύτερο δεν θα έβρισκα πουθενά!» χαμογέλασε εγκάρδια ο Χριστόφορος και στρώθηκε στην προβιά πανευτυχής.
«Καλώς! Καλό βράδυ, Δημήτριε» είπε και γύρισε να φύγει.
«Παππού! Στάσου ένα λεπτό!» πετάχτηκε ο Χριστόφορος από τη θέση του και ο γέρος κοντοστάθηκε. «Τι Λάμια έλεγε ο Μιχαήλ;»
Ο γέρος αναστέναξε και χαμογέλασε σκεπτικά.
«Παραμύθια για τα παιδιά, Δημήτριε. Μη σκιάζεσαι τα στοιχειά. Οι άνθρωποι είναι πιότερο επικίνδυνοι… Να προσέχεις τη μάγισσα που κυκλοφορεί. Αυτή είναι ανθρώπινη, όπως εσύ κι εγώ, και δεν διστάζει να παγιδέψει αθώα πλάσματα για τα διαβολεμένα παιχνίδια της… Μη σκιάζεσαι, όμως, κανέναν και τίποτα προκαταβολικά, παιδί μου: μονάχα αδύναμο θα σε κάμει και δεν θα σε σώσει από τίποτα. Καληνύχτα!»
Ο Χριστόφορος άφησε το γέρο να φύγει και ανασηκώθηκε. Γονάτισε προς την Ανατολή και έκανε την καθιερωμένη του προσευχή. Ευχαρίστησε το Θεό για την εύνοιά του, την πρώτη του μέρα και νύχτα μακριά από τη μονή.
Για ένα δευτερόλεπτο, μια στιγμή μονάχα, νόμισε ότι θα δει τον Θεόφιλο δίπλα του, να προσεύχεται κι αυτός. Και ότι σε λίγο, η πόρτα θα άνοιγε και θα έμπαινε φουριόζος ο Στέφανος, έχοντας πάλι αργήσει να τελειώσει τις δουλειές του. Σφάλισε τα μάτια του απότομα και έντονα και κουλουριάστηκε στην προβιά. Η καρδιά του χτυπούσε για άλλη μία φορά γοργά, μα με μπόλικο πόνο. Με μια τρεμάμενη ανάσα, βόλεψε το κεφάλι του στο πρόχειρο προσκεφάλι του και άφησε τη φωτιά που αργοπέθαινε να του ζεστάνει το κορμί και να στεγνώσει τα δάκρυά του.
Έπρεπε να δυναμώσει. Και να θάψει τον πόνο του αποχωρισμού όσο βαθύτερα γινόταν.


--


Μυστράς, Έδρα του Δεσποτάτου


Το γεύμα του Δεσπότη ήταν λιτό και σύντομο, ως συνήθως. Αυτή τη φορά, καλεσμένος του ήταν ο επίσκοπος των εκκλησιών της Καστροπολιτείας, Παύλος, ο οποίος ήθελε να ζητήσει για διάφορα θρησκευτικά ζητήματα με τον κύρη Κωνσταντίνο.
Ο επίσκοπος, νέος για τα δεδομένα του αξιώματός του, είχε όρεξη και θέληση να κάνει ό, τι καλύτερο μπορούσε για το ποίμνιό του. Ήταν βέβαια αντίθετος με την ενωτική πολιτική της οικογένειας του δεσπότη και του βασιλέα, αλλά εκτιμούσε την προσωπικότητα του Κωνσταντίνου και πίστευε ότι στην ψύχη του διόλου δεν είχε απομακρυνθεί από το ορθόδοξο δόγμα. Για αυτό και μόνο πίστευε ότι μπορεί να βασιστεί σε αυτόν και να του παραθέτει τις ιδέες του, χωρίς κανένα δισταγμό.
«Λέγω, μάλιστα, αυθέντη μου, να οργανώσουμε ένα γεύμα αγάπης δια τους απόρους της πολιτείας μας, με αφορμή τα Εισόδεια της Θεομήτορος, που είναι σε λίγο καιρό. Η Εκκλησία θα προσφέρει το γεύμα και ίσως η Δεσποτεία θα μπορούσε…» συνέχισε να λέει όλο ενθουσιασμό ο επίσκοπος, αφού σκούπισε τη γενειάδα του με την πετσέτα του.
Ο Δεσπότης χαμογέλασε με συμπάθεια. Μικρές ρυτίδες σχηματίστηκαν δίπλα από τα μάτια του, τα οποία όμως παρέμεναν φωτισμένα με εκείνη την περίεργη ενέργεια, την ζωηρή και συνάμα ήρεμη. Οι κρόταφοί του είχαν γκριζάρει αρκετά, στα γένια του οι λευκές τρίχες είχαν πληθύνει. Η όψη του, όμως, παρέμενε νέα και ακμαία, παρά τα εντονότερα σημάδια του χρόνου. Και όλη του η μορφή παλλόταν από την ευγένεια και την καλοσύνη της ψυχής του.
«Το κάστρο θα μπορούσε να προσφέρει το κρασί και να καλύψει τα έξοδα της εορτής και του στολισμού της εκκλησίας. Δεν χρειάζεται να μου ζητήσεις τίποτε άλλο, σεβασμιότατε. Θα τα φροντίσει όλα ο Ισίδωρος και θα γίνουν όπως τα φαντάζεσαι» είπε ήρεμα ο Κωνσταντίνος και πλάτυνε το χαμόγελό του.
Το πρόσωπο του κληρικού έλαμψε και ανταπέδωσε το χαμόγελο εγκάρδια.
«Ευχαριστώ, Δεσπότη μου! Η καλοσύνη σου δε γνωρίζει όρια!»
«Υπερβολές! Θα φροντίσω να γίνει και μία δωρεά εξ ονόματός μου στις οικογένειες που έχουν ανάγκη»
«Και ύστερα μου λες ότι υπερβάλω!» ανασηκώθηκε από τη θέση του ο επίσκοπος Παύλος, χειρονομώντας έντονα.
«Εφόσον μπορώ, θα προσφέρω» τον μιμήθηκε ήσυχα ο Κωνσταντίνος.
Ένιωσε το κεφάλι του κάπως βαρύ και στηρίχτηκε στο τραπέζι μπρος του. Για λίγο το δωμάτιο γύρισε περίεργα μπρος στα μάτια του.
«Δεσπότη μου; Τι έπαθες;» βιάστηκε να τον πιάσει από το μπράτσο ο επίσκοπος.
«Τίποτε, τίποτε. Μια ζάλη ήταν» τον καθησύχασε ο Κωνσταντίνος και ίσιωσε τον κορμό του με σιγουριά.
«Χρειάζεσαι ανάπαυση, κύρη. Ώρα να πηγαίνω. Και να είσαι βέβαιος ότι γνωρίζω πολύ καλά τις θυσίες και τις προσπάθειές σου. Και ο λαός τις γνωρίζει. Ακόμα και αν υπάρχουν παραφωνίες. Αυτές πάντα θα υπάρχουν... Μην κάνεις έξοδα πάνω από αυτά που αντέχει το Δεσποτάτο. Αν δεν ζει το Δεσποτάτο άλλωστε, δεν θα ζούμε ούτε εμείς» είπε ο κληρικός ήρεμα και σοβαρά και έσφιξε τον ώμο του Δεσπότη.
Ο Κωνσταντίνος έγνεψε θετικά, με τα χείλη σφιγμένα. Ύστερα, με μια βαθιά υπόκλιση, φίλησε το χέρι του κληρικού και τον αποχαιρέτησε. Και σαν έκλεισε η πόρτα, βρέθηκε πάλι μόνος του. Αναστέναξε.
Χρειαζόταν πράγματι ξεκούραση. Είχε αναλάβει το Δεσποτάτο εδώ και ένα χρόνο και δεν είχε σταματήσει ούτε μία μέρα να εργάζεται για να το κάνει όσο καλύτερο και πιο κραταιό γινόταν. Τα πράγματα δεν ήταν ποτέ εύκολα. Αλλά έκανε ό, τι καλύτερο μπορούσε.
Πήγαινε τώρα μήνας που τον έπιαναν τέτοιες ζαλάδες και παραπατήματα. Δεν έφταιγαν μόνο οι πολλές ώρες που δούλευε, αλλά και οι λίγες ώρες που κοιμόταν και αναπαυόταν γενικότερα. Είχε συνηθίσει να πλαγιάζει μοναχός του, τα χρόνια της μακράς πρώτης του χηρείας, αλλά τα χρόνια στην Κωνσταντινούπολη και ο σύντομος γάμος του με την Κατερίνα, τον είχαν κάνει να αποζητά πάλι τη συντροφιά και να στριφογυρίζει ανήσυχα στην κάμαρά του, που ήταν αδειανή. Η μοναξιά τον βάραινε πολύ περισσότερο από ό, τι περίμενε.
Κατευθύνθηκε στο παράθυρο και ατένισε τη θέα της πολιτείας με τα χείλη πάντα σφιγμένα. Ήταν όλη την ώρα σφιγμένος, συγκρατημένος, σε μία επιφυλακή αχρείαστη, κουραστική. Λες και αν αφηνόταν ελεύθερος θα κατέρρεε μεμιάς.
Δεν ήξερε αν ήταν περήφανος που είχε καταφέρει να γίνει Δεσπότης. Το μόνο για το οποίο ένιωθε πιο σίγουρος, όντας σε αυτή τη θέση, ήταν ότι ήλεγχε τα πράγματα και δεν θα έβαζε σε κίνδυνο κανέναν από τους υπηκόους του για κανένα καπρίτσιο. Κατά τα άλλα, η θέση αυτή, πάντα για αυτόν προοριζόταν και σε αυτόν θα κατέληγε, εφόσον έτσι ήθελε ο Ιωάννης. Επίτευγμα δεν ήταν. Ο Θεόδωρος τα παράτησε όλα για τη Σηλυβρία, ένα χρόνο πριν, παραχωρώντας του στην ουσία το Μοριά.
Οι σκοποί του ήταν σαφείς στον Κωνσταντίνο βέβαια. Ο Θεόδωρος ήθελε να βρίσκεται κοντά στην Πόλη για να ελέγχει τα εκεί πράγματα. Ο Ιωάννης ήταν άκληρος και η υγεία του σε κακή κατάσταση. Αν του συνέβαινε κάτι, ο Θεόδωρος θα μπορούσε να σπεύσει πολύ πιο γρήγορα από τη βόρεια Σηλυβρία και να φέρει τα πράγματα στα μέτρα του, ως προς το θρόνο.
Αυτή η εξέλιξη φάνταζε εφιαλτική για τον Κωνσταντίνο, όχι τόσο για την κατάληξη του θρόνου, αλλά για τη συνειδητοποίηση ότι η υγεία του Ιωάννη ήταν συνεχώς φθίνουσα. Δεν θα άφηνε, όμως, το Θεόδωρο να κάνει τα δικά του, ειδικά εις βάρος του Ιωάννη. Δέχτηκε την ανταλλαγή γιατί ήξερε ότι μπορούσε να κάνει καλά πράγματα για το Δεσποτάτο. Από εκεί και έπειτα, ο Νοταράς και Φραντζής ήταν άγρυπνοι φρουροί του στην Πόλη.
Στράφηκε προς την πόρτα, ακούγοντας βήματα να πλησιάζουν και είπε «εμπρός», πριν να προλάβουν να του χτυπήσουν.
Με το κεφάλι ψηλά, μπήκε ο Ισίδωρος. Είχε γεράσει αισθητά ο καλός του φίλος και δεύτερος πατέρας, αλλά δεν έχανε καθόλου τη ζωντάνια και τη θεατρικότητά του. Και ο χώρος του Μυστρά του είχε ταιριάξει καλά και του έδινε έδαφος να καμαρώνει ακόμα περισσότερο για τη θέση του και για την ποιότητα του Κωνσταντίνου. Πάντα τρυφερά και καλοπροαίρετα, αλλά με πραγματικό καμάρι.
«Αυθέντη μου, νομίζω ότι μπορούμε να πάμε στο γραφείο σου για τις τελευταίες επιστολές της εβδομάδας. Έχουμε αυτή προς τη Μονεμβασιά και εκείνη προς τον αδερφό σου, το Θωμά» ανακοίνωσε με στόμφο, μα αμέσως μετά έσκασε ένα οικείο χαμόγελο.
«Εντάξει, Ισίδωρε, πάμε» χαμογέλασε ο Κωνσταντίνος ήρεμα και προηγήθηκε έξω από το τρικλίνιο.
Οι διάδρομοι του κάστρου είχαν μόλις αρχίσει να φωτίζονται από τους υπηρέτες με δαδιά, καθώς ο απογευματινός ήλιος είχε κρυφτεί πρόωρα πίσω από μερικά σύννεφα.
«Ξέρεις, Ισίδωρε… Σκεφτόμουν να κάνω μία επίσκεψη στη Μονεμβασιά κάποια στιγμή μέσα στις επόμενες μέρες… Θα ήθελα να μιλήσω με τον Μαμωνά και κατ’ ιδίαν» ξερόβηξε ο Δεσπότης.
«Μετά τον γάμο της κόρης μου, θα μπορώ να σε ακολουθήσω κι εγώ, κύρη μου. Θες να τον ζορίσεις λίγο; Μας χρωστάει κάτι φόρους κιόλας!» βιάστηκε αμέσως να κάνει τον κατάλογο των θεμάτων στο μυαλό του ο άνδρας.
«Η δουλειά… θα είναι σε δεύτερη μοίρα, Ισίδωρε. Θέλω… Θέλω να αναπαυθώ για λίγες… ελάχιστες μέρες τουλάχιστον»
Ο Ισίδωρος κοίταξε ανήσυχα τον Κωνσταντίνο.
«Φυσικά… Φυσικά, παιδί μου, το έχεις ανάγκη. Για να το λες μάλιστα εσύ… Πρέπει να είναι μεγάλη ανάγκη…»
«Ζαλίστηκα πάλι σήμερα… Συμβαίνει όλο και συχνότερα, Ισίδωρε. Πρέπει να εξασφαλίσω ώρες ανάπαυσης, λίγο καλόν ύπνο. Δεν θα τα βγάλω πέρα αλλιώς» εξήγησε ο Κωνσταντίνος διστακτικά, δίχως να κοιτάξει το φίλο του.
«Τότε, στα κομμάτια η Μονεμβασιά! Θα κατέβουμε αλλού, θα βρω εγώ μέρος να ηρεμήσεις πραγματικά. Τα μούτρα του Μαμωνά δεν πρόκειται να σου δημιουργήσουν ούτε στο ελάχιστο γαλήνη!» κούνησε το δάχτυλο ταραγμένα ο Ισίδωρος.
Μπήκαν στο γραφείο και έκλεισαν την πόρτα. Ο Κωνσταντίνος κάθισε ήσυχα στην καρέκλα του και άρχισε να υπογράφει και να σφραγίζει τις επιστολές του. Ο Ισίδωρος πηγαινοερχόταν ανήσυχα, βαθιά ταραγμένος από τις αδιαθεσίες του Δεσπότη. Νευρικός και ενεργητικός όπως ήταν συνήθως, γινόταν ακόμα πιο αεικίνητος με την τωρινή του, δυσάρεστη ταραχή. Ο βηματισμός του διακόπηκε απότομα, σαν σκόνταψε στο διακοσμητικό κασελάκι που υπήρχε μπροστά από το γραφείο του Δεσπότη. Ο ίδιος μετά βίας συγκρατήθηκε να μην πέσει, αλλά το μπαούλο αναποδογύρισε με θόρυβο.
«Σχώρα με, αδέξιος ως συνήθως…» μουρμούρισε ο Ισίδωρος, κάτω από το χαμογελαστό βλέμμα του Κωνσταντίνου, και έσκυψε να συμμαζέψει το κασελάκι.
Καθώς το ανασήκωνε, παραξενεμένος συνειδητοποίησε ότι το κασελάκι δεν ήταν άδειο.
«Άλλο πάλι και τούτο…» μουρμούρισε και έπιασε στα χέρια του ένα παράξενο αντικείμενο.
«Τι μουρμουράς Ισίδωρε;» σήκωσε πάλι το βλέμμα του ο Κωνσταντίνος.
Τα μάτια του Ισίδωρου γούρλωσαν, καθώς επεξεργαζόταν το αντικείμενο. Κοίταξε το Δεσπότη με φρίκη.
«Κύρη μου… Νομίζω ότι βρήκα την εξήγηση για τις αδιαθεσίες σου…» ψέλλισε και έτεινε προς το μέρος του το κέρινο ομοίωμα, που ήταν καρφωμένο με μια βελόνα στο κεφάλι, και κρυβόταν ποιος ξέρει για πόσο στο σεντούκι του γραφείου.
Ο Κωνσταντίνος γέλασε αμήχανα, ύστερα κατάπιε δύσκολα. Δεν πίστευε σε αυτά τα πράγματα, γιατί είχε το Θεό δίπλα του. Οι αδιαθεσίες του είχαν να κάνουν με τις αϋπνίες του. Το ότι όμως κάποιος ήθελε να τον βλάψει τόσο πολύ, ώστε να βάλει άνθρωπο να κρύψει αυτό το πράγμα στα δωμάτιά του, ήταν κάτι που δεν τον έκανε να νιώθει καθόλου καλά.
Μία διακριτική έρευνα και σε άλλα δωμάτια, αποκάλυψε λάμες από μαχαίρια σε παράξενα σημεία, σπάγκους δεμένους τελετουργικά και μερικά άλλα παρόμοια. Ο Ισίδωρος ανέλαβε να συμβουλευτεί τον κληρικό του κάστρου για το πώς να τα ξεφορτωθεί αποτελεσματικά και για να κάνει ευχέλαιο σε όλους τους χώρους που βρέθηκαν τέτοια αντικείμενα.
Ο Κωνσταντίνος το θεώρησε κάπου αστείο, κάπου τρομακτικό.
Είχε ξεχάσει εντελώς ότι είχε και εχθρούς. Και ποιοι ήταν αυτοί, λοιπόν;


--


Μετά από δυο μέρες περπάτημα και ύπνο κάτω από τα δέντρα, ο Χριστόφορος ήδη αναπολούσε το ζεστό του στρωματάκι σιμά στη φωτιά των Δροσέων.
Ευχαριστούσε, βέβαια, το Θεό που τουλάχιστον τις νύχτες δεν έβρεχε. Αλλιώς τα απογεύματα είχε ρίξει μερικές γερές μπόρες, η μία εκ των οποίων τον είχε μουσκέψει για τα καλά. Ευτυχώς, οι καλοί του οικοδεσπότες τού είχαν χαρίσει μία ακόμα αλλαξιά ρούχα και τον είχαν φορτώσει με αρκετές προμήθειες. Έτσι, δεν χρειαζόταν να μετράει τη κάθε του μπουκιά.
Δεν είχε συναντήσει κανένα χωριό ξανά, αλλά κανά δυο εποχιακά, εγκαταλελειμμένα καλυβάκια βοσκών, του είχαν επιτρέψει να φάει με την ησυχία του και να στεγνώσει. Μια συντροφιά καβαλάρηδων που τον είχε προσπεράσει την προηγούμενη μέρα, τον είχε διαβεβαιώσει ότι πηγαίνει σωστά το δρόμο του.
Οι στάσεις του ήταν απλά πολύ συχνές και έτσι δεν κάλυπτε όσο μεγάλες αποστάσεις ήθελε.
Τα ξανθά γένια του είχαν κάνει πάλι δειλά την εμφάνισή τους στο πρόσωπό του, αλλά πλέον βρισκόταν μακριά από τα γνωστά του λημέρια και δεν φοβόταν μην τον αναγνωρίσουν ή υποψιαστούν την ιδιότητά του.
Ήταν ήδη τρίτη μέρα που περπατούσε και τα σανδάλια του είχαν γεμίσει λάσπες και πράσινο, νεαρό χορτάρι. Πέραν της βροχής, η υγρασία των βουνών ήταν αφόρητη τις μέρες εκείνες και έκανε τον τόπο να στάζει.
Ζύγιασε με το βλέμμα την απόσταση από το επόμενο χωριό, που αχνοφαινόταν μέσα από την άχλη της υγρασίας και τα βράχια. Αν περπατούσε γρήγορα και έβρισκε κανένα συντομότερο μονοπάτι θα έφτανε εκεί μέχρι τη δύση του ήλιου, ώστε να βρει κάποιο καταφύγιο, να έχει ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του τη νύχτα.
Ξεκίνησε αποφασισμένος, με διάθεση καλή. Το σώμα του τον πονούσε από την υγρασία, αλλά τα νιάτα του τού έδιναν την ορμή και την ενέργεια που χρειαζόταν για να συνεχίσει. Μέχρι το μεσημέρι, δεν συνάντησε κανέναν.
Ο ουρανός παρέμενε γκρίζος, αλλά η θερμοκρασία, λόγω της υγρασίας, δεν έπεφτε πολύ χαμηλά. Κάθισε να φάει ένα μήλο και λίγο ψωμί, κάτω από μία καρυδιά, υποσχόμενος στον εαυτό του ότι δεν θα καθυστερήσει παραπάνω από ό, τι υπολόγιζε. Η κούρασή του και οι κακουχίες, όμως, τον νίκησαν. Με γεμάτο το στομάχι, τα μάτια του βασίλεψαν και ο ύπνος τον πήρε δίχως να το καταλάβει.
Δύο ώρες αργότερα, τον ξύπνησε μία χοντρή σταγόνα που έπεσε στο κεφάλι του. Κοίταξε επάνω ξαφνιασμένος. Ο ουρανός ήταν μαύρος, αλλά το ίχνος του ήλιου έδειχνε ότι είχε πάρει καθοδική πορεία εδώ και ώρα. Και οι ψιχάλες πλήθαιναν.
Έσφιξε τα δόντια και θύμωσε με τον εαυτό του. Πώς τα είχε καταφέρει πάλι να χάσει πολύτιμο χρόνο;
Μάζεψε τα πράγματά του άρον άρον και σηκώθηκε. Δεν είχε πολλές επιλογές προς το παρόν, παρά να συνεχίσει ευθεία.
Κατέβηκε το λόφο πάνω στον οποίο βρισκόταν, δίχως να υπολογίζει τη βροχή που δυνάμωνε. Σταμάτησε μόνο για μια στιγμή για να φορέσει την κουκούλα του, λες και αυτή θα τον προστάτευε από την επερχόμενη νεροποντή.
Η βροχή ξέσπασε και έριχνε για κανένα μισάωρο. Τον καθυστέρησε και τον έκανε μούσκεμα, τα ρούχα του πιο βαριά να τον δυσκολεύουν περισσότερο. Είχε χώσει το δισάκι του μέσα από το πανωφόρι του, να προστατέψει τις προμήθειές του όσο μπορούσε από το νερό.
Το τέλος της μπόρας τον βρήκε λαχανιασμένο, μουσκεμένο, ελαφρώς αποπροσανατολισμένο, με τα πνευμόνια του να τον καίνε από την προσπάθεια και την κούραση. Έσκυψε λίγο για να διευκολύνει την ανάσα του.
Είχε φτάσει μπρος σε μία διχάλα. Το μονοπάτι του συνέχιζε ευθεία. Η άλλη πλευρά της διχάλας ήταν μια κατηφόρα απότομη, που όμως οδηγούσε σχεδόν αμέσως μετά στη μικρή πεδιάδα που απλωνόταν πριν το χωριό που ήθελε να φτάσει.
Κοίταξε τον ουρανό. Ο ήλιος σε καμιά ώρα θα έδυε. Δεν είχε καθόλου χρόνο για χάσιμο.
Πλησίασε διστακτικά την κατηφόρα. Ήταν λασπωμένη και με ψιλό χαλίκι, αλλά μετά το απότομο κομμάτι της γινόταν πολύ εύκολη. Αν πήγαινε προσεκτικά, θα την περνούσε γρήγορα και καλά.
Κατέβασε την κουκούλα του που έσταζε και τίναξε τα μαλλιά του, πετώντας σταγόνες δεξιά και αριστερά του. Ύστερα, στερέωσε καλύτερα το δισάκι του στο στήθος του, κρατώντας το πάλι κάτω από το πανωφόρι του και πήρε μια βαθιά ανάσα.
Έβαλε να κατεβαίνει αργά, βήμα- βήμα. Πρόσεχε συνέχεια πού πατούσε και κατά στιγμές κρατιόταν και με τα χέρια του από το έδαφος ή καμιά πέτρα εκατέρωθέν του. Αναστέναξε με ανακούφιση καθώς έβλεπε το ίσωμα να έρχεται όλο και πιο κοντά του.
Το βλέμμα, όμως, που έριξε μπροστά του ήταν το δευτερόλεπτο που αρκούσε για να αποσπαστεί η προσοχή του από την επικίνδυνη κατάβασή του. Το πόδι του πάτησε σε μία βουλιαγμένη στη λάσπη πέτρα και γύρισε επίπονα. Έχασε την ισορροπία του δίχως να το καταλάβει και κουτρουβαλιάστηκε στον λασπωμένο κατήφορο, με τα χαλίκια να του γρατζουνάνε το πετσί και τις διάφορες πέτρες να τον μελανιάζουν.
Κατέληξε στο πολυπόθητο ίσωμα μπρούμυτα. Ήταν βουτηγμένος ολόκληρος, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια, στη λάσπη και το κορμί του τον πονούσε παντού. Προσπάθησε να ανασηκωθεί κάπως, μα κατάφερε μόνο να γυρίσει στο πλάι.
Ο αστράγαλός του τον πονούσε σαν σφυρί που τον χτυπούσε από μέσα. Δεν ήθελε να φαντάζεται πόσο περισσότερο θα τον πονούσε άμα στηριζόταν σε αυτόν.
«Βλάκα, ηλίθιε, ανόητε, χασομέρη!» μούγκρισε, μα αμέσως έκλεισε το στόμα του, αφενός τρομαγμένος που είχε ξεστομίσει για πρώτη φορά τέτοιες λέξεις, αφετέρου επειδή τον πονούσαν ακόμα και τα παΐδια του με τις ανάσες που έπαιρνε. Πόσο μάλλον αν μιλούσε κιόλας.
Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να σκεφτεί ότι δεν πονάει. Μάταιος κόπος. Ήταν ένας άχρηστος· είχε καταλήξει με γυρισμένο πόδι, μωλωπισμένος και γρατζουνισμένος, σαν άνθρωπος από άλλη φυλή με τη λάσπη να τον καλύπτει ολόκληρο, ακόμα και στο πρόσωπο, με τα ρούχα του σκισμένα και βρεγμένα σαν να έχουν μόλις πλυθεί. Και αυτό μόλις μέσα σε τέσσερις μέρες μακριά από τη μονή… Ήταν απλά αβοήθητος και αξιολύπητος.
Ένα υγρό μουσούδι και μια γρήγορη, σκυλίσια ανάσα τον έβγαλε από την μαυρίλα του. Άνοιξε τα μάτια ξαφνιασμένα. Ένα κουτάβι, με τη γλώσσα έξω, τον περιτριγύριζε και του μύριζε το κεφάλι. Ύστερα, άρχισε να του γλείφει τα μάγουλα.
Ένα σφύριγμα ακούστηκε από πολύ κοντά. Το κουρασμένο βλέμμα του Χριστόφορου αναζήτησε την πηγή του. Όποιος και αν ήταν, αν πρόσφερε βοήθεια, ήταν ευπρόσδεκτος.

Μέσα από τα θάμνα, εμφανίστηκε μια γυναίκα μελαχρινή, βρεγμένη κι αυτή. Ήταν αναμαλλιασμένη και παράξενα ντυμένη και σαν είδε το Χριστόφορο γούρλωσε τα μάτια με έκπληξη. Κοντοστάθηκε για ένα λεπτό σκεπτική, μα σαν τον κοίταξε καλύτερα, τον πλησίασε με βήμα σίγουρο.

Vittoria Mantegna