Η Αναζήτηση (Κεφάλαιο 22)

Ο ήλιος είχε πέσει και γύρω είχε απλωθεί μια ανατριχιαστική σιωπηλή μαυρίλα. Βγαίνοντας η Αγνή από την εκκλησία, βρήκε τη Ζωή να κάθεται κατάχαμα, έχοντας ανάψει μια μικρή φορητή ηλεκτρική λάμπα.
─Ο Άγγελος; τη ρώτησε.
─Δεν ξέρω, έκανε εκνευρισμένη καθώς τακτοποιούσε τα πράγματά της. Μάλλον προς τα εκεί πρέπει να πήγε.

Η Αγνή κοίταξε προς το σημείο που της υπέδειξε. Το σκέφτηκε για μια στιγμή και αποφάσισε να πάει να τον βρει. Προχωρούσε με προσοχή μέχρι τα μάτια της να συνηθίσουν στο σκοτάδι. Δεν ήταν δύσκολο να τον βρει. Ακουμπισμένος σε ένα δέντρο και γερμένος μπροστά έκλαιγε γοερά. Στάθηκε μπροστά του και τον ανάγκασε να την κοιτάξει σηκώνοντας το κεφάλι του με τα χέρια της. Την αγκάλιασε.
─Όλα θα πάνε καλά, του ψιθύρισε.
Του ήρθε πάλι αυτό το λεπτό άρωμα βιολέτας από τα μαλλιά της και η ψυχή του κλονίστηκε ακόμα περισσότερο. Την κοίταξε στα μάτια.
─Πες μου στα αλήθεια ότι το πιστεύεις αυτό. Έχω τόσο ανάγκη να το πιστέψω.
Κούνησε το κεφάλι της. Βούρκωσε και εκείνη. Τα δύο πρόσωπα κινήθηκαν ταυτόχρονα, τα χείλη τους ενώθηκαν. Τη φίλησε με πάθος, με μια πρωτόγνωρη έξαψη. Ότι πίστευε τόσα χρόνια, όλα όσα πρέσβευε, απλά εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε. Τίποτα άλλο δεν υπήρχε, εκτός από δύο κορμιά διψασμένα για έρωτα. Κυλίστηκαν στο νοτισμένο χορτάρι.
Η Ζωή προσπαθούσε να τακτοποιηθεί. Ήταν μπερδεμένη με όλα αυτά που της είχε εξομολογηθεί ο Σωτήρης μα συνάμα και τρομοκρατημένη. Όχι τόσο για τη φύση των γεγονότων, όσο για το ότι το κράτησε κρυφό για τόσο καιρό. Αυτός ήταν ο άνθρωπος που ήθελε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής της μαζί του; Πάλι ψέματα, πάλι υποκρισίες.
Είχε μετανιώσει την ώρα και τη στιγμή που ξεκίνησε αυτό το ταξίδι, είχε δίκιο τελικά ο Άγγελος. Τι περίμενε; Εκείνη ήταν επιστήμονας, δεν ήταν δυνατόν να ψάχνει για μαντζούνια και μαγικά φίλτρα. Μια τρέλα της στιγμής. Πόσο ανόητη είχε φανεί τελικά!
Ήταν και εκείνο το κινητό του Σωτήρη που χτυπούσε ακατάπαυστα και της είχε σπάσει τα νεύρα. Κοίταξε τριγύρω μήπως τον εντοπίσει μα ήταν ακόμη μέσα στην εκκλησία. Το πήρε στα χέρια της και το κοίταξε σκεπτική. Ξανακοίταξε συνωμοτικά γύρω της και έπειτα άνοιξε ένα μήνυμα.
«Γιατί μωρό μου δεν απαντάς στις κλήσεις μου; Αυτό ήμουν τελικά για σένα; Το πήδημα μιας βραδιάς;»
Γούρλωσε τα μάτια της, ένιωθε το πρόσωπό της να καίει, το κεφάλι της έτοιμο να εκραγεί.
─Έγινε κάτι; άκουσε τη φωνή του από πάνω της.
Σηκώθηκε και τον κοίταξε με άγριο βλέμμα. Του πέταξε το κινητό στα μούτρα. Έτρεμε από οργή.
─Ποιο είναι αυτό το μωρό στο οποίο δεν σηκώνεις το τηλέφωνο; Γι’ αυτό επέμενες να φύγουμε;
Ο Σωτήρης χλόμιασε.
─Να σου εξηγήσω.
─«Μωρό μου, δεν είναι αυτό που νομίζεις», έκανε κοροϊδευτικά η Ζωή.
─Όχι, αυτό ακριβώς που νομίζεις είναι, είπε απολογητικά.
Άρχισε να τον χτυπάει με δύναμη.
─Σε εμπιστεύτηκα και εσύ με πρόδωσες!
Εκείνος δεχότανε αδιαμαρτύρητα τα χτυπήματα με σκυμμένο κεφάλι.
─Γιατί; ρωτούσε με αναφιλητά. Γιατί;
Όταν κουράστηκε, κάθισε καταγής.
─Το ήξερα πως ήσουν επιπόλαιος, μα δεν φαντάστηκα ότι θα έφτανες σ’ αυτό το σημείο.
Άρχισε να ετοιμάζεται.
─Που πας; της είπε.
─Φεύγω, ως εδώ ήταν. Σε βαρέθηκα!
─Είσαι τρελή; Που θα πας τέτοια ώρα! Περίμενε να ξημερώσει πρώτα!
─Σε έπιασε ο πόνος τώρα; Παράτα με!
─Ζωή, είπε και την έπιασε από το μπράτσο.
─Μην τολμήσεις! του είπε και τίναξε το χέρι του από πάνω της. Σε πίστεψα, έκανα όνειρα για μας. Και αυτός είναι ο τρόπος που μου το ανταποδίδεις.
Έβαλε τον σάκο στους ώμους της και έφυγε παρά τις φωνές του να γυρίσει πίσω. Έπεσε στο χώμα και έβαλε το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια του. Τα είχε καταστρέψει όλα, το ήξερε. Αν υπήρχε έστω μια ελπίδα σωτηρίας, κάποιος που θα μπορούσε να τον βοηθήσει να ξεφύγει, ήταν εκείνη και αυτός απλά την έδιωξε.
Ξεροκατάπιε. Πήρε βαθιά ανάσα και έσφιξε τις γροθιές του. Ας είναι, σκέφτηκε. Ούτως η άλλως, τέτοιο ρεμάλι ήταν πάντα, δεν θα άλλαζε τώρα. Αυτό που προείχε πλέον, ήταν να βρει την εικόνα. Έπειτα, όλα θα έπαιρναν τον δρόμο τους.
Η Ζωή δεν πήγε μακριά, δεν είχε σκοπό να φύγει. Που να πήγαινε άλλωστε μέσα στη νύχτα; Κάθισε στη ρίζα ενός δέντρου και άρχισε να κλαίει γοερά. Άφησε τον εαυτό της να αναλυθεί σε δάκρυα, να λυτρωθεί επιτέλους από όλα αυτά που τη βασάνιζαν. Την προδοσία του Σωτήρη, τον θάνατο της μικρής, για την απώλεια. Πέρασαν αρκετά λεπτά, όταν αντιλήφθηκε πως κάποιος ήταν κοντά της.
Σήκωσε έντρομη το κεφάλι και είδε την Αγνή. Σκούπισε βιαστικά τα μάτια της.
─Έγινε κάτι;
Η Ζωή κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Τη βοήθησε να σηκωθεί.
─Οι άντρες είναι γουρούνια, της είπε. Μην εμπιστευτείς ποτέ κανέναν, μ’ ακούς;
Η Αγνή κούνησε αμήχανη το κεφάλι της και έστριψε μια τούφα από τα μαλλιά της κοιτάζοντας νευρικά τριγύρω.
─Οι άντρες που είναι; την ρώτησε τάχα αδιάφορα.
─Ο Σωτήρης είναι στην εκκλησία, είπε καθώς καθάριζε τα ρούχα της. Ο δικός σου δεν ξέρω.
Ο Άγγελος, μετά το σκηνικό με την Αγνή, έφυγε τρέχοντας αλαφιασμένος, σαν τον κλέφτη. Έφτασε στον ναό και έκλεισε την πόρτα ξοπίσω του βαριανασαίνοντας. Τι είχε κάνει ο τρελός; Ποιο άνομο πάθος τον έσπρωξε να το κάνει αυτό; Πως θα την αντίκριζε ξανά στα μάτια; Πως θα αντίκριζε οποιονδήποτε ξανά στα μάτια; Είχε προδώσει όλα του τα ιδανικά και τα πιστεύω σε μια στιγμή αδυναμίας. Η σάρκα φάνηκε πιο δυνατή από το αδύναμό του πνεύμα. Έπεσε στα γόνατα, πάνω στις αρχαίες πέτρινες πλάκες, κλαίγοντας και ζητώντας συγχώρεση.
«Θεέ μου συγχώρα με», επαναλάμβανε συνέχεια. «Φανέρωσε μου την αλήθεια και δείξε μου τον δρόμο».
Καθώς ήταν γονατισμένος με το μέτωπο του σχεδόν ακουμπισμένο στο δάπεδο, τα μάτια του που είχαν συνηθίσει στο ημίφως, του αποκάλυψαν κάτι που στην αρχή το πέρασε για κάποιο περίεργο παιχνίδι της φαντασίας του. Τρίβοντάς το όμως με το δάχτυλο, του φανερώθηκε το εξής πάνω στην πλάκα. «Ιωάννης 4:14». Βρισκότανε σε σύγχυση, προσπάθησε να θυμηθεί το εδάφιο.
«Όποιος πιει από το νερό που θα το δώσω εγώ, δεν πρόκειται να διψάσει ποτέ, αλλά το νερό που θα του δώσω, θα γίνει μέσα του πηγή νερού που θα αναβλύζει για να μεταδίδει την αιώνια ζωή…»
Σηκώθηκε όρθιος. Η πέτρινη πλάκα βρισκότανε μπροστά στην αγία τράπεζα, με διαστάσεις εξήντα εκατοστών επί εξήντα περίπου. Η καρδιά του σκίρτησε. Ήταν άραγε δυνατόν; Έτρεμε. Ξανάπεσε στα γόνατα ψηλάφισε τις άκρες της. Προσπάθησε να βρει κάποιο σημείο για να την σηκώσει, μα στάθηκε αδύνατον. Έψαξε πάνω του μήπως βρει κάτι που θα τον βοηθήσει, μα μάταια.
─Αυτό ψάχνεις, άκουσε μια φωνή πάνω από τον ώμο του.
Γύρισε ξαφνιασμένος και είδε τον Σωτήρη να κραδαίνει ένα μεγάλο κυνηγετικό μαχαίρι.

─Νομίζω πως πρέπει να φωνάξουμε τα κορίτσια…

Ηλίας Στεργίου