Ο Κυνηγός των Ευχών (Κεφάλαιο 9 - Μέρος 2o)

Το επόμενο πρωί η Ζαμπρίνα ξύπνησε με μάτια πρησμένα και κόκκινα από το κλάμα. Κάθισε στο κρεβάτι της για ώρες, μέχρι που η Έιπριλ της χτύπησε την πόρτα.

«Είσαι καλά, κορίτσι μου;» ρώτησε μόλις την είδε σε αυτήν την κατάσταση.
«Έχω υπάρξει και καλύτερα.» αποκρίθηκε εκείνη.
Η Έιπριλ σταμάτησε να ξεσκονίζει και την κοίταξε θλιμμένη.
«Τι συνέβη χτες;»
«Τίποτε σπουδαίο. Απλά η μητέρα μου αποκάλυψε το αληθινό της πρόσωπο και αναποδογύρισε όλος μου ο κόσμος.» απάντησε εκείνη και σκέπασε το πρόσωπό της με το μαξιλάρι.
«Γλυκό μου κορίτσι...» έκανε η Έιπριλ και άφησε το φτερό στο πάτωμα. Πλησίασε και τράβηξε το μαξιλάρι από το πρόσωπό της. Η απογοήτευση ήταν ζωγραφισμένη με κάθε λεπτομέρεια στο βλέμμα της κοπέλας. «Μίλησέ μου.»
Όταν η Ζαμπρίνα της εξιστόρησε όσα είχαν συμβεί το προηγούμενο βράδυ, εκείνη απάντησε ήρεμα και στοργικά.
«Η μητέρα σου χρειαζόταν να ακούσει από κάποιον την αλήθεια. Καλά έκανες και υπερασπίστηκες αυτά που πιστεύεις.»
«Ναι αλλά δεν κέρδισα τίποτα από αυτό. Κατάφερα μόνο να την κάνω έξαλλη.»
«Μπορεί να έχασες την μάχη, αλλά όχι τον πόλεμο.» την ενθάρρυνε η Έιπριλ.
«Σε ευχαριστώ…» απάντησε εκείνη και έπιασε τρυφερά το χέρι της.
«Μην με ευχαριστείς… Ντύσου, ετοιμάσου και κατέβα για πρωινό. Έχω φτιάξει τηγανίτες που σου αρέσουν!» είπε και σηκώθηκε. Ύστερα πήρε το φτερό και άρχισε να ξεσκονίζει τα έπιπλα. «Μόνο πρόσεχε πώς θα αντιδράσεις σε αυτό που θα δεις. Σκέψου πρώτα.» της είπε αινιγματικά.
«Τι θα δω;» ρώτησε η Ζαμπρίνα, αλλά η Έιπριλ αρκέστηκε σε ένα θλιβερό ζάρωμα του μετώπου της.
Μόλις ντύθηκε και χτένισε τα μαλλιά της, κατέβηκε τις σκάλες έτοιμη να αντιμετωπίσει κάθε συναισθηματική έκρηξη της μητέρας της. Αυτό όμως που αντίκρισε, δεν ήξερε πώς να το αντιμετωπίσει.
Ο μικρός Κίαν, ντυμμένος σαν υπηρέτης, με την γκρίζα στολή και τα φθαρμένα μαύρα μποτάκια του, έτριβε το πάτωμα του σαλονιού με ένα βρεγμένο πανί.
«Κίαν;» ρώτησε ξαφνιασμένη και το αγόρι γύρισε και την κοίταξε πάνω από τον ώμο του, χωρίς να αφήνει στιγμή το πανί.
«Καλημέρα.» απάντησε απλά και γύρισε στη δουλειά του.
«Τι κάνεις;»
«Αυτό που του αρμόζει.» ακούστηκε η φωνή της κυρίας Έμχαϊρ.
«Τι αστεία είναι αυτά;» ρώτησε η Ζαμπρίνα μη μπορώντας να πιστέψει αυτό που έβλεπε.
«Βλέπεις πουθενά κάτι αστείο;» ρώτησε η κυρία Έμχαϊρ.
«Σήκω, Κίαν.» είπε και τράβηξε τον μικρό από το χέρι. «Από στιγμή σε στιγμή θα έρθει ο κύριος Βινς. Πρέπει να ετοιμαστείς για το μάθημα.»
«Ο κύριος Βινς δεν θα ξαναέρθει.» ανακοίνωσε η κυρία Έμχαϊρ.
«Γιατί;»
«Τι ανόητη ερώτηση! Γιατί δεν υπάρχει πλέον μαθητής για να του κάνει μάθημα.»
«Τι λες, μητέρα; Τι θα γίνει με τα μαθήματα του Κίαν;»
«Γιατί να πληρώνω δάσκαλο για έναν υπηρέτη;» ρώτησε με απόλυτη φυσικότητα η κυρία Έμχαϊρ και κάθισε στο τραπέζι πίνοντας ανενόχλητη το τσάι της.
Η Ζαμπρίνα γύρισε στον Κίαν. Το αγόρι την κοίταξε με βλέμμα βαριάς απογοήτευσης και γύρισε στη δουλειά του χωρίς να πει κουβέντα.
«Μητέρα, νομίζω πως παρατράβηξε αυτό το αστείο. Ο Κίαν θα έρθει μαζί μου στην κουζίνα, θα πάρουμε πρωινό και ύστερα θα κάνει τα μαθήματά του.»
«Ο Κίαν είναι υπηρέτης, χρυσό μου. Κάνει ότι κάνουν όλοι οι υπηρέτες. Σφουγγαρίζει, σκουπίζει, καθαρίζει το τζάκι, πλένει τα ρούχα, και καμιά φορά βοηθάει στην κουζίνα. Έχεις κάποια αντίρρηση;»
«Για να είμαι ειλικρινής, έχω!»
«Λυπάμαι αλλά δεν υπάρχει κάτι που να μπορείς να κάνεις. Εκτός αν θες να τον βοηθήσεις, φυσικά.»
Έσφιξε τις γροθιές και δάγκωσε τα χείλη της από θυμό. Πήρε ένα δεύτερο πανί, το βούτηξε στην ξύλινη σκάφη και γονάτισε δίπλα του. Το αγόρι σταμάτησε την δουλειά και την κοίταξε με μάτια διάπλατα ανοιχτά. Έριξε μια ματιά στην κυρία Έμχαϊρ, η οποία ήταν έτοιμη να βγάλει καπνούς από τα αυτιά. Σηκώθηκε και έφυγε από το δωμάτιο αφιονισμένη.
«Μην ανησυχείς, Κίαν. Θα μας βγάλω και τους δυο από αυτήν την κατάσταση.» είπε η Ζαμπρίνα τρίβοντας το πάτωμα με όλη της την δύναμη.
«Ζαμπρίνα!» ακούστηκε η φωνή της Έιπριλ. «Αυτό ακριβώς εννοούσα όταν έλεγα να σκεφτείς προτού αντιδράσεις! Θες να εξοργίσεις την μητέρα σου;» είπε και προσπάθησε να την σηκώσει.
«Έιπριλ, η μητέρα μου έχει τρελαθεί. Ότι και να της έλεγα θα έκανε το δικό της.»
«Σήκω, σε παρακαλώ! Μην την προκαλείς άλλο!»
«Πριν λίγο μου έλεγες πως καλά έκανα και υπερασπίστηκα αυτά που πιστεύω.»
«Ναι. Και ακόμα το λέω. Αλλά υπάρχει και κάποιο όριο, Ζαμπρίνα. Πάρε την με το καλό, κάτσε μίλησε μαζί της. Αλλά μην το κάνεις αυτό, δεν έχει χειρότερο!»
«Γι’ αυτό ακριβώς το κάνω.» απάντησε η Ζαμπρίνα και η Έιπριλ απομακρύνθηκε μόλις είδε την κυρία της να μπαίνει ξανά στο σαλόνι.
«Ρίξε περισσότερο σαπούνι.» είπε στην κόρη της. Η Ζαμπρίνα σήκωσε το κεφάλι. Η μητέρα της τής πρόσφερε το καλό, λευκό σαπούνι που η ίδια είχε φτιάξει με τα χέρια της, με ελαιόλαδο και σπόρους τριανταφυλλιάς και λεβάντας.
Πήρε το σαπούνι και το βύθισε με δύναμη στο νερό. Μόλις έκανε μπόλικη σαπουνάδα, βούτηξε επιδεικτικά το πανί της στον αφρό και αφού το έστιψε καλά, το πέταξε πάλι στο πάτωμα και συνέχισε τη δουλειά της.
Η Έιπριλ εμφανίστηκε και πάλι μόλις έφυγε η κυρία του σπιτιού.
«Σου το είπα ότι θα την εξοργίσεις! Σταμάτα όσο είναι καιρός!» την παρακάλεσε.
«Όχι, Έιπριλ. Όπως το φανάστηκα, το σχέδιο δουλεύει.»
Αφού τελείωσαν με το πάτωμα, τα δύο αδέρφια πήγαν μαζί στην κουζίνα. Η Ζαμπρίνα φόρεσε την μαγειρική ποδιά μπροστά στα έκπληκτα μάτια των υπηρετών.
«Τι μαγειρεύουμε σήμερα;» ρώτησε. Οι υπηρέτες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους μπερδεμένοι. «Λοιπόν;»
«Αγριόπαπια με βραστά χόρτα και ρυζόταρτα.» απάντησε διστακτικά μια υπηρέτρια ονόματι Μάρτα.
«Ωραία. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν, αν θέλουμε να τα προλάβουμε όλα!» είπε εύθυμα η Ζαμπρίνα. «Έιπριλ!» είπε μόλις εκείνη μπήκε στην κουζίνα. «Και σε ήθελα. Εσύ είσαι η μαγείρισσα. Ανάθεσέ μας λοιπόν μια δουλειά.»
Η Έιπριλ σήκωσε τα χέρια ψηλά απηυδισμένη. «Ζαμπρίνα, βγάλε αυτήν την ποδιά και πήγαινε στο σαλόνι μαζί με τους γονείς σου!»
«Το ξέρεις ότι δεν θα φύγω μέχρι να μου αναθέσεις μια εργασία.»
«Πολύ καλά. Ξεκινήστε να φτιάχνετε την ρυζόταρτα.»
«Εντάξει, Έιπριλ.» υπάκουσε η Ζαμπρίνα και στρώθηκε στη δουλειά. Ο Κίαν ξεχώρισε τους κρόκους των αβγών και εκείνη έβαλε το ρύζι να βράζει. Ύστερα πήραν και τα υπόλοιπα υλικά μπροστά τους. Λίγη κανέλλα, λίγη ζάχαρη, τζίντζερ, βούτυρο και τρία πορτοκάλια.
Μόλις τελείωσαν και ήρθε η ώρα για φαγητό, η Ζαμπρίνα προσφέρθηκε να σεβρίρει εκείνη αντί για την Έιπριλ. Πήρε τους δίσκους και βρέθηκε περήφανα στην τραπεζαρία, όπου η μητέρα της και ο πατέρας της κάθονταν αμίλητοι και σκυθρωποί περιμένοντας το φαγητό.
«Επιτέλους.» είπε η κυρία Έμχαϊρ, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα της από το άδειο της πιάτο. «Σέρβιρέ μου, Έιπριλ.»
«Μάλιστα, κυρία.» είπε η Ζαμπρίνα σοβαρή και σέβριρε την μητέρα της. Η κυρία Έμχαϊρ σήκωσε τα φρύδια της θυμωμένη, αλλά δεν μίλησε.
Ο κύριος Θόρφιν ούτε που κατάλαβε τι συνέβαινε. Άρχισε το φαγητό του χωρίς να σηκώνει το κεφάλι από την εφημερίδα του, όπως κάθε φορά. Η κυρία του σπιτού κοίταζε τον άντρα της χτυπώντας τα δάχτυλά της νευρικά στο τραπέζι. Εκείνος συνέχισε να τρώει ήρεμος.
«Να σερβίρω το γλυκό, κυρία;» ρώτησε η Ζαμπρίνα έπειτα από λίγο, παρόλο που η κυρία Έμχαϊρ δεν είχε αγγίξει καθόλου το φαγητό της.
«Σέρβιρε τον κύριο. Εγώ δεν έχω όρεξη.» απάντησε εκείνη.
Ο κύριος Θόρφιν παραμέρισε το άδειο πιάτο του φαγητού και έφερε μπροστά του το πιάτο του επιδορπίου. Η Ζαμπρίνα έκοψε ένα πλούσιο κομμάτι τάρτας και το έβαλε στο πιάτο του πατέρα της. Ύστερα πήρε το πιάτο της μητέρας της και έβαλε και σε εκείνην ένα κομμάτι.
«Σου είπα πως δεν θέλω.» είπε ενοχλημένη εκείνη.
«Το ξέρω, κυρία. Αλλά σκέφτηκα πως θα δοκιμάζατε έστω λίγο, επειδή την έφτιαξα εγώ.»
Τότε η κυρία Θόρφιν πέταξε την πετσέτα της πάνω στο τραπέζι. «Εμένα με συγχωρείς, Θόρφιν. Με έπιασε μια ξαφνική αδιαθεσία.» είπε και έφυγε από την τραπεζαρία, ενώ ο κύριος Θόρφιν συνέχισε να τρώει μηχανικά την τάρτα του, σαν να μην είχε ακούσει λέξη.
Η Ζαμπρίνα γύρισε στην κουζίνα γελώντας κρυφά. Άφησε τα βρώμικα πιάτα στον πάγκο και κοίταξε την Έιπριλ, η οποία την παρατηρούσε με τις γροθιές ακουμπισμένες στην μέση.
«Το διασκεδάζω απίστευτα!» της είπε ψιθυριστά. Η Έιπριλ κούνησε το κεφάλι της αποδοκιμαστικά. «Έλα, και εσύ το διασκεδάζεις! Παραδέξου το!»
Η Έιπριλ συγκράτησε τα γέλια της, παρόλο που είχε κοκκινίσει ολόκληρη, προσπαθώντας να παραμείνει σοβαρή.
«Εγώ λέω πως θα διασκεδάσω περισσότερο όταν σε δω να πλένεις όλα αυτά τα πιάτα!» είπε περιπαιχτικά δείχνοντάς της τον πάγκο.
Η Ζαμπρίνα κοίταξε τις στοίβες στον πάγκο αναστενάζοντας. «Χαλάλι.» μονολόγησε και ξεκίνησε τη δουλειά. «Όταν καταφέρω τον σκοπό μου θα γελάμε με όλα αυτά.»
«Είσαι σίγουρη ότι θα τα καταφέρεις;»
«Θέλει και ρώτημα; Όσο σκληρή και να δείχνει, δεν μπορεί με τίποτα να αντέξει να βλέπει την μοναχοκόρη της να συμπεριφέρεται σαν υπηρέτρια.»
«Ελπίζω να έχεις δίκιο.» είπε η Έιπριλ και βγήκε από την κουζίνα.
Ο Κίαν πλησίασε στον νεροχύτη και παρατήρησε την κοπέλα που έπλενε τα πιάτα, χωρίς το παραμικρό παράπονο.
«Δεν είναι ανάγκη να το κάνεις αυτό…» της είπε χαμηλόφωνα.
«Είναι. Όταν μεγαλώσεις, θα καταλάβεις τα οφέλη του ψυχολογικού πολέμου.» του είπε και του έκλεισε το μάτι. «Έλα τώρα, πιάσε τα ποτήρια και φέρτα στον νεροχύτη.»
Έτσι πλύνανε μαζί τα πιάτα, ο ένας δίπλα στον άλλον, με γέλια και πειράγματα, σαν να είχαν την πιο διασκεδαστική ασχολία του κόσμου, και η κυρία Έμχαϊρ τους κοιτούσε κρυφά από την πόρτα της κουζίνας σκασμένη από το κακό της.

***

«Μας χρειάζεστε κάτι άλλο κυρία;» ρώτησε η Ζαμπρίνα, όταν η κυρία Έμχαϊρ κάθισε στον καναπέ του σαλονιού για να διαβάσει το βιβλίο της.
«Όχι. Μπορείτε να αποσυρθείτε αν το επιθυμείτε.» απάντησε με ένα ψεύτικο, ξινό χαμόγελο.
Τα δύο αδέρφια ανέβηκαν τις σκάλες και βρέθηκαν ο καθένας στα δωμάτιά τους. Αργότερα τη νύχτα, όταν όλο το σπίτι είχε βυθιστεί στον ύπνο, η Ζαμπρίνα χτύπησε την πόρτα του Κίαν. Το αγόρι ήταν ξύπνιο, όπως είχαν συνεννοηθεί προτού αποχωριστούν.
«Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να το κάνεις αυτό;» ρώτησε ο Κίαν.
«Ποτέ δεν ήμουν πιο σίγουρη.» απάντησε αποφασιστικά η Ζαμπρίνα.
«Αν καταλάβει ότι με βοηθάς σε κάτι τέτοιο θα τιμωρηθείς άσχημα…» δίστασε το αγόρι.
«Άσε εμένα να ανησυχώ για αυτό… Φέρε το χαρτί και την πένα.»
Ο Κίαν έβγαλε ένα μικρό τετράδιο από τη στοίβα στο γραφείο του και πήρε το μελανοδοχείο και την πένα με τα οποία έκανε τις ασκήσεις που του έβαζε ο κύριος Βινς. Καθίσαν στο χαλί στο πάτωμα και βούτηξε την πένα στο μελάνι.
«Πώς να ξεκινήσω;»
«Λοιπόν, γράψε…» είπε η κοπέλα και του υπαγόρευσε.
Μόλις τελείωσαν, το γράμμα ήταν έτοιμο και καθαρογραμμένο από το χέρι του Κίαν. Η Ζαμπρίνα το πήρε στα χέρια της και το διάβασε προσεκτικά.
«Αξιότιμε δικαστά Γιόλε, παίρνω το θάρρος να σας γράψω, καθότι μου είχατε εσείς προσωπικά ζητήσει, σε περίπτωση που χρειαζόμουν οτιδήποτε, να επικοινωνήσω μαζί σας. Είμαι ευγνώμων για το ενδιαφέρον και την προσπάθειά σας να μου βρείτε μία οικογένεια και ένα ζεστό σπιτικό, μα είμαι στη δυσάρεστη θέση να σας πληροφορήσω ότι η κυρία του σπιτιού, ονόματι Έμχαϊρ Κέριγκαν, αμελεί τα καθήκοντά της ως θετή μου μητέρα. Αντιθέτως, την διακατέχει μία έλλειψη στοργής προς το μέρος μου. Επιπροσθέτως, δεν εκπληρώνει τις ανάγκες μου για μάθηση και μόρφωση. Επομένως, δεδομένων των συνθηκών, μου είναι πλέον δυσάρεστο να μένω μαζί της. Σας ζητώ λοιπόν, με όλο το σεβασμό, να αναλάβετε εσείς προσωπικά την κατάσταση, και να την χειριστείτε όπως εσείς θεωρείτε καλύτερα. Με σεβασμό, Κίαν Χάκαν.»
Δίπλωσε το γράμμα σκυθρωπή και το έβαλε μέσα σε έναν άδειο φάκελο. «Αύριο το πρωί θα το πάω εγώ η ίδια στο ταχυδρομείο.» ανακοίνωσε.
«Φοβάμαι ότι θα το μετανιώσεις, Ζαμπρίνα. Αν το γράμμα φτάσει στα χέρια του δικαστή, η μητέρα σου θα έχει άσχημα ξεμπερδέματα.»
«Η μητέρα μου πρέπει να πάρει ένα καλό μάθημα, Κίαν.» απάντησε εκείνη. «Λίγη υπομονή ακόμα, και σε λίγο καιρό θα τελειώσει αυτό το μαρτύριο.»
«Σε ευχαριστώ, Ζαμπρίνα. Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς εσένα.» είπε το αγόρι με μάτια δακρυσμένα.
«Σώπα τώρα…» ψιθύρισε εκείνη και φίλησε τα κλαμμένα του μάγουλα. «Ώρα για ύπνο.»
«Θα μου πεις μια ιστορία;» την παρακάλεσε, όταν χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα.
«Ευχαρίστως.» χαμογέλασε εκείνη και ξάπλωσε δίπλα του. «Τι θέλεις να σου πω;»
«Πες μου για το Τάλαμ Ούισκε, και τη θάλασσα του Μπι, και το Ρίογκα…»
Έτσι εκείνο το βράδυ, κύλησε ήρεμα, με ταξίδια στις όμορφες πόλεις, μακριά από το Κάρικ και το ψυχρό αρχοντικό των Κέριγκαν. Ο Κίαν αποκοιμήθηκε πριν καλά καλά τελειώσει η εξιστόρηση της αδερφής του. Εκείνη έμεινε μαζί του μέχρι το επόμενο πρωί, ενώ δεν έκλεισε μάτι από την ανησυχία. Μόλις ξημέρωσε και οι υπηρέτες ξύπνησαν για να ξεκινήσουν από νωρίς τις εργασίες τους όπως συνήθως, η Ζαμπρίνα ετοιμάστηκε και κατέβηκε κάτω.
«Έιπριλ…» μίλησε σιγανά. «Κάνε μου μια χάρη.»
«Ό, τι θες, κορίτσι μου.» προσφέρθηκε εκείνη.
«Πρέπει να βγω έξω. Αν τυχόν ξυπνήσει η μητέρα ή ο πατέρας πριν γυρίσω, πες τους ότι με έστειλες για κάποια εξωτερική δουλειά. Κάτι θα σκεφτείς εσύ!»
«Ναι, Ζαμπρίνα μου. Όπως θες.»
«Ευχαριστώ.» απάντησε το κορίτσι, την φίλησε και έφυγε σφίγγοντας στον κόρφο της το γράμμα.
Έριξε μια βιαστική, θλιμμένη ματιά στο σπίτι της, καθώς κατευθυνόταν προς το ταχυδρομείο του Λίτιρ. Μόλις τα ταχυδρομικά περιστέρια παρέδιδαν το γράμμα στον δικαστή Γιόλε, θα ήταν χλωμό το μέλλον της μητέρας της. Τι την περίμενε άραγε; Μια απλή επίπληξη; Κάποια μεγαλύτερη τιμωρία; Φυλάκιση;

Για δύο πράγματα ήταν σίγουρη: Ότι ο Κίαν θα άφηνε για πάντα το κρύο σπίτι των Κέριγκαν, και ότι η υπόληψη της μητέρας της θα δεχόταν τεράστιο πλήγμα. Σκούπισε τα μάτια της και συνέχισε να περπατά, γνωρίζοντας μέσα της πως είχε πάρει την σωστή απόφαση.

Ιωάννα Τσιάκαλου