M Ø NS Ŧ ER (Κεφάλαιο 5ο) -ƶeeℜnebooch- (μέρος 2ο)

Αναδύομαι απότομα από την ανάμνηση, αλλά η θύμησή των αγοριών είναι ακόμη νωπή στο νου μου, κι η αναπνοή μου εξίσου κομμένη με τότε.
«Α-αυτό ήταν, Άντρι... Τε-τε-τελείωσε... Πέρασε ανε-ανεπιστρεπτί», κάνω μια απέλπιδα προσπάθεια να καθησυχάσω τον εαυτό μου. «Σαν ένα κακό όνειρο. Ναι, αυτό ήταν μονάχα... ένα φρικτό όνειρο».
Ωστόσο, τόσο το μυαλό όσο και το κορμί μου, ξέρουν ότι εκείνο το βράδυ με τον Γκρίφιν και την παρέα του υπήρξε. Υπήρξε πέρα από τα όρια του φαντασιακού μου.
Φρόντισαν να μην με αφήσουν να το ξεχάσω αυτό, ούτε για μια στιγμή. Άφησαν τα ίχνη τους επάνω μου, κέντησαν την επιδερμίδα μου με μωβ, μπλε και καφετιά μπαλώματα, κιτρινισμένες μελανιές, βαθιές νυχιές, δαγκωματιές κι ένα απερίγραπτο τσούξιμο ανάμεσα στα σκέλια μου, τα οποία τα νιώθω σαν διαλυμένα.
Δεν ήταν όνειρο όλο αυτό.
Εφιάλτης όμως σίγουρα ήταν.
Σαν να μην ξέρω τι είναι ο αέρας, και πρώτη φορά τον ανακαλύπτω, αρχίζω να παίρνω βαθιές ανάσες, μα ο αέρας μοιάζει να μην φτάνει ποτέ επαρκής στα πνευμόνια μου.
Προσπαθώ να θυμηθώ πώς αναπνέουμε.
Μπιπ, μπιπ, μπιπ, μπιπ, μπιπ...
«Τι στην ευχή είναι αυτό;»
Προσέχω ξαφνικά τον κοφτό, ηλεκτρονικό ήχο που επαναλαμβάνεται φτάνοντας από κάπου κοντά μου, κι ψάχνω να δω τι τον προκαλεί. Στο πλάι του κρεβατιού μου υπάρχει ένα κατασκονισμένο, παλαιολιθικό μηχάνημα ηλεκτρονικής υποστήριξης, ένα μόνιτορ, τέλος πάντων, που καταγράφει την καρδιακή μου λειτουργία.
Όσο αφηνιάζω εγώ, τόσο αφηνιάζει κι εκείνο.
Είναι εκνευριστικό, εκκωφαντικό και δεν με αφήνει να ηρεμίσω. Με τσιτώνει, γεμίζοντας το μυαλό μου με σκηνές από ταινίες όπου ο πρωταγωνιστής πεθαίνει ξαφνικά αφήνοντας την ευθεία γραμμή του μόνιτορ ν' ανακοινώσει την ώρα θανάτου του.
Μπρρρ, αναριγώ, μα από πού κλείνει, τέλος πάντων;
Ξαφνικά, το μπιπ, μπιπ, μπιπ που τόσο με τρελαίνει αντικαθίσταται (μερικώς) από έναν νέο ήχο που αντηχεί από την άλλη άκρη της αίθουσας. Ακούγεται σαν φλαπ, φλαπ, φλαπ.
Άλλο πάλι και τούτο, σκέφτομαι και αναζητώ την πηγή του νέου θορύβου.
Αυτή την φορά είναι ακόμη ευκολότερο να την εντοπίσω, μιας και η πηγή έρχεται με φούρια προς το μέρος μου. Είναι μια μεσήλικη γυναίκα ντυμένη με πράσινη νοκοσομιακή ποδιά, η οποία κρατά ένα μαύρο ντοσιέ παραμάσχαλα, για να σημειώνει την πρόοδο των ασθενών, φαντάζομαι. Στην μύτη της έχει μια μικρή καμπούρα, όπου στηρίζει ένα ζευράγι αυστηρά, τετράγωνα γυαλιά και τα καστανά μαλλιά της που είναι πιασμένα σε έναν χαλαρό κότσο στην βάση του αυχένα της έχουν ασημιές ανταύγες.
«Βρε, βρε», λέει μ' έναν κουρασμένο αναστεναγμό. «Η Βάλενταϊν συνήλθε! Ο γιατρός θα χαρεί πολύ να το ακούσει αυτό, νομίζω πως τον τρόμαξες για λίγο τις τελευταίες ώρες».
Μπιπ, μπιπ, μπιπ...
Ρίχνει μια παραξενεμένη ματιά στο μόνιτορ που διαμαρτύρεται ασύστολα. «Πωπω, αυτό το παλιόπραμα τρελάθηκε τελείως. Μάλλον είχες άσχημο ξύπνημα». Σκύβει από πάνω μου, παίρνει το χέρι μου στο δικό της και τοποθετεί τα δάχτυλά της στον καρπό μου, εξετάζει τον σφυγμό μου. «Χμμμ», μουρμουρίζει. «Εφιάλτης;»
«Ολοζώντανος», επιβεβαιώνω σφουγγίζοντας τις στάλες του παγωμένου ιδρώτα από το μουσκεμένο μέτωπό μου.
Η νοσοκόμα βγάζει έναν μικρό σαν στυλό φακό από το τσεπάκι της ρόμπας της και αφού ισιώνει την πλάτη της πατάει ένα κουμπί ανάβοντάς τον. Έντονο λευκό φως χύνεται μες στα μάτια μου, στραβώνοντάς με. Με διατάζει να μην βλεφαρίσω. «Λειτουργία κορών φυσιολογική...», την ακούω να μουρμουρίζει στον εαυτό της. Σβήνει το φως. «Σε γενικές γραμμές, είσαι εντάξει, Αντριάννα. Για να δούμε τώρα, αντιλαμβάνεσαι πού είσαι;»
«Δε... δεν έχω ξαναέρθει εδώ», της εξηγώ, ρίχνοντας μια ακόμη ματιά τριγύρω, θαρρείς κι αναζητώ επιβεβαίωση. «Αλλά από τα συμφραζόμενα... θα έλεγα ότι είμαι στο αναρρωτήριο του Ιδρύματος».
«Έκτακτα», επιδοκιμάζει σημειώνοντας την απάντησή μου στο ντοσιέ της. «Θα μπορούσες να μου πεις τι μέρα είναι;»
«Εεε... 9 Οκτώβρη;», κάνω αβέβαια.
«Μμμμ...», σφίγγεται. Τα χείλη της σουφρώνουν και το δέρμα γύρω απ' το στόμα της γεμίζει με βαθιές ρυτίδες. «Παραλίγο». Με κοιτάζει με το ψεύτικα συμπονετικό βλέμμα του παρουσιαστή τηλεπαιχνιδιού που ανακοινώνει στον παίκτη πως η απάντηση που έδωσε δεν είναι η σωστή και συνεπώς δεν θα του επιφέρει το πολυπόθητο χρηματικό ποσό. «Αλλά υποθέτω ότι είναι φυσιολογικό να έχεις χάσει την αίσθηση του χρόνου έπειτα από τόσες ώρες ύπνου».
Λοιπόν, αυτό ακούγεται... ανησυχητικό.
«Γιατί;», τσιτώνω. «Πόσες μέρες είμαι τάβλα;»
Κρατάει περισσότερες μυστηριώδεις σημειώσεις.
«Δύο μέρες», απαντά λιτά. «Ξημερώνει η τρίτη. Είναι Κυριακή 12 Οκτώβρη και ώρα τέσσερις το χάραμα».
«Συγγνώμη, εννοείται πως κοιμόμουν τρία μερόνυχτα;», σαστίζω. «Μα... πόσο άσχημα είμαι;» Προσπαθώ να ανακαθίσω, ώστε να την κοιτάξω καλύτερα, αλλά βελονιές πόνου διαπερνούν το σώμα μου. Άουτς!
«Έχεις έναν πληγωμένο μηνίσκο, τέσσερα ραγισμένα πλευρά, κάποιες ρωγμές στο κρανίο σου, ένα άσχημα πρησμένο μάτι και, όπως θα έχεις ήδη προσέξει και η ίδια, μώλωπες που καλύπτουν κάθε σπιθαμή του δέρματός σου. Ακούγεται απαίσιο, ξέρω», αναλογίζεται φωναχτά. «Το καλύτερο που σου μένει να κάνεις τώρα, είναι να προσκολληθείς στην θετική πλευρά της ατυχούς κατάστασής σου: Θα μπορούσες να έχεις σακατέψει πολλά περισσότερα κατά την πτώση σου από την σκάλα, όμως περιορίστηκες σε ετούτα».
Την ακούω προσεκτικά, καθώς μου αναλύει όλα τα μέρη του κορμιού μου που χρειάζονται φροντίδα και επούλωση, ώσπου αναφέρει τις... σκάλες.
Ποιες σκάλες;
Αυτές που οδηγούσαν στο υπόγειο κελί μου; Αυτές που ο Γκρίφιν με ανάγκασε να κατέβω, φορτώνοντάς με σαν σακί στον ώμο του;
«Όχι», εναντιώνομαι στους ισχυρισμούς της. «Δεν έγινε έτσι».
Οι Αθληταράδες στοιχειώνουν τον εγκέφαλό μου, τα χέρια τους, τα στόματά τους και όλα όσα μου έκαναν με δαύτα διαπερνάνε το μυαλό μου, όπως η σφαίρα το γυαλί.
«Δεν φταίνε οι σκάλες...», την πληροφορώ. «Δεν έπεσα».
Η νοσοκόμα συμβουλεύεται τον ιατρικό μου φάκελο με πολύ σοβαρό ύφος.
«Οι αιματολογικές εξετάσεις έδειξαν ότι υπήρχε αλκοόλ και ναρκωτικά στο αίμα σου», ανακοινώνει με τόνο απότομα βλοσυρό. «Δεν θα σε ρωτήσω που τα βρήκες... Θα σε ρωτήσω κάτι άλλο», με μια κοφτή, επαγγελματική κίνηση κλείνει το μαύρο της ντοσιέ και με κοιτάζει κατάματα. «Πιστεύεις ότι η θολωμένη από το πιοτό και τις ουσίες μνήμη είναι αξιόπιστη;»
Δεν μου δίνει χρόνο να απαντήσω. «Στραβοπάτησες και κουτρουβάλησες από ύψος 40 σκαλιών... Εξού και το χάλι σου», ολοκληρώνει τα λεγόμενά της, στρέφοντας την μυτερή γραφίδα της πένας της κατά πάνω μου. Με σημαδεύει με έναν τρόπο που μοιάζει να λέει: Φως φανάρι είναι. «Αυτό είναι όλ-».
«Όχι!», την αψηφώ. Το μόνιτορ δίπλα μου αντιδρά αναλόγως.
Μπιπ, μπιπ, μπιπ, μπιπ, μπιιιιιιπ!
«Δεν έγινε έτσι. Ήταν... ήταν ο Γκρίφιν, ο Γκρίφιν Σέιγουορθ. Και δεν ήταν μόνος του. Ήταν και ο Μαρκ εκεί και... ο Άσερ και...»
Κουνάει απορριπτικά το κεφάλι της. «Μυθοπλασίες ενός διαταραγμένου νου», προφασίζεται.
«Όχι, όχι, στα αλήθεια!», εξεγείρομαι. «Εκείνοι ήταν. Με περιτριγύριζαν ολόκληρο το βράδυ, μου είπαν ψέματα, με παρέσυραν σε εκείνο το υπόγειο...» Όσο της διηγούμαι τι έλαβε χώρα, η φωνή μου υψώνεται, ρίγη διατρέχουν την ραχοκοκαλιά μου και το σφυροκόπημα από το μόνιτορ επιταχύνεται εξωφρενικά πολύ. «Και... και τότε...»
Με διακόπτει ανυπόμονα. «Ξεκουράσου, Αντριάννα Βάλενταϊν-»
«Όχι, ακούστε-»
Με το ελεύθερο χέρι της με σπρώχνει πίσω, αναγκάζοντάς με να ξαπλώσω πάλι στα μαξιλάρια. «Ηρέμισε και επουλώσου», μου συνιστά. Προσπαθώ να σηκωθώ, με πιέζει στο στρώμα. «Άσε στον χρόνο να γιατρέψει τις πληγές σου και μην ρίχνεις το φταίξιμο της απροσεξίας σου σε άλλους».
«Με βίασαν!», λέω με μια σπαραχτική κραυγή.
Για λίγο είναι λες κι ολόκληρο το αναρρωτήριο κρατά την ανάσα του, το μόνο που υπάρχει τριγύρω είναι μια ηχηρή, χαυνωτική σιωπή. Με βίασαν, οι λέξεις πέφτουν βαριές στον χώρο, διογκώνονται, εξαπλώνονται.
Κι όμως, με κάποιον τρόπο η γυναίκα καταφέρνει να ξεπεράσει και απορρίψει ξανά την συνταρακτική μου ομολογία λες και πρόκειται για μια αβάσιμη, συκοφαντική φήμη.
«Όχι», το αρνείται ανυποχώρητη. Μετά μου χαρίζει ένα συγκαταβατικό χαμόγελο. «Το ονειρεύτηκες αυτό. Ήταν ο εφιάλτης σου».
Με αφήνει, κάνει μεταβολή και... «Φεύγω τώρα», με ενημερώνει. «Λόγο της περασμένης ώρας, με έχουν αφήσει μόνη στο αναρρωτήριο και έχω να δω και τους υπόλοιπους ασθενείς». Πιάνει την άσπρη κουρτίνα του παραβάν μου και αρχίζει να την τραβά σιγά σιγά, το ύφασμα απλώνεται δημιουργώντας ένα παραπέτασμα ανάμεσα σε εμένα και τον κόσμο. «Ξάπλωσε και ηρέμισε», με συμβουλεύει. Ακούγεται υπερβολικά δεικτική.
«Πρέπει να-», προσπαθώ να την πείσω να μείνει, να ακούσει, να καταλάβει...
Με κοιτάζει άτεγκτα απ' το μικρό άνοιγμα που έχει αφήσει στο παραβάν. «Βγάλε από το φουρκισμένο σου μυαλουδάκι όλες αυτές τις ανοησίες», η δηκτικότητα της εκτοξεύεται στα ύψη σαν ρουκέτα. «Οι σκάλες ήταν...»
Αφήνει το ύφασμα να πέσει και το παραβάν κλείνει για τα καλά απομονώνοντάς με.
«Μα... μα δεν έγινε έτσι», ψελλίζω.
Αλλά πλέον δεν υπάρχει κανείς τριγύρω για να ακούσει αυτή την δήλωση.
Κανείς δεν νοιάζεται.
Κανείς πέραν εμού. Ξέρω πως δεν έγινε έτσι.

Σβετλιν