Η νύχτα που ο παράδεισος έπεσε (Κεφάλαιο 27 - part 1) - Earth Stinks

Damian’s POV

Μισώ τις γυναίκες. Ειλικρινά είναι χρήσιμες για μια δουλειά και μόνο.
Άνοιξα το ένα μου μάτι να κοιτάξω την εκνευρισμένη κοπέλα που βημάτιζε νευρικά στο υπνοδωμάτιο της.
  «Γιατί;» φώναξε και έβαλε τα χέρια στην μέση της κοιτάζοντας με μάτια που πετούσαν φωτιές. Ξεφύσησα ενοχλημένος. Δεν ήθελα να τσακωθώ μαζί της λίγες ώρες αφ’ότου είχαμε επιστρέψει στην γη αλλά δεν μου το έκανε εύκολο. Όχι. Είχα βολευτεί έτσι όπως ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι της με τα χέρια πίσω απο το κεφάλι μου. Μπορεί τα ανθρώπινα κρεβάτια να τα θεωρούσα άθλια και άβολα αλλα με κάποιον ακατανόητο τρόπο αυτό ήταν κατι παραπάνω απο άνετο. Ίσως δεν είχα ξαπλώσει στα σωστά κρεβάτια μέχρι τωρα... «Δεν καταλαβαίνω την αρνηση σου. Αφού είσαι υποχρεωμένος να με ακολουθείς». Το μόνο που χαλούσε την χαλαρωση μου ήταν οι ασταμάτητες φωνές της.
Προσπαθούσε εδώ και ώρα να με πείσει να επιστρέψει στην δουλειά της. Μα γιατί; Ποιος άγγελος θα ήθελε να επιστρέψει σε κάτι τόσο ανθρώπινο όσο η δουλειά? Οι γυναίκες είναι μυστήριες.
  «Για αυτό ακριβώς. Δεν έχω καμία όρεξη να σηκωθώ να ξεβολευτω και να πάω σε ένα καταγώγι όπου θα πρέπει να απομακρύνω ξελιγωμένους άντρες απο πάνω σου όλο το βράδυ, κάθε βράδυ». Αυτό ηταν αλήθεια. Εν μέρει.
  «Έχουμε σεκιούριτι για αυτήν την δουλειά, ξέρεις!» Γύρισα τα μάτια μου.
  «Λιλιάνα…» πρόφερα το όνομα της απειλητικά και άνοιξα τα μάτια μου καρφώνοντας την με το βλέμμα μου στην θέση της. «Είπα όχι». Την είδα να σμήγει τα φρύδια της έξαλλη και να μου γυρνάει την πλάτη.
  «Οκ. Όπως θες». Προχώρησε αργά προς το μπάνιο και κλειδώθηκε εκεί. Πριν από αυτό όμως, πρόλαβα να δω ένα πλάγιο, επικίνδυνο χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη της μέσω της αντανάκλασης της στον καθρέφτη.
  Δεν είχε έξοδο από το μπάνιο. Όταν είχαμε φτάσει 3 ώρες νωρίτερα, είχα μπει πρώτος στο σπίτι. Είχα ψάξει κάθε έξοδο και κάθε πιθανή είσοδο. Τώρα, με εκείνη κλειδωμένη στο μπάνιο και εμένα στο κρεβάτι της να κοιτάζω το απέραντο κενό, μπορούσα να ψάξω το σπίτι ανενόχλητος. Σηκώθηκα και κοίταξα τριγύρω στην κρεβατοκάμαρα της. Όλα στο χρώμα της κρέμας. Οι βαριές, μηχανικές κουρτίνες της, το πάπλωμά της, τα χαλιά, ακόμα και τα έπιπλα και το προσκέφαλο της. Σηκώθηκα και πήγα στο σαλόνι της. Το σπίτι ήταν πολύ μεγάλο για ένα άτομο. Με 2 έξτρα κρεβατοκάμαρες, η κάθεμια με δικό της μπάνιο και μπαλκόνι, μεγάλο σαλόνι, ξεχωριστή τραπεζαρία… Ήταν ένα πολύ μεγάλο αλλά απρόσωπο σπίτι. Άνοιξα όλα τα συρτάρια και τα ντουλάπια προσπαθώντας να βρω οτιδήποτε που θα υποδήλωνε ότι οι άγγελοι είχαν ψάξει το σπίτι της. Τίποτα. Επέστρεψα στην κρεβατοκάμαρα της και άνοιξα το συρτάρι του κομοδίνου της. Εκεί, ακουμπησμένο σε μια άκρη στο άδειο συρτάρι, ήταν ένας αγγελίτης. Ανενεργός, χωρίς ενέργεια μέσα του. Κοίταξα τον λίθο και ύστερα την κλειστή πόρτα του μπάνιου. Άπλωσα το χέρι μου να το πιάσω αλλά ένιωσα τα δάχτυλα μου να τρέμους από δισταγμό. Τι θα γινόταν αν δεν ήμουν αρκετά γρήγορος; Αν χρειαζόταν βοήθεια και εγώ ήμουν κάπου μακριά; Κούνησα το κεφάλι μου. Τι χαζές σκέψεις ήταν αυτές; Έπρεπε να ομολογήσω ότι με είχε εκπλήξει ωστόσο. Ήμουν σίγουρος ότι ο Κάιλ θα της είχε βάλει ολόκληρη στρατιά φρουρών και όχι απλά έναν αγγελίτη. Έπιασα τον λίθο και τον έκλεισε στην παλάμη του. Άκουσα την πόρτα να ανοίγει και η Λιλιάνα βγήκε από το μπάνιο ντυμμένη με ένα μαύρο τζιν και ένα πουλόβερ στο χρώμα της καραμέλας που τόνιζε τα πράσινα μάτια της και το λευκό της δέρμα. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε έναν ψηλό κότσο και φορούσε ένα ζευγάρι ψηλές, μαύρες γόβες. Κοίταξε την παλάμη μου και η έκφραση της σκοτείνιασε. Την πλησίασα και έπιασα το χέρι της. Έβαλα τον αγγελίτη στην παλάμη της και έσφιξα τα δάχτυλα της γύρω του. Με κοίταξε στα μάτια προσπαθώντας να καταλάβει αν ήμουν θυμωμένος ή έτοιμος να ξεσπάσω.
  «Να το κουβαλάς πάντα μαζί σου.» της είπα μονάχα και απομακρύνθηκα. Το δέρμα μου στα σημεία που είχαν ακουμπήσει το δικό της έκαιγε και το υπόλοιπο σώμα μου παρακαλούσε να κολλήσει όλο πάνω στο δικό της αλλά το αγνόησα. Η σεξουαλική μου ενέργεια έπρεπε να ανακατευθυνθεί κάπου αλλού πέρα από το πρόσωπο της. Και έπρεπε να γίνει σύντομα. Έπιασα το μπουφάν μου από την καρέκλα του μπουντουάρ της και την κοίταξα. «Ντύσου» της είπα μονάχα. Άνοιξε την ντουλάπα της και πήρε το παλτό της, όμως αυτά τα ελάχιστα δευτερόλεπτα μου έδωσαν μια καθαρή εικόνα του περιεχομένου της και ένιωσα το μυαλό μου να πλημμυρίζει με πρόστυχες εικόνες. Ξεφύσησα ενοχλημένος και πήγα στην εξώπορτα. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα βρισκόταν στο πλάι μου και βγαίναμε στον κρύο αέρα της Νέας Ορλεάνης. Προχωρήσαμε αργά προς την πολύβουη και χρωματιστή Γαλλική συνοικία. Ο κρύος αέρας που μαστίγωνε το πρόσωπο μου δεν βοηθούσε τα τεντωμένα μου νεύρα, ωστόσο η συμπεριφορά της Λιλιάνας που με αγνοούσε βυθίζοντας το πρόσωπο της σε ένα κομμάτι χαρτί που κρατούσε, με έκανε να αισθάνομαι κάπως καλύτερα. Το τελευταίο πράγμα που ήθελα ήταν να καταλάβει την αναστάτωση μου.
  Γυρνώντας στην Νέα Ορλεάνη, το πρώτο πράγμα που μου είχε πει είναι ότι έπρεπε να κατέβει στην αγορά. Στον έναν μήνα σε ανθρώπινες μέρες που είχε περάσει στην Κόλαση, οι προμήθειες της σε τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης ήταν πλέον για πέταμα και έπρεπε να αγοράσει καινούργια. Η υπαίθρια αγορά προσέφερε ότι ήταν απαραίτητο και σε λιγότερο από δέκα λεπτά είμασταν στον δρόμο για το σπίτι.
  Κοίταξα την Λιλιάνα με περιέργεια. Δεν ήταν σαν τις υπόλοιπες γυναίκες. Δεν παρασυρόταν από τα πολύχρωμα φορέματα ή τις μυρωδιές των φρεσκοψημένων εδεσμάτων και ας είχε να φάει έναν μήνα σχεδόν. Τα ψώνια της ήταν μεθοδικά και γρήγορα, χωρίς έξτρα αγορές και χωρίς καθυστέρηση. Ακόμα και οι Άγγελοι απολαμβάνουν τέτοια πράγματα. Ή στην περίπτωση της, όπως υποπτευόμουν, τα Νέφελιμ. Δεν με είχε αφήσει να κουβαλήσω τα ψώνια της, όχι ότι είχα προσφερθεί κιόλας, οπότε περπατούσαμε στην σιωπή εγώ με τα χέρια στις τσέπες και εκείνη με 3 χάρτινες σακούλες γεμάτες τρόφιμα και απαραίτητα. Την ένιωσα ξαφνικά να με τραβάει και να με σπρώχνει σε ένα από τα σκοτεινά σοκάκια, ισσοροπώντας τα πράγματα στο ένα της χέρι και με το άλλο να μου κλείνει το στόμα την στιγμή που πήγα να παραπονεθώ. Με την άκρη του ματιού μου είδα έναν μεγαλόσωμο άντρα στον απέναντι πεζόδρομο να κοιτάει με έκπληξη το σημείο που στεκόμασταν λίγα δευτερόλεπτα πριν. Έστρεψα το βλέμμα μου στην Λιλιάνα που είχε σκυμμένο το κεφάλι. Ο άντρας πήρε μια λυπημένη έκφραση και συνέχισε να περπατάει. Απομάκρυνε το χέρι της από το στόμα μου.
  «Συγνώμη» μουρμούρισε και βγήκε από τις σκιές προχωρόντας πιο γρήγορα στο σπίτι.  
   Μπήκαμε μέσα και σχεδόν έτρεξε στην κουζίνα και άρχισε να τακτοποιεί τα πράγματα. Την ακολούθησα σιωπηλός και την κοίταξα. Ένας έντονος χτύπος στην πόρτα έκανε και των 2 τα κεφάλια να γυρίσουν. «Μην ανοίξεις» μου είπε απειλητικά και συνέχισε την δουλειά της.
  «Δεν το είχα σκοπό» της απάντησα. Το επόμενο δευτερόλεπτο ένας άντρας φώναζε το όνομα της δυνατά ενώ τα χτυπήματα γινόντουσα όλο και πιο επίμονα. «Εραστής;» ρώτησα ανάλαφρα αλλά το μετάνιωσα βλέποντας την θλιμμένη της έκφραση. Τα χτυπήματα σταμάτησαν ξαφνικά και το σπίτι βυθίστηκε πάλι στην σιωπή. Πόσα μυστικά έκρυβε αυτό το Νέφελιμ άραγε? Έμεινα για λίγο σκεφτικός.  «Τι ώρα ξεκινάει η προπόνηση;» την ρώτησα κοιτώντας το ρολόι μου. Γύρισε να με κοιτάξει απορημένη.
  «Ποια…;»
  «Για το βραδινό σου νούμερο». Με κοίταξε με μάτια γεμάτα έκπληξη. «Εκτός αν μετά από αυτό δεν θες…» Η εσωτερική της πάλη ήταν τόσο ευκρινής στα μάτια της. Όταν όμως με κοίταξε ξανά χαμογελούσε τόσο εκτυφλωτικά που φώτιζε όλο το δωμάτιο.
  «Το εννοείς; Και οι… Άγγελοι;» με ρώτησε διστακτικά.
  «Αν υποσχεθείς να κρατάς τον Αγγελίτη μαζί σου και πως ότι πιω απόψε είναι κερασμένο νομίζω μπορώ να κάνω μια παραχώρηση». Παράτησε το μπουκάλι με μαγιονέζα που κρατούσε και έπεσε με φόρα στην αγκαλιά μου σφίγγοντας με πάνω της. Πάγωσα στην πράξη της αλλά την αγκάλιασα πίσω μετά από ένα λεπτό. Το άρωμα της πλημμύρισε τις αισθήσεις μου, κυριεύοντας με. Γιατί μικρό Νέφελιμ με επηρεάζεις τόσο;


 Nadia