Τα παιδιά της ομίχλης (Κεφάλαιο 2) - "Μέσα από τον καθρέφτη"

Το κορίτσι θα ξυπνούσε το βράδυ. Έπρεπε να ξυπνήσει. Απόψε όπως και κάθε νύχτα. Τις μέρες κοιμόταν μουγκή μέσα σε βασανιστικά όνειρα. Όνειρα που ακρωτηρίαζαν τη διάθεσή της για ζωή. Που άφηναν πίσω τους μια άοσμη ροή από φωνές χαμηλωμένες, ψιθυριστές, ακατάληπτες γλώσσες και νεύματα σκιών. Αλλά το βράδυ θα σηκωνόταν οπωσδήποτε. Το σώμα θα απαγκιστρωνόταν από την κουραστική ακαμψία του ύπνου. Ο ιδρώτας θα σκουπιζόταν. Τα σεντόνια θα αλλάζονταν. Και θα ένιωθε λίγο καλύτερα. Προτού αρχίσει η καινούρια μέρα. Με το φως που δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει. 
Η νύχτα είχε μια σχεδόν σταθερή ώρα. Την ένιωθε σαν ανατριχίλα στα κόκκαλά της που γίνονταν ολοένα πιο φανερά μέρα με τη μέρα. Το δέρμα της όλο και πιο διάφανο. Τα νεύρα και οι φλέβες διαγράφονταν με μια ένταση εκκωφαντική τώρα πια στο αδύναμο σώμα. Τα μαλλιά και τα νύχια πιο μακριά. Ήταν όμως όμορφη, όλο και πιο όμορφη κάθε μέρα.
Δεν της το έλεγε κανείς. Δε μιλούσε πια με κανέναν. Όμως το ήξερε. Κάθε βράδυ στο μισοσκόταδο στεκόταν μπροστά στον καθρέπτη του δωματίου και κοιτούσε το πρόσωπό της χλωμό, τα μάτια δυο πύρινες πέτρες κόκκινες και υγρές, το στόμα ένα γυμνό, άχρωμο τριαντάφυλλο και θαύμαζε τον τρόμο που της προκαλούσε η μορφή της.
Θαύμαζε τους φθόγγους του θανάτου που διαγράφονταν αργά αλλά σταθερά στο σώμα της. Οι καμπύλες υπήρχαν ακόμα. Έσβηναν πιο αργά από την υποψία του χρώματος της ζωής  στο πρόσωπό της. Ίσως να μην έσβηναν και ποτέ. Ίσως κι ο θάνατος τελικά να είχε ανάγκη από θέλγητρα. Ίσως αυτός παραπάνω από την ίδια τη ζωή. Γιατί ο θάνατος όπως κάθε αυθεντική και μη αναστρέψιμη πραγματικότητα του κόσμου αυτού είναι απαλλαγμένος από τα περιττά πλεονεκτήματα της επίκτητης ομορφιάς που αλλοιώνουν την καθημερινότητα.
Ήταν έγκλειστη εδώ και καιρό στο δωμάτιο. Δε θυμόταν από πότε και γιατί. Της άρεσε όμως η σιωπή του, οι γκριζωποί πέτρινοι τοίχοι του φορτωμένοι βρύα και λειχήνες στις ενώσεις, η ακαθόριστη μυρωδιά της κλεισούρας που απλωνόταν τριγύρω βαριά και πνιγηρή τόσο που μπορούσες να τη σφίξεις στην παλάμη σου και να τη στραγγίξεις, η άπνοια των τοίχων και του χαμηλού ταβανιού με τα μικρά άγνωστα έντομα που έπαιζε μαζί τους χαμογελώντας με περιπάθεια, όταν οι ώρες της φαίνονταν κάπως ακίνητες, οι σκάλες απέναντι από το κρεβάτι της που οδηγούσαν σε μια μικρή ξύλινη πόρτα. Της άρεσαν τα χαμηλόφωνα τραγούδια, η απαλή μακρινή μουσική  και οι ψίθυροι που άκουγε τα βράδια καθισμένη μπροστά στον καθρέπτη της χαϊδεύοντας με μακριά άσπρα δάκτυλα τα ατελείωτα κόκκινα μαλλιά της. Δεν ήξερε από πού έρχονταν τα τραγούδια, μα οι ιστορίες που της έλεγαν της θύμιζαν τα παιδικά της χρόνια και πρόσωπα που δε θυμόταν πια κι αυτό την έκανε πολύ ευτυχισμένη.
Έκλεινε τότε τα μάτια και προσπαθούσε να τραγουδήσει, μα δε θυμόταν τα λόγια. Το στόμα άνοιγε σε μια μικρή σχισμή κι απόμενε έτσι να ανεβοκατεβαίνει σε αόρατες λέξεις χωρίς ήχο και νόημα. Κι απόμενε, νωχελική και μισοναρκωμένη να κοιτά το σκοτάδι πίσω απ’τα κλειστά της βλέφαρα ψάχνοντας μέσα του για τα χαμένα λόγια.
Εικόνες από φως έρχονταν στη σκέψη της. Το παιχνίδισμα του ήλιου κάποιο μακρινό μεσημέρι ανάμεσα από μισοθαμπωμένες φυλλωσιές, ένα πλατύ παράθυρο δοσμένο περίχαρο στην αγκαλιά ενός απόλυτα καθαρού ορίζοντα, χρωματιστά λουλούδια, πεταλούδες που ξυπνούσαν ξαφνικά από το χώμα, γέλια και δροσερές βροχές. Για λίγο η καρδιά της ζεσταινόταν απροσδόκητα, μα γρήγορα το φως αυτό θάμπωνε την ψυχή της από μέσα και άνοιγε τα μάτια να το τινάξει έξω, σαν βλασφημία που βιαζόταν να τη σκορπίσει να χαθεί στο σκοτάδι. Και το φως μια μπάλα απελπισίας, πιο θνητό κι από τα δευτερόλεπτα του χρόνου χανόταν μεμιάς και το σκοτάδι επέστρεφε θριαμβευτής να τη διαποτίσει με τη δική του σκοτεινή όραση.
Έσκυβε τότε στον καθρέπτη της κι έβλεπε ολοκάθαρα μέσα από τις μικροσκοπικές πηγές αμυδρού φωτός που χοροπηδούσαν ολόγυρά της, πλασματάκια μυστικά, γόνους κόσμων αλλοτινών, τη μορφή της. Την έβλεπε όπως ήταν ωχρή και όμορφη, όμορφη κι απόκοσμη, απόκοσμη κι αιώνια μέσα στο σκοτάδι το δικό της. Χωρίς φωνή, με μέλη μακριά κι αστραφτερά λευκά δόντια, μια πριγκίπισσα της μοναξιάς. Και τα φωτάκια έπαλλαν γύρω της χαρούμενα.
Μέσα από τον καθρέπτη της μπορούσε να δει και στο σκοτάδι του έξω κόσμου. Τους δρόμους μιας πόλης που κάτι της θύμιζε, τα δέντρα ενός δάσους που οι μυρωδιές του της ήταν γνωστές, το πρόσωπο ενός κόκκινου φεγγαριού του μεσοκαλόκαιρου, τους ήχους απ’το περπάτημα κάποιου μοναχικού παραστρατημένου στις χαλικόπετρες του δάσους, μια ομίχλη που ξεστράτιζε αργά απ’ την καρδιά των δέντρων να συναντήσει εκείνη που σεργιάνιζε ανάμεσα στους τάφους του παλιού αποικιακού νεκροταφείου, τον γάτο που την κοιτούσε με μάτια σαν ξυράφια μέσα από το σκονισμένο γυαλί.
Αν ακουμπούσε τον καθρέπτη της, οι μυρωδιές κι οι ήχοι θα έμπαιναν στο δωμάτιο. Και ήξερε πως, αν μιλούσε, οι έξω θα την άκουγαν, μα δεν μπορούσε. Και ήξερε πολύ καλά επίσης πως, αν ακουμπούσε με το ακροδάκτυλό της στον καθρέπτη, εκείνος θα ταλαντευόταν σε πολλούς ομόκεντρους κύκλους και θα το άφηνε να περάσει ανάμεσά του και τότε εκείνη θα ένιωθε το σκοτάδι της νύχτας, την υγρασία της ομίχλης, την ανάσα του μαύρου γάτου που ήξερε πως την παρακολουθούσε μέσα από τα σαν ξυράφια μάτια του.
Μα δεν το έκανε ποτέ. Γιατί ήξερε πως η θέση της, εκείνης που δεν είχε φωνή ήταν μέσα στο μικρό τετράγωνο δωματιάκι της, στο μαλακό σκοτάδι της λήθης και της άγνοιας. Αν έβγαινε έξω θα θυμόταν και πώς θα άντεχε τη μνήμη, πώς θα συμβιβαζόταν με την ανάμνηση και τον χρόνο, τον καιρό και το πέρασμά του;
Τα σεντόνια της δεν αλλάχτηκαν απόψε. Δε θα αλλάζονταν και απόψε και το ήξερε. Και ο ιδρώτας της δε θα σκουπιζόταν από κανένα χέρι, γιατί απλά δεν υπάρχε ιδρώτας. Ήταν κι αυτός μια ανάμνηση. Υπήρχε  όμως το κρεβάτι και το τετράγωνο δωμάτιο με τα σκαλάκια του προς την ξύλινη πόρτα κι ο καθρέπτης της υπήρχε κι αυτός. Όπως υπήρχαν και οι δρόμοι της πόλης εκεί έξω και το πρόσωπο ενός κόκκινου φεγγαριού του μεσοκαλόκαιρου και οι ήχοι του περπατήματος ενός μοναχικού παραστρατημένου στις χαλικόπετρες του δάσους και η ομίχλη που ξεστράτιζε αργά για το νεκροταφείο σε διχαλωτές λωρίδες γλείφοντας κι αναδεύοντας τις σκονισμένες μαρμαρόπετρες  και ο γάτος με τα σαν ξυράφια μάτια του. Και οι φωνές ολόγυρά της από τα διπλανά δωμάτια και τα φωτάκια που τρεμόπαιζαν στη μοναξιά της. Κι εκείνη υπήρχε εκεί από πάντα.
Δεν είχε επιχειρήσει ποτέ να ανοίξει την πόρτα. Ούτε καν να ανέβει τις σκάλες. Γιατί στο βάθος ήξερε. Ποια ήταν και πού ήταν. Και από πού ερχόταν η μουσική.
Μα δεν μπορούσε να θυμηθεί από πότε.

Δέσποινα Μανωλακάκη