Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία του Ηλία Στεργίου

Κάθισε βαρύς στον παλιό ξύλινο καναπέ. Το πρόσωπό του είχε συσπαστεί από τον πόνο, τα χέρια του έτρεμαν ελαφρά. Η ανάσα του έβγαινε κοφτή, λαχανιασμένη. Τα μάτια του τα είχε καλύψει μια γκρίζα ομίχλη, αλλά και πάλι ίσως να ήταν από το σαρανταπεντάρι που μόλις είχε χρησιμοποιήσει.
Έπιασε απελπισμένος το κεφάλι του. Την οργή τη διαδέχτηκε η απελπισία. Κοίταξε έντρομος το όπλο που κρατούσε ακόμα στα χέρια του και το άφησε πανικόβλητος στο τραπεζάκι δίπλα του.
Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, μα τα μάτια του είχαν συνηθίσει στο σκοτάδι. Ένα κόκκινο ρυάκι έφτανε ως τα πόδια του. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά δυνατά και ξάφνου ένιωσε έναν οξύ πόνο στο στήθος. Πετάχτηκε όρθιος και άρχισε να κόβει βόλτες γύρω από τα σώματα που ήταν πεσμένα στο πάτωμα.
Επικρατούσε ησυχία, μπορούσε να ακούσει την καρδιά του να σφυροκοπά κάτω από το άσπρο πουκάμισό του. Σκούπισε τα χείλη του με την ανάποδη της παλάμης του. Πήγε μέχρι τη γωνία και έβγαλε από ένα στενό ντουλάπι ένα μπουκάλι μπέρμπον. Έπιασε να γεμίσει ένα ποτήρι, μα την τελευταία στιγμή το μετάνιωσε. Το πέταξε και αυτό διαλύθηκε με θόρυβο στο πάτωμα. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το μπουκάλι και ένιωσε το κάψιμο στον λάρυγγα.
–Ανάθεμά σε, σκύλα! φώναξε με λύσσα. Ανάθεμά σε!
Έσκυψε πάνω από την ημίγυμνη γυναίκα που κείτονταν ανάσκελα στο πάτωμα και κοιτούσε το ταβάνι με τα γυάλινα, γεμάτα φρίκη, μάτια της. Τα μακριά πλούσια ξανθά μαλλιά της είχαν βαφτεί κόκκινα και πάνω από το αριστερό της αυτί έχασκε μια μεγάλη τρύπα. 
Σήκωσε το κεφάλι του και βλαστήμησε μέσα από τα δόντια του. Το τραύμα που άφηνε η προδοσία τού φαινόταν μεγαλύτερο. Ήπιε άλλη μια μεγάλη γουλιά.
–Σε λάτρεψα, σου έδωσα τα πάντα και πώς μου το ξεπλήρωσες, ε;
Ρουθούνισε αγριεμένος. Έβγαλε μια άναρθρη κραυγή σφίγγοντας τις γροθιές του και προσπάθησε να ηρεμήσει.
–Όλα τελείωσαν, είπε σιγά αφήνοντας έναν αναστεναγμό. Δε θα πληγώσεις ποτέ ξανά κανέναν.
Έριξε μια υποτιμητική ματιά στο δεύτερο πτώμα που κείτονταν δίπλα της, έναν άντρα που φορούσε ακόμα το πράσινο γιλέκο του, μα ήταν γυμνός από τη μέση και κάτω. Το μυτερό κόκκινο καπέλο του, ήταν πεσμένο λίγο πιο πέρα.
Χτυπήματα ακούστηκαν στην πόρτα και γύρισε ξαφνιασμένος. Όλο του το είναι βρισκόταν σε εγρήγορση, έπρεπε να είναι προσεκτικός. Κανείς δεν έπρεπε να υποψιαστεί το παραμικρό. Άνοιξε την πόρτα λίγο, τόσο ώστε να χωράει ίσα–ίσα το κεφάλι του.
–Άγιε, είπε ο Βushy το ξωτικό, ο εφευρέτης των μαγικών μηχανών που έφτιαχναν παιχνίδια καθώς στεκόταν και τον κοιτούσε  με ένα απορημένο ύφος. Όλα καλά;
–Όλα καλά, απάντησε κοφτά.
Το ξωτικό έγειρε το κεφάλι να δει στο εσωτερικό, μα ο Άγιος έκλεισε με το σώμα του το άνοιγμα.
–Ο Alabaster, ο διαχειριστής της λίστας, λείπει και τον χρειαζόμαστε. Είναι ήδη περασμένη ώρα παραμονές Χριστουγέννων, το έλκηθρο πρέπει να φορτωθεί και είναι εκείνος που πρέπει να κάνει την επίβλεψη.
Ξεροκατάπιε. Το ήξερε πως αυτό ήταν λίγο δύσκολο να γίνει, μιας και αυτός ο κρετίνος, ο άλλοτε αδερφικός του φίλος, βρισκόταν νεκρός πίσω του, δίπλα στη γυναίκα του.
–Βρες τον Wunorse, να επιληφθεί εκείνος.
–Μα, Άγιε, έχει να τσεκάρει τους τάρανδους, να τους περάσει από τεχνικό έλεγχο. Σε λίγες ώρες πετάτε.
Το αγριεμένο του βλέμμα δεν του άφησε πολλά περιθώρια για αμφισβήτηση και έτσι ο Βushy υποχώρησε με σκυμμένο το κεφάλι.
Έκλεισε την πόρτα και ακούμπησε το βαρύ του σώμα πάνω στον τοίχο. Έπρεπε να φύγει, θα συγύριζε τον χαμό μόλις θα επέστρεφε.
Έπιασε τον κόκκινο σκούφο, τον έβαλε στο κεφάλι και φόρεσε ένα τεράστιο χαμόγελο. Είχε ένα λειτούργημα να επιτελέσει, στη δουλειά του δε χωρούσαν συναισθηματισμοί αυτού του είδους.

Δεν είχε σημασία η δική του ευτυχία, είχε να κάνει τα παιδιά όλου του κόσμου χαρούμενα…

Ηλίας Στεργίου