Faded Memories - "Μοίρα" (Διήγημα 12ο)

Η Αλίσια Γκάμπελ είναι δημοσιογράφος σε γνωστό περιοδικό της Βοστώνης. Είναι εικοσιπέντε χρονών και ευκατάστατη. Ζει μόνη της σε ένα διαμέρισμα 100 τετραγωνικών, το οποίο νοίκιασε πριν από τρία χρόνια, όποτε και μετακόμισε στην πόλη. Κατάγεται από το Βέρμοντ. Οι γονείς της έχουν πεθάνει και όντας μοναχοπαίδι ο μοναδικός σύντροφος στη ζωή της την παρούσα στιγμή είναι ο σκύλος της, ο Τόμπι.
Ο Ντένις Χόλντερ είναι ζωγράφος. Μόλις έκλεισε τα τριάντα του χρόνια και δέχτηκε μία απρόσμενη πρόσκληση από έναν κριτικό έργων τέχνης στη Βοστώνη. Ζει μόνος του σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Μπρούκλιν, απ’ το οποίο και κατάγεται. Οι γονείς του είναι εν ζωή και τους επισκέπτεται κάθε εβδομάδα, καθώς μένουν μόνο μισή ώρα μακριά του. Χώρισε πρόσφατα από μία σχέση διάρκειας τριών ετών.
Η Αλίσια κι ο Ντένις πρέπει να βρίσκονται και οι δύο τη Δευτέρα στις εννέα το βράδυ στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης. Το μόνο πρόβλημα και για τους δύο είναι ότι λίγες ώρες πριν, χάλασε το αυτοκίνητό τους και πρέπει να βρουν άλλον τρόπο να είναι στην ώρα τους στο ραντεβού τους.



Αλίσια

«Τι εννοείς δεν μπορείς να μου το φτιάξεις; Σου είπα ότι θα σε πληρώσω παραπάνω για τις υπηρεσίες σου!»
«Κυρία μου, καταλάβετέ με. Δεν είναι θέμα χρημάτων. Τα ανταλλακτικά που χρειάζεστε θα κάνουν περίπου μία βδομάδα να βρεθούν και να μεταφερθούν από τη Γερμανία. Δεν είναι στο χέρι μου».
«Δεν μπορείς να βρεις κάτι που να ταιριάζει προσωρινά;»
«Δε γίνεται δυστυχώς. Αν δεν μπουν τα συγκεκριμένα ανταλλακτικά, το αμάξι δεν επιτρέπεται να κυκλοφορήσει στον δρόμο».
            Η Αλίσια κοίταξε τον μηχανικό με βλέμμα αγανακτισμένο. Από το πρωί είχε συναντήσει τρεις διαφορετικούς μηχανικούς και κανείς δεν μπορούσε να της λύσει το πρόβλημα. Η ώρα όμως περνούσε και οι επιλογές της όλο και λιγόστευαν. Ξεφύσησε δυνατά και έκλεισε με δύναμη το καπό του αυτοκινήτου της. Ο μηχανικός έκανε ένα βήμα προς τα πίσω δίνοντάς της λίγο χώρο. Χρειάστηκε μόνο δύο λεπτά για να καταλάβει ότι η Αλίσια ήδη έκλεινε το γκαράζ και έτρεξε ξαφνιασμένος προς το μέρος της. Εκείνη περπάτησε προς την είσοδο του σπιτιού της και λίγο πριν του κλείσει την πόρτα καταπρόσωπο, τον κοίταξε με την άκρη του ματιού της.
«Ειδοποίησε με μόλις έχεις στα χέρια σου τα ανταλλακτικά» του είπε ψυχρά και πριν προλάβει εκείνος να απαντήσει, η πόρτα είχε κλείσει με έναν γδούπο.
Το μισούσε, όταν τα πράγματα δεν πήγαιναν έτσι όπως τα είχε προγραμματίσει εξ’ αρχής. Δεν άντεχε τις αλλαγές ή τις παρεκκλίσεις. Ειδικά τη συγκεκριμένη μέρα δε χώραγαν προβλήματα στο πλάνο της. Επρόκειτο να παρευρεθεί σε μία πολύ σημαντική συνάντηση στο Μουσείο Βρετανικής Τέχνης με έναν εξέχοντα και ταλαντούχο ζωγράφο. Ήταν το κελεπούρι της. Το κερασάκι στη δημοσιογραφική της στήλη. Δεν επιτρεπόταν να αργήσει ούτε λεπτό. Υπήρχε μόνο μία λύση στο πρόβλημά της και δεν τη συγκινούσε καθόλου. Έπρεπε να πάρει ταξί.
«Αηδία» αναφώνησε ξαπλωμένη στον καναπέ της. Η Αλίσια μισούσε τα ταξί. Την εκνεύριζαν οι ενοχλητικοί οδηγοί με τη φλυαρία τους. Της προκαλούσαν πονοκέφαλο μόνο και μόνο στην ιδέα. Επίσης μισούσε τους συνεπιβάτες της. Την εξόργιζε το γεγονός ότι πάνω από δύο άτομα σε ένα μεταφορικό μέσο αισθάνονταν την ανάγκη να ξεκινήσουν ψιλή κουβεντούλα, λες και γνωρίζονταν από παλιά. Ας μην πιάσουμε και το θέμα της καθαριότητας. Πόσα άτομα είχαν καθίσει στην ίδια θέση και πόσα μικρόβια είχαν εξαπλωθεί στα καθίσματα των αυτοκινήτων αυτών. Ανατρίχιαζε και μόνο στη σκέψη.
            Το μάτι της έπεσε ασυναίσθητα πάνω στο ρολόι και γούρλωσε το βλέμμα της. Ήταν ήδη επτά το απόγευμα. Έπρεπε να βιαστεί. Μπήκε γρήγορα στο μπάνιο και στη συνέχεια βάλθηκε να φτιάχνει τα μαλλιά της. Λίγο πριν φορέσει το μακρύ, κόκκινο της φόρεμα πήρε το κινητό στα χέρια της και με μεγάλη δυσφορία κάλεσε τον αριθμό. Απάντησε ένας άνδρας σχετικά νέος. Η Αλίσια υπολόγιζε ότι ήταν γύρω στα τριάντα.
 «Θέλω ένα ταξί να με παραλάβει στις οκτώμισι ακριβώς και να με μεταφέρει στο Μουσείο Καλών Τεχνών».
«Πολύ καλά, θα είμαι εκεί» απάντησε ο άντρας, αλλά πριν προλάβει να πει κάτι άλλο η φωνή της Αλίσια ακούστηκε απότομη και σοβαρή.
«Δε θα πάρεις άλλον στον δρόμο σου. Θα είμαι μόνη στο ταξί» ο τόνος της ήταν κοφτερός σαν μαχαίρι. Μουρμούρισε τη διεύθυνσή της κι έπειτα έκλεισε το τηλέφωνο με μια γκριμάτσα. Το μισούσε τόσο πολύ, όταν της χάλαγαν τα σχέδια.
Στις οκτώμισι ακριβώς ένα ταξί είχε παρκάρει κάτω από το διαμέρισμά της με αναμμένα τα αλάρμ. Έτοιμη πλέον, έβαλε τις ψηλοτάκουνες γόβες της, πήρε το παλτό στα χέρια της και κατέβηκε με προσοχή τις σκάλες. Ανοίγοντας την πόρτα του ταξί παρατήρησε ότι ο νεαρός άνδρας την κοίταζε με γουρλωμένα μάτια. Με ένα δυνατό κλείσιμο της πόρτας τον έφερε στα συγκαλά του κι εκείνος έβαλε πρώτη για να φύγουν. Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής δεν ανταλλάξανε πολλές κουβέντες, όμως τον έβλεπε συχνά να της ρίχνει κλεφτές ματιές από τον καθρέφτη. Ωστόσο δε σχολίασε τίποτα κι αφού έφτασαν στον προορισμό τους έβγαλε τα λεφτά από το πορτοφόλι της, προσθέτοντας ένα μικρό πουρμπουάρ για την εξυπηρέτησή του. Είχε κρατήσει την υπόσχεσή του και δεν είχε δεχτεί άλλους επιβάτες, παρόλο που είχαν βρεθεί αρκετοί που του είχαν κάνει σήμα. Επίσης το αυτοκίνητο τής φαινόταν ευπρεπές και καθαρό, πράγμα που έκανε τη διαδρομή της λιγότερο δυσάρεστη. Ήταν έτοιμη να βγει έξω, όταν άκουσε τη φωνή του σταθερή και ήρεμη.
«Θα θέλατε να έρθω στο τέλος της εκδήλωσης να σας παραλάβω πάλι;» ρώτησε ευγενικά. Η Αλίσια σάστισε. Δεν το είχε πολυσκεφτεί. Έπειτα χαμογέλασε ελαφρά εκπλήσσοντας τον νεαρό άντρα.
«Πολύ θα με εξυπηρετούσε, αν είστε διαθέσιμος. Θα σας καλέσω αργότερα για να σας ενημερώσω» του απάντησε κι έκλεισε την πόρτα ελαφρά. Τον είδε να νεύει κι έπειτα να φεύγει προς την αντίθετη κατεύθυνση του δρόμου. Έμεινε λίγο ακόμα να κοιτάει το αμάξι, μέχρι που χάθηκε στη γωνία και στη συνέχεια πήρε μια βαθιά ανάσα. Ήταν ώρα να επιδείξει τον καλύτερό της εαυτό.


Ντένις

Με το ζόρι είχε προλάβει να μαζέψει τη βαλίτσα του, πριν αρχίσει να κουβαλάει μέχρι τη στάση του λεωφορείου τα λιγοστά πράγματά του και τους δύο πιο πετυχημένους πίνακές του. Μία ώρα συνεχόμενα παρακαλούσε στο τηλέφωνο να του επιτρέψουν να πάρει και τις πέντε δημιουργίες που θα του άλλαζαν τη ζωή. Ήταν ανένδοτοι. Του είπαν ότι με το ζόρι θα δέχονταν τους δύο, οπότε παράτησε απογοητευμένος την προσπάθειά του και βάλθηκε να αποφασίσει ποιους θα επέλεγε. Όλα θα ήταν πιο εύκολα, αν μπορούσε να πάει με το αυτοκίνητό του. Επειδή όμως, όπως κι ο ίδιος υποστήριζε, ήταν πολύ τυχερός στη ζωή του, το αυτοκίνητο του είχε χαλάσει μόλις δύο ώρες πριν την αναχώρηση του για Βοστώνη. Δεν είχε καν προσπαθήσει να το φτιάξει. Γνώριζε ότι ο καλύτερος μηχανικός του κόσμου δε θα προλάβαινε σε δύο ώρες να το έχει έτοιμο. Είχε τρέξει κατευθείαν να ψάξει άλλο μεταφορικό μέσο. Το τρένο ήταν πολύ ακριβό, οπότε η μόνη λύση ήταν το λεωφορείο. Δέκα λεπτά αργότερα είδε τα φώτα του λεωφορείου να φωτίζουν το δρόμο και ετοιμάστηκε να αντιμετωπίσει την οργή του οδηγού.
«Δεν εγγυώμαι ότι δε θα χαλάσουν. Άλλωστε είναι και τέσσερις ώρες ταξίδι» του είπε μάλλον αδιάφορα κι ο Ντένις δεν μπορούσε να κάνει κάτι πέρα απ’ το να προσευχηθεί να πάνε όλα καλά. Μόλις βολεύτηκε στη θέση του δίπλα από έναν άντρα με μακριά ράστα και σκουλαρίκια στη μύτη άρχισε να ψάχνει εστιατόρια στη Βοστώνη. Δεν είχε την ευκαιρία να το κάνει από την ηρεμία του σπιτιού του. Ωστόσο δεν παραπονιόταν. Ήταν ευτυχής μόνο και μόνο που είχε βρει ένα από τα τελευταία εισιτήρια που είχαν μείνει.
            Το μέρος διαμονής του το είχε κλείσει τρεις μέρες πριν. Δυστυχώς τα ξενοδοχεία στη Βοστώνη ήταν πανάκριβα. Κανένα δεν ανταποκρινόταν στον προϋπολογισμό του, μέχρι που βρήκε ένα μοτέλ. Κάποιοι αν το έβλεπαν θα άλλαζαν αμέσως σελίδα και θα το προσπερνούσαν. Το κτίριο φαινόταν παλιό, ωστόσο είχαν χαμηλές τιμές και προσέφεραν και πρωινό. Για τις τρεις μέρες που θα βρισκόταν εκεί ήταν ανεκτό. Πέρασε τις επόμενες ώρες του προσπαθώντας να φανταστεί τη βραδινή εκδήλωση. Τόσοι προσκεκλημένοι και κριτικοί της τέχνης. Άραγε θα μπορούσε να μπει στον κύκλο τους και να γίνει αρεστός;
            Οι τέσσερεις ώρες φάνηκαν ολόκληρος αιώνας. Δεν μπόρεσε να κοιμηθεί, αφού ο διπλανός του είχε τη μουσική στη διαπασών. Το μυαλό του στριφογυρνούσε σε άσχετες σκέψεις, όταν ακούστηκε η φωνή του οδηγού. Ανακοινώνοντας ότι είχαν φτάσει στη Βοστώνη άνοιξε βαριεστημένα τις πόρτες και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά. Ο Ντένις σηκώθηκε γρήγορα προσπαθώντας να βγει πρώτος. Έπρεπε να είναι σίγουρος ότι τα έργα του είχαν φτάσει ασφαλή στον προορισμό τους. Ο οδηγός τον κοίταξε πλαγίως και του έδωσε τους πίνακες χωρίς να απαντήσει στις ευχαριστίες του. Έχοντας τους πίνακες ανά χείρας προχώρησε ως την άκρη του δρόμου και περίμενε ταξί. Είχαν περάσει σχεδόν πέντε λεπτά, όταν είδε ένα ταξί να περνάει με δύο επιβάτες μέσα. Σήκωσε το χέρι του κι ο οδηγός σταμάτησε. Ο Ντένις τοποθέτησε με περίσσεια φροντίδα τους πίνακες στο πορτμπαγκάζ και κάθισε στη θέση του συνοδηγού.
«Ζωγράφος είστε;» τον ρώτησε η μεσήλικη γυναίκα που καθόταν στο πίσω κάθισμα. Εκείνος γύρισε λίγο να την κοιτάξει και χαμογέλασε.
«Ακριβώς, κυρία μου».
«Γίνεται μια εκδήλωση σήμερα στο Μουσείο Καλών Τεχνών, έτσι δεν είναι, Ρόμπερτ;» ρώτησε τον κύριο που καθόταν δίπλα της.
«Ναι, μέρες τώρα έχει γίνει πανικός. Το διαφημίζουν παντού».
«Εκεί πάω κι εγώ» απάντησε θερμά ο Ντένις. «Έχω συνάντηση με έναν κριτικό έργων τέχνης».
«Μα τι σπουδαίο» αναφώνησε η γυναίκα. «Θυμάμαι ότι είχα αγοράσει κι εγώ πριν χρόνια έναν πίνακα ζωγραφικής. Τώρα τον έχω στο υπόγειο βέβαια…»
 Η συζήτηση συνεχίστηκε μέχρι το ζευγάρι να κατέβει από το ταξί και να μπουν δύο νεαροί που πήγαιναν λίγο πιο μακριά από το μοτέλ που είχε επιλέξει. Βγαίνοντας από το ταξί ευχαρίστησε τον οδηγό και παίρνοντας ξανά τους πίνακες στα χέρια του μπήκε στο κτίριο.
            Τα πράγματα δε φαίνονταν και πολύ καλά. Τα ξεφτισμένα χαλιά και οι καμένες λάμπες στην είσοδο ήταν αρκετά για να κάνουν μια πρώτη κακή εντύπωση. Παρά τη δυσφορία του χαιρέτησε ευγενικά την κοπέλα στη ρεσεψιόν και σε δευτερόλεπτα είχε το κλειδί για το δωμάτιό του. Δεν έκατσε πολύ ώρα. Ένα γρήγορο ντους και η καλύτερη αλλαξιά σε ρούχα τον προετοίμασαν για τη σημαντική του βραδιά. Κατέβηκε τα σκαλιά γρήγορα με τους πίνακες να αποτελούν προέκταση του χεριού του κι άρχισε να περπατάει στους δρόμους της Βοστώνης. Το Μουσείο Καλών Τεχνών απείχε γύρω στα είκοσι λεπτά από το μοτέλ, όμως δεν μπορούσε να δώσει κι άλλα λεφτά για δεύτερο ταξί. Άλλωστε η βραδιά ήταν όμορφη και δροσερή. Θα του έκανε καλό λίγο περπάτημα μετά από τις τέσσερις αβάσταχτες ώρες του λεωφορείου.
            Το μουσείο ήταν πλήρως φωταγωγημένο και έλαμπε ανάμεσα στα διπλανά κτίρια. Προχώρησε αγχωμένος προς τον άντρα που βρισκόταν στην υποδοχή κι αφού του έδειξε την πρόσκληση, συνέχισε νωχελικά προς το εσωτερικό. Ήταν όλα αστραφτερά και υπερπολυτελή. Δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο στη ζωή του. Μια κοπέλα με ένα δίσκο στο χέρι του προσέφερε ποτό κι εκείνος το πήρε αμήχανος. Δεν ήταν μεγάλος λάτρης του ποτού, όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση χρειαζόταν ένα για να χαλαρώσει λιγάκι. Κάνοντας έναν γύρο παρατήρησε τις δημιουργίες πολλών καταξιωμένων ανθρώπων και ένιωσε τόσο μικρός. Έτοιμος να τον καταπιεί η Γη. Προσπαθώντας να ενταχτεί λίγο στο κλίμα αναζήτησε στο πλήθος τον κριτικό που είχε μιλήσει στο τηλέφωνο. Ρώτησε μια κοπέλα που φαινόταν ότι γνώριζε σχεδόν τους πάντες κι εκείνη του ζήτησε να περιμένει εκεί.
            Ήταν έτοιμος να πιει μια γουλιά από το ποτό του, όταν ξαφνικά είδε την πόρτα της εισόδου να ανοίγει και να μπαίνει μια γυναίκα. Φορούσε κατακόκκινο φόρεμα και τα μαλλιά της έπεφταν απαλά και κυματιστά μέχρι τη μέση της. Το σοβαρό της πρόσωπο αντικαταστάθηκε από ένα θερμό χαμόγελο, όταν την πλησίασε μια άλλη γυναίκα και την αγκάλιασε. Ο Ντένις δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Ήταν εκθαμβωτική. Δεν ήταν ο μόνος του το πίστευε, καθώς πολλοί είχαν γυρίσει να κοιτάξουν προς το μέρος της. Εκείνη δε φάνηκε να εκπλήσσεται, μάλλον το διασκέδαζε. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου τα μάτια τους συναντήθηκαν κι ένιωσε ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά του. Πολύ αργά διαπίστωσε ότι είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό κοιτάζοντάς την. Απομάκρυνε ντροπαλά το βλέμμα του από το δικό της και ήπιε μια γουλιά από το ποτό του, μέχρι που ένιωσε ένα χτύπημα στον ώμο του.
«Θα πρέπει να είστε ο Ντένις Χόλντερ, σωστά;» τον ρώτησε ο άντρας μπροστά του κι εκείνος ένευσε. «Είμαι ο κριτικός που μιλήσατε στο τηλέφωνο. Χαίρομαι που σας γνωρίζω. Ή μήπως να μιλάμε στον ενικό;» πρότεινε κι ο Ντένις πήρε θάρρος.
«Ασφαλώς. Χαίρομαι κι εγώ που σας γνωρίζω. Σας ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου δώσατε».
«Όταν κάτι αξίζει, δε χάνω την ευκαιρία να το προσεγγίσω. Πολύ θα ήθελα να δω τι έχεις ετοιμάσει για εμάς, τι λες;»
«Βέβαια. Έχω αφήσει τους πίνακες δίπλα από τη ρεσεψιόν».
Ρίχνοντας μία τελευταία ματιά στη γυναίκα που τόσο του είχε αποσπάσει την προσοχή, προσπάθησε να καθαρίσει το μυαλό του. Με το πιο αστραφτερό του χαμόγελο οδήγησε τον κριτικό και τους φίλους του στα έργα που με τόσο ζήλο είχε δημιουργήσει. Το μέλλον τους βρισκόταν πλέον στα χέρια αυτών των ανδρών. Το ίδιο και η επιθυμία του να κάνει πραγματικότητα τα πιο μεγάλα του όνειρα.

Θεοδώρα Σέρβου