Ο Κυνηγός των Ευχών (Κεφάλαιο 13 - Μέρος 3ο)

«Ευχή;» ψέλλισε η Ολκ. «Ευχή!» ούρλιαξε μετά.
Το πέπλο της Φιντέλμα έπαψε να λάμπει, το ίδιο και το σώμα της. Αλλά δεν άφησε τον Όντραν από την αγκαλιά της, μέχρι που ένιωσε την ανάσα του να σκάει δυνατά και ζωηρά στον λαιμό της.

«Όντραν!» γέλασε χαρούμενα μέσα στα δάκρυά της.
Τα μάτια του άνοιξαν για να αντικρύσουν το φωτεινό πρόσωπό της.
«Φιντέλμα…» ψιθύρισε, ενώ το «solas sa dorchadas» αιχμαλώτιζε το βλέμμα της.
«Κατάρα!» φώναξε ο Μπόα, κοιτώντας μία την Ολκ, μία την Ευχή, μία τον Όντραν που γυρνούσε πίσω από το Άναμ Άιτ. «Πώς γίνεται να γυρνά από το μέρος των ψυχών ένας πεθαμένος;»
«Πάψε ανόητε! Η ‘Ευχή’ είναι άγνωστη λέξη για σένα ή ξαφνικά κουφάθηκες; Εκείνη τον έφερε πίσω!» ούρλιαξε θυμωμένα η μάγισσα.
«Θα τον βγάλω από την μέση μια και καλή!» φώναξε, αλλά η Ολκ τον σταμάτησε πιέζοντας το χέρι της στον θώρακά του.
«Εσύ θα κάτσεις στα αυγά σου. Εγώ ξέρω τι πρέπει να γίνει για να ξεμπερδεύουμε με δαύτον.» είπε και γονάτισε δίπλα στην Φιντέλμα, που κρατούσε προστατευτικά στην αγκαλιά της τον, αδύναμο ακόμα, Όντραν.
«Έχεις κι άλλες σαν κι εσένα παρέα σου, ομορφιά μου;» ρώτησε ειρωνικά.
Η Φιντέλμα την κοίταξε με τα μεγάλα, μαύρα μάτια της. Αρκέστηκε σε αυτό το λαμπερό, ατρόμητο βλέμμα για απάντηση.
«Πολύ καλά.» απάντησε η Ολκ και σηκώθηκε. «Δεν μου αφήνεις άλλη επιλογή.» είπε και έτριψε τα χέρια της μεταξύ τους. «Is mian leis an bháis, ardú!» φώναξε και ευθύς άστραψε ένας κεραυνός, ο οποίος έπεσε στα πόδια της χωρίς να την αγγίξει.
Η Φιντέλμα ένιωσε την αναπνοή της να κόβεται. Η Ντέιλφ, ενώ φρόντιζε κάποιον τραυματία στο πεδίο της μάχης, ύψωσε τα τρομαγμένα μάτια της στον λόφο. Ο Γουάφ ξεροκατάπιε και είπε μια ακόμα προσευχή στους θεούς.
Τα λίγα αστέρια στον ουρανό έσβησαν. Ο νυχτερινός θόλος σκεπάστηκε από ένα βαρύ, μαύρο πέπλο. Για μια στιγμή, τα πάντα σκοτείνιασαν. Κανείς δεν έβλεπε τίποτα. Ξαφνικά, μέσα από το απόλυτο σκοτάδι, ακούστηκαν χιλιάδες ζοφερές κραυγές. Όταν το μαύρο πέπλο διαλύθηκε και τα λιγοστά αστέρια έλαμψαν ξανά από πίσω του, οι θνητοί, οι αθάνατοι και οι νεκροζώντανοι που βρίσκονταν στους λόφους έξω από το κάστρο της Κόπαρ, είδαν για πρώτη φορά τις κόρες του ερέβους, τις άψυχες μορφές που γέννησε το σκοτάδι και το μίσος, από τα χείλη της θεάς του θανάτου.
Οι Αντευχές πετούσαν ουρλιάζοντας από άκρη σε άκρη του νυχτερινού ουρανού, βγαλμένες από την φαντασία του χειρότερου εφιάλτη. Οι άσχημες, ζαρωμένες μορφές τους έπεφταν από τον ουρανό με στριγκλιές, έτοιμες να πέσουν στον πρώτο άτυχο θνητό που θα έβρισκαν στον διάβα τους. Τα ανάκατα, ασημιά μαλλιά τους και τα μαύρα πέπλα τους ανέμιζαν στον αέρα, περνώντας ανάμεσα από την ομίχλη, σαν οράματα ανθρώπων βασανισμένων από την τρέλα.
Η Φιντέλμα έκλεισε ακόμα πιο σφιχτά στην αγκαλιά της τον Όντραν, ο οποίος σιγά σιγά συνερχόταν και οι αισθήσεις του ξεμούδιαζαν.
Το γέλιο της Ολκ ακούστηκε σαν κρώξιμο κορακιού. Ο Μπόα σάστισε στο θέαμα, πάγωσε στην θέση του. Η μάγισσα κούνησε το κεφάλι της. Απόρησε πώς πίστεψε πως αυτός ο άντρας ήταν άξιος να κρατήσει το δαχτυλίδι.
«Ανόητε!» έκρωξε καθώς στην θέση των χεριών της φύτρωναν τα κίτρινα φτερά.
«Περίμενε! Ολκ! Αγάπη μου, μην με αφήνεις εδώ!» φώναξε όταν την είδε να ανυψώνεται από το έδαφος.
«Μην φοβάσαι, καρδιά μου.» τον περιγέλασε εκείνη. «Αν η αγάπη μας είναι τόσο δυνατή, θα συντηθούμε ξανά… Στο Άναμ Άιτ! Ω… μια στιγμή. Εγώ είμαι αθάνατη. Δεν μπορεί να με σκοτώσει τίποτα, παρά κάποιος με τις δικές μου δυνάμεις!» γέλασε δυνατά.
«Έχουμε κάνει μια συμφωνία!» ούρλιαξε.
«Ω, τι κρίμα…» είπε εκείνη με ψεύτικα θλιμμένο ύφος. «Η συμφωνία μας έληξε, Μπόα. Δεν είσαι ικανός να κρατήσεις το φάινε.» είπε και έφυγε, παρά τις διαμαρτυρίες του.
Ο Όντραν μόλις είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί τι ακριβώς συνέβαινε γύρω του. Κι αυτό όταν είδε μία γυναίκα με μαύρο πέπλο, παραμορφωμένο πρόσωπο, μαυροκίτρινα γυαλιστερά μάτια και κοφτερά δόντια που ξεμύτιζαν από τα ζαρωμένα χείλη της, να έρχεται κατά πάνω τους.
Πριν προλάβει να αντιδράσει, το πέπλο της Φιντέλμα έλαμψε και πάλι. Η Ευχή του έλαμπε ολόκληρη, σαν αστέρι, κρατώντας τον κλεισμένο στην αγκαλιά της. Η Αντευχή όρμησε με τα μαύρα της νύχια, δείχνοντας απειλητικά τα δόντια της, αλλά μόλις άγγιξε το πέπλο της Φιντέλμα εξοστρακίστηκε μέτρα μακριά, σαν να ήταν πούπουλο και όχι κάποια γριά μέγαιρα πλασμένη από σκοτάδι.
Η Ντέιλφ, που μόλις είχε φτάσει δίπλα στους, έλαμψε κι εκείνη. Οι δυο τους άστραφταν σαν κεριά σε βωμό ιέρειας, αφιερωμένο στους θεούς του φωτός. Ήταν δύο αστέρια της γης, που έσπαγαν το απύθμενο σκοτάδι. Οι Αντευχές τσίριζαν λυσσασμένα, καθώς πετούσαν πάνω από τον λόφο. Οι τρομερές μορφές τους δεν μπορούσαν να αγγίξουν τις Ευχές. Σφύριζαν στον άνεμο, ενώ τα μαύρα πέπλα τους ανάδευαν την ομίχλη. Στροβιλίζονταν χαμένες, θυμωμένες, αναζητώντας λεία για τα κοφτερά τους νύχια.
Μέχρι που μία από αυτές χαμήλωσε στο πεδίο της μάχης, πέφτοντας σε έναν άτυχο στρατιώτη. Ούρλιαξε στο πρόσωπό του, μέχρι που εκείνος σωριάστηκε στο χώμα με τα χέρια του να κλείνουν τα αυτιά του. Έμπηξε τα νύχια της στην σάρκα του και οι Ευχές είδαν τα μάτια του να ανοίγουν διάπλατα, παγωμένα και φοβισμένα. Ο νεκροζώντανος αντίπαλός του πλησίασε με το σπαθί στα χέρια του, αλλά εκείνος έμεινε ακίνητος στην θέση του, σαν άγαλμα. Μόνο οι βολβοί των γουρλωμένων, φοβισμένων ματιών του κινήθηκαν, κοιτώντας κατά πρόσωπο τον αμείληκτο εχθρό. Ο νεκροζώντανος τρύπησε την καρδιά του και εκείνος δεν έβγαλε ούτε μιλιά. Η Αντευχή γέλασε στριγκά και σηκώθηκε στον αέρα, αφήνοντας το θύμα της να σωριαστεί άψυχο στην γη.
Η Φιντέλμα άκουσε έντρομη την κραυγή της Ντέιλφ. Ύψωσε τα μάτια στον ουρανό και κατάλαβε αμέσως τον λόγο του πανικού της. Οι Αντευχές χαμήλωναν στο πεδίο της μάχης, χάνοντας κάθε ενδιαφέρον για τον λόφο και τις Ευχές που τον προστάτευαν. Έπεφταν από τον ουρανό σαν μαύρα πεθαμένα αστέρια, ορμώντας στους θνητούς της Γιουβέρνα με μάτια που γυάλιζαν από την λαχτάρα του θανάτου.
Ο Όντραν αναδεύτηκε στην αγκαλιά της Φιντέλμα. Το χρώμα του είχε επανέλθει πλήρως, το ίδιο και η ζωηράδα στο βλέμμα του. Η χλωμάδα στο πρόσωπό της, ωστόσο, ήταν αυτό που τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Σε κλάσματα δευτερολέπτου, οι τελευταίες στιγμές πέρασαν μπροστά από τα μάτια του. Το πώς η λάμα του Μπόα διαπέρασε τον θώρακά του, πώς είχε βρεθεί στο Άναμ Άιτ, όπου τον περίμενε η Μιλ, πώς τον έσωσε για δεύτερη φορά η όμορφη Φιντέλμα…
Σηκώθηκε και στάθηκε στα πόδια του γρήγορα. Αντάλλαξε ένα γεμάτο νόημα βλέμμα με την Ευχή του. Οι λέξεις δεν θα έφταναν για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη και την αγάπη του, ούτε σε μια ζωή. Ούτως ή άλλως, δεν υπήρχε χρόνος για λόγια.
Κοίταξε ολόγυρα. Στην άκρη του λόφου, αμέτοχος και ψυχρός, στεκόταν ο Ντούλλαχαν, με το κεφάλι του να στριφογυρίζει πάνω στο γόνατό του. Η Ντέιλφ και η Φιντέλμα έλαμπαν ολόκληρες, απωθώντας τις Κατάρες που πετούσαν πάνω από τα κεφάλια τους σαν πεινασμένοι γύπες. Ο Μπόα βρισκόταν στο έδαφος, με το χέρι του να προστατεύει το πρόσωπό του. Μία Αντευχή τον είχε βάλει στο μάτι, αλλά δεν μπορούσε να τον πλησιάσει χάρη στις Ευχές.
Ο Όντραν έπιασε το σπαθί του, χωρίς να τον χάνει από το βλέμμα του. Ο Μπόα τον κοίταξε με την άκρη του ματιού του. Σύρθηκε στο χώμα, ενώ εκείνος τον πλησίαζε αργά. Η Αντευχή ούρλιαξε. Τα μάτια της πετούσαν φωτιές, περιμένοντας την στιγμή που το θύμα της θα άφηνε το καταφύγιο του λόφου. Ζύγισε τις επιλογές του. Τελικά αποφάσισε ότι ήταν προτιμότερο να μείνει στον λόφο. Σηκώθηκε και έσφιξε στο χέρι του το σπαθί.
Ο Όντραν επιτέθηκε χωρίς εισαγωγές και περιττά λόγια. Οι κλαγκές των σπαθιών τους ακούγονταν σαν κεραυνοί. Αν κοιτούσε κάποιος προσεκτικά, ίσως έβλεπε τις σπίθες να πετάγονται από τις ασημένιες λάμες, έτοιμες να ξεκινήσουν φωτιά για να ζεστάνει ένα ολόκληρο έθνος.
Η Φιντέλμα και η Ντέιλφ έστρεψαν το βλέμμα στον απέναντι λόφο. Ο Γουάφ κοιτούσε αναποφάσιστος, ανήσυχος. Η σκοτεινή φύση των θανάσιμων εχθρών τους θέριζε το πεδίο της μάχης, αφήνοντας πίσω νεκρά κορμιά και πανικό.
«Μόνο ένα πράγμα μένει να κάνουμε, Ντέιλφ.» είπε η Φιντέλμα με την αποφασιστική της φωνή, κρύβοντας καλά τον φόβο της.
«Τι;»
Την κοίταξε μονάχα. Και εκείνη κατάλαβε. Έκλεισε τα μάτια της και γύρισε μπροστά. Ήξεραν και οι δύο ότι δεν είχαν άλλη επιλογή. Η Φιντέλμα έφερε στο μυαλό της τον Κίαν. Εκείνο το μικρό, αθώο αγόρι που την περίμενε να καταφτάσει από στιγμή σε στιγμή. Τον άνθρωπό της, τον λόγο για τον οποίο άφησε το Ντεζιντέριο και έφτασε στην γη των ανθρώπων. Και έπειτα κοίταξε τον Όντραν, που μαχόταν με όλη του την ψυχή με εκείνον που σκότωσε τις ελπίδες του και παραλίγο να σκοτώσει και την ψυχή του. Τον άνθρωπο που συνάντησε στην γη των ανθρώπων από απόφαση της μοίρας. Εκείνον που έμελλε να γίνει ο δεύτερος άνθρωπός της, ο προστατευόμενός της, αλλά και η μία και μοναδική της αγάπη.
Έκλεισε και εκείνη τα μάτια και έπιασε το χέρι της αδελφικής της φίλης. Το φως τους δυνάμωσε μεμιάς. Απλώθηκε πέρα από τον λόφο, κατέβηκε αργά στο πεδίο της μάχης. Χάιδεψε την γη από άκρη σε άκρη. Οι Αντευχές ούρλιαξαν και άφησαν τα θύματά τους. Έφυγαν τρέχοντας για να λουφάξουν σε κάποια σκοτεινή μεριά. Όταν το φως έφτασε στην άλλη άκρη του αντικριστού λόφου, σφάλισε το μέρος και σταμάτησε.
Ο Όντραν κατάφερε με μία κίνηση να αφοπλίσει τον Μπόα, ο οποίος είχε αρχίσει να κουράζεται. Το σπαθί του έπεσε στο χώμα, μακριά από τα πόδια του. Ξεροκατάπιε, έχοντας τα μάτια του στο όπλο του ανιψιού του, που πλησίαζε σταθερά. Κοίταξε τον νυχτερινό ουρανό. Οι Αντευχές δεν φαίνονταν πουθενά. Έριξε μια νευρική ματιά πίσω από τον ώμο του. Πάλι το σπαθί του εχθρού του. Και ύστερα έτρεξε, κατεβαίνοντας τον λόφο από την αντίθετη μεριά, προς το κάστρο του.
Είδε τον αντίπαλο να φεύγει τρέχοντας μακριά του σαν φοβισμένο σκυλί και ούτε που πίστευε στα μάτια του.
«Κάποια άλλη φορά, θείε!» του φώναξε, μα αυτός ούτε που κοίταξε πίσω του. Χάθηκε τρεκλίζοντας στο σκοτάδι.
Γύρισε στην Φιντέλμα. Εκείνη και η Ντέιλφ κρατιούνταν σφιχτά από το χέρι, με μάτια ερμητικά κλειστά. Ήταν τόσο συγκεντρωμένες που θα άκουγαν μέχρι και το πέσιμο μίας καρφίτσας στο πεδίο της μάχης. Το φως τους απλωνόταν μέχρι και τρία χιλιόμετρα μακριά. Η καρδιά του κόντεψε να σπάσει. Σκέφτηκε πως όλη αυτή η προσπάθεια θα απαιτούσε τεράστια ποσά δύναμης και ενέργειας. Σύντομα οι δυο τους θα σωριάζονταν αναίσθητες στο έδαφος από την κούραση. Έπρεπε να βιαστεί. Έριξε το βλέμμα του στον Ντούλλαχαν, λίγα μέτρα πιο πέρα.
Σαν να μην είχε καταλάβει τίποτα από όσα είχαν συμβεί, συνέχιζε να κρατά το κεφάλι του και να κοιτά την μάχη φιλάρεσκα από την θέση του απέθαντου αρχηγού. Κοίταξε τον Γουάφ. Εκείνος του απάντησε με ένα βλέμμα. Είχε έρθει η ώρα για να εφαρμοστεί το σχέδιό τους.
Διέσχισε τον λόφο αποφασιστικά. Βρέθηκε μπροστά στον ακέφαλο καβαλάρη και κοίταξε το αποκομμένο κρανίο του στα μάτια. Ακούμπησε την μύτη του σπαθιού του στο χώμα, καλώντας με αυτόν τον τρόπο τον αρχηγό του νεκροζώντανου στρατού σε μονομαχία.
Ο Ντούλλαχαν γρύλισε. Κατέβηκε από το άλογο με το κρανίο του παραμάσχαλα. Τράβηξε το σπαθί του και το έφερε να σχηματίσει ένα ατσάλινο Χ με εκείνο του ανόητου άντρα που τόλμησε να τον καλέσει σε μονομαχία. Απομακρύνθηκαν σε τρία βήματα απόσταση και κοιτάχτηκαν.
Ο Όντραν πέταξε οικειολεθώς το σπαθί του στο χώμα. Το κρανίο του Ντούλλαχαν γέλασε βραχνά κάτω από την μασχάλη του. Ο Γουάφ, χιλιόμετρα μακριά, έδωσε το σύνθημα στους τοξότες. Εκείνοι όπλισαν τα τόξα τους με τα βέλη από την δεύτερη φαρέτρα τους, εκείνη που φυλούσαν ειδικά για αυτήν την περίπτωση. Κατόπιν έδωσε το δεύτερο σύνθημα. Εκείνοι τράβηξαν τις χορδές των τόξων και τα βέλη ταξίδεψαν στον αέρα διαγράφοντας μία τεράστια καμπύλη.
«Óir!» φώναξε το ξόρκι ο Γουάφ, ανοίγοντας το ασκί που φυλούσε τους κόκκους χρυσού. Η χρυσή σκόνη υψώθηκε σβώλος – σβώλος και τύλιξε το καθένα από τα βέλη που ταξίδευαν στον αέρα.
Ο Ντούλλαχαν έστρεψε το κεφάλι του στον ουρανό. Ένα σμήνος από χρυσά, ιπτάμενα βέλη πλησίαζαν απειλητικά τον λόφο. Γρύλισε· ο Όντραν μπόρεσε να διακρίνει τον φόβο στην φωνή του. Τα χρυσά βέλη μπήχτηκαν στην γη, σχηματίζοντας επιδέξια έναν μεγάλο κύκλο γύρω από τους δύο αντιπάλους. Το άλογό του χλιμίντρισε και έτρεξε σαν αφηνιασμένο μακριά από τον κύκλο.
Το κρανίο του Ντούλλαχαν έστρεψε τους κενούς βολβούς των ματιών του στον εχθρό. Ετοιμάστηκε για επίθεση, σίγουρος ότι θα ξεμπέρδευε, παρά τα χρυσά βέλη, γρήγορα με δαύτον.
Εκείνος όμως είχε μία ακόμα έκπληξη για τα άψυχα μάτια του. Έσκυψε και έβγαλε κάτι από την μπότα του. Το αντικείμενο γυάλισε απειλητικά. Ο Ντούλλαχαν γρύλισε για δεύτερη φορά. Τα μάτια του καρφώθηκαν στην ολόχρυση λάμα του εγχειριδίου του αντιπάλου. Ήταν μικρό, πολύ μικρό, σαν το μαχαίρι που έκοβαν το ψωμί οι φουρνάρηδες της Τόρθαϊ. Αλλά ευθύς μόλις απλώθηκε έτοιμο για μάχη προς το μέρος του, μεταμορφώθηκε σε ένα μεγάλο, κοφτερό σπαθί.
Ο άρχοντας της Χάνταπ επιτέθηκε πρώτος. Το απέθαντο πλάσμα απέκρουσε το χτύπημα και αντεπιτέθηκε. Τα σπαθιά τους ενώθηκαν ξανά σε ένα μεγάλο Χ, κροτάλισαν, ελευθερώθηκαν και ενώθηκαν και πάλι. Οι δυο τους γύρισαν κυκλικά ο ένας γύρω από τον άλλον, με τα όπλα έτοιμα για επίθεση. Ο Ντούλλαχαν επιτέθηκε με το σπαθί του να χαράζει κάθετα τον αέρα. Ο Όντραν απέφυγε το χτύπημα ορμώντας στα δεξιά και θέρισε οριζόντια τον άνεμο, σχίζοντας την στολή του, χωρίς ωστόσο να αγγίξει το δέρμα του.
Ο Ντούλλαχαν ούρλιαξε και επιτέθηκε περισσότερο μανιασμένα. Οι δυο τους συνέχισαν για πολλή ώρα, επιτιθέμενοι άλλοτε αργά και άλλοτε γρήγορα, χωρίς να ξεφεύγουν από τον κύκλο των χρυσών βελών.
Ο Λευκός Εάλα υπερτερούσε του μαύρου αδελφού του, εκείνος όμως έμενε σταθερά στον ουρανό, αψηφώντας την κούραση και τον πόνο των πληγών του. Τα στέμματα παρέμεναν και τα δύο στις κορυφές των κεφαλιών τους. Φώναζαν λυσσασμένα, ενώ πολεμούσαν σώμα με σώμα, διαγράφοντας κύκλους ή πετώντας παράλληλα, χωρίς να κερδίζει ή να χάνει κανείς.
Οι Αντευχές λούφαζαν στις πιο σκοτεινές γωνιές, εκεί που δεν έφτανε το φως των αγγελικών αντιπάλων τους. Ούρλιαζαν ακονίζοντας τα νύχια τους, ανυπομονώντας για την στιγμή που οι δύο Ευχές θα έπεφταν αδύναμες στο χώμα, αφήνοντάς τους χώρο για να κάνουν το καθήκον που τους είχε αναθέσει η ιέρεια του θανάτου.
Οι νεκροζώντανοι συνέχιζαν να πολεμούν με τους θνητούς, χωρίς το φωτεινό πέπλο των Ευχών να τους ενοχλεί. Η Μπάνσι είχε φωνάξει για περισσότερους από τρεις εκατοντάδες θνητούς, ενώ σύντομα θα φώναζε και για πολλούς ακόμη.
Ο Γουάφ παρακολουθούσε την μονομαχία, στηριγμένος στην ράβδο του. Όσο τον αφορούσε, δεν μπορούσε να προσφέρει καμία άλλη βοήθεια στον γιο του άρχοντα Ακάιους. Απλά προσευχόταν για το έλεος των θεών του φωτός.
Ο Όντραν είχε στριμώξει τον αρχηγό  στο χαμηλό τείχος που σχημάτιζαν τα χρυσαφένια βέλη. Ο εχθρός απέκρουε τα ξιφίσματά του, άβολα περιορισμένος, τρομερά κοντά στο χρυσό τείχος, προσέχοντας να μην το αγγίξει. Το σπαθί του αρχηγού των νεκροζώντανων ενώθηκε με το χρυσό σπαθί του θνητού Καομνόιρ της Χάνταπ. Σπίθες εξακοντίστηκαν με δυνατές κλαγκές και ο χορός των σπαθιών πήρε φωτιά. Ύστερα από ένα τελευταίο Χ, ο Όντραν έφερε με δύναμη τις λάμες να χορέψουν κυκλικά και ύστερα, ενώ ο Ντούλλαχαν σήκωνε το σπαθί του στον αέρα για να καρφωθεί με φόρα στον λαιμό του, το χρυσό σπαθί μπήχτηκε ευθύς στην πεθαμένη καρδιά του.
Ούρλιαξε τόσο δυνατά που σείστηκε η γη. Οι νεκροζώντανοι σταμάτησαν να μάχονται. Γονάτισαν στο χώμα με τα χέρια στα αυτιά τους. Η σπαρακτική κραυγή του αρχηγού τους απλώθηκε από στόμα σε στόμα και σύντομα όλη η στρατιά των απέθαντων πολεμιστών ούρλιαζε απεγνωσμένα, λες και ένιωθαν τον φόβο και την απόγνωσή του.
Ο Ντούλλαχαν παραπατούσε, προσπαθώντας να τραβήξει το αιχμηρό αντικείμενο από το στήθος του, αλλά κάθε φορά αποτύγχανε, γιατί η λαβή του ήταν και αυτή επίχρυση. Σκόνταψε πάνω σε ένα βέλος, καλά μπηγμένο στη γη. Η χρυσή του αιχμή τον ακούμπησε ελαφρά και αυτός τινάχτηκε. Παραπάτησε και πάλι, σκόνταψε σε άλλο ένα βέλος, γονάτισε ασθμαίνοντας. Ούρλιαξε σπαρακτικά και σηκώθηκε με κόπο. Άφησε το κρανίο του να κυλήσει στο έδαφος και προσπάθησε αυτή τη φορά να τραβήξει το σπαθί και με τα δυο του χέρια. Η κραυγή του δυνάμωσε –το ίδιο και οι ανατριχιαστικές φωνές της απέθαντης στρατιάς του- παρόλα αυτά συνέχισε την προσπάθεια, μέχρι που το σπαθί που ήταν φτιαγμένο από το υλικό που σιχαινόταν περισσότερο, έπεσε στο έδαφος.
Βρυχήθηκε σαν πληγωμένο λιοντάρι. Βρέθηκε τρεκλίζοντας δίπλα στο κρανίο του. Το περιμάζεψε και σηκώθηκε με κόπο. Ο Όντραν τον κοιτούσε κατάματα. Ήξερε πως είχε τελειώσει. Και οι δυο τους το ήξεραν. Κανείς δεν θα έβγαινε νικητής. Ο Ντούλλαχαν είχε ντροπιαστεί από έναν κοινό θνητό. Έβαλε το σπαθί του στη θήκη του και φώναξε το άλογό του. Αυτό κατέφτασε, αλλά δεν πλησίασε στο τείχος με τα βέλη. Εκείνος πέρασε μέσα από τις στενές αμυχές του τείχους, ουρλιάζοντας όσο τα χρυσαφένια φτερώματα έξυναν το δέρμα του. Ανέβηκε στο άλογό του, κοίταξε τον αντίπαλό του μέσα από τα άψυχα μάτια του κρανίου του. Εκείνος ανταπέδωσε το ίδιο ψυχρό, άδειο βλέμμα. Κατόπιν ύψωσε το σπαθί του στον ουρανό, φωνάζοντας τους στρατιώτες του να τον ακολουθήσουν.
Η στρατιά των απέθαντων άφησαν τρέχοντας το πεδίο της μάχης. Παρατάχθηκαν πίσω από τον αρχηγό τους και το χώμα άνοιξε για να τους υποδεχτεί. Γύρισαν πίσω στην γη από όπου είχαν έρθει, περιμένοντας την επόμενη στιγμή που θα τους καλούσε για μάχη ο τρομερός Ντούλλαχαν, ο ακέφαλος απέθαντος που υπηρετούσε την ιέρεια του θανάτου. Μόλις η στρατιά των νεκροζώντανων χάθηκε κάτω από το χώμα, έστρεψε την πλάτη του και χάθηκε με άγριους καλπασμούς στον ορίζοντα.
Ο Όντραν πήρε το χρυσό σπαθί στα χέρια του. Αυτό μεταμορφώθηκε και πάλι, μικραίνοντας και γυρνώντας στην αρχική του μορφή. Το έβαλε στην μπότα του και έβαλε το ατσάλινο σπαθί του στην θήκη του. Ο Γουάφ έγνεψε με νόημα από μακριά. Εκείνος έφερε το χέρι στην καρδιά του σε ένδειξη ευγνωμοσύνης. Έτρεξε κοντά στην Φιντέλμα και την Ντέιλφ, που φώτιζαν ακόμα ολόκληρες, εμποδίζοντας τις Αντευχές να πλησιάσουν τους θνητούς.
Βρέθηκε δίπλα τους αμίλητος. Κοίταξε κάτω, στο αλλοτινό πεδίο μάχης. Οι περισσότεροι από τους θνητούς στρατιώτες βρίσκονταν νεκροί. Οι επιζώντες μάζευαν τα σώματά τους για να τα κηδέψουν, ενώ κάποιοι φρόντιζαν τους βαριά τραυματισμένους. Ανάμεσα στους λίγους επιζώντες Καομνόιρ, διέκρινε με ανακούφιση τον Νιλς.
«Δεν τελείωσε ακόμη.» ακούστηκε η φωνή του Γουάφ.
Γύρισε απότομα προς το μέρος του. Αναρωτήθηκε πώς είχε καταφέρει να φτάσει δίπλα του τόσο γρήγορα.
«Όχι, δεν τελείωσε.» απάντησε ενώ μία ανατριχίλα διαπερνούσε την ραχοκοκαλιά του.
«Υπάρχει τρόπος να ηττηθούν οι Αντευχές;» ρώτησε τον μάγο αποστρέφοντας το βλέμμα από την φρίκη του θανάτου.
«Όχι κάποιος εύκολος.» απάντησε αντί για εκείνον η Φιντέλμα, ανοίγοντας τα μάτια της για να τον κοιτάξει, χωρίς ωστόσο να χάνει την αυτοσυγκέντρωσή της. «Πρέπει να βρεις εκείνον που τις κάλεσε. Στην προκειμένη περίπτωση, εκείνη που τις ελέγχει.»
«Την Ολκ;» ρώτησαν ο Γουάφ και ο Όντραν μαζί.
«Ακριβώς.»
«Μα μπορεί να πάρει χρόνο!»
«Θα πρέπει να βιαστείς, Όντραν. Βάλε τα δυνατά σου να την βρεις όσο πιο γρήγορα μπορείς. Δεν θα αντέξουμε για πολύ…»
Ξεροκατάπιε. Ο δυνατός βρυχηθμός που ακούστηκε κατόπιν, τον έκανε να υψώσει το κεφάλι. Οι δύο κύκνοι πάλευαν ακόμη, παρόλο που η μάχη είχε τελειώσει. Όμως κανένας από τους δύο δεν μπορούσε να βγάλει τέτοιο βρυχηθμό. Και τότε είδε την μορφή του Νατχάιρ, του δράκου που είχε κάποτε αιχμαλωτίσει χάρη στο δαχτυλίδι. Και το βλέμμα του άστραψε.
Η Φιντέλμα χαμογέλασε θλιμμένα. Εκείνος ευχήθηκε να μπορούσε να την σφίξει στην αγκαλιά του, να μυρίσει τα μαλλιά της, να φιλήσει τα αγγελικά της χείλη. Αντί γι’ αυτό, την αποχαιρέτησε με μια σιωπηλή υπόσχεση. Εκείνη ανταπέδωσε την υπόσχεση με ένα νεύμα και σφράγισε τα μάτια της.
Ο Νατχάιρ προσγειώθηκε στον λόφο και χαμήλωσε την ράχη του. Ο Όντραν ανέβηκε πρώτος και ύστερα άπλωσε το χέρι του στον Γουάφ.
«Χαρά μου που συναντιόμαστε ξανά, παλιόφιλε.» είπε στον δράκο συγκινημένος.
Εκείνος βρυχήθηκε και σκορπίζοντας το χώμα στον αέρα με τις δυνατές ωθήσεις των φτερών του, υψώθηκε στον ουρανό.

***

Η νυχτερινή ψύχρα περόνιαζε το δέρμα τους, καθώς πετούσαν στην ράχη του Νατχάιρ, πάνω από τις αραχνιασμένες πόλεις του Σκαθ, αναζητώντας την ιέρεια του θανάτου. Ο Γουάφ οσφρυζόταν τον αέρα, αναζητώντας κάποιο σημάδι μαγείας.
«Τίποτα ακόμη;» φώναξε ο Όντραν για να ακουστεί μέσα στα ανεμοδαρσίματα.
«Τίποτα. Πολύ φοβάμαι πως έχει κάνει κάποιο ξόρκι που σβήνει τα ίχνη.» αποκρίθηκε απογοητευμένος ο Γουάφ.
Τώρα πετούσαν πάνω από την σκονισμένη πόλη Ντενάιχ. Οι πλατείες, τα πάρκα, τα άλση, οι πάγκοι στην αγορά και οι ταβέρνες, όλα ήταν άδεια. Ο Όντραν έφερε στο μυαλό του τα κλειστά παραθυρόφυλλα και τα σιωπηλά σαν στοιχειωμένα σοκάκια των πόλεων που είχαν προσπεράσει. Αναρωτήθηκε κατά πόσο αυτό σχετιζόταν με την παρουσία της Ολκ και του Μπόα.
Άφησαν την Ντενάιχ πίσω τους και το βαρύ σώμα του Νατχάιρ τους μετέφερε πάνω από ένα ερημωμένο βραχώδες βουνό, γεμάτο σπηλιές. Ο Όντραν έβγαλε ένα επιφώνημα δυσάρεστης έκλπληξης.
«Τι συνέβη;» ρώτησε ο μάγος.
«Το φάινε…» αποκρίθηκε κοιτώντας το κόσμημα. Ο μαύρος σφραγιδόλιθος άστραφτε και έκαιγε σαν να είχε περάσει μέσα από πύρινες γλώσσες. «Σταμάτα, Νατχάιρ. Θα προσγειωθούμε εδώ.»
«Τι έγινε;» ρώτησε ανήσυχα ο Γουάφ καθώς κατέβαινε από την ράχη του ζώου.
«Είναι κάπου εδώ γύρω… Με καλεί… Καλεί το φάινε.» είπε ο Όντραν και κοίταξε γύρω.
Μία σειρά από τρεις βράχους σε σχήμα ανθρώπινων κεφαλών τους περικύκλωναν. Οι δύο είχαν γυναικεία, λεπτοφυή χαρακτηριστικά, ενώ ο τρίτος αντρικά και χοντροκομμένα.
Ο Γουάφ στάθηκε και τους κοίταξε έναν έναν. Παραπάτησε και ο Όντραν έτρεξε να τον στηρίξει πριν πέσει. Κούνησε το κεφάλι του σαν να μην άντεχε να τους κοιτάει.
«Εσύ είσαι, έτσι;» ρώτησε δείχνοντας τον βράχο με τα αντρικά χαρακτηριστικά. «Γουάφ, ξέρω…» είπε κατόπιν, καλώντας τον έτσι να του ανοιχτεί.
Ο μάγος σιώπησε. Στηρίχτηκε στη ράβδο του και κάθισε στο χώμα. Ο Όντραν κάθισε δίπλα του.
«Λυπάμαι…» είπε απλά, μα ειλικρινά.
«Έχουν περάσει τόσα χρόνια… Μα ακόμα πονάει… Είναι μια πληγή που δεν κλείνει.» αποκρίθηκε ο Γουάφ. Έκλεισε τα μάτια του για να φέρει στο μυαλό του την γυναίκα που απεικόνιζε ο ένας από τους δύο θηλυκούς βράχους.
«Πώς την λέγανε;»
«Γκλόρια.» αναστέναξε, γυρνώντας νοητά λίγους αιώνες πίσω.
«Ξέρω πώς είναι να χάνεις τόσο άδικα κάποιον που αγαπάς.» είπε ο Όντραν, φέρνοντας στο μυαλό τον πατέρα του. Ο Γουάφ χτύπησε το χέρι του ενθαρρυντικά. «Τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα που ξέρεις ότι είναι κοντά;» ρώτησε ύστερα.
«Δεν ξέρω. Φαντάζομαι πως δεν υπάρχουν και πολλά να κάνουμε, ούτως ή άλλως. Είναι αθάνατη.»
Ο Όντραν έγνεψε δύο φορές, με το βλέμμα στο κενό. Τα λόγια της Μιλ, της δίδυμης αδελφής της ιέρειας του θανάτου, περνούσαν ξανά από το μυαλό του.
«Οι Ευχές γεννήθηκαν από την αγάπη, και οι Αντευχές από το μίσος…» επανέλαβε τα λόγια της.
«Τι;»
«Σαν ιέρεια του θανάτου, είναι αφιερωμένη στο μίσος και το σκοτάδι. Δεν μπορεί να ελέγξει τις Ευχές… Γι’ αυτό έφτιαξε το φάινε. Γι’ αυτό ήθελε κάποιον θνητό δίπλα της.»
«Πού θες να καταλήξεις;»
«Νομίζω πως βρήκα τον τρόπο να διώξουμε τις Αντευχές.» είπε, ξαφνιασμένος και ο ίδιος με αυτήν την συνειδητοποίηση. «Τελικά η Μιλ είχε δίκιο. Πράγματι μου είπε όσα έπρεπε να ξέρω.»
«Η Μιλ;»
«Με επισκέφτηκε όσο βρισκόμουν ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο.» απάντησε ο Όντραν.
Ο Γουάφ βούρκωσε στο άκουσμα της απάντησής του. Η μακρινή του ξαδέλφη δεν έπαυε να τον εκπλήσσει στιγμή.
«Και λοιπόν; Πώς θα διώξουμε τις Ευχές, αφού είναι αδύνατον να εξοντώσουμε την μάγισσα;»
«Με εμπιστεύεσαι;» ρώτησε ο Όντραν, με μάτια που έλαμπαν επικίνδυνα.
«Ναι.»
«Τότε σήκω.» απάντησε, σηκώθηκε και άπλωσε το χέρι του στον γέρο μάγο. «Είναι ώρα για κυνήγι.»

***

Το δαχτυλίδι έκαιγε και έλαμπε όλο και πιο έντονα στο δάχτυλό του. Ο σφραγιδόλιθος τους είχε τραβήξει σε μια σπηλιά, λίγα μέτρα πιο κάτω από τους βράχους με τις ανθρώπινες μορφές. Με κάθε βήμα, έφταναν όλο και πιο κοντά στην ιέρεια του θανάτου. Βάδιζαν ο ένας πίσω από τον άλλον, στα χαμηλά και στενά τοιχώματα της σπηλιάς. Ο Νατχάιρ είχε μείνει πίσω, γιατί φυσικά δεν χωρούσε να περάσει. Άλλωστε, το όχημά τους έπρεπε να βρίσκεται σε ετοιμότητα σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.
Στο βάθος κάτι έλαμψε. Τάχυναν το βήμα τους. Καθώς πλησίαζαν, ο ψίθυρος του Γουάφ ακούστηκε απόκοσμος πίσω από την πλάτη του Όντραν.
«Δεν σου φαίνεται περίεργο που δεν συναντήσαμε κανένα εμπόδιο μέχρι τώρα; Δεν είναι του χαρακτήρα της.»
«Από το λίγο που την ξέρω, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω.»
Όταν έφτασαν στο βάθος από όπου ερχόταν η λάμψη, διαπίστωσαν ότι είχαν οδηγηθεί σε ένα πλάτωμα. Στην μέση του υπήρχε μόνο ένας κυκλικός βωμός, στην επιφάνεια του οποίου έκαιγε ένα άλιωτο κερί. Δεν υπήρχε ψυχή πουθενά, ούτε καν κάποιο δρομάκι ή άνοιγμα ή έστω κάποια χαραμάδα που να οδηγεί αλλού· κι όμως, το δαχτυλίδι έκαιγε και λαμπύριζε μανιωδώς.
«Ίσως έκανα λάθος. Ίσως η συμπεριφορά του φάινε να μην σχετίζεται με την Ολκ.» παραδέχτηκε ο Όντραν και κίνησαν να φύγουν.
«Φεύγετε τόσο γρήγορα;» Νιαούρισε μία βαθιά, γυναικεία φωνή πίσω από τις πλάτες τους. «Μα μόλις ήρθατε!»
Οι δυο τους γύρισαν ταυτόχρονα για να δουν την σαγηνευτική ιέρεια του θανάτου να κάθεται σταυροπόδι πάνω στον βωμό, παίζοντας με την φλόγα του άλιωτου κεριού.
«Δεν πρόλαβα να σας φιλέψω τίποτε!» είπε και τα κίτρινα μάτια της σπίθισαν στο ημίφως της σπηλιάς. Κατέβηκε αργά και βάδισε φιλάρεσκα, ενώ τα μάτια της άφηναν αδιάφορα τον μάγο και αγκιστρώνονταν στον νέο. «Επιτέλους με βρήκες.» του είπε, αγκαλιάζοντας με τα μακριά δάχτυλά της τους ώμους του.
«Με κάλεσες.» απάντησε ο Όντραν σοβαρά.
Εκείνη χτύπησε τα δάχτυλά της μεταξύ τους και δύο πέτρινα καθίσματα εμφανίστηκαν από το πουθενά, μπροστά στον βωμό. «Παρακαλώ.» είπε στους καλεσμένους της, και εκείνοι κάθισαν στις πέτρινες καρέκλες σιωπηλοί.
«Γιατί με κάλεσες;»
«Νομίζω πως ξέρεις το γιατί.» είπε εκείνη, καθώς ανέβαινε πάλι στον βωμό, παίζοντας και πάλι με την φλόγα.
«Γιατί άφησες τον Μπόα;» ρώτησε ύστερα και η Ολκ έχασε το ενδιαφέρον της για το κερί.
«Ήταν ανίκανος να αναλάβει τέτοια υποχρέωση.» Απάντησε τυλίγοντας γύρω από το δάχτυλό της μία ασημένια τούφα των μαλλιών της. «Κατά βάθος πάντα το ήξερα. Αλλά πάντα ήλπιζα πως θα άλλαζε. Όλα αυτά βέβαια, μέχρι να συναντήσω εσένα, Όντραν Μακ Λερ.» Του χάρισε ένα σαγηνευτικό χαμόγελο. «Είδα την δύναμη μέσα σου. Έχεις την καρδιά ενός λιονταριού. Όπως και ο πατέρας σου. Το δαχτυλίδι είναι σοφό, Όντραν. Ξέρει να διαλέγει.»
«Τι θέλεις από μένα;»
Γέλασε χαμηλά. Γύρισε και πάλι στην φλόγα του κεριού της. Τα μακριά της δάχτυλα πέρασαν μέσα από την πύρινη γλώσσα δύο φορές.
«Γιατί μου κάνεις ερωτήσεις τις απαντήσεις των οποίων τις γνωρίζεις ήδη;»
«Υποθέτω ότι έχω το δικαίωμα να διατηρώ τις αμφιβολίες μου.»
«Λοιπόν…» είπε και τον κοίταξε κατάματα, «θα σου μιλήσω ανοιχτά και μετά αποφασίζεις τι θα κάνεις με τις αμφιβολίες σου. Είσαι ο εκλεκτός, Όντραν. Το δαχτυλίδι διάλεξε εξαρχής εσένα. Το ξέρεις κατά βάθος, ότι μοιάζουμε. Ότι ανήκουμε ο ένας στον άλλον. Το δαχτυλίδι που φοράς σε συνδέει μαζί μου. Είναι γραφτό να κατακτήσουμε μαζί τον κόσμο…»
«Πού ακριβώς είναι γραμμένο;» ρώτησε ο Όντραν με ύφος αθώας άγνοιας.
Η Ολκ χαμογέλασε ξανά στραβά, αγνοώντας το ειρωνικό του σχόλιο.
«Απλά φαντάσου πόσα θα καταφέρουμε μαζί…» είπε και ήρθε κοντά του, έτσι ώστε να μην μπορεί να στρέψει αλλού το βλέμμα του. Τα νύχια της χάιδεψαν τον σβέρκο του και γλίστρησαν από το μπράτσο του μέχρι τα δάχτυλά του, χωρίς να έρχονται σε άμεση επαφή με το δαχτυλίδι. «Θα είσαι ο πρώτος και μοναδικός άρχοντας της ζωής και του θανάτου, του φωτός και του σκοταδιού, των Ευχών και των Αντευχών...»
«Και εσύ τι θα κερδίσεις από αυτό;» Ρώτησε, ενώ γνώριζε καλά την απάντηση.
«Θα είμαι η βασίλισσά σου. Θα σε βοηθήσω να κυβερνήσεις τον κόσμο των ανόητων θνητών που νομίζουν πως είναι θεοί…»
«Και τι θα γίνει με τον Μπόα;»
«Δεν με νοιάζει. Μπορείς πάντα να πάρεις την εκδίκησή σου. Αλλά πίστεψέ με, όταν γίνεις αυτός που είναι γραφτό να είσαι, δεν θα σε νοιάζει πια.»
«Μιλάς σαν να υπάρχει όντως κάποια προφητεία.» Παρατήρησε ανήσυχος.
Ο Γουάφ δίπλα του του έκανε νόημα να μην πιστέψει λέξη. Η Ολκ αναστέναξε ψεύτικα. Κατέβηκε από το βωμό και άρχισε να κάνει κύκλους γύρω τους.
«Φυσικά και υπάρχει προφητεία, φτωχέ μου Όντραν.»
Ο Όντραν στράφηκε στον Γουάφ. Εκείνος κούνησε καθησυχαστικά το κεφάλι του.
«Μην πιστεύεις όσα σου λέει ο γέρο μάγος. Είναι στη φύση του να λέει ψέματα.» είπε, σαν να είχε δει την σιωπηλή συνομιλία τους, ενώ ήταν γυρισμένη πλάτη. «Θέλεις να ακούσεις ή όχι;» Ρώτησε καθώς γύριζε να τους δει και όταν εκείνος απάντησε θετικά, συνέχισε τους κύκλους της. Ύστερα τραγούδησε με φωνή γλυκιά σαν αθώου κοριτσιού.

«Η καρδιά του σκληρή και παγωμένη σαν πέτρα…
Η ψυχή του καταραμένη, χαμένη τριγυρνά δίχως σκοπό…
Από συγγενικό χέρι τα όνειρά του σκοτωμένα…
Αυτός του κόσμου το τέλος θα φέρει στο λεπτό.
Το θάνατο και τη ζωή στα χέρια του θα πάρει
Οι Κατάρες θα πετούν ελεύθερες στο σκοτάδι
Η Μπάνσι θα ουρλιάζει δίχως να σταματάει
Καταστροφή και όλεθρος όπου κι αν πάει…»

Ο Όντραν ένιωσε το αίμα στις φλέβες του να παγώνει. Η Ολκ βρέθηκε από πίσω του, έφερε τα χέρια της γύρω από τους ώμους του και ψιθύρισε ψυχρά στο αυτί του.
«Δεν το βλέπεις; Για σένα μιλάει.»
«Τα επινόησες.» είπε κοφτά. Ο Γουάφ στράφηκε στον φίλο του ανήσυχος, βλέποντας πως τα λόγια της μάγισσας είχαν αρχίσει να τον επηρεάζουν.
«Δεν έχω κανέναν λόγο να το κάνω. Θέλω άξιο βασιλιά δίπλα μου, όσο κι εσύ θες την αλήθεια.»
«Πού την βρήκες;»
«Παντού. Όπου κι αν ρωτούσα, έπαιρνα την ίδια απάντηση. Ρώτησα τα κοράκια, τις σκιές, τους κεραυνούς, τα πιο σκοτεινά βάθη των θαλασσών. Όλα μου είπαν το ίδιο τραγούδι. Όλα μου μίλησαν για την προφητεία.»
Ο Όντραν κοίταξε απογοητευμένος τον Γουάφ. Θυμήθηκε την συζήτησή τους όσο βρίσκονταν ακόμα στο καράβι για το Σκαθ. Είχε πει πως μπορούσε να μιλήσει με την θάλασσα, αλλά προτιμούσε να μην το κάνει.
«Εσύ το ήξερες;» τον ρώτησε.
«Όντραν, μην πιστεύεις λέξη που βγαίνει από στόμα που μιλάει μόνο για να πληγώνει.»
«Το ήξερες;»
Ο Γουάφ σώπασε, γνωρίζοντας πως τα λόγια δεν μπορούσαν πια να σώσουν την κατάσταση.
«Το ήξερες!» διαπίστωσε με ύφος ανθρώπου που είχε μαχαιρωθεί πισώπλατα.
«Μόνο κακό μπορεί να βγει όταν ακούς τις προφητείες, Όντραν. Τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο, έτσι είναι η φύση τους. Κρύβουν περισσότερα από όσα αποκαλύπτουν. Και πολλές φορές αποδεικνύονται ψεύτικες.»
«Παρόλα αυτά, το ήξερες! Και με πρόδωσες! Με άφησες στο σκοτάδι! Εκμεταλλεύτηκες την άγνοιά μου για να με κάνεις να απομακρυνθώ από τον στόχο μου! Από το πεπρωμένο μου!»
«Μην λες πράγματα που θα μετανιώσεις!» ύψωσε την φωνή του, τραντάζοντας τον Όντραν από τα μπράτσα για να τον συνεφέρει. «Εγώ δεν πιστεύω καμιά προφητεία! Μόνο όσα βλέπουν τα μάτια μου. Και όταν σε κοιτώ βλέπω τον φίλο μου και σύντροφο στην μάχη. Ομολογώ ότι μπορεί να μην είχαμε καλή αρχή, αλλά πρέπει να παραδεχτείς ότι όλα έχουν αλλάξει. Όλα άλλαξαν χάρη στην Φιντέλμα.»
«Σταμάτα!» φώναξε ο Όντραν.
«Όχι, άκου με!» ύψωσε περισσότερο την φωνή του ο μάγος. «Είδε μέσα σου, πίστεψε σε σένα. Και είχε δίκιο από την αρχή. Ήξερε ότι είχες περιθώρια να σωθείς. Είδε το ‘solas sa dorchadas’. Είδε το ‘φως μέσα στο σκοτάδι’. Δεν πιστεύω λοιπόν πως τα μάτια μιας Ευχής κάνουν λάθος. Στοιχηματίζω το κεφάλι μου γι’ αυτό.»
«Όχι. Η Ολκ έχει δίκιο. Το βλέπω καθαρά τώρα.» είπε πικρά ο Όντραν. «Αυτό είναι το πεπρωμένο μου. Καμία Ευχή δεν μπορεί να με γλιτώσει από αυτό. Ακόμα κι αν πιστεύει σε μένα.»
Σηκώθηκε αργά και απομακρύνθηκε. Στάθηκε δίπλα στην Ολκ. Εκείνη γέλασε δυνατά, με όλη την ψυχή της.
«Επιτέλους! Ω θεά του θανάτου, δεν ξέρω αν μπορώ να αντέξω τόση χαρά μέσα σε μία νύχτα!» φώναξε και κοίταξε τον Όντραν κατάματα. «Πήρες την σωστή απόφαση! Ας μην χρονοτριβούμε.»
«Τι πρέπει να γίνει τώρα;»
«Χρειαζόμαστε τρία πράγματα: ένα σπαθί ποτισμένο με δηλητήριο δρακοντιάς, ένα σκοινί βουτηγμένο σε λάδι μπελαντόνας, και το αίμα ενός αθώου.» μέτρησε ενθουσιασμένη.
«Όντραν… ξανασκέψου το, σε παρακαλώ!» ικέτεψε ο Γουάφ. «Είσαι κουρασμένος, το μυαλό σου είναι θολωμένο, δεν σκέφτεσαι καθαρά! Δεν μπορείς να ξεχνάς αυτούς που σε αγαπούν!»
«Ω, πάψε πια!» θύμωσε η Ολκ. Χτύπησε τα χέρια της μεταξύ τους και ευθύς βρέθηκε φυλακισμένος μέσα σε ένα μεγάλο κλουβί. «Και ένα μέτρο που θα εξασφαλίσει την ησυχία μας…» είπε και με ένα χτύπημα των δαχτύλων της, ένα μαντίλι βρέθηκε να κλείνει το στόμα του. «Πού είχαμε μείνει; Α, ναι. Πρέπει να βρώ όσα μας χρειάζονται για το τελετουργικό. Θα πάω να ψάξω για δρακοντιά στο δάσος.» είπε και άπλωσε τα χέρια της μέχρι που τα φτερά της φύτρωσαν από τους ώμους της.
«Περίμενε.» την πρόλαβε ο Όντραν. «Γιατί να μην ξεκινήσουμε από τα εύκολα;»
«Δηλαδή;» ρώτησε εκείνη, ενώ τα φτερά της μάζευαν και έπαιρναν την μορφή των χεριών της.
«Από όσα έχουμε ήδη.» είπε και πλησίασε το κελί μέσα στο οποίο βρισκόταν ο Γουάφ, κοιτώντας τους με μάτια γεμάτα απογοήτευση.
«Δεν καταλαβαίνω. Μπορείς να γίνεις πιο συγκεκριμένος;»
«Το αίμα ενός αθώου…» είπε γραπώνοντας το χέρι του και φέρνοντάς τον να κολλήσει στα κάγκελα.
«Δεν μας κάνει το αίμα ενός γέρου μάγου!» δυνάμωσε την φωνή της. «Μην τον πειράξεις. Όλο και κάποιο παιδί θα βρω χαμένο στο δάσος.»
«Εγώ λέω να δοκιμάσουμε.» επέμεινε εκείνος, σφυρίζοντας με θυμό μέσα από τα δόντια του. «Θα είναι και ένας καλός τρόπος να πληρώσει για τα ψέματά του! Ε; Τι λες και συ, Γουάφ; Δεν είναι ένας καλός τρόπος να μάθεις να μην κρύβεις πράγματα από τους φίλους σου;»
«Είπα φύγε από εκεί τώρα!» ούρλιαξε η Ολκ, χάνοντας την ψυχραιμία της.
«Ίσως του κόψουμε την γλώσσα για αρχή…»
«Σταμάτα!»
«Και μετά τον βασανίσουμε βράζοντάς τον σε καυτό λάδι…»
«Δεν με ακούς που σου μιλάω;»
«Μπα… Όχι. Καλύτερα να τον σκοτώσουμε μια και έξω.» αποφάσισε τελικά και ξέζωσε το σπαθί του. Το έμπηξε στην καρδιά του τόσο γρήγορα, που η μάγισσα δεν πρόλαβε να αντιδράσει.
«Όχι!» ούρλιαξε καθώς έβλεπε μπροστά στα μάτια της τον μάγο να σωριάζεται στο δάπεδο της σπηλιάς.
Χτύπησε τα χέρια της και το κελί εξαφανίστηκε. Παραμέρισε με δύναμη τον Όντραν και έπεσε στο πάτωμα φωνάζοντας.
«Δεν μπορεί να είσαι νεκρός!» φώναξε. «Cneasaigh!» είπε κατόπιν το πιο απλό ξόρκι ίασης που γνώριζε. Ο μάγος όμως ούτε που βλεφάρισε. «Múscail!» φώναξε ύστερα. Εκείνος συνέχιζε να κοιμάται, με μάτια ερμητικά κλειστά, παγωμένος και μαρμαρωμένος. «Athbheochan!» φώναξε και το τελευταίο, πανίσχυρο ξόρκι που ανάσταινε τους νεκρούς προτού φτάσουν στο Άναμ Άιτ.
Ο Γουάφ είχε πεθάνει.
«Τι έκανες;» φώναξε και ξέσπασε σε λυγμούς. «Ω, θεά του θανάτου! Ξέρω πως δεν μπορείς να μου τον φέρεις πίσω! Μα εγώ, σαν πιστή ιέρειά σου, σου το ζητάω με όλη μου την ψυχή! Σε παρακαλώ… Σε παρακαλώ…» έλεγε και ξανάλεγε μέσα από τα αναφιλητά της.
Τα μουσκεμένα μάτια της έκλεισαν. Πέρασαν από μπροστά τις οι πρώτες στιγμές της γνωριμίας τους. Ήταν πριν κάτι αιώνες, όταν η Κοιλάδα του Θανάτου έσφυζε από ζωή, υπό το όνομα Σάολ.
Η φωτεινή ακόμα Ολκ είχε φτάσει τρέχοντας στην γέρικη βελανιδιά, την φουντωτή Ντάιρ και είχε καθίσει στις ρίζες της. Είχε περάσει όλο της το απόγευμα εκεί πέρα, τραγουδώντας και λέγοντας στο δέντρο τα πιο κρυφά της μυστικά. Και όταν σηκώθηκε να φύγει, άκουσε έναν θόρυβο πίσω της. Γύρισε και τότε τον είδε. Ήταν ψηλός και γεροδεμένος, όμορφος και νέος. Και ήξερε όλα της τα μυστικά.
«Πόση ώρα ήσουν εκεί πάνω;» του είπε.
«Αρκετή.» της απάντησε.
«Πόσα άκουσες;» κοκκίνισε η μάγισσα.
«Αρκετά. Αλλά θα ήθελα να μάθω κι άλλα.»
Του χαμογέλασε, και έτσι, τόσο εύκολα, ξεκίνησε μία μακροχρόνια φιλία. Του έμαθε όλα τα μυστικά της μαγείας –όσα τουλάχιστον δεν ήξερε εκείνος, γιατί είχε μόλις λίγα χρόνια μάθει για τις δυνάμεις του- και περνούσαν τον περισσότερο χρόνο τους μαζί. Αργότερα, μάλιστα, έμαθαν ότι κυλούσε το ίδιο θεϊκό αίμα στις φλέβες τους. Ήταν και οι δύο απόγονοι θεών, όπως και όλοι οι μεγάλοι μάγοι. Μακρινά ξαδέρφια, όπως τους είχε πει η γέρικη βελανιδιά. Ήταν και εκείνος πανίσχυρος, αλλά όχι αθάνατος όπως εκείνη και η αδελφή της. Θα τον αποκαλούσε κανείς ημίθεο. Μπορούσε να χτυπηθεί, να ματώσει, να σκοτωθεί, ακόμα και από χέρι θνητού.
Όπως τώρα.
Ανοιγόκλεισε τα μάτια και η επόμενη ανάμνηση εμφανίστηκε μπροστά της. Ήταν ο Γουάφ, λίγα χρόνια μεγαλύτερος. Εκείνη καθόταν δίπλα του, αποφασισμένη να αποκαλύψει τα συναισθήματά της για εκείνον.
«Έχω κάτι να σου πω…» ξεκίνησε κάπως ντροπαλά.
«Και εγώ…» την διέκοψε εκείνος.
«Συμβαίνει εδώ και καιρό και…»
«Μία θνητή έκλεψε την καρδιά μου.»
Η Ολκ πάγωσε. «Τι;» είπε απλά.
«Γκλόρια… Το όνομά της είναι Γκλόρια.»
Τα μάτια της άνοιξαν και ξανάκλεισαν πάλι.
Η φωτεινή ακόμα Ολκ βρισκόταν ξανά στην κοιλάδα Σάολ, κοιτώντας τον γκρεμό με μάτια συννεφιασμένα, γεμάτα οργή. Κεραυνοί έπεφταν στο βάθος, ενώ σύντομα έπιασε μπόρα. Εκείνη έμενε μουσκεμένη και δακρυσμένη, οργισμένη και μόνη, δίπλα στην βελανιδιά, ενώ η μορφή εκείνης της θνητής, της Γκλόρια, βασάνιζε το μυαλό της.
«Θα πονέσεις, Γουάφ! Θα πονέσεις περισσότερο από όσο πονάω εγώ τώρα!» φώναξε με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό. «Όσοι αιώνες σου έχουν μείνει για να ζήσεις, θα τους ζήσεις μέσα στον πόνο! Και αυτό είναι υπόσχεση! Fáinleoga báis an áit seo!» ούρλιαξε μανιασμένα.
Ένας κεραυνός έπεσε πάνω στην γέρικη βελανιδιά, καταπίνοντας τον τόπο στο δυνατό του φως. Την επόμενη στιγμή, η κοιλάδα ήταν καταραμένη και νεκρή.
«Ο θάνατος κατάπιε αυτό το μέρος, μαζί και τις αναμνήσεις που κουβαλάει.»
Άνοιξε τα μάτια της, με τις μορφές του Γουάφ και της Γκλόρια στο μυαλό της. Ένιωσε κάτι αλμυρό στα χείλη της. Τι ήταν; Δάκρυα; Σηκώθηκε από το νεκρό σώμα του μάγου και σκούπισε τα βλέφαρά της. Ήταν πράγματι δάκρυα; Αναρωτήθηκε πόσο καιρό είχε να κλάψει. Πιθανολογούσε από την βροχερή ημέρα που καταράστηκε την Κοιλάδα Σάολ και αρνήθηκε την φωτεινή της φύση.
«Παραδέξου το…» είπε βραχνά ο Όντραν.
«Εσύ!» ψιθύρισε η Ολκ λες και έφτυνε δηλητήριο. Του έδειξε τα μακρυά, μυτερά της νύχια. Ήταν σαν να είχε στιλέτα σε κάθε ένα από τα δάχτυλά της. Γρύλισε και του όρμηξε, μπήγοντάς τα στο δέρμα του.
«Παραδέξου το!» φώναξε ο Όντραν καθώς τον στρίμωχνε στο τοίχωμα της σπηλιάς, σχίζοντας το δέρμα του και λεκιάζοντας τα ρούχα του με αίμα.
«Δεν με νοιάζει αν είσαι ο εκλεκτός, δεν μου καίγεται καρφί τι θα συμβεί όταν πεθάνεις, απλά θέλω να σε δω να υποφέρεις!» ούρλιαξε μπήγοντας τα νύχια της στην καρδιά του.
«Παραδέξου το, Ολκ!» φώναξε με όση δύναμη του απέμενε.
«Τι; Τι θέλεις να παραδεχτώ;» θύμωσε εκείνη, μπήγοντας δυνατότερα τα σουβλερά νύχια της στην καρδιά του.
«Ότι δεν έπαψες να τον αγαπάς!»
Η Ολκ πάγωσε. Τον κοίταξε μπερδεμένη, σχεδόν φοβισμένη. Δεν το είχε σκεφτεί ποτέ πριν. Νόμιζε πως είχε πάψει να τον αγαπά, να τον ποθεί, να τον σκέφτεται. Δεν ήταν δυνατόν, δεν ήταν λογικό, μία ιέρεια του θανάτου σαν κι εκείνη να αγαπά.

Ή μήπως ήταν;

Ιωάννα Τσιάκαλου