Το πιάνο στη σοφίτα (Κεφάλαιο 13)

          «Sabrina, τι χαζεύεις τόση ώρα; Ντροπή φρεσκοπαντρεμένη γυναίκα να ατενίζεις τη λιμνοθάλασσα φορώντας αυτό... αυτό το ημιδιάφανο κομμάτι υφάσματος!»
            Η κοπέλα έριξε στην τροφό της μια φευγαλέα, σχεδόν υποτιμητική ματιά. Μπορεί να την αγαπούσε, αφού την είχε αναλάβει από τότε που ήταν βυζανιάρικο, ωστόσο παραήταν επεμβατική και αυστηρή.
            «Προτιμώ να είμαι μια θελκτική παντρεμένη παρά μια άοσμη γεροντοκόρη, Lucia μου!»
            Δίχως αμφιβολία η τελευταία φράση παραήταν προσβλητική για την τροφό που ήταν ήδη σαράντα κι ανύπαντρη. Ωστόσο η Lucia καμώθηκε πως δεν την είχε ακούσει προχωρώντας προς την κουζίνα του θεόρατου αρχοντικού. Χαμογέλασε με ικανοποίηση, καθώς έσερνε τα ακροδάχτυλά της πάνω στις μαρμάρινες επιφάνειες. Δεν μπορούσε να φανταστεί τη μικρή της Sabrina σε κάτι υποδεέστερο από αυτό. Πόσο την λάτρευε και την πονούσε, σαν να 'χε βγει από τα δικά της σπλάχνα!
            «Κοπέλα μου, θα κατέβω στην πόλη να δω τι γίνεται με εκείνο το πιάνο που παρήγγειλε ο άνδρας σου. Σαν πολύ το καθυστέρησαν αυτοί οι Ναπολιτάνοι κατεργαραίοι. Θα τα ακούσουνε για τα καλά!»
            Η Lucia, αν και γενικότερα σκληραγωγημένη, πέταξε με πρόχειρο τρόπο ένα σάλι στους λεπτούς, ελαφρώς κυρτούς της ώμους .Ο αέρας δεν αστειευόταν σήμερα, στο διάβα του έτρεμαν κλαδάκια και θάμνοι ταπεινοί.
            Με το που έκλεισε την πόρτα η τροφός, η Sabrina στήθηκε μπροστά στον ολοστρόγγυλο καθρέφτη που δέσποζε στο κέντρο του υπνοδωματίου. Αυτό που έβλεπε την έκανε να χαμογελάσει αυτάρεσκα με μια δόση φιληδονίας. Τελικά του έπεφτε πολύ του Giorgio Giannini, του εύπορου συζύγου της. Εκείνη ήταν φορτωμένη με προσόντα, ενώ εκείνος; Τι να εκτιμούσε από δαύτον; Τα δείγματα βίαιης συμπεριφοράς που είχε δώσει; Τον απίστευτα πρόστυχο τρόπο με τον οποίο κοιτούσε κάθε ευπαρουσίαστο θηλυκό που περνούσε από δίπλα του; Στην αρχή πίστευε πως ήταν προκατειλημμένη απέναντί του. Λίγο οι άξεστες  παρέες του κι εκείνοι που αποτελούσαν τον στενότερο κύκλο του, λίγο  η αξιοσημείωτη διαφορά ηλικίας που είχαν, όλα αυτά την έκαναν να μη θέλει να τον παντρευτεί μέσα από την καρδιά της. Από την άλλη όμως μια ζωή μέσα στα πλούτη και την κοινωνική αναγνώριση ήταν σαφώς επιθυμητή κι ευπρόσδεκτη. Όχι πως η δική της οικογένεια δεν είχε οικονομική επιφάνεια και κύρος, δε θα μπορούσε όμως ποτέ να συναγωνιστεί τον Giorgio Giannini. Εκείνος είχε μάλιστα και πολύ υψηλές γνωριμίες που θα της φαίνονταν σίγουρα χρήσιμες μελλοντικά.
            Ένα άτολμο χτύπημα στην πόρτα την ανάγκασε να απομακρυνθεί από τον καθρέφτη. Δίχως να καλύψει το ημίγυμνο κορμί της την άνοιξε διάπλατα. Η εικόνα του νεαρού, μυώδη άνδρα την έκανε να μην κατορθώσει να χαλιναγωγήσει έναν μικρό αναστεναγμό που ξεπήδησε ανενόχλητος από τα κερασένια χείλη της.
 «Με συγχωρείτε, κυρά μου όμορφη, που ενοχλώ μα... Πρέπει να σας μιλήσω» ήταν τα πρώτα του αμήχανα λόγια.
 Η Sabrina τέντωσε ανεπαίσθητα τον λαιμό της, καθώς ήθελε να ρουφήξει περισσότερο απ' το άρωμα θάλασσας που ανέδυαν τα ρούχα του.
 «Καμία συγγνώμη δε μου οφείλεις, μα δε μου είπες καν ποιος είσαι και τι ακριβώς γυρεύεις εδώ» του χαμογέλασε.
            Τα λεπτά, τοξωτά του φρύδια έσμιξαν σε μια γραμμή.
"Με λένε Gianni Moreli και είμαι ο γιος του ιδιοκτήτη του πιάνου... Του πιάνου που πούλησε προχθές στον σύζυγό σας, κυρά μου». Η προσπάθειά του να κρύψει το πόσο άβολα αισθανόταν έπεσε στο κενό.
«Πέρασε μέσα λοιπόν και πάψε να μου μιλάς στον πληθυντικό και να με λες κυρά, δεν είμαι γριά!»
            Ο εσωτερικός χώρος δεν μπορούσε να μην τραβήξει την προσοχή του ψαρά. Ούτε στα όνειρά του δε θα είχε την ευκαιρία να χαρεί τόση ομορφιά!
«Αυτό... αυτό το πιάνο είναι μια ξεχωριστή, ιδιάζουσα περίπτωση» της είπε έχοντας το κεφάλι κατεβασμένο. Η θέα του περιγράμματος των στηθών της τον ερέθιζε σε επικίνδυνο βαθμό.
«Κάτσε πρώτα στην καρέκλα και μου τα λες. Τι βιασύνη είναι αυτή πλέον; Και για να είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί σου, λέξη δεν κατάλαβα από αυτά που ξεστόμισες!»
Αφού έκανε ό,τι του ζητήθηκε συνέχισε με θλίψη στη φωνή του.
«Το πιάνο είναι καταραμένο, κουβαλάει θανατικό!»
Η Sabrina ξέσπασε σε γέλια.
«Ξέρεις, δε με τρομάζουν τα άψυχα εμένα. Θεωρώ αστείο αυτό που ισχυρίζεσαι, παρ’ όλα αυτά μη σταματάς. Μου αρέσει ο τρόπος που ανεβοκατεβαίνει το μήλο του λάρυγγά σου!»
Όσο κι αν του άρεσε αυτό το προκλητικό πλάσμα, δε θα της το έδειχνε. Η θύμηση της νεκρής του μάνας τον είχε για άλλη μια φορά περικυκλώσει.
«Μην το βάλεις στο σπίτι σου, κυρά, δεν κάνει! Κάποτε πετσοκόφτηκαν τα δάχτυλα της μητέρας μου πάνω στα πλήκτρα του με τσεκούρι. Έπειτα…»
Ο νεαρός δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει, αφού ακούστηκαν τα βαριά βήματα της τροφού στην σκάλα...

Χριστίνα Καρρά