Επικίνδυνες Σκιές (Μέρος 1-Κεφάλαιο 3)

ΛΙΜΝΗ ΝΤΕ ΒΕΡΟΥΜ

    Η ΚΟΠΕΛΑ ΑΝΟΙΞΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ. Πρόσεξε τα αστέρια που έλαμπαν στον ουρανό. Ένιωσε το απαλό αεράκι να τυλίγει την επιδερμίδα της. Μπορούσε να ακούσει ένα κελαρυστό ρυάκι, που έρεε κάπου εκεί κοντά, και έναν συνεχώς επαναλαμβανόμενο ήχο. Δεν ήταν ζώο, ούτε νερό.
Γύρισε το πρόσωπό της για να αντικρίσει την πηγή αυτού του ήχου. Μια φωτιά σιγόκαιγε αρκετά μέτρα μακριά της κι ένας άντρας καθόταν σε έναν βράχο δίπλα στις φλόγες. Ήταν στραμμένος προς μία κρυστάλλινη λίμνη, που η κοπέλα δεν μπορούσε να διακρίνει μερικές στιγμές πριν. Η Μία δεν μπορούσε να δει περισσότερα από την πλάτη του άντρα και κάτι στο χέρι του, που έλαμπε στο φως της φωτιάς.
    Ήταν ένα μαχαίρι. Ακόνιζε ένα μαχαίρι με επαναλαμβανόμενες κινήσεις. Όταν πρόσεξε το μαχαίρι του, η κοπέλα συνειδητοποίησε πως δεν βρισκόταν σε όνειρο. Τα μάτια της γούρλωσαν στην θέα του όπλου και μια κραυγή παγιδεύτηκε στον λαιμό της. Έπρεπε να βρίσκεται στο σπίτι της, στο Σόντερν. Αντιθέτως, εκείνη βρισκόταν μπροστά από μία μεγάλη λίμνη, ξαπλωμένη στο έδαφος. Η αναπνοή της έγινε γρήγορη και η καρδιά της ξεκίνησε να σφυροκοπάει στο στήθος της. Ο άντρας σταμάτησε να ακονίζει το μαχαίρι και έγειρε το κεφάλι του στο πλάι, κοιτάζοντας ακόμη την λίμνη. Η Μία κράτησε την αναπνοή της τρομοκρατημένη. Ύστερα από λίγο ο άντρας συνέχισε την κίνησή του και το σώμα του χαλάρωσε.
Το κορίτσι παρατήρησε το τοπίο που την περιτριγύριζε. Φυσικά, δεν έβρισκε τίποτα οικείο, αφού δεν είχε ταξιδέψει ποτέ μακριά από το Σόντερν. Απέναντι από την λίμνη, αρκετά μέτρα μακριά, βρισκόταν ένα πυκνό δάσος. Ανάμεσά σε αυτό και την λίμνη υπήρχε ένας δρόμος που εκτεινόταν προς τις δύο αυτές κατευθύνσεις. Η κοπέλα σκέφτηκε τον εαυτό της να μπαίνει μέσα σε αυτό το πυκνό δάσος και αναρίγησε τρομαγμένη. Κοίταξε προσεκτικότερα την κατεύθυνση προς την λίμνη. Αρχικά αποτελούταν από ένα δρομάκι, το οποίο αργότερα χωριζόταν και σχημάτιζε δύο στενότερα μονοπάτια. Το ένα οδηγούσε στην λίμνη και στον άντρα με το μαχαίρι. Το άλλο μονοπάτι αναρριχούταν σε ένα βουνό που σκίαζε τα ήσυχα νερά της λίμνης. Τα βουνά έκρυβαν σπηλιές και κινδύνους, όμως είχαν μονοπάτια και έτσι ήταν δύσκολο να χαθεί κάποιος. Η Μία ένιωσε πως θα ήταν πιο ασφαλής αν ακολουθούσε το δρομάκι προς το βουνό, με σκοπό να αποδράσει από τον διώκτη της.
    Σηκώθηκε αθόρυβα και κατευθύνθηκε με αργές και προσεκτικές κινήσεις προς τον χωμάτινο δρόμο. Ο άντρας δεν κινήθηκε, συνέχισε να ακονίζει το μαχαίρι μπροστά στις τρεμάμενες φλόγες, έχοντας ακόμη την πλάτη του γυρισμένη προς το μέρος της. Η κοπέλα ήταν σίγουρη πως ο άντρας είχε ήδη καταλάβει τι συνέβαινε και πως απλά την άφηνε να παλέψει για την ελευθερία της. Πολύ καλά, είπε στον εαυτό της με πείσμα.
    Έφτασε στον δρόμο και ξεκίνησε να προχωράει κατά μήκος του. Είχε περάσει αρκετή ώρα όταν το μονοπάτι που ακολουθούσε στένεψε. Ο δρόμος μπροστά της διέγραφε ολοένα και περισσότερες καμπύλες και οδηγούσε στους πρόποδες του βουνού. Η κοπέλα ξεκίνησε να ανηφορίζει κατευθυνόμενη προς τις παρυφές του με ταχύ βήμα. Όποτε κοιτούσε προς τον άντρα, εκείνος ήταν στραμμένος προς το νερό της λίμνης, ακίνητος. Όσο περισσότερο προχωρούσε, το μονοπάτι στένευε και γινόταν πιο τραχύ, πιο επικίνδυνο. Όσο περνούσε η ώρα, η κοπέλα ήθελε όλο και λιγότερο να προχωρήσει ψηλότερα στο βουνό. Το σκοτάδι της νύχτας του προσέδιδε μια τρομακτική όψη.
    Ο άνεμος φυσούσε, ψυχρός, και πάγωνε το εκτεθειμένο της δέρμα. Το αδύνατο σώμα της καλυπτόταν μονάχα από ένα μαύρο παντελόνι και ένα μπλε αμάνικο μπλουζάκι που άφηνε εκτεθειμένο ένα μέρος της κοιλιάς της. Ο άνεμος συνεχώς γινόταν πιο δυνατός και απειλούσε να παρασύρει την κοπέλα. Εκείνη πίεσε τον εαυτό της και συνέχισε την ανάβασή της με σκοπό να φτάσει σε ένα μέρος όπου ο άντρας δεν θα κατάφερνε να την βρει. Συχνά σκόνταφτε, μερικές φορές  πίστευε πως πραγματικά θα έχανε την ισορροπία της. Αν γινόταν αυτό, θα έπεφτε στο κενό που απλωνόταν δίπλα από το στενό απόκρημνο δρομάκι που διέσχιζε. Ο δρόμος ήταν πολύ στενός και ριπές του ανέμου φυσούσαν προς όλες της κατευθύνσεις. Συχνά έχανε λίγο την ισορροπία της, και αυτό κόστισε στα ξυπόλυτα πόδια της μερικές γρατζουνιές και κάμποσους μώλωπες στα χέρια της.
    Είχε φτάσει σε μεγάλο ύψος όταν το στενό δρομάκι που ακολουθούσε, χωρίστηκε σε δύο διακλαδώσεις. Η μία κινούταν βαθύτερα και ψηλότερα στο βραχώδες βουνό, ενώ το υπόλοιπο μισό οδηγούσε ευθεία, σε μία σκοτεινή εσοχή του βουνού. Το δεύτερο μισό ήταν στενότερο και βρισκόταν απόμερα. Κάτω από αυτό ένας μεγάλος γκρεμός άπλωνε την θανάσιμη αγκαλιά του. Ήταν πολύ ριψοκίνδυνο να επιχειρήσει να το διασχίσει. Πάραυτα επέλεξε τον δύσκολο δρόμο με την ελπίδα πως ο άντρας δεν θα περίμενε πως εκείνη είχε κάνει αυτή την επιλογή. Άρχισε να προχωράει με απόλυτη προσοχή. Ένα βήμα, άλλο ένα βήμα.
    Είχε φτάσει λίγα βήματα μακριά από την σκοτεινή σπηλιά όταν το πόδι της άγγιξε απρόσεκτα την πέτρινη λεπτή στρώση, που την χώριζε από τον γκρεμό. Ένα μεγάλο κομμάτι βράχου έπεσε στο κενό. Η Μία ισορρόπησε στην θέση της, στηριζόμενη στο ένα της πόδι. Ένιωσε το αίμα να εγκαταλείπει το πρόσωπο και τα άκρα της και να παγώνει μέσα στις αρτηρίες της. Κοίταξε επίμονα το κενό που είχε δημιουργηθεί μπροστά της για μερικά λεπτά. Η σκέψη πως στο επόμενο βήμα της το έδαφος θα χανόταν, δεν θα στήριζε το σώμα της και θα έπεφτε στο κενό, ρίζωσε μέσα της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και επικεντρώθηκε στην ανάκτηση του θάρρους της. «Όχι δεν θα γυρίσεις πίσω. Μία πάλεψε », πρόσταξε τον εαυτό της. Τα δάχτυλα του χεριού της κινούνταν νευρικά εκτονώνοντας την ένταση που ένιωθε μέσα της. Κράτησε την ανάσα της, έτοιμη για το χειρότερο, και βημάτισε στο εύθραυστο πέρασμα. Με γρήγορες και απαλές κινήσεις μπήκε στην σπηλιά και ανάσανε λαχανιασμένη.
    Η σπηλιά ήταν σκοτεινή και η Μία δεν μπορούσε να δει τίποτα. Προσπάθησε να ακούσει οποιονδήποτε ήχο θα μπορούσε να προδώσει την ύπαρξη κάποιου ζώου μέσα σε εκείνη την εσοχή του βουνού. Με μεγάλη ανακούφιση συνειδητοποίησε πως κυριαρχούσε απόλυτη ησυχία. Σταδιακά, έπαψε να νιώθει απειλούμενη, και κάθισε στο χείλος της σπηλιάς παρατηρώντας στην νύχτα και την φύση. Ο ουρανός φαινόταν να έχει μία φωτεινή μπλε απόχρωση τώρα, που ήταν καλυμμένη από το σκοτάδι της σπηλιάς. Το φεγγάρι, έλαμπε λευκό και γύρω του διαγραφόταν απαλά η γαλάζια αύρα του. Η λίμνη ήταν ήρεμη. Το νερό της έμοιαζε να τυλίγεται από μια απαλή στρώση πάγου, όμως αυτό, δεν ήταν παρά μια οφθαλμαπάτη που δημιουργούσε o κατοπτρισμός του ουρανού στα λεία νερά της.
    Καθώς κοιτούσε το φεγγάρι τα μάτια της κοπέλας φωτίστηκαν δίνοντας στο σκούρο καφετί τους χρώμα μία πιο χρυσαφένια απόχρωση. Τα μαλλιά της έπεφταν μακριά γύρω της τυλιγμένα σε καστανές μπούκλες. Το κατάλευκό της δέρμα ερχόταν σε αντίθεση με τα χρώματά της κάνοντας το χρώμα του προσώπου, των χεριών, και της κοιλιάς της να φαίνεται χλωμό. Τα χείλη της ήταν μικρά αλλά σαρκώδη. Δάγκωσε το κάτω χείλος της και τύλιξε τα χέρια της μεταξύ τους σε μια προσπάθεια να ζεσταθεί. Όσο περνούσε η ώρα, η αδρεναλίνη έφευγε από μέσα της και το κορίτσι ξεκινούσε να αισθάνεται την ψύχρα της νύχτας. Σηκώθηκε, και κατευθύνθηκε βαθύτερα στη σπηλιά ψάχνοντας για ξύλα με απώτερο σκοπό να ανάψει μια φωτιά για να ζεσταθεί.
    Όταν βρισκόταν αρκετά βαθειά στη σπηλιά ψηλαφώντας γύρω της στο σκοτάδι, ένας τσιριχτός ήχος σαν ουρλιαχτό έκανε την καρδιά της να σταματήσει. Έμεινε ακίνητη στην θέση της, φοβισμένη να κουνηθεί. Το τσιριχτό ακούστηκε ξανά, πιο κοντά της αυτή τη φορά. Την δεύτερη φορά η Μία ξεκίνησε να τρέχει προς το χείλος της σπηλιάς τρομοκρατημένη. Όταν έφτασε στο φωτισμένο από το φεγγάρι μέρος της σπηλιάς, κοίταξε το σκοτάδι πίσω της και η καρδιά της σκίρτησε. Για αρκετή ώρα έμεινε άγρυπνη περιμένοντας το ζώο της σπηλιάς να τσιρίξει ξανά ή να την πλησιάσει. Όταν αυτό δεν έγινε, κουλουριάστηκε γύρω από τον εαυτό της και έκλεισε τα μάτια της περιμένοντας να περάσει η νύχτα.
    Κατάφερε να αποκοιμηθεί για λίγη ώρα, όμως το κρύο συνεχώς την συνέφερε από τον ύπνο. Λίγες ώρες αργότερα άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε προς το εσωτερικό της σπηλιάς έτσι όπως έκανε κάθε φορά που συνερχόταν. Αυτή τη φορά όμως δεν είδε το μαύρο σκοτάδι που έβλεπε συνεχώς αλλά ένα μικρό ζωάκι. Η σιλουέτα του δεν φαινόταν καλά, αλλά τα μάτια του φαίνονταν στρογγυλά και κόκκινα και γυάλιζαν εξ αιτίας του αχνού φεγγαρόφωτος. Το κόκκινο χρώμα τους τρόμαξε πολύ την Μία. Προσπάθησε να απομακρυνθεί από το ζώο όμως μετά πρόσεξε τον μεγάλο γκρεμό πίσω της. Πήρε μια βαθειά ανάσα και έμεινε ακίνητη, περιμένοντας το ζώο να προχωρήσει ένα βήμα πιο μπροστά, όπου το φως του φεγγαριού θα το φώτιζε καλύτερα.
    Το πλάσμα έβγαλε ξανά τον τσιριχτό ήχο όπως είχε κάνει νωρίτερα και πάτησε λίγο πιο μπροστά. Φάνηκε ένα λευκό πόδι με μεγάλα γαμψά νύχια. Στη συνέχεια έβγαλε το κεφάλι του στο φως. Τα κόκκινα μάτια του πετάρισαν, πολύ μεγάλα σε σχέση με το λεπτοκαμωμένο πρόσωπό του. Έμοιαζε με όμορφη σαύρα, μόνο που είχε δύο μικρά λευκά κέρατα πλάγια πάνω από το μέτωπό του, και μερικές εξοχές σαν καρφιά που ξεκινούσαν ανάμεσα από τα δύο κέρατά του και συνέχιζαν ακλουθώντας τη ραχοκοκαλιά του. Το δέρμα του ήταν λευκό, όμως κάποιες κόκκινες γραμμές που ταίριαζαν με τα μάτια του έσπαγαν το λευκό του προσώπου του, δημιουργώντας διάφορους αρμονικούς σχηματισμούς. Ο λαιμός του, κάτω από το σαγόνι του άλλαζε χρώμα και γινόταν κόκκινος. Αυτή η κόκκινη λωρίδα συνεχιζόταν κάτω και ανάμεσα από τα δύο μπροστινά του πόδια. Η Μία δεν το φοβόταν πια. Μια τόσο μικρή σαύρα πίστευε πως μπορούσε να την διώξει. Το στόμα του ζώου άνοιξε εκδηλώνοντας κάποια μεγάλα και κοφτερά δόντια και ένα ακόμη ουρλιαχτό βγήκε από τον λαιμό του. «Περίεργη σαύρα». Είπε στον εαυτό της η Μία τρομαγμένη από τα δόντια του. Εκείνο προχώρησε ακόμη πιο κοντά της και αυτή τη φορά δεν σταμάτησε να την πλησιάζει.

    Η Μία πάγωσε συνειδητοποιώντας τι ήταν αυτό το ζώο. Δύο μεγάλα φτερά εξείχαν από τα πλάγια του σώματός του και σέρνονταν ανοιχτά πάνω στην πέτρα της σπηλιάς, καθώς την πλησίαζε. Τσίριξε ξανά όταν απείχε από την Μία μόνο λίγα βήματα. Εκείνη έκλεισε τρομαγμένη τα μάτια της, χωρίς να ξέρει πως αλλιώς να αντιδράσει καθώς την πλησίαζε ένας μικρός δράκος. Εκείνος ανέβηκε πάνω της και κουλουριάστηκε στα πόδια της. Σκέπασε το σώμα του με τα φτερά του και έμοιασε να αναστενάζει καθώς ξεφυσούσε λίγο καπνό από τα ρουθούνια του. Η Μία άνοιξε τα μάτια της και παρατήρησε έκπληκτη πόσο φιλικό ήταν το μυθικό πλάσμα. Εκείνο άνοιξε το μάτι του και την κοίταξε. Είναι όμορφο, σκέφτηκε η Μία ενώ το σώμα της τρανταζόταν από ένα ρίγος.

Ράνια Ταλαδιανού