Η Αιώνια Μάχη: Η Πτώση (Κεφάλαιο 4/Μέρος Β) - "Ένα παραμύθι δύναμης"

Η φωτιά στην ταβέρνα έπρεπε να είχε σβήσει, γιατί αρκετοί χωρικοί είχαν μαζευτεί από τον θόρυβο κι έμειναν άφωνοι μπροστά σε αυτό που αντίκρισαν. Τον υποτιθέμενα τρελό Νικόλα άσχημα τραυματισμένο, να κοιτάζει με μίσος τον άρχοντά τους, τον Κάσιο με ένα βέλος καρφωμένο στο στήθος του και πολλά πτώματα από τέρατα που δεν είχαν ξαναδεί στη ζωή τους. Καθώς το πλήθος μεγάλωνε στην πλατεία σχηματίζοντας έναν τεράστιο κύκλο γύρω τους, φοβούμενοι να πλησιάσουν πιο κοντά, του Νικόλα του ήρθε μια ιδέα. Δεν ήξερε, αν σε αυτή την κατάσταση θα μπορούσε να νικήσει τον Αρίωνα, αλλά μπορούσε να φανερώσει τις συνωμοσίες του κατά των χωρικών.
«Συγχωριανοί μου, το τέρας από εδώ, ο άρχοντάς σας, ο Αρίων, τόσα χρόνια σας εκμεταλλευόταν για δικό του όφελος. Κατάστρεφε τα υπάρχοντά σας, για να μη γίνετε εσείς δυνατοί κι ανεξάρτητοι και πάψετε να δανείζεστε. Για να παραμείνετε υποχρεωμένοι. Θυμηθείτε πόσες φορές σας έχει εκμεταλλευτεί ή σας έχει εκβιάσει, για να περάσει το θέλημά του και το χειρότερο, πόσες φορές σας έχει βασανίσει μόνο και μόνο επειδή του μιλήσατε χωρίς να υποκλιθείτε ή να σας δώσει τον λόγο».
Οι συγχωριανοί του μόλις άκουσαν τα λόγια του Νικόλα, άρχισαν να ψιθυρίζουν μεταξύ τους για το πόσο έστεκαν τα λόγια του. Το πρωί τον θεωρούσαν τρελό, αλλά τώρα έδειχνε να είναι καλά στα λογικά του κι αυτά που έλεγε είχαν βάση, παρ’ ότι εξακολουθούσαν να αμφιβάλλουν. Κάποιος από το πλήθος φώναξε δυνατά:
«Θέλουμε αποδείξεις ότι ο Αρίων κατάστρεφε όλα αυτά τα χρόνια το βιός μας και όχι λόγια του αέρα».

Ο Νικόλας δεν πρόλαβε να μιλήσει, καθώς ο Αρίων γύρισε, φώναξε στον άντρα που θέλησε να δει χειροπιαστές αποδείξεις και του είπε απλά και ρητά:

«Εγώ ήμουν».

Σήκωσε με απίστευτη ταχύτητα το τόξο του και χτύπησε τον άτυχο άντρα στο κεφάλι. Γύρισε στον Νικόλα και είπε σαν να μην είχε γίνει αναφορά στα εγκλήματα που είχε διαπράξει:

«Ναι, το βλέπω, έχεις το θάρρος και το θράσος ενός Άρχοντα και παρά τις ικανότητες ενός αρχάριου σκότωσες αρκετούς Κυκλωπίδες, φαντάσου πώς θα είσαι σε μερικά χρόνια μετά από την εκπαίδευση του Βασιλιά μας και τη δική μου. Θα γίνεις σπουδαίος πολεμιστής».

«Τρελάθηκες στα σίγουρα. Μα τώρα θα πεθάνεις» και με αυτά τα λόγια επιτέθηκε στον Αρίων. Δεν πρόλαβε να κάνει πάνω από μισό βήμα, όταν ο Αρίων φώναξε:

«Σταμάτα και πέτα το όπλο σου».

Ένας αφόρητος πόνος στην πλάτη του τον ανάγκασε να πέσει στα γόνατα και με ένα κάψιμο που ένιωσε στο δεξί του χέρι, το σπαθί έπεσε με έναν γδούπο στο έδαφος.

Η Δύναμη, σκέφτηκε ο Νικόλας και για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε τον φόβο. Τον φόβο ότι δε θα μπορούσε να σώσει τη ζωή του Κάσιου, αλλά και τη δική του. Το φυλλοκάρδι του έτρεμε τόσο πολύ που αναρωτιόταν πώς άντεχε κι ένα αβάσταχτο βάρος είχε καθίσει στο στήθος του.

«Όπως βλέπω μαθαίνεις την αίσθηση του φόβου, φόβο όχι για τον θάνατο, αλλά γιατί δε θα μπορέσεις να σώσεις τον αγαπημένο σου Κάσιο. Καλό είναι να φοβάσαι, γιατί ο φόβος σε κάνει να ξέρεις πότε να σταματήσεις. Δεν μπορείς να με νικήσεις, δεν μπορείς να σώσεις τον Κάσιο. Στο τέλος θα ζητάς έλεος από τον μεγάλο βασιλιά. Ένα πράγμα δεν καταλαβαίνω, γιατί σε θέλει στην υπηρεσία του, αφού εισαι τόσο αδύναμος. Ναι, παρότι έχεις σπουδαίες ικανότητες, αδύναμος. Αν δεν ήταν ο Κάσιος, δε θα είχες νικήσει ούτε τους μισούς από τον προσωπικό στρατό μου. Σου δίνω δυο επιλογές: να παραδοθείς και ο Κάσιος να πεθάνει γρήγορα ή να αντισταθείς κι ο φίλος σου να πεθάνει με τον πιο επώδυνο θάνατο που μπορεί να συλλάβει η φαντασία σου».

«Δειλέ, γιατί δεν αφήνεις τη Δύναμη και να παλέψεις σαν άντρας;» φώναξε πάνω στην απελπισία του ο Νικόλας, προσπαθώντας να στηθεί στα πόδια του με στήριγμα το σπαθί του. Μα ήταν αδύνατον, γιατί η Δύναμη τον κρατούσε καθηλωμένο. Η πρόκληση αυτή ήταν μια κίνηση απελπισίας, διότι όλο το σώμα του έτρεμε από τα χτυπήματα που είχε δεχτεί πιο πριν. Το αίμα από το χτυπημένο του μπράτσο, το οποίο τώρα είχε πάρει μια απαίσια νεκρική απόχρωση, είχε δημιουργήσει μια μικρή λιμνούλα.

«Είσαι κι εσύ περήφανος σαν τους γονείς σου. Προτιμάς να πεθάνεις παρά να παραδεχτείς την ήττα σου. Ας το διασκεδάσουμε λιγάκι» υποχώρησε, ψιθύρισε και με μια αέρινη κίνηση του χεριού του η πίεση από την πλάτη του εξαφανίστηκε.

Με μεγάλη προσπάθεια κατάφερε να σηκωθεί και να στηθεί στα πόδια του. Έπιασε και με τα δύο χέρια το σπαθί, διότι το τραυματισμένο μπράτσο του δεν άντεχε το βάρος. Προχώρησε λίγα βήματα μπροστά κοιτάζοντας κατά πρόσωπο τον Αρίων και τότε πρόσεξε ότι είχε κι ένα τρίτο μάτι, ακριβώς πάνω από τα αλλά δύο, στο μέτωπο.

Κυκλωπίδας, να πάρει, δεν υπάρχει καμία περίπτωση να τον νικήσω, σκέφτηκε.

«Πολύ σοφά σκέφτηκες, δεν μπορείς να κερδίσεις μια χαμένη μάχη. Αν κάνεις μία κίνηση, δεν υπάρχει γυρισμός, θα επιτεθώ και θα σε σκοτώσω και δε με νοιάζει τι θα πει ο Βάλντορ».

Ένα ακόμη κύμα φόβου ήρθε και θρονιάστηκε στο στήθος του. Μπορεί να διαβάζει το μυαλό ή απλά διαβάζει το φόβο στο πρόσωπό μου;

Τα χέρια του ίδρωσαν στη λαβή του σπαθιού και για πρώτη φορά ήθελε να παραιτηθεί, αλλά καθώς έσκυβε το κεφάλι είδε τον Κάσιο και με μια δυνατή φωνή επιτέθηκε φωνάζοντας:

«Μπορεί να είναι χαμένη η μάχη, αλλά κανένας δε με εμποδίζει να προσπαθήσω για τη νίκη».

Το σπαθί του έσκισε τον αέρα, μα ποτέ δε βρήκε τον στόχο του. Ο Αριών σήκωσε και απέκρουσε το χτύπημα πιο γρήγορα από ό,τι περίμενε ο Νικόλας. Αμέσως τον χαράκωσε στο πόδι. Παρά τον αφόρητο πόνο στο μπράτσο και στο πόδι γύρισε και αντεπιτέθηκε τόσο γρήγορα που ο Αρίων δεν το περίμενε. Ο Νικόλας τον πέταξε λίγα μέτρα πιο πέρα, μα καθώς προχωρούσε για να τον αποτελειώσει, μια μαύρη μπάλα Δύναμης τον χτύπησε κατάστηθα και τον ξανάστειλε στο έδαφος φαρδύ πλατύ. Την ιδία στιγμή τον χτύπησε ο γνωστός πόνος στην καρδιά και για πρώτη φορά τον υποδέχτηκε, προτιμώντας να πεθάνει από την καρδιά του παρά από ένα τέρας. Μόλις αποδέχτηκε τον πόνο, είδε ένα όραμα, ένα όνειρο… Δεν μπορούσε να ξέρει.

Βρέθηκε σε μια πανέμορφη παραλία με μια τεράστια σπηλιά στην άκρη της. Φορούσε ένα λευκό πουκάμισο και παντελόνι και τα πόδια του πατούσαν γυμνά στη χρυσή άμμο. Ο απαλός ήχος των κυμάτων, το δροσερό θαλασσινό αεράκι που γέμισε τους πνεύμονές του και η ζεστή άμμος κάτω από τα πόδια του τον ηρέμησαν, πρώτη φορά ένιωθε ένα τέτοιο συναίσθημα.

Αν ήξεραν ότι ο θάνατος είναι έτσι, όλοι θα ήθελαν να πεθάνουν, σκέφτηκε. Κάθισε αρκετή ώρα στην αμμουδιά απολαμβάνοντας τη ζέστη και τον ήλιο. Όταν βαρέθηκε να κάθεται, αποφάσισε να εξερευνήσει τη σπηλιά.

Ήταν τεράστια. Σταλαγμίτες και σταλακτίτες υπήρχαν παντού από το πέρασμα των χρόνων. Μέσα από το σπήλαιο ακούστηκε ένα βροντερό εχθρικό μούγκρισμα κι αμέσως μετά μια γλυκιά φωνή τού ζήτησε να περάσει μέσα. Για μια φευγαλέα στιγμή δίστασε σκεπτόμενος το απειλητικό μούγκρισμα, μα η καρδιά τού έλεγε να μπει μέσα κι έτσι έκανε.

Αυτό που αντίκρισε τον γέμισε φόβο και δέος. Μπροστά του στεκόταν ένας κόκκινος δράκος παρέα με έναν άγγελο. Το πρώτο πράγμα που του ήρθε στο μυαλό ήταν ότι σίγουρα ήταν νεκρός και ότι αυτοί ήταν οι κριτές της ψυχής του. Έκανε ένα βήμα μπροστά και υποκλίθηκε στον άγγελο και στον κόκκινο δράκο. Περίμενε από ευγένεια να του πουν να σηκωθεί, μα εκείνοι δεν κάνανε καμία κίνηση. Κάθισε αρκετή ώρα υποκλινόμενος, ώσπου ο άγγελος μίλησε:

«Η υπομονή είναι αρετή. Το να κάθεσαι τόση ώρα καθιστός πρέπει να είναι επίπονο, μα οι άρχοντες των δράκων είναι σκληροί. Σήκω επάνω Νικόλα, δε χρειάζεται να αποδίδεις τίποτα σ’ εμένα, εγώ είμαι μια ξεχασμένη ανάμνηση ή ένα παραμύθι όπως το αποκαλείς εσύ».

Ο Νικόλας υπάκουσε τον άγγελο. Σηκώθηκε κι αναρωτιόταν πώς ο άγγελος ήξερε ότι δεν πίστευε την ιστορία του Κάσιου για τη Λέινορ. Σηκωμένος μπορούσε να δει ολόκληρο τον δράκο. Το κεφάλι του ήταν τόσο μεγάλο που, αν άνοιγε, θα μπορούσε να τον καταπιεί ολόκληρο. Το μάτια του είχαν το υπέροχο, λαμπερό χρώμα του κόκκινου. Την κορυφή του τρομερού κεφαλιού στόλιζαν τρία χρυσά κέρατα. Από το μεσαίο ξεκινούσαν αμέτρητα κέρατα που διέσχιζαν ολόκληρο το σώμα του και κατέληγαν στην ουρά. Εκεί υπήρχε ένα κόκαλο σε σχήμα ρόπαλου που θα ήταν χρήσιμο στο κυνήγι ή στις μάχες. Τα νύχια του δράκου ήταν μεγάλα σχεδόν όσο ένα σπαθί. Ο άγγελος δε διέφερε σε τίποτα από έναν άνθρωπο, εκτός από ότι φαινόταν πιο αγέρωχος και πιο σοφός με τα τεράστια, λευκά φτερά του ανοιγμένα.

«Έλα, κάθισε κοντά μας, πρέπει να μιλήσουμε, έχουμε πολλά να πούμε και μια σοβαρή απόφαση να πάρεις, ενώ δεν έχουμε καθόλου χρόνο» ακούστηκε η βαθιά και καθαρή φωνή του αγγέλου.

Ο Νικόλας ήθελε να κάνει πολλές ερωτήσεις, μα δεν ήξερε με ποια να ξεκινήσει. Έτσι έκανε την πιο απλή:

«Ποιοι είσαστε και πού είμαστε;»

«Είμαι ο Πύριος και η δράκαινά μου είναι η Φλογερή. Είμαστε οι πρώτοι φύλακες τις ειρήνης. Όσο για το πού είμαστε, αυτό δεν το γνωρίζω, διότι αυτό το μέρος βρίσκεται βαθιά μέσα στην καρδιά σου» ήρθε η απάντηση από τον άγγελο. «Είμαστε εδώ για να σε ενημερώσουμε για κάποια θέματα. Σήμερα μονομαχείς με τον Αρίων κι αυτός σου λέει ότι είσαι ένας Άρχοντας των Δράκων. Εσύ γιατί δεν τον πιστεύεις;»

Η ερώτηση του αγγέλου τον έφερε σε δυσκολία. Δεν ήξερε γιατί δεν πίστευε στην ύπαρξη των Αρχόντων των Δράκων, της Δύναμης και των αγγέλων. Τόσα χρόνια είχε υποστεί τόσα βασανιστήρια όσο και οι συχωριανοί του, μα εκείνοι ήταν τυχεροί. Στην πρωτεύουσα ο Βάλντορ τυραννούσε τους ανθρώπους. Παντού υπήρχε πόνος και θάνατος και κανένας δεν τολμούσε να εναντιωθεί στον βασιλιά. Και τότε του ήρθε η απάντηση:

«Διότι, αν υπήρχαν δράκοι και άγγελοι, θα εκθρόνιζαν τον Βάλντορ και θα βοηθούσαν τον λαό της Λέινορ να βγει από τόσο πόνο».

«Σε αυτό έχεις μεγάλο δίκιο. Δε σε αδικώ που δεν πιστεύεις, αλλά σήμερα δεν είδες τον Αρίων να χρησιμοποιεί τη Δύναμη εναντίον σου; Μονό αυτό θα αρκούσε να σου αλλάξει γνώμη, μα εσύ εξακολουθείς να μην πιστεύεις ακόμη και τώρα που βλέπεις έναν δράκο κι έναν άγγελο μπροστά στα μάτια σου».

«Μα είστε νεκροί, το ίδιο κι εγώ. Ποιο το νόημα της συζήτησης αυτής;» τον ρώτησε ο Νικόλας.

«Μπορεί εγώ και η Φλογερή να είμαστε νεκροί, μα εσύ είσαι ολοζώντανος και πρέπει να πάρεις μια σοβαρή απόφαση. Δέχεσαι να ακούσεις την πρόταση;» ολοκλήρωσε ο Πύριος.

«Εάν είμαι ζωντανός, τι λόγο έχω που βρίσκομαι εδώ και μιλάω με έναν νεκρό άγγελο και δράκο, τι απέγινε ο Αρίων, ο Κάσιος, οι συγχωριανοί μου;» ούρλιαξε ο Νικόλας και αμέσως το πρόσωπο του αγγέλου σοβάρεψε και η δράκαινα βρυχήθηκε. Ολόκληρο το σπήλαιο σείστηκε από την ηχώ. Μέσα στο κεφάλι όσο και κανονικά, ακούστηκε μια γλυκιά φωνή που του είπε:

«Έχεις τη δύναμη να αλλάξεις τον κόσμο. Την ύστατη στιγμή άκουσες την καρδιά σου και πίστεψες σε αυτήν, ότι θα σε γλίτωνε από τον πόνο, κι αυτό σου δίνει και μια επιλογή» του είπε η δράκαινα.

«Εννοείς τον πόνο στην καρδιά μου;»

«Ναι, και τώρα θέλω να μου πεις, αφού έχεις τη δύναμη να αλλάξεις τον κόσμο, τι θα κανείς; Η ζωή είναι σκοτάδι και θάνατος. Οι επιλογές είναι δύο. Η μία είναι να την αποδεχτείς και να περιμένεις το τέλος σου και η άλλη είναι να έχεις ελπίδα, να πολεμήσεις τον θάνατο και το σκοτάδι και να βοηθήσεις τους αδύναμους να επιβιώσουν. Ποια είναι η επιλογή σου;»

«Ο παλιός κώδικας τιμής, σωστά;» ρώτησε ο Νικόλας τη δράκαινα κι αυτή έκλινε καταφατικά το περήφανο κεφάλι της. Ο Κάσιος του είχε πει αρκετά για τον κώδικα, για την ιστορία της Λέινορ, την αρχαία Δύναμη που υπήρχε στους ανθρώπους αρκεί να την αποδέχονταν, τη φύση. Τον εκπαίδευσε στη μάχη και στη γνώση, δηλαδή ότι έπρεπε να ξέρει ένας…

«Άρχοντας των δράκων» συμπλήρωσε μέσα στο μυαλό του η Δράκαινα.

«Πώς το έκανες αυτό;» ρώτησε τρομοκρατημένος ο Νικόλας.

«Οι δράκοι έχουν πολλά μυστικά».

«Έχεις τη δύναμη μέσα σου, ξέρεις τι να κάνεις» ήρθε η απάντηση από τον Πύριο.

«Αυτό είναι το θέμα, δεν ξερώ πώς να το κάνω. Σήμερα ηττήθηκα και βρέθηκα εδώ, εάν είχα τη δύναμη, θα πολεμούσα για το καλό όλων. Μα εγώ δεν έχω τη δύναμη, ούτε δράκο όπως εσύ, Πύριε, που είχες τη Φλογερή» ανταποκρίθηκε ο Νικόλας.

«Εσύ έχεις μια αδελφή, μόλις σου δοθεί η ευκαιρία, ψάξε και βρες τη. Μόλις ξυπνήσεις, θα βρεις αυτό που χρειάζεσαι για να βοηθήσεις το χωριό σου, να βρεις τον δρόμο σου. Αντίο, θα τα ξαναπούμε». Με αυτά τα λόγια τον αποχαιρέτησαν.








Άνοιξε τα μάτια του, είδε τον Αρίων να σηκώνεται και να τρέχει καταπάνω του. Με το σπαθί του να σημαδεύει την καρδιά του. Δεν προλάβαινε να κάνει το οτιδήποτε για να αμυνθεί. Και τότε πετάχτηκε η Αρετή με το ξίφος του στα χέρια της και τον εμβόλισε. Ο Αρίων προσπάθησε να τη χτυπήσει, αλλά δεν ήξερε ότι την είχε εκπαιδεύσει ο Νικόλας, έτσι δεν ήταν εύκολο. Κάποια στιγμή κέρδισε ένα πλεονέκτημα και επιχείρησε να τη χτυπήσει στο κεφάλι.

Στο χέρι του ο Νικόλας κρατούσε ένα παράξενο όπλο. Μέσα στο μυαλό του άκουσε τη δράκαινα και τον άγγελο να του θυμίζουν:

«Ξέρεις τι να κάνεις, χρησιμοποίησε τη δύναμη μέσα σου».

Έσφιξε γερά το στρογγυλό όπλο και το έριξε. Εκείνο τυλίχτηκε σε ένα παράξενο ασημένιο φως. Ο Νικόλας ένιωσε να του κόβεται η ανάσα, λες και η ζωή έφευγε από μέσα του, σαν το φως να τροφοδοτούταν από εκείνον. Το όπλο, αστράφτοντας μέσα στο μυστηριώδες φως, έσκισε τον αέρα, βρήκε τον στόχο και γύρισε πίσω στο χέρι του. Το φως έσβησε μόλις ακούμπησε το δέρμα του.

Ο Αρίων, με τη νικητήρια έκφραση αποτυπωμένη ακόμα στο πρόσωπό του, έπεσε στο χώμα γεμίζοντάς το με αίματα.

Ο Νικόλας σηκώθηκε με όση δύναμη του απέμεινε και πλησίασε τον Κάσιο. Έπεσε πάνω στο στήθος του. Ανάσαινε ακόμα. Πλησίασε στο αυτί του συντρόφου του και του ψιθύρισε:

«Κάσιε, πράγματι η ιστορία σου είναι ένα παραμύθι, ένα παραμύθι δύναμης».

Υστέρα από λίγο λιποθύμησε, καθώς οι χωρικοί τον πλησίαζαν, ψιθυρίζοντας λόγια που δεν μπορούσε να ακούσει.




Νίκος Καρδαμπίκης