Η αιώνια μάχη: Η πτώση (Κεφάλαιο 6) - "Το όνειρο"

Περασμένα μεσάνυχτα. Μέσα στο αρχοντικό όλοι κοιμόντουσαν βαριά. Ο Κάσιος είχε ηρεμήσει, το τραύμα του φαινόταν αρκετά καλύτερα. Ήταν ώρα να φερθεί σαν φύλακας αγγελος. Στην αρχή δεν την ένοιαζε για την τεράστια ενέργεια της δύναμης που είχε εμφανιστεί στη χώρα, αλλά τώρα που ένιωθε ότι αυτή η ενέργεια βρισκόταν μέσα στο αρχοντικό, την ενδιέφερε και μάλιστα αρκετά.
Οι ικανότητές της ως φύλακας άγγελος της έδιναν την ικανότητα να διαισθάνεται τις αύρες των ατόμων που βρίσκονταν κοντά της. Τη στιγμή που μπήκε στο αρχοντικό, τέσσερις δυνατές αύρες ξεχώριζαν από τους υπόλοιπους ενοίκους του. Η πρώτη αύρα ήταν του Κάσιου, η δεύτερη της Ευανθίας, η τρίτη όπως ανακάλυπτε τώρα ήταν του Γέρο Ορέστη που τον είχε πάρει ο ύπνος δίπλα στο αναμμένο τζάκι. Η τελευταία ήταν πολύ παράξενη. Η αύρα αυτή ήταν σαν να είχε δημιουργηθεί πρόσφατα, νέα, δυνατή και καθαρή από οποιαδήποτε κακία αυτού του κόσμου.
Ανέβηκε στον μοναδικό πυργίσκο που είχε το αρχοντικό και εκεί βρήκε μια πόρτα με δυο φύλακες μπροστά της. Θα μπορούσε να τους εξουδετερώσει, αλλά ήδη κοιμόντουσαν.
«Ωραίοι φύλακες» σκέφτηκε ανεπαίσθητα.
Άνοιξε την πόρτα με αργές κινήσεις. Ήταν τόσο καλοφτιαγμένη που δεν έκανε απολύτως κανέναν θόρυβο.
Το φως του φεγγαριού έδινε στο δωμάτιο ένα υπέροχο χρυσαφένιο χρώμα. Δίπλα στο μοναδικό παράθυρο του δωματίου υπήρχε ένα κρεβάτι, όπου κοιμόταν ένας νεαρός με γένια. Το πρόσωπό του ήταν κόκκινο, πράγμα που σήμαινε ότι ψηνόταν από τον πυρετό. Ακούμπησε το χέρι της στο μέτωπο του νεαρού και το ένιωσε να καίει.
Τοποθέτησε τα χέρια της όπως πριν με τον Κάσιο και άρχισε να θεραπεύει τον πυρετό μα εκείνη τη στιγμή ένιωσε μια αντίσταση, μια δυνατή αντίσταση.




Ο Νικόλας άνοιξε τα μάτια του και είδε μια πανέμορφη γυναίκα να στέκεται από πάνω του, με τα χέρια της απλωμένα να εκπέμπουν μια θερμή λάμψη. Άρχισε να αντιστέκεται, μα κάτι μέσα του του έλεγε να υποκύψει. Χαλάρωσε κι άφησε τη λάμψη να τον λούσει. Μόλις η γυναίκα τελείωσε, κατέβασε τα χέρια της και τον κοίταξε έντονα. Τα μάτια της ήταν δυο ήλιοι. Μόνο η λάμψη του πιο φωτεινού άστρου στο στερέωμα μπορούσε να συγκριθεί μαζί τους.

«Ποια είσαι;»

«Ένα όνειρο, κοιμήσου τώρα».

«Ένα όνειρο; Τότε εύχομαι να μην ξυπνήσω…» ψιθύρισε κι αποκοιμήθηκε, νομίζοντας ότι τον είχε επισκεφτεί η Αρετή.




Νίκος Καρδαμπίκης