Η Μάγισσα του Αέρα (Κεφάλαιο 22) - "Έρωτες" (Μέρος 1ο)


Παρά την ενστικτώδη παρόρμησή μου να ακολουθήσω τον Τάι, όπου κι αν έχει τηλεμεταφερθεί τέλος πάντων, αποφασίζω να ακολουθήσω τα αδέρφια Ντι Κάρλο μέχρι την εξώπορτα και να τους πω δυο ενθαρρυντικές κουβέντες. Μπορεί να εμπόδισα τον Τάι να κάνει αυτό ακριβώς, αλλά πιστεύω πως οι δυο κολλητοί φίλοι είναι αρκετά φορτισμένοι για να μπορέσει ο ένας να ανακουφίσει τον άλλο.
«Ματ! Τι-Κέι! Περιμένετε μισό λεπτό!»
Σταματάνε αμέσως και οι δυο και στρέφονται προς το μέρος μου με το πρόσωπό τους γεμάτο απορία.
«Μπόνι; Έγινε κάτι;», ρωτά ανήσυχος ο Ματ.
«Όχι, τίποτα ανησυχητικό, χαλάρωσε», απαντώ αμέσως για να τους ηρεμήσω. «Απλά ήθελα να σας πω ότι όλα θα πάνε καλά. Δεν έχετε να φοβάστε τίποτα. Αλήθεια», τους λέω όσο πιο πειστικά μπορώ και κοιτάζω εναλλάξ μία τον Ματ και μία τον Τι-Κέι. «Ο Τάι θα τη βρει τη λύση, θέλω να είστε σίγουροι γι’αυτό».

«Εσύ, είσαι;», ρωτά ο Ματ προσπαθώντας να καταλάβει αν όντως πιστεύω αυτά που τους λέω.
«Μα φυσικά. Αφού θα έχει εμένα στο πλάι του να τον βοηθάω», λέω στα δυο αδέρφια και τους χαμογελώ ενθαρρυντικά. «Αλλά πέρα από την πλάκα, Ματ, το ξέρεις ότι ο Τάι δεν θα εγκαταλείψει ποτέ τα όπλα. Θα βρει τρόπο να σε βοηθήσει, ο κόσμος να χαλάσει!»
«Το ξέρω», μου απαντά αυτός αλλά δε με πείθει. Κάτι υπάρχει πίσω από την απάντησή του, που επισκιάζει την αξιοπιστία της.
«Αλλά;», τολμώ να τον παροτρύνω να μου αποκαλύψει τον φόβο του, τις βαθύτερές του ανησυχίες. «Τι είναι αυτό που σε φοβίζει Ματ;»
«Ο εαυτός μου», μου απαντά ο Ματ κοιτώντας με κατάματα. «Φοβάμαι πως δεν θα καταφέρω να κρατήσω μακριά τους εφιάλτες μου. Τρέμω στην ιδέα ότι οι δαίμονες μου στο τέλος θα με νικήσουν και πως τελικά θα με καταβροχθίσουν», μου εξηγεί ειλικρινέστατα και ένα ρίγος νιώθω να διαπερνά το κορμί μου όταν σκέφτομαι ό,τι μας περιέγραψε νωρίτερα για τα όσα τον στοιχειώνουν από το βράδυ της Παρασκευής.
«Ματ», του λέω αποφασιστικά και επιστρατεύω όλη μου τη αισιοδοξία για να ακουστώ αληθινή και να του προσφέρω μια κάποια παρηγοριά, «σου υπόσχομαι ότι θα βρούμε τρόπο να σταματήσουμε τους εφιάλτες σου».
«Πριν να είναι αργά;»
«Μα φυσικά», του απαντώ κρατώντας σταθερό το βλέμμα μου και την φωνή μου, παρά το ότι με τρομάζει λίγο το γεγονός ότι επιμένει πως δεν έχουμε και πολύ χρόνο για να τον βοηθήσουμε.
«Εντάξει τότε», λέει μετά από μερικά δευτερόλεπτα. «Σας εμπιστεύομαι».
«Κι εγώ», προσθέτει ο Τι-Κέι.

Ικανοποιημένη με την προσπάθειά μου να καταλαγιάσω τους φόβους τους, επιστρέφω στο πατρικό των Χάλιγουελ.
«Θα φύγω κι εγώ», μου λέει και η Μίμη όταν τη συναντώ στην πόρτα. «Πάω να κάνω λίγα ψώνια να ηρεμήσω. Το χρειάζομαι», μου λέει και αφού με φιλά σταυρωτά, την αφήνω να φύγει για να κάνει τη θεραπεία της. Η φίλη μου ακολουθεί τους πιο εναλλακτικούς τρόπους ηρεμίας που έχω δει. Και μάλλον ο τρόπος ζωής της είναι αυτός που ευθύνεται γι’ αυτές τις πιο ‘ιδιαίτερες’ μεθόδους που ακολουθεί.
«Όταν δεις τον Τάι, πες του να έρθει να με βρει σε παρακαλώ», λέω στην Κάρι όταν την συναντώ στο σαλόνι. «Ξέρω ότι θέλει λίγο χρόνο για να ηρεμήσει και δεν θέλω να τον ενοχλήσω πριν το καταφέρει αυτό», της εξηγώ για να καταλάβει γιατί δεν μπαίνω στον κόπο να ψάξω να τον βρω η ίδια.
«Έγινε», μου λέει αμέσως η μικρή, γλυκιά μάγισσα. «Ο Ματ και ο Τι- Κέι θα είναι καλά;», με ρωτά διστακτικά.
«Προς το παρόν, ναι», της απαντώ και με δυσκολία κρατιέμαι να μην σχολιάσω τίποτα για το ενδιαφέρον της για τον μικρό Ντι Κάρλο. «Η Ρίκα;»
«Εδώ είμαι», ακούω αμέσως τη φωνή της, όταν μπαίνει στο σαλόνι. «Τι συμβαίνει;»
«Εμείς θα τα πούμε αργότερα», μου λέει η Κάρι και φεύγει προς τα πάνω. Της γνέφω καταφατικά και γυρνώ προς την Ρίκα.
«Λοιπόν;» με ρωτά, περιμένοντας κάποια απάντηση.
«Να, αναρωτιόμουν αν μπορούσες να μου πεις κάτι παραπάνω για το ξόρκι της Μαρί».
«Δεν έχω και πολλά να σου πω. Όπως άκουσες και νωρίτερα είναι ένα πανάρχαιο ξόρκι μαύρης μαγείας που οι πληροφορίες πάνω σε αυτό έχουν χαθεί μέσα στους αιώνες».
«Ναι, απλά έλεγα αν μπορούσες να μου πεις και κάτι παραπάνω», της εξηγώ και παίρνω το συνωμοτικό μου ύφος, σηκώνοντας το ένα μου φρύδι.
«Θα σε απογοητεύσω, αλλά πραγματικά δεν ξέρω κάτι άλλο πάνω σε αυτό», μου λέει απότομα και κοφτά. «Και τώρα αν δε σε πειράζει, έχω και δουλειές να κάνω», λέει και μου γυρνάει την πλάτη κατευθυνόμενη προς τις σκάλες. Και πάνω που είμαι έτοιμη να παρεξηγηθώ, ξαναγυρνάει πίσω προς το μέρος μου, το ίδιο απότομα όπως έφυγε και μου λέει: «Πάντως, αν μάθω κάτι παραπάνω, θα σε ενημερώσω».
Και τώρα, μόνη μου στο σαλόνι των Χάλιγουελ. Μόνη μου για να ανασυνταχτώ και να αποφασίσω τι θα κάνω από δω και μπρος.
«Πάντως... με στεναχωρείς».

Ίσως όχι και τόσο μόνη τελικά.


Foni Nats