Στη λάθος πλευρά του παραδείσου (Κεφάλαιο 17)

«Λοιπόν;» ρώτησε η Αμαλία καθώς πρότεινε το ποτήρι στον Γεράσιμο.
Ο μεσήλικας άντρας χαμογέλασε.  Γέμισε το ποτήρι και της το έδωσε.
«Η γυναίκα μου έφυγε σήμερα για Λονδίνο, να τακτοποιήσει κάποιες δουλειές στα γραφεία μας εκεί».
Η Αμαλία έγλειψε ηδονικά τα χείλη της. Χάιδεψε με το δάχτυλό της την κορυφή του γυαλιού.
«Τι κρίμα!» είπε ειρωνικά «Θα είμαστε μόνοι μας δηλαδή;»
«Φοβάμαι πως ναι» απάντησε στο ίδιο ύφος «Ο καλός μου φίλος ο Παύλος; Πώς πάνε τα ακίνητα;»
«Οι δουλειές πάνε μια χαρά» είπε με αδιάφορο ύφος «Στα προσωπικά του τα πάει σκατά».
Η Αμαλία πλησίασε τόσο κοντά, που τα πρόσωπά τους σχεδόν αγγίζονταν.
«Και τι θα κάνουμε γι’ αυτό;» του ψιθύρισε.
«Όλα με την ώρα τους γλυκιά μου» της είπε.
Άναψε ένα πούρο και κάθισε στην μεγάλη πολυθρόνα ενώ εκείνη πήγε στο παράθυρο.
«Τα πράγματα εκεί έξω έχουν αγριέψει και πρέπει να κάνουμε κάτι, να αναλάβουμε δράση πριν χάσουμε εντελώς τον έλεγχο».
«Η αλήθεια είναι, είπε η Αμαλία, πως το κακό με τους λαθρομετανάστες έχει παραγίνει. Κινδυνεύουμε, φοβόμαστε να βγούμε από τα σπίτια μας».
Ο Γεράσιμος έδειχνε σκεφτικός.
«Μίλησα ήδη με τους δικούς μου ανθρώπους. Αυτή τη στιγμή που όλα τα φώτα είναι στραμμένα επάνω τους, είναι παρακινδυνευμένο να κάνουμε ο,τιδήποτε. Κάνε υπομονή. Απλά περιμένουμε την κατάλληλη ευκαιρία».
«Βρομερά γουρούνια, άθλια υποκείμενα» έβρισε η Αμαλία.
Ο Γεράσιμος χαμογέλασε αυτάρεσκα. Σηκώθηκε από το κάθισμα του.
«Έλα» της είπε κάνοντας της νόημα να τον ακολουθήσει.
Κατέβηκαν τη μεγάλη στριφογυριστή μαρμάρινη σκάλα. Στεκόταν τώρα μπροστά σε μια βαριά δρύινη πόρτα. Ξεκλείδωσε και την άνοιξε.
«Αυτός είναι ο προσωπικός μου χώρος, το play room όπως το ονομάζω».
Ο χώρος αυτός ήταν ένα τεράστιο μισοφωτισμένο δωμάτιο. Ακριβώς μπροστά της στον τοίχο, μια τεράστια σβάστικα, κάτι που της προκάλεσε τεράστιο ενθουσιασμό. Παντού γύρω της, αποτρόπαια ενθύμια του τρίτου ράιχ, γερμανικές στολές, όπλα κάθε είδους, βιβλία, αφίσες.
«Σου αρέσει;» τη ρώτησε.
Γύρισε και τον κοίταξε ξαναμμένη. Αντί να του απαντήσει, τον φίλησε με πάθος στα χείλη. Εκείνος την άρπαξε από τη μέση και την έριξε με βία πάνω στο μικρό γραφείο. Της έσκισε την μπλούζα και τα άγρια βογγητά τους, πνίγηκαν στο υπόγειο υπό τους ήχους μιας άριας του Βάγκνερ…

Ο Αλέξανδρος άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματός του. Με το που μπήκε μέσα κάθισε στην πολυθρόνα του σαλονιού κι άναψε ένα στριφτό τσιγάρο. Ω, πόση ανάγκη το είχε αυτή τη στιγμή το ρημάδι κι ας έλεγε εδώ και καιρό να το κόψει! Η ανάμνηση του φιλιού τον έκανε να μειδιάσει με ευχαρίστηση. Είχε αρχίσει να ερωτεύεται αυτό το σπάνιο και ταλαιπωρημένο από την άτιμη τη μοίρα κορίτσι. Είχε όμως την πεποίθηση ότι η αγάπη τους θα μπορούσε να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο, ακόμη κι αυτό που σχετιζόταν με τον ύπουλο καρκίνο. Η Αρετή δεν τον απασχολούσε αυτή τη στιγμή καθόλου. Πόσο διαφορετική φάνταζε η Χαρά μπροστά της! Από τις σκέψεις του τον έβγαλε ο ήχος του κινητού του. «Θα τον αλλάξω μετά» σκέφτηκε. Παραήταν εκνευριστικός αυτός ο ήχος! Η γυναίκα στην άλλη άκρη της γραμμής συγκρατούσε με κόπο τους λυγμούς και τα αναφιλητά της.
«Αλέξανδρε... πέντε, μονάχα πέντε! Μ' ακούς;»
Ο άνδρας κάτι ψυλλιάστηκε μα δεν ήθελε να το δείξει. Αντιστεκόταν στο ίδιο το πεπρωμένο! «Τι πέντε, δεν καταλαβαίνω!»
«Πέντε μήνες μου απομένουν, έτσι μου είπαν».
Ο άνδρας κατέρρεε.......

«Έλα άλλη μια πόζα! Δείξε μου πόσο τοπ μπορεί να είσαι! Come on baby!»
Ο τριαντάχρονος φωτογράφος ήταν πολύ ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα. Η κοπέλα εκτός από αδιαμφισβήτητη ομορφιά διέθετε και το ανάλογο ταλέντο. Ό φακός την λάτρευε! Η Αρετή ήταν λίγο ανήσυχη.
«Πώς τα πήγα Τζόναθαν; Μήπως πρέπει να βγάλω λίγες ακόμη; Κι αν δεν αρέσουν στον πελάτη;»
Ο άνδρας ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια «Ειλικρινά, δεν έχω ξαναδουλέψει με πιο άρτιο μοντέλο!»
 Η μια κουβέντα έφερε την άλλη κι έτσι καθώς ο Αλέξανδρος δεν ήταν σ' αυτή τη φάση η πρώτη σκέψη της, δέχτηκε να της κάνει ο Τζόναθαν το τραπέζι. Η Αμαλία ξεφύλλιζε βαριεστημένα ένα γαλλικό περιοδικό μόδας.
«Για πού ετοιμάζεσαι Αρετή;»
«Θα βγω έξω για φαγητό με τον Τζόναθαν».
«Ωωωω! Αμερικανός;» ρώτησε με πονηρό ύφος η μητέρα.
«Καμία σχέση. Ο Τζόναθαν είναι από το Ισραήλ...»


 Χριστίνα Καρρά
                  Ηλίας Στεργίου