Τα παιδιά της ομίχλης (Κεφάλαιο 8) - "Κατάβαση"

Στα μισά της στενής πέτρινης σκάλας που οδηγούσε στα υπόγεια του ναού, είχε πια ηθελημένα σταματήσει να ακούει τη βροχή που το μουρμουρητό της μάκραινε ολοένα, με τα ακροδάχτυλά της να χτυπούν όλο και πιο αδύναμα τα παλιά κεραμίδια. Το αριστερό του χέρι τώρα είχε αρχίσει να τον τρώει ανυπόφορα στην παλάμη κι έσφιγγε, όσο μπορούσε πιο μαλακά τη γροθιά του για να μην την πληγώσει. Με το δεξί χέρι ανέβασε την κουκούλα και σκέπασε το κεφάλι του. Οι πέτρινοι τοίχοι αριστερά και δεξιά στένευαν όλο και πιο πολύ, ίσα ίσα που ένας γεροδεμένος και ψηλός άνθρωπος όπως αυτός μπορούσε να περάσει.


Σε λίγο κατέβαινε στα τυφλά στο απόλυτο σκοτάδι. Η σκάλα στριφογύριζε σχεδόν κάθετα προς τα κάτω μέσα σε μια ανυπόφορη μυρωδιά κλεισούρας και υγρασίας.

Είχαν περάσει σχεδόν ογδόντα χρόνια από την τελευταία φορά που κατέβηκε τη σκάλα αυτή, όμως θυμόταν καλά τις αμυχές στους τοίχους, τα βαθουλώματα και τις μικροσκοπικές κόγχες σε κάποια σημεία, την άνισα μοιρασμένη οσμή της σήψης από τις διαδρομές των ποντικών προς τα κατώτερα επίπεδα, τις διαβαθμίσεις του ατελείωτου σκοταδιού που σε λίγο θα έσπαγε σε οριζόντια τρεμώδη πλαίσια φωτός από τους πυρσούς που έκαιγαν, όποτε αναμενόταν κάποια επίσκεψη στη μεγάλη αίθουσα του υπογείου.

Πράγματι, το φως των τεσσάρων πυρσών που τον υποδέχτηκαν στο κεντρικό επίπεδο του υπογείου, εκκωφαντικό μέσα στην αποφορά και στο σκοτάδι, έλαμψε στα μάτια του σε ανάμνηση της μνήμης των πιο παλιών του συναντήσεων με Εκείνον, έναν από τους Τελευταίους Των Παλαιών.

Οι τέσσερις πόρτες του υπογείου μοιρασμένες δεξιά κι αριστερά, παρέμεναν κλειστές και σφραγισμένες πίσω από τα τοξωτά τους πλαίσια ντυμένες σίδερο και ξύλο, κακοπαθημένα και τα δυο από τη βασανιστική υγρασία αλλά εκείνος, χωρίς καθόλου να διστάσει, διέσχισε το στενόμακρο διάδρομο και στάθηκε μπροστά στον απέναντι τοίχο.

Περίπου ένα μέτρο απόσταση από το έδαφος, στο κέντρο των ασυμμετρικών πλίνθων που έντυναν την πλευρά αυτή του υπογείου με μια κάπως παράταιρη αμφίεση, ήταν σκαλισμένο το πρόσωπο ενός φαύνου. Το άλλοτε ολόλευκο και δροσερό πρόσωπό του είχε τώρα κακοφορμίσει από το σκοτάδι και τη μοναξιά κάτω απο τη λατρεία του νέου θεού που είχε έρθει με τα καράβια πέρα από τη θάλασσα κι έστεκε τώρα σιωπηλό και θλιμμένο με τα μάτια σε ένα γκρίζο απαθές και σκονισμένο από τον μαρασμό και την εγκατάλειψη στις ναρκωμένες μνήμες των ανθρώπων.

Καθώς όμως ο Μελκόρ γονάτισε μπροστά του ψιθυρίζοντας σιγανά σε κάποια από τις ξεχασμένες γλώσσες, το σκαλισμένο πρόσωπο συσπάστηκε και ξυπνώντας από το παράπονο της νάρκης του, αναθάρρησε και για λίγο οι ρυτίδες της εγκατάλειψης σβήστηκαν από το πρόσωπό του. Από τα διπλανά δωμάτια ακούστηκαν χαμηλές φωνές και ψιθυρίσματα, ανάσες που τρεμόσβηναν διστακτικές κι αμέσως, με έναν τριγμό, το τοξωτό πλαίσιο ολόγυρα από το αγαλμάτινο κεφάλι έλαμψε για να διαγραφεί ξεκάθαρα η είσοδος μιας πύλης.

Ο Μελκόρ σηκώθηκε και σπρώχνωντας ελαφρά με τα δυο του χέρια τον τοίχο, τον άφησε να κοπεί στα δυο, υποχωρώντας δεξιά κι αριστερά, με το πρόσωπο του φαύνου να μοιράζεται σε δυο κομμάτια. Σηκώθηκε και με χαμηλωμένο το κεφάλι κάτω από την κουκούλα πέρασε στο μικρό δωμάτιο πίσω από τον τοίχο.

Ήταν μια μικρή στρογγυλή αίθουσα. Το δάπεδο, οι τοίχοι και το ταβάνι που φωτίζονταν αμυδρά από τους πυρσούς πίσω από την πλάτη του, όλα από χώμα σκληρό σαν πέτρα, γεμάτο από τη μυρωδιά των εντόμων του σκοταδιού και τις διαδρομές των ποντικών που σέρνονταν μισοζαλισμένοι από το φως που τρύπωσε ξαφνικά στις φωλιές τους σκοντάφτοντας στα πόδια του.

Προχώρησε στο στόμιο ενός μικρού πηγαδιού προς το τέλος της σπηλιάς. Ανασήκωσε το καπάκι. Μια δεύτερη, στενή, πέτρινη σκάλα αποκαλύφθηκε μπροστά του. Χωρίς να πάρει κάποιον από τους πυρσούς της προηγούμενης αίθουσας και γνωρίζοντας καλά πού οδηγούσε η μονοκόματη διαδρομή προς τα κάτω, ακολούθησε το δεύτερο κομμάτι της διαδρομής του χωρίς να σκεπάσει το στόμιο.

Η σκάλα αυτή κατέβαινε σταθερά προς τα κάτω, αλλά όχι σε απόλυτη ευθεία όπως η πρώτη. Κατά διαστήματα τα σκαλοπάτια φάρδαιναν λίγο, ενώ αλλού πλάταιναν και σε διάφορα σημεία φαινόταν να στρίβει ακολουθώντας πάντα πορεία σταθερά προς τα ανατολικά και προς τα κάτω.

Τα βαριά και σίγουρα βήματά του δεν άργησαν να φέρουν τον Μελκόρ στο τέλος της διαδρομής. Μπροστά του τώρα ανοιγόταν μια τεράστια υπόγεια αίθουσα φωτισμένη αχνά, μα αρκετά για τα εξασκημένα στο σκοτάδι μάτια του από φωσφορίζοντες σχηματισμούς πετρωμάτων σκόρπια μοιρασμένων στα τοιχώματα, το δάπεδο και το ταβάνι. ΄Ενας γαλαξίας από ζωντανές παλλόμενες φλέβες πλεγμένες στις αρτηρίες της πέτρας και των βράχων, η κρυφή ζωή της έγκλειστης ζωής μοιρασμένης δίκαια στις ζωές των πλασμάτων του σκοταδιού, στα έγκατα του κόσμου.

«Ήρθες λοιπόν, παιδί μου, κάτω από τη γη και πάλι».

Ήταν μια φωνή βαθιά, βγαλμένη από τον ίδιο τον βράχο. Σκληρή όπως οι φλέβες των μετάλλων, στεγανή όπως η πέτρα, γεμάτη συμπόνια, όπως το μαλακό χώμα που λιώνει στην αγκαλιά του με μια άτεγκη τρυφερότητα, την τρυφερότητα της αναγκαιότητας, αυτό που δε χρειάζεται για να θρέψει τους ζωντανούς. Ήταν εκείνη η φωνή, η βγαλμένη από την καρδιά του χρόνου. Και η γλώσσα των ήχων της δεν ήταν άλλη από την πρώτη που ακούστηκε στον κόσμο, στην απομακρυσμένη εκείνη εποχή που ο ουρανός κοβόταν από τη γη μέσα στους βρυχηθμούς μιας άγριας γέννας σκληρής και βίαιης.

«Ήρθα και πάλι, Κύριε» η φωνή του Μελκόρ παγιδεύτηκε ανάμεσα στις χλωμές αντανακλάσεις των πετραδιών στα μάτια του. «Ήρθα» επανέλαβε και πάλι πιο δυνατά αυτή τη φορά σαν αντανάκλαση της ίδιας του της σκέψης.

Στάθηκε στο πλατύσκαλο και χωρίς να σηκώσει ψηλά το κεφάλι, με τα μάτια χαμηλωμένα στο έδαφος και στους λαμπυρισμούς, έριξε την κουκούλα πίσω στην πλάτη του.

«Άσχημο ταξίδι αυτή η σύντομη διαδρομή προς τα κάτω για έναν θνητό. Μέσα στο χώμα, στην πρόγευση του θανάτου. Ακόμα και για ένα θνητό που τα χρόνια του έχουν μακρύνει πολύ και θα μακρύνουν κι άλλο, αν το επιθυμεί. Έλα κοντά, πλησίασε».

Μερικά ποντίκια με τα λαμπερά μάτια τους στάθηκαν να τον περιεργαστούν καθώς άφηνε το πλατύσκαλο και προχωρούσε προς το κέντρο της αίθουσας. Ζωύφια απροσδιόριστων μεγεθών σέρνονταν πλάι τους, όπως περνούσε από κοντά τους, αόρατα, με τα γυαλιστερά τους καύκαλα να αφήνουν στιγμιαίες λάμψεις, εκλάμψεις μια μυστικής ζωής που έρπει στα σκοτάδια ροκανίζοντας το χρόνο που της δόθηκε ανάμεσα στις πολλαπλές της αρθρώσεις.

Η μυρωδιά του χώματος γινόταν πιο έντονη όσο πλησίαζε και ταυτόχρονα όλο και πιο οικεία. Άλλωστε τι είναι τελικά το χώμα παρά το τελικό σπίτι του καθενός μας…

Στο κέντρο της υπόγειας αίθουσας, στη μέση μιας λίμνης από ζεστή κολλώδη λάσπη, πηχτή και σκοτεινή σε ένα ομοιόμορφο μαύρο φαινόταν να ξεχωρίζει ο κορμός από τη μέση και πάνω ενός πλάσματος που κάποτε πρέπει να ήταν άνθρωπος ή τουλάχιστον η μορφή του να θύμιζε άνθρωπο τότε, στις πρώτες εποχές του κόσμου. Δυο μακριά μπράτσα με ακροδάχτυλα δυσδιάκριτα πια, άνισα μεταξύ τους σαν κλαδιά δέντρων, καφέ και ροζιασμένα με εκατοντάδες αποχρώσεις του γκρίζου και του καφέ που ακόμα κι ένα καλά εξασκημένο στο σκοτάδι μάτι θα μπορούσε με δυσκολία να διακρίνει, αγκάλιαζαν σχεδόν ακίνητα την απαθή λίμνη ανοιγμένα δεξιά κι αριστερά. Ο λαιμός χοντρός και δυσκίνητος σαν κορμός δέντρου στήριζε ένα βαρύ κεφάλι γερμένο ελαφρά προς τα αριστερά και μέσα σε αυτό δυο, μισόκλειστα σχεδόν, βαθιά κόκκινα μάτια, φλόγες μιας άλλης εποχής, βαθιά ξεχασμένης κι από τον ίδιο τον χρόνο κι από την ίδια τη φωτιά που τα είχε γεννήσει και θρέψει.

Ο νεοφερμένος γονάτισε μπροστά στην όχθη της λίμνης από σεβασμό.

«Σήκω, παιδί μου» τα μισόκλειστα μάτια άνοιξαν πιο πλατιά κι ένα αμυδρό χαμόγελο φώτισε για λίγο τα ανύπαρκτα σχεδόν χείλη. Αυτά δεν είναι για εμάς. Εμείς ξεχνιόμαστε και πεθαίνουμε σιγά σιγά. Γινόμαστε ένα με το χώμα. Ο Μελκόρ σήκωσε το κεφάλι. «Ο χρόνος μας έχει παρέλθει» συνέχισε η βαθιά μουσική εκείνη φωνή και το αριστερό χέρι τρεμόπαιξε πάνω στο νερό μοιράζοντας με ένα άκαμπτο δάχτυλο μερικούς ασαφείς κυμματισμούς που γρήγορα ξεθώριασαν κι έσβησαν. «Υπάρχει όμως μια μικρή ελπίδα να ζήσουμε κι ας ξεχαστούμε, να ζήσουμε μερικές μικρές ανθρώπινες ζωές, πριν κοιμηθούμε ολότελα. Σήκω, λοιπόν, κι έλα λίγο πιο κοντά. Πιο κοντά μου. Η φωνή μου έχει βαρύνει πια και δεν μπορεί να ταξιδέψει μακριά μου για πολύ...»

Ο Μελκόρ σηκώθηκε κι έφερε τα βήματά του πιο κοντά στην όχθη της λίμνης. Άφησε τα μάτια του να αγγίξουν το άλλο εκείνο βλέμμα που γέννησε κι έθρεψε κάποτε η πρώτη φωτιά και τη φωνή εκείνη που ακολούθησε τον πρώτο άνεμο της Γης να ταξιδέψει μαζί της πάνω από τις ασχημάτιστες κοιλάδες να του ξαναπεί την ιστορία της κι εκείνα τα δάχτυλα που η ακινησία αιώνων είχε παγώσει να αγγίξουν τους ώμους και το μέτωπό του, θυμίζοντάς του ποιος ήταν κι από πού είχε έρθει, ποιος ήταν ο σκοπός και το μακρύ του ταξίδι γιατί όλοι έχουμε σε αυτό τον κόσμο τον προορισμό μας, πάνω στη Γη ή κάτω από αυτή.

Και κάπως έτσι ξαναθυμήθηκε τον ήχο της βροχής που είχε αφήσει πίσω του, το ζωντανό κόσμο εκεί έξω, ψηλά, τη μοναξιά του σκοταδιού εδώ κάτω, τον ύπνο των νεκρών και τη χωρίς τέλος περιπλάνηση εκείνων που δεν έφτασαν ποτέ στην εκπλήρωση του σκοπού τους.

«Υπάρχουν πολλά να γίνουν, πριν από εκείνο για το οποίο με κάλεσες, Κύριε» ψιθύρισε. «Και φοβάμαι, γιατί δεν ξέρω, αν θα με φτάσει ο χρόνος».

Και σε αυτές τις λέξεις έσκυψε το κεφάλι και ξέσπασε σε δάκρυα.



Δέσποινα Μανωλακάκη