Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 1-Κεφάλαιο 8)


ΟΡΟΣΕΙΡΑ ΣΑΝΤΟΡΟΚ

    ΑΡΚΕΤΕΣ ΏΡΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ, η Μία με τον δράκο και τον Εστέφαν βρίσκονταν χωμένοι ανάμεσα στα βουνά. Είχαν φτάσει γρήγορα στο πίσω μέρος του βουνού πάνω στο οποίο η Μία είναι βρει καταφύγιο για την νύχτα. Στους πρόποδες του όμως συναντιόταν με ένα άλλο. Η Μία παρατήρησε πώς γύρω της υπήρχαν μόνο βουνά. Ενώνονταν μεταξύ τους, άλλες φορές σε χαμηλά σημεία, άλλες αρκετά ψηλά, δημιουργώντας μία τεράστια οροσειρά. Η κοπέλα και η συνοδεία της δεν αναρριχούταν στις κορυφές των βουνών, μόνο ακολουθούσε τα κυκλικά τους μονοπάτια που διαπλέκονταν περνώντας από το ένα βουνό στο άλλο.

    Ο δρόμος όμως δεν ήταν πάντοτε ασφαλής. Είχαν ήδη συναντήσει δύο φίδια, εκ των οποίων το ένα ήταν αρκετά μεγάλο. Όμως ο μικρός δράκος αποδείχτηκε καλύτερος στην θήρευση από ότι στο πέταγμα. Πετάριζε τα φτερά του για να αποκτήσει μεγαλύτερη ταχύτητα, και έτρεχε καταπάνω τους γαντζώνοντας το σώμα τους με τα νύχια του και ξεσκίζοντας το κεφάλι τους με τα δόντια του. Η Μία δεν μπορούσε να μην αισθανθεί περήφανη για τα κατορθώματα του μικρού δράκου. Επίσης ο δρόμος πολλές φορές καλυπτόταν από κακτοειδείς θάμνους και έπρεπε ο Εστέφαν και η Μία με τα μαχαίρια τους να ανοίξουν δρόμο για να περάσουν. Ακόμη και τότε όμως τα μυτερά φυλλώματα των θάμνων έβρισκαν τρόπο να τρυπήσουν τα πόδια και τα χέρια τους. Το πιο τρομακτικό που είχε συμβεί μέσα σε αυτές τις δύο ώρες, ήταν μία κατολίσθηση από τις κορυφές του βουνού. Μεγάλα βράχια είχαν έρθει κατά πάνω τους κυλώντας άτσαλα προς τους πρόποδες του βουνού. Ευτυχώς ο Εστέφαν είχε καταλάβει πως γινόταν κατολίσθηση πολύ πριν φανούν οι πέτρες στον ουρανό και είχε τραβήξει την κοπέλα γρήγορα, αρκετά μέτρα μακριά.
«Τουλάχιστον πες μου που βρισκόμαστε. Αφού δεν έχω κάποιον τρόπο να αποδράσω. Αλλά ακόμη κι αν προσπαθούσα, δεν θα κατάφερνα να επιβιώσω μόνη μου εδώ». Η Μία βρισκόταν ένα μέτρο πίσω από τον Εστέφαν.
    Ο μικρός δράκος ήταν στην αγκαλιά της. Δεν θα τον είχε κρατήσει στα χέρια της αν δεν είχε αποκοιμηθεί όρθιος στον ώμο της και δεν είχε βρεθεί στον αέρα κοιμισμένος. Όμως το κορίτσι καταλάβαινε πως ο δράκος ήταν ακόμη μικρός. Τον είχε προστατέψει λοιπόν για άλλη μια φορά από την πτώση και εκείνος κοιμόταν βαθιά, ρουθουνίζοντας και κουνώντας νευρικά τα πόδια του. Η Μία δεν είχε συνηθίσει να δένεται με ζώα, όμως δεν αδιαφορούσε για αυτά. Δεν θα τον άφηνε να χτυπήσει και να τραυματίσει τα φτερά του. Βέβαια θα μπορούσε να τον αφήσει κάπου τώρα που κοιμόταν και να προχωρήσει χωρίς αυτόν. Όμως δεν αμφέβαλε καθόλου πως το μικρό ζώο θα ξεκινούσε να ουρλιάζει και να τρέχει προς το μέρος της. Δεν είχε καθόλου διάθεση να αφήσει τα αυτιά της να πονέσουν ξανά από την τσιριχτή φωνή του, και κατά συνέπεια συνέχισε να τον κουβαλάει και όταν είχε αποκοιμηθεί.
«Μία, ρώτησέ με ότι θες. Εσύ είσαι εκείνη που μένεις σιωπηλή όλη αυτήν την ώρα. Εγώ αν θυμάσαι καλά προσπάθησα να συζητήσω μαζί σου». Της απάντησε εκείνος. Η αλήθεια ήταν πως σε κάθε προσπάθειά του για συζήτηση, εκείνη απαντούσε μονολεκτικά ή ακόμα και καθόλου. «Είμαστε βαθειά στην οροσειρά Σάντοροκ». Συνέχισε απαντώντας στο ερώτημα της Μία.
«Αυτή δεν είναι η στοιχειωμένη οροσειρά; Έχω ακούσει ιστορίες για αυτά τα βουνά». Του είπε τρομαγμένη. Όλο της το σώμα ανατρίχιασε. Ο Εστέφαν γέλασε δυνατά και γύρισε για να την αντικρύσει σταματώντας να προχωράει για λίγο.
«Α, για πες μου. Μήπως σε τρομάζει εκείνη η ιστορία πως μαύροι μάγοι θυσιάζουν δεκαπέντε ανέγγιχτες κοπέλες εδώ κάθε γεμάτη σελήνη; Ή μήπως φοβάσαι εκείνους τους αθάνατους που κρύβονται σε υπόγεια περάσματα και μόλις κάποιος πέσει στις παγίδες τους του ρουφούν την ζωή;» Ο Εστέφαν συνέχισε να γελάει και η Μία τον αγριοκοίταξε.
«Δηλαδή εσύ είσαι σίγουρος πως όλα αυτά δεν είναι πραγματικά;» Τον ρώτησε εκνευρισμένη. Συνέχισαν να προχωρούν και το αγόρι σταμάτησε να γελάει.
«Φυσικά και είναι». Τα λόγια του ήταν σοβαρά και τα μάτια του κοίταζαν τα δικά της. «Τουλάχιστον οι ιστορίες για την μαύρη μαγεία. Αθάνατους δεν έχω συναντήσει ποτέ και έτσι δεν ξέρω. Όμως ζούμε σε έναν κόσμο γεμάτο αλλόκοτα και σκοτεινά πλάσματα, γιατί να μην υπάρχουν και αυτοί;» Η Μία ξεροκατάπιε προσέχοντας τα λόγια του Εστέφαν αλλά δεν απάντησε. Συνέχισε να προχωράει και να σκέφτεται τρομακτικά πρόσωπα και τελετές. Το αγόρι συνειδητοποίησε πόσο τρομαγμένη ήταν και μπήκε μπροστά της.
«Τι κάνεις; Άσε με να προχωρήσω». Του είπε κρατώντας τα μάτια της καρφωμένα στον αποκοιμισμένο δράκο στα χέρια της. Ο Εστέφαν σήκωσε το πρόσωπό της, μέχρι που τα μάτια τους συναντήθηκαν.
«Έλα τώρα, δεν μπορεί να φοβάσαι την μαγεία. Εκείνη είναι που σε κρατάει ζωντανή». Η Μία τον κοίταξε με απορία χωρίς να καταλαβαίνει τα λόγια του.
«Η μόνη μου εμπειρία με μαγεία ήταν όταν ένας άντρας απείλησε να με σκοτώσει με αυτήν». Του είπε ψυχρά και κοίταξε τον ουρανό αρνούμενη να συνεχίσει να τον κοιτάζει στα μάτια.
«Ένα αγόρι με μια κοπέλα». Την διόρθωσε. Εκείνη τραβήχτηκε βίαια μακριά του, τον προσπέρασε και συνέχισε να περπατάει.
«Τι ξέρεις εσύ για αυτό;» Τον ρώτησε. Ένιωσε ένα αφόρητο άγχος μέσα της χωρίς να ξέρει τον λόγο. Τι ήθελε ο Εστέφαν από εκείνη; Και τι ήξερε για εκείνη;
«Ξέρω τι σου συνέβη Μία. Για αυτόν τον λόγο σε βρήκα». Η απάντησή του έφερε ξανά στη ζωή τον εφιάλτη της, θα συνέβαινε για άλλη μια φορά το ίδιο; Θα την βασάνιζαν με μαύρη μαγεία;
«Με απήγαγες εννοείς. Εσύ ασχολείσαι με μαγεία;» Ρώτησε το κορίτσι. Ο Εστέφαν τράβηξε ένα βέλος από την φαρέτρα του και την έδειξε με αυτό.
«Σου φαίνεται πως έχω καμία σχέση με τέτοια πράγματα;» Την ρώτησε. Εκείνη τον κοίταξε προσεκτικά και αποφάσισε πως δεν έμοιαζε καθόλου με μάγο. Περισσότερο έμοιαζε με χωριάτη, ή κυνηγό. «Πρέπει όμως να ξέρεις πως εκεί που πηγαίνουμε υπάρχουν κάποιοι μάγοι που θέλουν να σε ρωτήσουν πράγματα». Η Μία σταμάτησε ακαριαία να προχωράει και πάγωσε στην θέση της. Απομάκρυνε το ένα χέρι της κάτω από τον δράκο, και έπιασε το μαχαίρι που είχε στερεώσει στην ζώνη του παντελονιού της. Κοίταξε τον Εστέφαν απειλητικά.
«Θα κάνω οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό. Πραγματικά σου μιλάω, δεν πηγαίνω σε μάγους». Του είπε και η φωνή της ήταν τόσο δυνατή που άγγιζε τα όρια του ουρλιαχτού.
«Γιατί σε τρομάζουν τόσο;» Την ρώτησε γεμάτος απορία. Το σώμα του ήταν πολύ χαλαρό. Δεν φαινόταν να τον ενοχλεί που η Μία κρατούσε ένα μαχαίρι έτοιμη να παλέψει μαζί του.
«Δεν τους φοβάμαι». Είπε κοφτά και απότομα το κορίτσι. Έσφιξε το μαχαίρι μέσα στην παλάμη της. «Αλλά σίγουρα θα με βασανίσουν, και το ξέρω αυτό». Ο Εστέφαν αναστέναξε προβληματισμένος.
«Αυτό δεν το ξέρεις.». Πριν τελειώσει την πρότασή του η Μία τον διέκοψε.
«Ώ, το ξέρω. Τι νομίζεις ότι θα κάνουν όταν ακούσουν όσα έχω να πω και με ρωτήσουν κάτι που δεν ξέρω;» Πριν απαντήσει ο Εστέφαν συνέχισε με δυνατή φωνή. «Θα με βασανίσουν, και μετά θα μπουν στο μυαλό μου. Και όταν μάθουν ότι ξέρω; Τι θα γίνει τότε; Νομίζεις πως θα τους ενδιαφέρει να με γυρίσουν στο σπίτι μου;»
«Μακάρι να μπορούσα να κάνω αλλιώς Μία». Τα μάτια του κοίταξαν σκληρά το κενό.
«Απέχουμε πολύ ακόμη από αυτούς;» Τον ρώτησε και ξεκίνησε να προχωράει ξανά, αφήνοντας το μαχαίρι της πίσω στην ζώνη της. Δεν σκόπευε να πάει στους μάγους, όμως έπρεπε να είναι δεκτική με τον Εστέφαν για να μάθει περισσότερα για αυτούς.
«Δύο βουνά ακόμη και θα τους συναντήσουμε». Δύο βουνά ήταν εντάξει. Στην αρχή του δεύτερου βουνού θα του επιτιθόταν και θα κρυβόταν κάπου ανάμεσα στις πέτρες του βουνού.
    Ξεκινούσε να βραδιάζει και βρίσκονταν  στο τέλος της διαδρομής του πρώτου βουνού. Ο ήλιος είχε δύσει όμως ο ουρανός κρατούσε το απαλό γαλάζιο χρώμα του ακόμη. Στο δεξί χέρι της Μία, ο ουρανός είχε μία απόχρωση κόκκινου αναμειγμένου με ροζ. Στα αριστερά της ο ουρανός σκοτείνιαζε με γρήγορο ρυθμό. Μέσα σε λιγότερο από δέκα λεπτά, ο ουρανός είχε γίνει σκούρος μπλε και πολυάριθμα αστέρια φώτιζαν τον ουρανό. Τα πόδια της κοπέλας πονούσαν, τόσο τα πέλματά της, όσο και οι μύες τους. Δεν ήταν σίγουρη πώς θα κατάφερνε να επιτεθεί στον Εστέφαν, ύστερα από τόσες ώρες εξουθενωτικής πεζοπορίας.
    Οι πρόποδες του δεύτερου βουνού ξεκίνησαν να είναι ορατοί από το δρομάκι στο οποίο βάδιζε η κοπέλα με τον δράκο και τον απαγωγέα της. Πήρε μια βαθειά ανάσα και πήρε το μαχαίρι στα χέρια της διακριτικά με σκοπό ο Εστέφαν να μην υποψιαστεί το σχέδιό της. Συνέχισε να περπατάει με τον ίδιο ρυθμό, να αναπνέει με τον ίδιο τρόπο. Ο δράκος είχε ξυπνήσει αρκετές ώρες πριν και είχε σκαρφαλώσει στον ώμο της κοιτάζοντας άγρυπνα γύρω του. Η Μία ήλπιζε πως αν χρειαζόταν, ο δράκος θα την βοηθούσε να ξεφύγει από τον Εστέφαν. Όταν έφτασαν στο σημείο που τέμνονταν τα δύο βουνά της άγονης οροσειράς η Μία ήταν έτοιμη να ορμήσει στον άντρα.
«Μία, μην το επιχειρήσεις καν». Της είπε αδιάφορα εκείνος.
    Χωρίς δεύτερη σκέψη η Μία κινήθηκε προς το μέρος του με το μαχαίρι στα χέρια. Ο Εστέφαν έπιασε τον καρπό του χεριού με το οποίο κρατούσε το μαχαίρι και τον έσφιξε. Η κοπέλα πόνεσε τόσο πολύ που νόμιζε πως το κόκαλό της θα θρυμματιζόταν. Έβγαλε μία κραυγή πόνου και προσπάθησε να του ρίξει μπουνιά με το ελεύθερο χέρι της. Ήταν σίγουρη πως θα πετύχαινε το πρόσωπό του όμως πριν το καταλάβει η μπουνιά της κατέληξε στην παλάμη του Εστέφαν που τύλιξε το χέρι της, και το ακινητοποίησε.
«Άφησέ με!» Του ούρλιαξε εκνευρισμένη. Εκείνος ένωσε τους καρπούς της μεταξύ τους. Ο δράκος βρυχήθηκε θυμωμένα κοιτάζοντας τον Εστέφαν.
«Είσαι αιχμάλωτη, και δεν υπάρχει κανείς εδώ γύρω για να σε βοηθήσει». Της είπε ψυχρά.
    Δύο δευτερόλεπτα μετά ένα βέλος άγγιξε την πλάτη του. Γύρισε για να κοιτάξει και είδε έναν άντρα γύρω στα σαράντα με μαύρα μαλλιά και γένια να τον στοχεύει με το τόξο του. Η Μία τον είδε επίσης. Τα μαλλιά του ήταν κοντοκουρεμένα και μερικές ρυτίδες πρόδιδαν την ηλικία του. Ήταν καλά ντυμένος, με δερμάτινο παλτό, σε αντίθεση με την Μία που βρισκόταν εγκλωβισμένη στην ψυχρή αύρα του βουνού φορώντας μόνο ένα αμάνικο μπλουζάκι.
«Και όμως είναι». Είπε στον Εστέφαν η Μία χαμογελώντας και ένα χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη της.
«Άσε κάτω τα χέρια της κόρης μου, αν θέλεις να κρατήσεις τα δικά σου». Είπε απειλητικά ο άντρας στο αγόρι.
    Εκείνος υπάκουσε και άφησε τα χέρια της Μία. Ο πατέρας της κατέβασε το βέλος του λίγο και ο Εστέφαν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία τραβώντας γρήγορα το τόξο του και ένα βέλος. Στράφηκε προς τον πατέρα της κοπέλας και στόχευσε την καρδιά του με το βέλος του. Η Μία γέλασε.
«Εστέφαν, κοίτα γύρω σου». Του είπε ακόμη γελώντας. Γύρω τους είχαν εμφανιστεί περισσότεροι από είκοσι άντρες που στόχευαν τον Εστέφαν με τα βέλη τους.


Ράνια Ταλαδιανού