Συνέντευξη με την Αγνή Σιούλα

Η Αλεξάνδρα Βάγια, μια δεκαεννιάχρονη φοιτήτρια, κάνει όνειρα και σχεδιάζει το μέλλον της. Ένα βράδυ του Φλεβάρη του 2012, ξυπνάει από τη φασαρία που γίνεται στο σπίτι της. Κατεβαίνοντας στο ισόγειο, βρίσκει τους γονείς της με τρεις μοναχούς. Ο πατέρας της διαπληκτίζεται με έναν από αυτούς, ενώ η μητέρα της κλαίει. Σύντομα αντιλαμβάνεται ότι οι ιερείς απαιτούν τη στρατολόγηση του μικρού αδερφού της στον στρατό ενός άγνωστου τόπου. Όμως, ο αδερφός της είναι μόνο δώδεκα χρονών και άρρωστος. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, η Αλεξάνδρα ανακαλύπτει πως η οικογένειά της είναι δέσμια ενός όρκου που δόθηκε από χιλιάδες οικογένειες στρατιωτών και κατοίκων του Βυζαντίου πριν από εννιά αιώνες, την εποχή του Αλέξιου Α΄ του Κομνηνού. Αυτές οι οικογένειες είναι υποχρεωμένες να στέλνουν από ένα παιδί κάθε δεύτερη γενιά, σε μια εικοσαετή θητεία στα Μαύρα Λιβάδια, έναν τόπο-σύνορο που φυλάσσεται από Ακρίτες, οι οποίοι προστατεύουν την ανθρωπότητα από μια πιθανή εισβολή. Εκεί η Αλεξάνδρα θα γνωρίσει τον έρωτα, αλλά θα βρεθεί μπροστά σε διλήμματα, εκπλήξεις, αποκαλύψεις, εχθρούς και απρόσμενους συμμάχους.
Το μυθιστόρημα είναι εμπνευσμένο από το έπος του Διγενή Ακρίτα και το ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη «Βρικόλακας».
Το πρώτο μυθιστόρημα της Αγνής Σιούλα «Έρχονται με την ομίχλη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.




Η Αγνή Σιούλα γεννήθηκε στην Κοζάνη και μεγάλωσε ακούγοντας δημώδη αλλά και αυτοσχέδια παραμύθια απ’ τη γιαγιά και τη μητέρα της. Απ’ την παιδική της ηλικία υπήρξε φανατική αναγνώστρια και σύντομα άρχισε να γράφει και η ίδια. Σπούδασε βιβλιοθηκονομία και έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Διοίκηση. Κατοικεί με την οικογένειά της σε ένα μικρό χωριό του νομού Σερρών και εργάζεται σε βιβλιοθήκη. Της αρέσουν τα ταξίδια, οι ταινίες, οι σειρές φαντασίας και συνεχίζει να λατρεύει το διάβασμα. Το πρώτο της μυθιστόρημα «Έρχονται με την ομίχλη» εκδόθηκε το 2013 (εκδ. Πατάκη), ενώ το 2017 συμμετείχε μαζί με την υπόλοιπη συγγραφική ομάδα του ηλεκτρονικού περιοδικού will o wisps στη συλλογή διηγημάτων φαντασίας «Ιστορίες της γιαγιάς Ιτιάς».




1. Πες μας δυο λόγια για το βιβλίο σου. 

Η ιστορία του μυθιστορήματος «Μαύρα Λιβάδια» εξελίσσεται στη σύγχρονη εποχή ακολουθώντας την ιστορία της δεκαεννιάχρονης αφηγήτριας, της Αλεξάνδρας, που είναι φοιτήτρια και κόρη αγροτικής οικογένειας. Ένα βράδυ του Φλεβάρη η Αλεξάνδρα ξυπνάει από τη φασαρία που γίνεται στο σπίτι της και μπαίνοντας στο καθιστικό, βρίσκει τους γονείς της να διαπληκτίζονται με τρεις μοναχούς. Προσπαθώντας να τους βοηθήσει, εμπλέκεται στη συζήτηση και σύντομα αντιλαμβάνεται ότι, η διαφωνία που έχει προκύψει, αφορά τη στρατολόγηση του μικρού της αδερφού. Ο αδερφός της όμως, είναι μόνο δώδεκα χρονών και άρρωστος και οι μοναχοί απαιτούν την κατάταξή του στον στρατό ενός άγνωστου τόπου. Όταν επιχειρεί να μάθει περισσότερα, ανακαλύπτει πως η οικογένειά της είναι δέσμια ενός όρκου που δόθηκε από χιλιάδες οικογένειες στρατιωτών και κατοίκων του Βυζαντίου πριν εννιά αιώνες -την εποχή του Αλέξιου Α΄ του Κομνηνού. Αυτές οι οικογένειες είναι υποχρεωμένες να στέλνουν ένα παιδί τους, σε μια εικοσαετή θητεία στα Μαύρα Λιβάδια. Έναν τόπο-σύνορο που φυλάσσεται από Ακρίτες που προστατεύουν την ανθρωπότητα από τον κίνδυνο μιας εισβολής τεράτων. Η Αλεξάνδρα αδυνατώντας να αφήσει τον άρρωστο αδερφό της να θυσιαστεί, παίρνει τη θέση του και ακολουθεί τους μοναχούς. Έτσι, καταλήγει σ’ έναν άγνωστο πλανήτη και σε μια άκρως στρατοκρατική και απολυταρχική κοινωνία που είναι δομημένη αυστηρά γύρω από το στράτευμα. Μια κοινωνία που ξεκίνησε να υπάρχει από την εποχή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και διατηρεί πολλά απ’ τα χαρακτηριστικά και τις δομές της. Εκεί, έρχεται αντιμέτωπη με τη σκληρή στρατιωτική εκπαίδευση, με ίντριγκες, συνωμοσίες και κρυμμένες απειλές, την ώρα που τεράστιοι κίνδυνοι ελλοχεύουν έξω από το οχυρό των ανθρώπων. Κατά τη διάρκεια της πορείας της στο στράτευμα, συναντά έναν μεγάλο έρωτα, δυνατές φιλίες, απρόσμενους συμμάχους και αμείλικτους εχθρούς. Και οι εχθροί δεν είναι μόνο τέρατα... 

2. Ποια είναι η κυριότερη πηγή έμπνευσής σου και τι σε έκανε να ξεκινήσεις τη συγκεκριμένη ιστορία; 

Κυριότερες πηγές έμπνευσης, για να γράψω τα «Μαύρα Λιβάδια», υπήρξαν το έπος του Διγενή και το ποίημα «Θανάσης Βάγιας, ο Βρικόλακας» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, ενώ στο πρώτο μου μυθιστόρημα πηγή έμπνευσης αποτέλεσε η παραλογή του «Νεκρού αδερφού». Κι αυτό το κλείσιμο του ματιού προς την παράδοσή μας, η ψηλάφησή της ως έναυσμα και έμπνευση για να γράψω φανταστική λογοτεχνία, είναι κάτι περισσότερο από «λογοτεχνική στάση», είναι άποψη ζωής. Θεωρώ ότι, η φανταστική λογοτεχνία που σήμερα την υποδεχόμαστε ως δάνειο από άλλες χώρες, είναι πρωτίστως δικό μας δώρο προς εκείνους. Άλλωστε, η πρώτη οργανωμένη μορφή αφήγησης με έντονα φανταστικά στοιχεία είναι η μυθολογία και έπεται η διηγηματική μυθοπλασία ή ιστορία. Έτσι, το δώρο για το οποίο μιλάω, ξεκινάει πριν από τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Παυσανία και πολλούς άλλους σπουδαίους συγγραφείς και συνεχίζεται με τη γραπτή και προφορική λογοτεχνική μας παράδοση και τη δημώδη, αλλά και λόγια ποίησή μας. 

Ωστόσο, για να είμαι ειλικρινής, δεν ακουμπώ μόνο στην παράδοση, αλλά δανείζομαι στοιχεία και από την πραγματική ζωή γύρω μου. Άλλοτε ασυνείδητα κι άλλοτε εσκεμμένα, αντιγράφω όσα μου κάνουν εντύπωση: χαρακτήρες, συμπεριφορές, «στάσεις ζωής», κινήσεις, ακόμη και φιγούρες ως προς την εμφάνισή τους. 

Και για να σας απαντήσω στο δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας, τι με έκανε δηλαδή να γράψω τη συγκεκριμένη ιστορία, έχω να σας εξομολογηθώ το εξής: Οι ιστορίες δεν πλάθονται εκ του μηδενός από τους συγγραφείς, αλλά τους επισκέπτονται. Αυτό τουλάχιστον αισθάνθηκα σε όλα τα λογοτεχνικά μου εγχειρήματα. Ένα βράδυ λοιπόν, παρακολουθούσα μία συναυλία. Δίπλα μου καθότανε μια νέα φίλη, η οποία έσκυψε προς το μέρος μου και σχολίασε χαμηλόφωνα πως ένας εκ των μουσικών, που είχε μακριά μαλλιά και σκουλαρίκι στο αυτί, έμοιαζε με βάρβαρο πολεμιστή. Τη στιγμή που μου το ψιθύριζε, πέρασε από μπροστά μας μια πολύ ψηλή και γυμνασμένη κοπέλα. Μόλις την είδα, έκανα αμέσως συνειρμικά τη μυθοπλαστική αναγωγή που δημιούργησε τη ιδέα των Ακριτών. Γιατί κι εκείνη έμοιαζε με πολεμίστρια. Ο βασικός σκελετός της ιστορίας μου δημιουργήθηκε μες στο μυαλό μου σε ελάχιστα δευτερόλεπτα χωρίς την παραμικρή προσπάθεια ή ακόμη –αν θέλετε- χωρίς τη συναίνεσή μου. 


3. Αν μπορούσες, τι συμβουλή θα έδινες στον εαυτό σου όταν ξεκίνησες να γράφεις; 

Να ένιωθα λιγότερο ανασφαλής, ώστε να μην αναλώνομαι τόσο πολύ στη μελέτη της βυζαντινής ιστορίας και της σύγχρονης στρατιωτικής δομής, αλλά και της στρατιωτικής παράδοσης. Έτσι, ίσως να κέρδιζα περισσότερο χρόνο, αλλά και κόπο, μιας και όλα αυτά τα μελέτησα μόνο για να πατάω γερά στα πόδια μου και να ξέρω τι λέω και όχι για να τα παραθέσω μέσα στο μυθιστόρημα. 


4. Τι λογοτεχνικό είδος σού αρέσει να διαβάζεις και ποιο προτιμάς όταν γράφεις; 

Διαβάζω διάφορα είδη και όχι μόνο αμιγώς λογοτεχνικά, αλλά θεωρούσα και θεωρώ ότι το λογοτεχνικό μου βήμα, το σπίτι μου, είναι η λογοτεχνία του φανταστικού. Διότι με ενδιαφέρει ο συμβολισμός και η αλληγορία της και με προκαλεί έντονα ως είδος, μιας και τη βρίσκω πιο δύσκολη από τα άλλα είδη. Μιλάω, όπως καταλαβαίνετε, για την εισβολή του αφύσικου στο πραγματικό, την αέναη πάλη ανάμεσα στο ορθολογικό και το ανορθολογικό που σου δίνει τη δυνατότητα να διηγηθείς την ιστορία «αλλιώς», με έναν γοητευτικότερο τρόπο. Η φανταστική λογοτεχνία, άλλωστε, είναι το πεδίο που η αμεσότητα της γλώσσας πλάθει εκ του μηδενός, αυτό που η φαντασία επινοεί και διηγείται την ιστορία διαφορετικά, με τρόπο που δε θα συμβεί. Εντούτοις, οι ανθρώπινες σχέσεις που περιγράφονται σ’ αυτή, θα ακολουθήσουν τους ίδιους, γνωστούς δρόμους με αυτούς του πραγματικού κόσμου που βιώνουμε. Γι’ αυτό, θεωρώ ότι είναι πολύ απαιτητικό είδος, μιας και δε γράφεται μόνο με γνώμονα τα ανθρώπινα συναισθήματα, τις ιδέες και τα «πιστεύω» ή χρησιμοποιώντας γνωστά μοτίβα τόπων και χρόνων. Τις περισσότερες φορές για να ολοκληρωθεί μια τέτοια ιστορία, χρειάζεται τεράστια έρευνα και γνώσεις που οι συγγραφείς δεν έχουν από την αρχή. 


5. Επίλεξε ένα: τι είναι πιο σημαντικό σε μια ιστορία; Ο πρωταγωνιστής, οι δευτερεύοντες χαρακτήρες ή ο ανταγωνιστής; 

Όλοι είναι σημαντικοί και πρέπει να πλάθονται με συνέπεια ώστε, να είναι ολοκληρωμένοι και να μοιάζουν πραγματικοί χαρακτήρες. Δηλαδή να πείθουν και να εντυπώνονται στον αναγνώστη. Ωστόσο, και στα δύο μου μυθιστορήματα προτίμησα να γράψω σε πρώτο πρόσωπο, επιλέγοντας την πρωταγωνίστρια που ωριμάζει διυλίζοντας όσα συμβαίνουν γύρω της κι εμείς μέσα από την οπτική της μοιραζόμαστε τις σκέψεις και τα συναισθήματά της. Έτσι απέφυγα τη μηδενική εστίαση του παντογνώστη αφηγητή, διατηρώντας τα πλεονεκτήματα της ταύτισης, αλλά και των παρεξηγήσεων –μιας και η ηρωίδα γνωρίζει κάθε φορά μόνο όσα συμβαίνουν μπροστά της. 


6. Σε ποια ηλικία ξεκίνησες να γράφεις; 

Γύρω στα δώδεκα, αλλά οι πειραματισμοί μου στην αφηγηματική εξάσκηση ήρθαν νωρίτερα, κάπου στα οκτώ ή εννιά μου χρόνια. Είχα βλέπετε, έναν πολύ σημαντικό λόγο, μιας και ακολουθώντας μια εσωτερική μου ανάγκη επιζητούσα να ανταγωνιστώ δύο παραμυθούδες, τη μητέρα και τη γιαγιά μου. Εντούτοις, άργησα πολύ να αισθανθώ ότι, όσα γράφω μπορεί να ενδιαφέρουν κάποιους αναγνώστες. Γι’ αυτό, έστειλα το πρώτο μου μυθιστόρημα, το «Έρχονται με την ομίχλη» προς αξιολόγηση σε εκδοτικούς οίκους σε ώριμη ηλικία. 


7. Επίλεξε ένα: τι είναι πιο κρίσιμο για την επίτευξη ενός καλού βιβλίου; Η ικανότητα γραφής, η φαντασία ή η σκληρή δουλειά; 

Όλα είναι σημαντικά, αλλά χωρίς τη σκληρή δουλειά δεν ολοκληρώνεται τίποτα και χωρίς εξάσκηση η ικανότητα γραφής δεν ωριμάζει. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που έχουν καλές ιδέες και ένα καλό επίπεδο αφηγηματικής ικανότητας. Ωστόσο, ανάμεσα σ’ αυτούς και σε ένα ολοκληρωμένο μυθιστόρημα στέκεται ένα μεγάλο εμπόδιο. Που δεν είναι άλλα, παρά τα πολλά δεκάωρα μπροστά από την οθόνη ενός υπολογιστή και οι θυσίες που πρέπει να κάνει ο συγγραφέας και οι οικείοι του που τον χάνουν για ώρες. 


8. Γιατί γράφεις; 

Γράφω γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Για να αισθάνομαι ολοκληρωμένη και όχι δυστυχής. Για να μιλάω σε πολλούς περισσότερους από όσους γνωρίζω και απευθύνομαι προσωπικά, αλλά κυρίως διότι μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία «αδειάζω τους δαίμονές μου» και νιώθω καλύτερος άνθρωπος. 


9. Πρότεινε ένα βιβλίο που θεωρείς ότι πρέπει να διαβάσει κάθε συγγραφέας και ένα κάθε αναγνώστης. 

Πρέπει να προτείνω μόνο ένα βιβλίο; Για τους αναγνώστες θα έλεγα ότι, θα ήταν ωφέλιμο να διαβάσουν προσεκτικά την Οδύσσεια και την Ιλιάδα, ξεπερνώντας όλη εκείνη την επιδερμική και αναγκαστική προσέγγιση του σχολείου. Ενώ οι συγγραφείς θα πρέπει να διαβάσουν όσα περισσότερα μπορούν και ό,τι πέφτει στα χέρια τους. 


10. Τι πρέπει να περιμένουμε από εσένα στο μέλλον; 

Αυτό που υπάρχει όχι μόνο στα άμεσα σχέδιά μου, αλλά και εν μέρει στον υπολογιστή μου είναι μια συλλογή από διηγήματα και νουβέλες που γράφω μαζί με τον εξαιρετικό συγγραφέα και καλό μου φίλο, Γιώργο Γιώτσα. Πρόκειται για μια συλλογή φανταστικής λογοτεχνίας που αναφέρεται στις ελληνικές δεισιδαιμονίες για τους βρικόλακες της Ελλάδας, βασισμένο σε διάφορες πηγές μεταξύ των οποίων είναι και οι «Παραδόσεις» του Ν. Πολίτη. Στη συνέχεια, έχω τον σκελετό για μια μεγάλη νουβέλα και λίγο αργότερα με «περιμένει στη στροφή» ένα μυθιστόρημα. 


11. Πώς μπορούν να επικοινωνήσουν οι αναγνώστες μαζί σου; 

Μπορούν να μου γράψουν στο agnisioula@gmail.com και θα τους απαντήσω, ή να με ψάξουν στο fb.






Ευχαριστούμε πολύ την Αγνή Σιούλα για τη συνέντευξη που μας παραχώρησε και της ευχόμαστε τα καλύτερα για το μέλλον.

Αν το βιβλίο της σας κίνησε το ενδιαφέρον, πάρτε μέρος στην κλήρωση του Moonlight Tales και κερδίστε 1 αντίτυπο του βιβλίου "Μαύρα Λιβάδια" πατώντας εδώ.