Χρονικές Παρεμβολές (Κεφάλαιο 1)- Η μεγάλη μέρα




Μέρος Α

Αναρριχώμενοι στον χρόνο


Υπήρχαν κάποιοι θρύλοι στους θνητούς,
για κάποιους κόσμους πέρα από τ’ αστέρια...





Αθήνα 1994.
Νεκρική σιγή επικρατούσε στην αίθουσα, καθώς ο καθηγητής μιλούσε για τις έρευνές του στους μαθητές τής 3ης Λυκείου. Ήταν το μάθημα τής φυσικής, και το μάθημα παρουσίαζε για όλους ξεχωριστό ενδιαφέρον, καθώς η συζήτηση είχε ξεφύγει από το θέμα τού βιβλίου και ο καθηγητής συνεπαρμένος πιο πολύ απ’ όλους, βημάτιζε πάνω κάτω, εξηγώντας τις προβλέψεις τής φυσικής για τον χώρο και τον χρόνο.
 «Για να καταλάβετε την σπουδαιότητα των ερευνών μου, αλλά και τής συσκευής που κατασκευάσαμε, θα σας πω σε τι διαφέρει από τις συσκευές που φτιάχτηκαν ως τώρα. Ως τώρα, οι ανάλογες συσκευές, όχι μόνο είχαν μικρότερη ευαισθησία στον εντοπισμό τών ταχυονίων, αλλά επιπλέον η διάταξή μου λαμβάνει υπ’ όψιν μία λεπτομέρεια που οι συνάδελφοι δεν έχουν προβλέψει στις δικές τους συσκευές ως τώρα. Για να καταλάβετε τι εννοώ, ας κάνουμε ένα διανοητικό πείραμα: Όπως είπαμε, τα ταχυόνια, (εάν υπάρχουν), έχουν το χαρακτηριστικό να κινούνται αντίθετα από το βέλος τού χρόνου, που δείχνει από το παρελθόν προς το μέλλον. Επειδή λοιπόν τα σωματίδια αυτά κινούνται (θεωρητικά) με ταχύτητες μεγαλύτερες τού φωτός, κινούνται από το μέλλον προς το παρελθόν»
«Έτσι, εάν θα μπορούσαμε να τα παρατηρήσουμε οπτικά, η τροχιά που θα διέγραφαν, θα έπρεπε να είναι αντίθετη από αυτή που θα βλέπαμε εμείς. Αυτό που εμείς θα βλέπαμε ως ξεκίνημα, θα ήταν στην πραγματικότητα το τέρμα τού προορισμού τους, και το αντίστροφο. Ε, λοιπόν, εδώ είναι το σφάλμα των προηγουμένων πειραμάτων. Οι συνάδελφοι περίμεναν να λειτουργήσουν οι συσκευές τους σαν δέκτες ταχυονίων. Όμως, εφ’ όσον οι τροχιές τους είναι για εμάς αντίθετες, θα πρέπει να λειτουργούν ως πομποί. Τα ταχυόνια θα φαίνονται σ’ εμάς να βγαίνουν, και όχι να μπαίνουν στην συσκευή. Την πειραματική διάταξη, θα την ανακοινώσουμε, όταν θα έχουμε το πρώτο θετικό αποτέλεσμα»
Καθώς ο καθηγητής μιλούσε, διέγραφε με ταχύτητα τις τροχιές των σωματιδίων, σ’ έναν πίνακα που βρισκόταν απέναντι από τους σπουδαστές. Παρά το κρύο, σταγόνες ιδρώτα φάνηκε να αναβλύζουν στο φαρδύ του μέτωπο, και κάποιες κύλησαν από τα αραιά του μαλλιά στο ευτραφές του πρόσωπο. Έβγαλε τα γυαλιά του, τα σκούπισε, και συνέχισε:
«Η σπουδαιότητα μιας τέτοιας ανακάλυψης, θα είναι μεγάλη. Πιστεύω, πως κάποτε θα μπορούμε να ανιχνεύουμε στοιχεία από κάποιες μελλοντικές εποχές, όπως τώρα οι αστρονόμοι ανιχνεύουν το φως μακρινών κόσμων. ίσως ακόμα, να μπορέσουμε να συνομιλήσουμε με τις μελλοντικές γενιές, (αν βρούμε τρόπο να κατασκευάσουμε πομπούς ταχυονίων). Μπορεί... πολλά μπορεί, αλλά ας σταματήσουμε εδώ, επειδή ίσως ποτέ να μην ανακαλυφθούν όλα αυτά, και να αποδειχθούν θεωρητικές χίμαιρες. Έχετε ερωτήσεις;»
Κάποιος μαθητής σήκωσε το χέρι, και ο καθηγητής τού έδωσε τον λόγο:
«Κύριε καθηγητά, πώς θα μπορούσαμε να κατασκευάσουμε ταχυόνια, ή ακόμα, πώς θα μπορούσαν να υπάρξουν, εφ’ όσον τίποτα δεν μπορεί να ξεπεράσει την ταχύτητα τού φωτός; Η μάζα τους δεν θα γινόταν άπειρη;»
«Πολύ καλή ερώτηση!» είπε ο καθηγητής χαμογελώντας με ικανοποίηση. «Το πρόβλημα όμως, υπάρχει μόνο όταν θέλουμε να επιταχύνουμε κάποιο σωματίδιο, ή σώμα σε υπερφωτεινές ταχύτητες. Ίσως, θα μπορούσαμε να το κατασκευάσουμε, ευθύς εξ’ αρχής με την ταχύτητα αυτή. Τότε, δεν θα είχαμε άπειρη μάζα, επειδή δεν θα είχαμε επιτάχυνση. Αντιθέτως, θα ήταν πρόβλημα να το επιβραδύνουμε σε ταχύτητα παραπλήσια τού φωτός, και θα το επιταχύναμε εύκολα σε μεγαλύτερες ταχύτητες»
Κατόπιν ο καθηγητής κοίταξε τους μαθητές περιμένοντας κάποια άλλη ερώτηση. Δεν είδε να υπάρχουν απορίες, και συμπλήρωσε γελώντας:
«Οι υπόλοιποι, ή τα καταλάβατε όλα και δεν έχετε απορίες, ή δεν καταλάβατε τίποτα! Νομίζω είπαμε αρκετά, και όπου να ‘ναι θα χτυπήσει το κουδούνι. Ελπίζω την επόμενη φορά, να έχω να σας πω ενδιαφέροντα νέα»
Με αυτά τα λόγια, πλησίασε το χνωτισμένο παράθυρο, καθάρισε το τζάμι με την παλάμη του, και κοίταξε έξω, προς την πλατεία που φαινόταν απέναντι από το Λύκειο τού Ταύρου. Κανείς δεν υπήρχε έξω στον συννεφιασμένο δρόμο, εκτός από τα βιαστικά αυτοκίνητα τής λεωφόρου.
Στην ώρα του, ακούστηκε και το κουδούνι, και καθώς οι μαθητές με θόρυβο μάζευαν τα βιβλία τους, ο καθηγητής τους χαιρέτησε, και πλησίασε την έδρα. Μάζεψε προσεκτικά τις σημειώσεις του, και αφού τις έβαλε στον χαρτοφύλακά του, ακολούθησε τους μαθητές έξω από την αίθουσα. Προχώρησε βιαστικά στον διάδρομο κοιτώντας το ρολόι του, και σύντομα κατέβαινε τις σκάλες. Με γρήγορο βήμα, κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητό του, και ξεκίνησε για τον ηλεκτρικό τής Καλλιθέας. Ήταν ακόμα ενωρίς για το ραντεβού του, αλλά δεν ήταν διατεθειμένος να περιμένει. Αυτή ήταν η ημέρα που περίμενε χρόνια.
Σε πέντε λεπτά, καθόταν στο παγκάκι τού ηλεκτρικού, κρατώντας στο χέρι μία εφημερίδα.
«15/12/1994!» σκέφτηκε, κοιτάζοντας την ημερομηνία της. ...σήμερα ο Αρίσταρχος Ζαχαρόπουλος και ο Ανδρέας Κωστόπουλος θα μείνουν στην ιστορία! Αρκεί να υπάρχουν ταχυόνια...
Τα επόμενα λεπτά, τον βρήκαν να ξεφυλλίζει την εφημερίδα, όμως πού μυαλό γι’ αυτήν! Τα μάτια του περνούσαν πάνω από τα γράμματα, μα το μυαλό του, έτρεχε στην προετοιμασία τού πειράματος, και στις συνέπειες κάποιας πιθανής επιτυχίας...
Από τις σκέψεις, τον ξύπνησε μια γνώριμη φωνή:
«Εεε! άσε την εφημερίδα για αύριο! θα γράφει πιο ενδιαφέροντα πράγματα: ‘Έλληνες επιστήμονες σπάνε το φράγμα τού χρόνου!’ Με μεγάλα γράμματα, πρωτοσέλιδο!»
Ο καθηγητής σήκωσε τα μάτια χαμογελώντας. Μπροστά του, στεκόταν ένας άνδρας, με αξύριστο πρόσωπο, και με ατημέλητο ντύσιμο. Μάλλον έβρεχε εκεί που ξεκίνησε, αφού τα πλούσια σγουρά μαλλιά του ήταν ανακατεμένα, προφανώς από την κουκούλα που κρεμόταν στην πλάτη του.
«Γεια σου Ανδρέα! πώς τα πήγες; Βρήκες τα εξαρτήματα;» ρώτησε ο καθηγητής.
«Ναι, Άρη, τα βρήκα. Αλλά με ταλαιπώρησε το στρίμωγμα στο τραίνο. Μέχρι να κατεβώ με τσαλακώσανε!»
«Έτσι γίνεται τα μεσημέρια που όλοι σχολάνε. Έλα τώρα να απλωθείς στο αυτοκίνητο όσο θέλεις» απάντησε ο Άρης, καθώς δίπλωνε την εφημερίδα του.
Προχώρησαν προς τη Σιβιτανίδειο, και μπήκαν στο παρκαρισμένο αυτοκίνητο.
«Σκέψου λέει να πιάσουμε την καλή και να πάρουμε και το Νόμπελ!» είπε ο Ανδρέας από το πίσω κάθισμα, καθώς έτριβε το αξύριστο πηγούνι του.
«Εμένα ούτε το ένα, ούτε το άλλο μ’ ενθουσιάζει. Μόνος μου είμαι, και ο μισθός μου, μού φτάνει, και ας είναι μικρός. Εσύ όμως; καλά η δόξα! Τα λεφτά τι να τα κάνεις; Εσύ μαγκούφης είσαι, οι γονείς σου μένουν με την αδελφή σου, και δόξα τω Θεώ, σαν προγραμματιστής και ηλεκτρονικός, είσαι περιζήτητος» απάντησε ο Άρης.
«Άκου φίλε! Εγώ θέλω να κάνω οικογένεια! Τα λεφτά τα βγάζω γιατί δουλεύω πολύ. Αν όμως ήμουν ανεξάρτητος επαγγελματικά, θα μπορούσα να αφιερώσω χρόνο και στην οικογένειά μου, και στην επιστήμη» διαμαρτυρήθηκε ο Ανδρέας.
«Θυμάμαι που μου έλεγες τα ίδια στην εξέγερση τού Πολυτεχνείου! Θυμάσαι τότε που γνωριστήκαμε, και έλεγες πως εκεί θα αφήσουμε τα κόκαλά μας, και δεν θα προλάβαινες να παντρευτείς;»
«Ναι! Ελπίζω όμως τώρα πια να μην περάσουν άλλα τόσα χρόνια!» είπε γελώντας ο Ανδρέας.
Καθώς μιλούσαν, το αυτοκίνητο είχε φθάσει στις προσφυγικές πολυκατοικίες τού Ταύρου. Συνέχισαν για λίγα λεπτά ακόμα, ώσπου έφθασαν σ’ ένα παλιό σπίτι, απομονωμένο, στη μέση ενός γυμνού από δένδρα οικοπέδου. Αφού πάρκαραν, βάδισαν για λίγα μέτρα, αποφεύγοντας τα λιμνασμένα νερά από τις χειμωνιάτικες βροχές. Καθώς περπατούσαν, ένοιωθαν να πέφτει στα πρόσωπά τους ψιλό, αραιό χιονόνερο.
Ο Άρης, έβγαλε μια αρμαθιά κλειδιά, και ξεκλείδωσε την πόρτα. Γύρισε τον διακόπτη τού καλοριφέρ, και αφού έκλεισε την πόρτα πίσω του, έβγαλαν και οι δύο τα παλτά τους.
Χωρίς καθυστέρηση, κατευθύνθηκαν προς ένα δωμάτιο, που ο Άρης το είχε μετατρέψει σε εργαστήριο.
Ήταν το δωμάτιο των γονιών του, που τώρα, μετά το θάνατό τους, είχε βρει νέο προορισμό.


Χρόνης Πάροικος