Οι Ψιθυριστές (Κεφάλαιο 13)



ΒΑΣΑΛΤΗ

       Όταν η Ντάρια επιστρέφει σπίτι με τον Άσερ, συγκεντρώνει όλους τους Φύλακες για το θέμα της Φλόγας κι με ενημερώνει στο τέλος για το σχέδιο «διάσωσης» που έχουν. Ένα ρίγος διασχίζει αστραπιαία την σπονδυλική μου στήλη και ο φόβος χρωματίζει τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου, αλλά καταφέρνω, να το κρύψω απ’ όλους. Δεν θέλω και δεν πρέπει, να με θεωρήσουν ευάλωτη. Όχι ότι δεν είμαι, έτσι όπως με έχει καταντήσει η Φλόγα…

       «Και πώς θα την δεις και θα της μιλήσεις; Αφού μ’ εμένα δεν έχει επικοινωνία». Απορώ.
Η Φλόγα αρνείται κατηγορηματικά, να ανοίξει έστω και μια φυσιολογική συζήτηση μαζί μου. Κάθε φορά που με επισκέπτεται, είναι μόνο για να κάνει παράπονα για τον τρόπο που την φροντίζω. Δεν αντέχω άλλο. Θέλω… να την πάρουν από εμένα.
       «Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις, είναι να τη σκεφτείς έντονα, ενώ η Ντάρια θα σε κρατάει από το χέρι». Απαντάει ο Μπρόουν. «Προσπάθησε να δεις, ότι βρίσκεστε σ’ έναν μακρύ διάδρομο με πολλές πόρτες. Η τελευταία ανήκει στην Φλόγα. Θα την αναγνωρίσετε. Είναι πολύ διαφορετική απ’ όλες τις άλλες». Εξηγεί.
       «Μάλιστα. Και πού το ξέρεις εσύ;» ρωτάει ο Άσερ σκεφτικός.
Σμίγει τα φρύδια του και σταυρώνει τα μπράτσα του μπροστά τον θώρακά του. Ποτέ δεν έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια για τον Φύλακα του Νερού των Ζοφερών, αλλά αυτό που έκανε στην Ρέιβεν, να την δαγκώσει και να τη δέσει με το Ιερό Φιλί, τον είχε κάνει εχθρό του. Ίσως κάποια στιγμή να στεκόταν απέναντί του…
       «Η Ρέιβεν μου είχε δείξει, πως λειτουργεί η Φλόγα. Είχα μπει σ’ εκείνο το μονοπάτι». Εξηγεί ο Μπρόουν.
       Τα πρόσωπα των περισσοτέρων παγώνουν από την αποκάλυψη. Ο Άσερ, η Ντάρια, η Ηλέκτρα και εγώ σκοτεινιάζουμε απότομα σαν σύννεφο, που επρόκειτο, να βρέξει. Είναι αλήθεια ή απλά το λέει μόνο και μόνο για να μπει στο μάτι του Άσερ; Τον Μπρόουν τον έχω ικανό για όλα και απ’ όσο θυμάμαι… τίποτα τέτοιο δε συνέβη με τη Ρέιβεν. Δεν είχαν τον χρόνο.
       «Απλώς δείξε μου Μπρόουν». Τον διατάζει ανυπόμονα η Ντάρια.
       «Θα το κάνω. Νομίζω, πως κατάλαβα». Πετάγομαι και χώνω το χέρι της εκπαιδεύτριάς μου μέσα στα δύο δικά μου.
Κλείνω τα μάτια μου και ονειρεύομαι την Φλόγα, όπως ήταν τη μέρα, που μου την παρέδωσε η Ρέιβεν. Μια μικρή σφαίρα φωτιάς. Η Ντάρια με μιμήθηκε. Δεν είναι δύσκολο, να βρεθούμε στον διάδρομο, που μας υπέδειξε ο πρίγκιπας του Αράν ούτε ο ονειρικός κόσμος να γίνει η πραγματικότητά μας. Η Ντάρια και εγώ αλληλοκοιταζόμαστε ενθαρρυντικά και προχωράμε στον κατεστραμμένο διάδρομο, που απέμεινε μετά τον θάνατο της Ρέιβεν.
Η Φλόγα δεν είχε μπει καν στον κόπο να τον επιδιορθώσει. Και παρ’ όλο που βρίσκεται στο σώμα μου οι πόρτες των αναμνήσεων, τα κάδρα, που κρέμονται ανά διαστήματα στους τοίχους ακόμα και η σιγανή μελωδία που απλώνεται στον βαρύ αέρα, αφορούν την Ρέιβεν. Σαν φάντασμα τριγυρνά ανάμεσά μας. Μπαίνει και βγαίνει από τις μισάνοιχτες, γκρεμισμένες πόρτες, χοροπηδά στο πάτωμα χλευάζοντάς μας, μπροστά μας, πίσω μας, γύρω μας. Κάποιες φορές νομίζω, ότι μας ψιθυρίζει υποσχέσεις, λόγια παρηγοριάς, κι άλλοτε πως βγάζει κραυγές απελπισίας.
       Η Ντάρια τραβά απότομα το χέρι της από το δικό μου και τρίβει τα ανατριχιασμένα μπράτσα της. Το βλέμμα της σταματά σε κάθε κορνίζα, που δείχνει το πρόσωπο της ανιψιάς της. Ελπίζω η Φλόγα, να είναι συνεργάσιμη, αλλιώς θα έχω άσχημα ξεμπερδέματα.
       «Είναι η τελευταία πόρτα. Την βλέπω!» φωνάζω και αρχίζω, να τρέχω.
       Η Ντάρια προσπαθεί, να με σταματήσει, αλλά δεν προλαβαίνει. Με ακολουθεί ανήσυχη.
«Περίμενέ με». Λέει σιγανά «Μην ενοχλείς τη Φλόγα».
       Μπαίνουμε μαζί στην αίθουσά της και παρατηρούμε έκπληκτες τον αισθησιακό χορό των μπλε φλογών, που σχηματίζουν ένα κυκλικό τοίχος γύρω από τη φιγούρα ενός κοριτσιού ολόιδιου με την Ρέιβεν. Έχει μακριά, ασημένια μαλλιά, που έφταναν έως τους αστραγάλους της και μεγάλα γαλάζια μάτια. Φιδογυριστά τατουάζ καλύπτουν τα χέρια και το πρόσωπό της.
       Προχωρώ μπροστά αμήχανη και υποκλίνομαι μην ξέροντας, τι άλλο να κάνω σε αυτή την περίπτωση, πως να την αντιμετωπίσω. Η Φλόγα δεν είναι βασίλισσα, ούτε κάποια που έχει τίτλους και εκτάσεις γης. Δεν ξέρω, πως να την προσφωνήσω και πως να της συμπεριφερθώ. Όλοι μας την σεβόμαστε και τη φοβόμαστε γι’ αυτό που είναι, όμως… ο σεβασμός δεν αρκεί από μόνος του.
«Χαίρε, αξιοσέβαστη Φλόγα». Λέω μπλέκοντας διαρκώς τα χέρια μου νευρικά.
       Η ψεύτικη εκδοχή της Ρέιβεν σηκώνει τα μάτια της και μας κοιτάζει ενοχλημένη.
«Τι θέλετε;» ρωτάει ξερά. «Γιατί με ενοχλείτε;».
       «Δεν το είχαμε σκοπό, αρχόντισσά μου». Επεμβαίνει η Ντάρια σπρώχνοντάς με πίσω της, σαν να φοβάται, ότι η Φλόγα μπορεί, να μου κάνει κακό. «Απλώς θέλαμε να σας ενημερώσουμε, ότι σκοπεύουμε να σας αλλάξουμε προστάτη».
       «Και γιατί έτσι;»
       «Ε… εμείς το θεωρήσαμε σωστότερο, να σας επιστρέψουμε στην προηγούμενη Φύλακά σας» πετάγομαι ανυπόμονα κάνοντας τη Φλόγα να ζωντανέψει και να στραφεί προς το μέρος μου. Όλο αυτό με τρομοκρατεί. Θέλω να φύγω το δυνατόν πιο γρήγορα από αυτό το ζοφερό μέρος.
       «Επέστρεψε η Ρέιβεν;» ρωτάει μ’ έναν τόνο απελπισίας στην σπασμένη από τη θλίψη φωνή της.
       Η Ντάρια και εγώ κοιταζόμαστε ανήσυχες. Δηλαδή μόνο η Ρέιβεν μετράει για εκείνη; Θα απορρίψει οποιονδήποτε προστάτη της προτείνουμε μόνο και μόνο επειδή δε θα είναι η Ρέιβεν; Δεν καταλαβαίνω το πείσμα της, ούτε τον λόγο που έχει δεθεί τόσο με εκείνο το κορίτσι. Αυτή δημιούργησε τους Κόσμους, εμάς… πως μπορεί να έχει προσκολληθεί πάνω σε ένα μόνο πλάσμα, ενώ υπάρχουν τόσα άλλα πολλά εκεί έξω, που επιθυμούν να την προστατέψουν, να την γνωρίσουν.
       «Όχι». Απαντάει η Ντάρια. «Αλλά η μητέρα της η βασίλισσα Μάργκορι, είναι πρόθυμη να σας φροντίσει». Συμπληρώνει.
       «Μα κι ο Μπρόουν θα μπορούσε». Αποκρίνεται με νόημα η Φλόγα. Τι μπορεί, να σκέφτεται;
       Η Ντάρια γνέφει ανήσυχη καταφατικά. Μοιάζει, να νιώθει λίγο άβολα.
«Ναι, θα μπορούσε, αν ο συνδέσμιός του δεν ήταν Αβυσσαίος». Παραδέχεται.
       Η Φλόγα ρουθουνίζει αποδοκιμαστικά και σηκώνεται όρθια.
«Τότε ούτε η αδερφή σας μπορεί, να με φροντίσει, αφού πλέον έχει γίνει η γυναίκα του άρχοντα των Ζοφερών. Ο δεσμός του Ιερού Φιλιού θα μου προκαλέσει μεγάλα προβλήματα εφόσον οι αποφάσεις της βασίλισσας Μάργκορι δε θα προέρχονται πραγματικά από εκείνη, αλλά από αυτόν που κινεί τα νήματα της ζωής της. Όπως ξέρουμε ο Μαλέφις έκανε πολλά κακά και εν μέρη είναι υπεύθυνος για όσα συνέβησαν σε μένα. Αμφισβητώ λοιπόν την αξιοπιστία της και αρνούμαι, να μπω στο σώμα της».
«Μα τότε πώς…» πάω, να αντιδράσω εκνευρισμένη, μα η εκδοχή της Ρέιβεν σηκώνει το χέρι της απότομα και με διακόπτει.
«Νόμιζα ότι είχατε περισσότερο εμπιστοσύνη στην ανιψιά σας». Λέει αυστηρά η Φλόγα κοιτάζοντας με ανερμήνευτο βλέμμα τη Ντάρια. Τι γρίφος είναι τώρα αυτός;
       Η Ντάρια κουνιέται νευρικά στη θέση της, όμως δεν μιλάει. Σφίγγει το μπράτσο μου νευρική, σαν να θέλει, να με προειδοποιήσει για κάτι, που καλύτερα να μην ακουστεί μεγαλόφωνα η απλά προσπαθεί, να αντλήσει δύναμη από τη δική μου ψυχραιμία.
       «Η Ρέιβεν με έδωσε στη Βασάλτη, γιατί έτσι έκρινα σωστό. Φυσικά και ξέρω τις επιπτώσεις που έχει αυτό στην Φύλακα της Γης, καθώς και ότι είναι μια Ζοφερή και υπηρετεί τον Μαλέφι, όμως της έχω τυφλή εμπιστοσύνη. Κι αν αλλάξω άτομο, θα είναι μόνο μ’ εκείνη».
       «Μα… η Ρέιβεν είναι νεκρή». Πετάγομαι με απόγνωση. Γιατί η Φλόγα συνεχίζει, να πιστεύει, ότι η καλή της Ρέιβεν θα επιστρέψει για εκείνη; Ένας θεός ξέρει, που είναι και τι κάνει με τη Μοργκάνα. Καταλαβαίνω, ότι κάθε μου ελπίδα για ελευθερία βυθίζεται στην άβυσσο. Δεν έχει το δικαίωμα, να μου το κάνει αυτό. Δε θέλω, να πεθάνω για το πείσμα της.
       «Όχι, δεν είναι! Αισθάνομαι το πνεύμα της κοντά. Δεν έχει φύγει ολοκληρωτικά, δεν έχει ξεχαστεί…».
       «Αυτό σημαίνει, ότι μπορούμε, να τη φέρουμε πίσω;» ρωτάει έκπληκτη η Ντάρια. Η Φλόγα έγνεψε καταφατικά.
«Αλλά μόνο αν χρησιμοποιήσετε το Σεγκρέντο. Το βιβλίο των Στοιχείων έχει τη δύναμη να κλέβει αλλά και να επιστρέψει ψυχές. Μέχρι να επαναφέρετε την Ρέιβεν στη ζωή, εγώ θα παραμείνω σε αυτό το σώμα. Μόνο εκείνη θέλω ως Φύλακά μου. Εκείνη και κανέναν άλλο». Λέει η Φλόγα παίρνοντας την αρχική της στάση και στέλνοντάς μας πίσω στην πραγματικότητα.
       Επιστρέφοντας στο παρόν παρατηρούμε το αγωνιώδες ύφος των Φυλάκων. Πρώτη συνέρχεται η Ντάρια. Ένα δειλό χαμόγελο αρχίζει, ν’ ανατέλλει στο πρόσωπό της, ένα χαμόγελο χαράς και λύπης, που προμηνύει την γέννηση μιας ελπίδας. Μέσα της αχνοφέγγει το φως της βεβαιότητας, πως θα βρουν με κάθε κόστος, την Ρέιβεν. Αλλά εγώ συνεχίζω, να πιστεύω, ότι είναι χάσιμο χρόνου.
       «Έχουμε καλά και κακά νέα». Λέει η Ντάρια αργά απευθυνόμενη προς τους Φύλακες. «Ποιο θέλετε να ακούσετε πρώτα;»
       Κανείς δεν μιλάει. Έχουν προφανώς καταλάβει την άρνηση της Φλόγας για αντικατάσταση του μεταφορέα της και τα πρόσωπά τους είναι σφιγμένα από την ένταση. Αν δεν αναλάβει κάποιος άλλος στη θέση μου, διαισθάνομαι, πως ο θάνατός μου θα με βρει γρηγορότερα απ’ όσο βρήκε την Ρέιβεν. Δε μου μένει πολύς χρόνος, για να τα βγάλω πέρα.


Ηλιάνα Κλεφτάκη