Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 2 -Κεφάλαιο 1)


ΜΕΡΟΣ 2ο

ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ

Εφιάλτες. Μας τρομοκρατούν στο σημείο που κόβεται η ανάσα μας. Μας κυνηγούν ώσπου να χάσουμε τη φωνή μας και να νιώσουμε την καρδιά μας να σπάει σε χίλια κομμάτια. Το πιο άσχημο από όλα είναι πως παίρνουν τη μορφή εκείνων που έχουν ριζώσει βαθιά μέσα μας. Αρκετά βαθειά για να μας πληγώσουν ανεπανόρθωτα. Οι περισσότεροι από εμάς κλείνουν τα μάτια και περιμένουν να φύγει ο εφιάλτης. Υπάρχουν όμως λίγοι που ανοίγουν τα μάτια και ξυπνούν. Μένουν άγρυπνοι και επιλέγουν να ζήσουν στην αλήθεια και όχι μέσα στον φρικτό εφιάλτη.




ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1o

ΈΡΑΜΠΟΡΝ

    Ο ΚΙΛΙΑΝ ΆΝΟΙΞΕ ΤΗ ΔΙΦΥΛΛΗ ΠΟΡΤΑ του γραφείου του και άφησε το σώμα του να ξεχυθεί στον δερμάτινο καναπέ του. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και η Άισλιν είχε ήδη αποκοιμηθεί στο δωμάτιό του. Για μια στιγμή σκέφτηκε να μπει μέσα στο δωμάτιο και να ελέγξει αν όλα είναι καλά. Με ένα ξεφύσημα έδιωξε την σκέψη του μακριά και άφησέ τα βλέφαρά του να βαρύνουν από τη κούραση. Πριν αποκοιμηθεί ένας κρότος ήχησε στο δωμάτιό του ταράζοντάς τον. Άνοιξε τα μάτια του και ένα ειρωνικό χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του. Μπροστά από το κρεβάτι του είχε εμφανιστεί μία κοπέλα. Το πρόσωπό της είχε μία ψυχρή ομορφιά. Τα μάτια της ήταν κενά, όμως είχαν ωραίο σχήμα και σκούρο καφετί χρώμα, σχεδόν μαύρο. Τα καστανόξανθα μαλλιά της σχημάτιζαν πολλές μπούκλες μπερδεμένες μεταξύ τους, και μία τούφα τους έπεφτε στο πλάι του προσώπου της, χωρίς να κρύβει τα μάτια της. Φορούσε ένα κοντό λευκό φόρεμα, που άφηνε εκτεθειμένα αρκετά μέρη του κορμιού της, όπως την κοιλιά της ή ένα τμήμα του μπούστου της. Η επιδερμίδα  της ήταν σταρένια. Ο Κίλιαν κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω το σώμα της, με ένα αδιάφορο βλέμμα.
«Τι θέλεις Σύλβια;» Την ρώτησε κοφτά και τυπικά, κλείνοντας ξανά τα μάτια του. Η κοπέλα φάνηκε να εκνευρίζεται από την ψυχρή στάση του Κίλιαν.
«Ντύσου Κίλιαν, έχουμε έξοδο». Του ανακοίνωσε προσπαθώντας να χαμογελάσει αλλά αποτυγχάνοντας. Το πρόσωπό της κατέληξε απλά σε έναν θυμωμένο μορφασμό.
«Για ποιον λόγο;» Ρώτησε ο Κίλιαν όσο ανασηκωνόταν από το κρεβάτι του.
«Πέντε άντρες από το βασίλειο της Έις έχουν έρθει εδώ. Μάλλον ψάχνουν αυτήν». Είπε κοιτάζοντας ξινισμένα έξω από την πόρτα του γραφείου του άντρα. Το πρόσωπο του Κίλιαν σφίχτηκε με εκνευρισμό.
«Η Άισλιν όμως είναι εδώ, μαζί μου. Ποιο είναι το πρόβλημα λοιπόν;» Ο Κίλιαν σήκωσε τα φρύδια του και μισόκλεισε τα μάτια του. Η κοπέλα γέλασε.
«Κίλιαν έγινες πιο μαλακός ή μου φαίνεται; Δεν θα πάμε εκεί για να μην βρουν το κορίτσι, αλλά για να τους σκοτώσουμε. Τώρα, ετοιμάσου σε παρακαλώ γιατί βρίσκονται σε ένα μπαρ. Βάλε κάτι σκούρο για να μην φαίνονται τα αίματα. Στο λέω, σήμερα εσύ θα κάνεις όλη τη δουλειά. Δεν σκοπεύω να λερώσω το καινούριο μου φόρεμα». Η Σύλβια χάιδεψε το λευκό της φόρεμα για να δείξει πόσο της άρεσε και μετά με έναν δεύτερο κρότο εξαφανίστηκε από το υπνοδωμάτιό του Κίλιαν.
    Ο άντρας έμεινε για μερικές στιγμές παγωμένος στη θέση του. Οι γροθιές του ήταν το ίδιο σφιγμένες με τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Όσο η ώρα περνούσε, η καρδιά του, που χτυπούσε δυνατά, ηρεμούσε και το πρόσωπό του σταματούσε να δείχνει εκνευρισμένο. Όταν τα μάτια του ήταν πια απόλυτα άψυχα και ψυχρά, έφερε ένα ψεύτικο χαμόγελο στα χείλη του και σηκώθηκε όρθιος. Άνοιξε την ντουλάπα του και τράβηξε ένα μαύρο πουκάμισο και ένα σκούρο τζιν παντελόνι. Αυτά τα συνδύασε με μία κατακόκκινη γραβάτα, στο χρώμα του αίματος. Όταν ήταν πια ντυμένος με τα ρούχα που διάλεξε, το πουκάμισό του ήταν λίγο ανοιχτό στο επάνω μέρος, και η γραβάτα του ήταν άνετα κρεμασμένη στον λαιμό του. Φόρεσε το μαύρο, δερμάτινο πανωφόρι του, αφήνοντας τον γιακά ανεβασμένο και το βλέμμα του στάθηκε για λίγο στην πόρτα του υπνοδωματίου. Δεν αποτυπώθηκε κανένα συναίσθημα στα μάτια του. Με έναν κρότο εξαφανίστηκε από το γραφείο του, αφήνοντάς το άδειο.
    Η Άισλιν σβούριζε στο κρεβάτι του Κίλιαν χωρίς να καταφέρνει να κοιμηθεί. Σκεφτόταν συνεχώς το πρόσωπο εκείνου του μάγου με τα κεχριμπαρένια μάτια. Δεν μπορούσε να πάψει να απορεί τι την συνέδεε με εκείνον στο παρελθόν. Εκτός του φόνου της κοπέλας. Θυμήθηκε την ιεροτελεστία που της είχε επιτρέψει να ασκεί μαγεία και ρουθούνισε. Δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιον λόγο η ζωή της είχε αλλάξει τόσο πολύ, έτσι ξαφνικά. Αλλά δεν την ενδιέφερε να ψάξει την αλήθεια. Βασικά ήταν σίγουρη πως αργά ή γρήγορα θα μάθαινε με ή χωρίς τη θέλησή της. Ο κόσμος έμοιαζε με την μνήμη της. Έμενε σε λήθαργο, όμως όχι για πάντα.
    Σηκώθηκε όρθια και προχώρησε μέχρι την κλειστή πόρτα. Απορούσε αν ο Κίλιαν κοιμόταν. Δεν ήθελε να τον ενοχλήσει αλλά αισθανόταν πως ασφυκτιούσε μέσα στο δωμάτιο. Όλα ήταν τόσο ήσυχα, που σχεδόν άκουγε τις δύο φωνές να ψιθυρίζουν μέσα στο κεφάλι της. Προς το παρόν ήταν μόνο ένα βουητό. Αλλά αν παρέμενε μέσα στο δωμάτιο και χαμένη στις σκέψεις της για πολύ ακόμα, θα γίνονταν πιο δυνατές. Κράτησε την ανάσα της και γύρισε το πόμολο. Εκείνο την πρόδωσε με ένα ‘κρακ’ και την έκανε να στραβοκαταπιεί αγχωμένα. Με την καρδιά της να πάλλεται γρήγορα άνοιξε την πόρτα για να αντικρύσει τελικά το άδειο δωμάτιο. Ξεφύσησε ανακουφισμένα και προχώρησε μέσα στο γραφείο του Κίλιαν. Πάνω στο ξύλινο έπιπλο ήταν απλωμένες αρκετές επιστολές και πάπυροι. Πένες που έμοιαζαν με φτερά πτηνών και μελάνια σε μια ποικιλία αποχρώσεων ήταν απλωμένα παντού. Πίσω από το γραφείο δέσποζε μια ογκώδης βιβλιοθήκη. Πολλά δερματόδετα βιβλία ήταν τοποθετημένα σε μικρές στοίβες, το ένα πάνω από το άλλο.
    Το βλέμμα της Άισλιν έπεσε σε ένα λεπτό βιβλίο που περιβαλλόταν από μαύρο δέρμα. Φαινόταν ταλαιπωρημένο και πολυκαιρισμένο. Τα υπόλοιπα έμοιαζαν μεταξύ τους. Είχαν πολύ περισσότερες σελίδες και τα δέρματα που τα τύλιγαν ήταν ανέγγιχτα από το χρόνο. Η κοπέλα ήθελε να διαβάσει εκείνο, το μικρό και παλιό βιβλίο. Κάτι μέσα της, ένα ένστικτο, την οδηγούσε σε εκείνο. Ήξερε πως βρισκόταν στη γραφείο του Κίλιαν, τον προσωπικό του χώρο. Όμως δεν πίστευε πως θα τον ενοχλούσε αν έριχνε μια ματιά σε ένα βιβλίο. Άλλωστε έλειπε. Το πιο πιθανό ήταν πως είχε πάει κάπου για να διασκεδάσει, και δεν της είχε πει τίποτα. Αν λοιπόν εκείνος μπορούσε να κάνει ότι θέλει, το ίδιο ίσχυε και για τη κοπέλα. Μπορούσε να ξεφυλλίσει όποιο βιβλίο ήθελε. Πλησίασε τη βιβλιοθήκη και τράβηξε το βιβλίο. Ένα σύννεφο σκόνης ανάγκασε την Άισλιν να κλείσει τα μάτια της. Ένα χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη της όσο κρατούσε το δερματόδετο βιβλίο στα χέρια της. Αισθανόταν μια ευφορία τώρα που ετοιμαζόταν να διαβάσει κάτι, να χαθεί μέσα σε έναν άλλο κόσμο. Μάλλον είχαν παραμείνει θραύσματα του παρελθόντος της καρφωμένα μέσα της. Δεν είχε διαβάσει κανένα βιβλίο από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, όμως να που μαγευόταν τόσο πολύ από αυτά. Αναστέναξε και τρύπωσε γρήγορα στο υπνοδωμάτιο, έτοιμη να εξερευνήσει τις κιτρινωπές και φαγωμένες σελίδες.
    ‘Σήμερα φάγαμε τηγανίτες για πρωινό. Ένας θεός ξέρει πόση ώρα μου πήρε για να τις ετοιμάσω. Το κορίτσι φαινόταν χαρούμενο όμως συνεχώς κοίταζε τις δυο άδειες θέσεις στο τραπέζι. Μόλις έφαγε, φρόντισε να μαζέψει τα πιάτα και να ετοιμάσει την κουζίνα. Μερικές φορές σκέφτομαι πως μέσα της δεν είναι παιδί, αλλά ένας ώριμος ενήλικος. Με κοιτάζει με μάτια βαριά από την ανησυχία και απορώ τι βλέπει. Βλέπει τι σκέφτομαι ή τι νιώθω; Αν όμως ξέρει τι υπάρχει μέσα μου δεν καταλαβαίνω πως γίνεται να με αγαπάει. Είμαι κενός, άδειος. Περιπλανιέμαι σαν κουφάρι από μέρα σε μέρα. Και όποτε με κοιτάζει τα μάτια της λάμπουν. Είναι μικρή ακόμη, μάλλον αυτό τα εξηγεί όλα.’
    Η Άισλιν κοίταξε την αλλόκοτη εισαγωγή του βιβλίου μπερδεμένη. Καταλάβαινε πως διάβαζε μια αφήγηση. Κάποιος αφηγούταν τις μέρες του και τις σκέψεις του. Μόνο που αυτός ο κάποιος έμοιαζε ανίκανος να μιλήσει για τον εαυτό του. Έμοιαζε περισσότερο με παρατηρητή παρά με πρωταγωνιστή. Ακόμη κι αυτό όμως γοήτευε την κοπέλα. Της προκαλούσε μια φλόγα προσμονής. Ήθελε να καταλάβει τι είχε ωθήσει τον θλιμμένο κατά τα φαινόμενα αφηγητή να πάρει την θέση ενός κενού παρατηρητή. Επίσης ήξερε πως μάλλον διάβαζε μια πραγματική ιστορία επειδή το κείμενο ήταν χειρόγραφο. Αυτό της κέντριζε ακόμη περισσότερο τη περιέργεια.
    ‘Ο πατέρας έφυγε μόνος από την έπαυλη ξανά. Το κορίτσι δεν μιλάει αλλά καταλαβαίνει. Ξέρει πως την αποφεύγει. Ξέρει πόσο την αποστρέφεται. Όταν έφυγε σήμερα, τον ακολούθησα. Είναι τρελός. Μιλάει στον εαυτό του. Μου θυμίζει ψάρι που σπαρταράει λίγο πριν πεθάνει. Ποιος θα φανταζόταν τι μπορεί να προκαλέσει ο θάνατος σε κάποιον άνθρωπο. Ορκίζομαι πως δεν θα αφήσω κανέναν θάνατο να με καταντήσει σαν κι αυτόν. Τον αποστρέφομαι. Τον σιχαίνομαι.
    Τελικά πήγε στο δάσος. Κάθισε σε έναν πεσμένο, γέρικο κορμό δέντρου. Ξεκίνησε να μουρμουρίζει μια μελωδία. Μετά γελούσε. Ύστερα δάκρυα ξεκίνησαν να αναβλύζουν από τα βασανισμένα μάτια του. Ξεκίνησε να γελά ξανά. Έχει χάσει το μυαλό του. Μου προκαλεί οίκτο. Αλλά δεν του αξίζει. Έτσι, έφυγα από το δάσος και επέστρεψα σπίτι.
    Ήταν πιο ήσυχη από ότι συνήθως. Δεν έβγαλε ούτε λέξη μέχρι που ο ήλιος χάθηκε πίσω από τα βουνά. Μετά με ρώτησε κάτι: Τι θα γίνει αν ο πατέρας δεν επιστρέψει. Δεν ήξερα τι να της πω. Απλά την αγκάλιασα. Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα το κορίτσι ξεκίνησε να μουρμουρίζει εκείνη τη μελωδία. Ήταν η ίδια μελωδία που είχα ακούσει στο δάσος νωρίτερα. Την ρώτησα που την άκουσε. Μου απάντησε: Δεν την ακούς; Είναι χαράματα και τώρα ξέρω. Ο πατέρας πήρε τη ζωή του τα περασμένα μεσάνυχτα. Έχω ανατριχιάσει και κοιτάζω το κορίτσι. Είναι ξεχωριστή, αλλά με τρομάζει.’
   Η Άισλιν βούρκωσε ανεπαίσθητα αλλά έδιωξε το αίσθημα λύπης που την είχε κατακλύσει. Καταλάβαινε πως ‘το κορίτσι’ στο οποίο αναφερόταν ο αφηγητής ήταν η αδερφή του, και πως ήταν ένα μικρό παιδί. Αλλά η μητέρα τους που ήταν; Στον δικό της θάνατο είχε αναφερθεί νωρίτερα ο αφηγητής; Η κοπέλα αναστέναξε και έκλεισε το βιβλίο. Οι σκέψεις της είχαν ταξιδέψει μέσα στον κόσμο του αφηγητή και μακριά από τις φωνές στο κεφάλι της. Τώρα ένιωθε τα μάτια της βαριά και το μυαλό της μουδιασμένο. Έκρυψε το βιβλίο κάτω από το μαξιλάρι της και πλάγιασε στο κρεβάτι.
Για μια στιγμή απόρησε αν αυτό το βιβλίο είχε κάποια σχέση με τον Κίλιαν. Θα μπορούσε να ήταν η δική του ιστορία; Όχι, δεν το πίστευε. Δεν θα άφηνε κάτι τόσο σημαντικό πάνω σε μια βιβλιοθήκη. Θα το κρατούσε κάπου κρυμμένο. Αλλά ήταν σίγουρη πως η ιστορία του ήταν επίσης σκοτεινή και θλιβερή. Δεν είχε ξεχάσει τα αίματα που τύλιγαν τις σκέψεις του.

Ράνια Ταλαδιανού