Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 2-Κεφάλαιο 2)


ΧΩΡΙΟ ΣΤΟΡΜ

    Η ΜΙΑ ΕΣΤΡΙΨΕ ΔΕΞΙΑ και βρέθηκε σε έναν αδιέξοδο δρόμο. Κοίταξε γύρω της με προσοχή και ύστερα το βλέμμα της προσηλώθηκε σε ένα χαρτί που κρατούσε. Δεν είχε κάνει λάθος, είχε ακολουθήσει κατά γράμμα ότι της είχε γράψει ο Κλέιν. Είχε περάσει την είσοδο του χωριού και είχε ακολουθήσει τον κεντρικό χωματόδρομο. Ύστερά από αρκετό περπάτημα ήταν αρκετά τα βαριά βλέμματα των κατοίκων που είχαν καρφωθεί πάνω της. Είχε προσπαθήσει να μην τραβήξει την προσοχή του κόσμου, αλλά προφανώς σε μία τόσο μικρή κοινωνία αυτό ήταν δύσκολο. Όταν επιτέλους είχε δει την μεγάλη ξύλινη ταμπέλα με το όνομα του χωριού, είχε στρίψει δεξιά. Ο Κλέιν δεν της είχε πει ποτέ πως θα κατέληγε σε έναν αδιέξοδο δρόμο, η απόδειξη ήταν οι σημειώσεις που της είχε δώσει. Προχώρησε βαθύτερα στο στενό αναζητώντας κάποια πόρτα.

    Προς το τέλος του στενού υπήρχε μία μεγάλη κολώνα. Πίσω από αυτήν η Μία είδε με ανακούφιση μία παλαιωμένη ξύλινη πόρτα που στο πάνω μέρος διακοσμούταν με γυάλινα τζάμια. Τελικά οι οδηγίες του Κλέιν ήταν σωστές. Μία μικρή ταμπέλα κρεμόταν από το στρογγυλό πόμολο της πόρτας έχοντας χαραγμένη την λέξη ‘κλειστό’ πάνω της. Αυτό ήταν κάτι για το οποίο την είχε προειδοποιήσει βέβαια. Δεν ήταν πολύ φιλικό το άτομο που έψαχναν. Η κοπέλα πλησίασε κι άλλο την πόρτα. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και προσπάθησε να δει το εσωτερικό του σκοτεινού μαγαζιού. Δεν μπόρεσε να δει κάτι. Το μικρό κομμάτι του που φωτιζόταν από το φως της μέρας έμοιαζε άδειο και βρώμικο. Προσπάθησε να γυρίσει το πόμολο, όμως η πόρτα ήταν κλειστή. Αναμενόμενο, σκέφτηκε απογοητευμένη. Χτύπησε την πόρτα του μαγαζιού και ένα απειλητικό νιαούρισμα γάτας ακούστηκε από το εσωτερικό του. Η Μία περίμενε μερικά λεπτά ακίνητη πίσω από την κλειδωμένη πόρτα, αλλά δεν υπήρξε καμία απάντηση στο χτύπημά της. Καμία άλλη εκτός από εκείνη της γάτας.
«Είστε μέσα;» Ρώτησε, έκανε μία μεγάλη παύση και επικράτησε απόλυτη σιγή. «Ξέρω ότι είστε μέσα, με έστειλε ο Κλέιν Έστιαλορ. Χρειάζομαι την βοήθειά σας». Η Μία ξεκινούσε να αμφιβάλλει πως υπήρχε κάποιος μέσα στο μαγαζί. Η γάτα βέβαια που είχε ακουστεί από το εσωτερικό του, είχε κάποιον ιδιοκτήτη. «Είναι σημαντικό». Επέμεινε ελπίζοντας πως η πόρτα μπροστά της δεν θα αργούσε να ανοίξει. Έκλεισε τα μάτια της και κούνησε νευρικά τα δάχτυλά της πάνω στο κλειδωμένο πόμολο.
    Ήταν έτοιμη να φύγει και να επιστρέψει στον κεντρικό χωματόδρομο του Στορμ, όταν τρεις γεροδεμένοι άντρες της έκλεισαν τον δρόμο. Την είχαν ακολουθήσει; Είχαν στρίψει στο αδιέξοδο στενό στο οποίο βρισκόταν. Κάτι μέσα της ούρλιαζε πως δεν ήταν τυχαία η παρουσία τους σε αυτό το μέρος. Το μαγαζί προφανώς δεν θα άνοιγε για κανέναν, άρα ο μόνος άλλος λόγος για τους άντρες να βρίσκονται εκεί ήταν η Μία. Ξεροκατάπιε και πρόσεξε πως οι τρεις άντρες την κοιτούσαν. Φορούσαν ρούχα που ήταν λερωμένα με χώματα, και στις πλάτες τους είχαν στερεώσει κάποιες τσάπες, και άλλα γεωργικά εργαλεία. Όταν ξεκίνησαν να την πλησιάζουν αποφάσισε να κινηθεί προς το μέρος τους, ή αλλιώς προς τον κεντρικό χωματόδρομο του χωριού. Προσπάθησε να περάσει ανενόχλητα ανάμεσά τους αλλά τα πράγματα ήταν όπως τα είχε φανταστεί. Ο ένας από τους τρεις ψηλούς και ογκώδεις άντρες έσπρωξε το σώμα της προς την αντίθετη κατεύθυνση.
«Που πας κορίτσι;» Την ρώτησε ο άντρας που την είχε σπρώξει. Εκείνη τοποθέτησε το χέρι της στο στομάχι της αισθανόμενη ακόμα πόνο.
«Όπου θέλω πηγαίνω». Είπε πριν προλάβει να κλείσει το στόμα της. Οι άντρες γέλασαν μαζί της και την πλησίασαν περισσότερο. Αυτή τη φορά η Μία ξεκίνησε να προχωράει προς τα πίσω.
«Έχεις μεγάλη γλώσσα, για μικρό κοριτσάκι». Της είπε ο ίδιος με ένα εξοργιστικό χαμόγελο στα χείλη του.
«Τι θέλετε;» Ρώτησε η Μία με ασταθή φωνή. Δεν ήθελε να το παραδεχτεί, αλλά ένιωθε τρομαγμένη.
«Να μάθουμε τι γυρεύει μία κοπέλα από την πόλη, σε ένα μέρος σαν κι αυτό». Της είπε αυτή τη φορά ένας από τους άλλους δύο άντρες.
    Η κοπέλα ήταν δίπλα από την κολώνα τώρα και κοίταξε πίσω της. Αν συνέχιζε να προχωράει βαθύτερα θα παγιδευόταν. Προετοιμάστηκε να τρέξει με όλη της την δύναμη προς τον κεντρικό δρόμο. Για να πετύχει το σχέδιό της θα έπρεπε να κινηθεί πολύ γρήγορα, και να μην αφήσει κανέναν από τους τρεις άντρες να την πιάσει. Έπρεπε να τους προσπεράσει, γιατί η μόνη διαφυγή της, ήταν πίσω από εκείνους. Αν κατάφερνε να τους ξεφύγει και να βγει στον πολυσύχναστο δρόμο του χωριού, θα σταματούσε να κινδυνεύει από αυτούς.
«Καλή σας μέρα, κύριοι». Η οικεία φωνή του, για πρώτη φορά έκανε την Μία χαρούμενη. Κοίταξε ανακουφισμένη τον άντρα που βρισκόταν δυο μέτρα πίσω από τους γεροδεμένους άντρες.
«Κ-κλέιν». Τραύλισε τρομαγμένος ο ένας από τους τρεις άντρες.
    Η Μία κοίταξε τους μεγαλόσωμους χωρικούς έκπληκτη. Έμοιαζαν έτοιμοι να το βάλουν στα πόδια. Κοίταξε καλύτερα τον συνταξιδιώτη της. Ήταν καχεκτικός με έντονη κορυφή μαλλιών, και περίεργα μούσια που ακολουθούσαν μόνο την γραμμή των ζυγωματικών του. Σίγουρα η εμφάνισή του ήταν αλλόκοτη και αλλόκοσμη, αλλά δεν ήταν τρομακτικός. Πώς θα μπορούσαν τρεις άντρες να φοβηθούν έναν; Πόσο μάλλον όταν ήταν τρεις γεροδεμένοι, έναντι ενός αδυνατισμένου. Παρά την άποψη της Μία, ήταν προφανές πως οι άντρες τον αναγνώριζαν και έτρεφαν αισθήματα φόβου για το άτομό του. Μία φλόγα επιθυμίας γεννήθηκε μέσα στη κοπέλα. Ήθελε διακαώς να ανακαλύψει τον λόγο που αυτοί οι άντρες φοβόντουσαν τον Κλέιν, αλλά και πώς τον ήξεραν.
«Συγνώμη, δεν ξέραμε πως το κορίτσι ήταν μαζί σου». Είπε στον καχεκτικό άντρα εκείνος που την είχε σπρώξει προηγουμένως. Ο Κλέιν φόρεσε ένα μεγάλο χαμόγελο, που όμως δεν έφτασε στα μάτια του. Το βλέμμα του φαινόταν θανάσιμα σοβαρό. Οι άντρες πέρασαν από δίπλα του, όμως προσπάθησαν να κρατήσουν κάποια απόσταση από αυτόν. Πριν η Μία καταλάβει τι είχε συμβεί, οι χωρικοί είχαν χαθεί μέσα στον κεντρικό δρόμο. Το βλέμμα της συνάντησε τα πρόσχαρα μάτια του Κλέιν.
«Τι ήταν όλο αυτό; Πως σε ήξεραν;» Τον ρώτησε με περιέργεια. Εκείνος την πλησίασε και τοποθέτησε το χέρι του στην μέση της.
«Ο καθένας έχει το παρελθόν του, λαίδη μου. Κάποια μέρα, ίσως μάθεις και το δικό μου. Τώρα όμως δεν είναι η ώρα». Της είπε με ένα ειλικρινές χαμόγελο και λαμπερά μάτια. Φαινόταν τόσο καλός όταν της χαμογέλασε, που σχεδόν ξέχασε πόσο ψυχρά ήταν τα μάτια του όταν είχε χαμογελάσει στους άντρες. Σχεδόν. Ο Κλέιν την οδήγησε μπροστά από την πόρτα.
«Ζαφείρια Κόκκινα». Ψιθύρισε. Ένα ‘κλικ’ ακούστηκε από την κλειδαριά και η πόρτα άνοιξε διάπλατα, μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα. Μία γυναίκα αρκετά μεγάλη με μακριά καστανά μαλλιά, μπλεγμένα μεταξύ τους, ξεχύθηκε στην αγκαλιά του Κλέιν.
«Σμαράγδι Πράσινο!» Του φώναξε και τον έσφιξε την αγκαλιά της.
    Η Μία είχε απομείνει να τους κοιτάζει. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι σήμαιναν όσα έλεγαν. Αντί να προσπαθήσει να αποκωδικοποιήσει τα αλλόκοτα λόγια που αντάλλαξαν, παρατήρησε την γυναίκα που έψαχνε όλη αυτή την ώρα. Φαινόταν βρώμικη, και τα ρούχα της ήταν πολυκαιρισμένα και σκισμένα σε διάφορα σημεία. Φορούσε ένα φαρδύ, όχι και τόσο κολακευτικό κίτρινο φόρεμα που έφτανε ως τους αστραγάλους της. Πάνω από αυτό φορούσε μία καφετί ζακέτα που φαινόταν αρκετά χοντρή και ζεστή. Ήταν ένα κεφάλι ψηλότερη από τον Κλέιν που ήταν ίσος σε ύψος με την Μία. Τα μαλλιά της ήταν μακριά μέχρι την μέση της και οι τούφες τους σχημάτιζαν κόμπους μεταξύ τους. Το καστανό τους χρώμα δεν έμοιαζε υγιές αλλά θαμπό. Στο μέτωπό της είχε ένα μαύρο σημάδι. Έμοιαζε με αστέρι, μόνο που είχε πολλές προεκβολές, όχι μόνο πέντε. Το πρόσωπό της πρόδιδε πως ήταν σε κοντινή ηλικία με τον Κλέιν, γύρω στα τριάντα της. Η γυναίκα άφησε τον Κλέιν και στράφηκε προς την Μία. Εκείνη τη στιγμή η Μία κατάλαβε πως αυτή η γυναίκα, ήταν η γυναίκα που έψαχναν. Ασχολούταν σίγουρα με μαγεία. Γιατί τα μάτια της ήταν πραγματικά περίεργα.
«Λέγομαι Λύριο, χαίρομαι που σε γνωρίζω Μία, γητεύτρα των δράκων». Της είπε η γυναίκα και της έδωσε το χέρι της. Η Μία έδωσε την παλάμη της στην γυναίκα σαστισμένη. Τα μάτια της κοιτούσαν βαθειά μέσα σε εκείνα της Λύριο. Το χρώμα τους ήταν μωβ, και η κόρη τους ήταν πολύ μεγαλύτερη από όσο θα έπρεπε. Δεν ήταν μόνο αυτό όμως. Δεν είχε απλά πιο μεγάλα μάτια, το εσωτερικό των ματιών της, ήταν μεγεθυμένο. Τα μάτια της δεν έμοιαζαν ανθρώπινα.
«Μία, γλυκιά μου, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να τρομάζεις». Είπε ο Κλέιν στην κοπέλα και εκείνη προσπάθησε να σταματήσει να μοιάζει τρομαγμένη. Χαμογέλασε όσο καλύτερα μπορούσε.
    Μία μικρόσωμη γάτα έτριψε το κεφάλι της πάνω στην ξύλινη εσοχή της πόρτας. Ένα γουργουρητό ξέφυγε από τον λαιμό της και τα μάτια της κοίταξαν την Λύριο. Η γάτα είχε σχετικά μακρύ τρίχωμα και το πάνω μισό μέρος του σώματός της ήταν πορτοκαλί. Λίγο πιο πάνω από την μουσούδα της και το κάτω μισό μέρος του σώματός της ήταν λευκό. Στα πόδια της, υπήρχε λίγο πορτοκαλί που αρνούταν να τα εγκαταλείψει, όμως τελικά εξασθενούσε. Τα μάτια της ήταν χρυσαφί και αρκετά μεγάλα σε σχέση με το αδύνατο πρόσωπό της. Η ουρά της σηκώθηκε στον αέρα με το επόμενο, πιο απαιτητικό, νιαούρισμά της. Η ουρά της ήταν ανέγγιχτη από λευκό. Στα σημεία στα οποία το χρώμα της ήταν πορτοκαλί, σχηματίζονταν ραβδώσεις από ένα πιο καστανόχρωμο πορτοκαλί, πιο σταχτί.
«Πάμε μέσα γρήγορα γιατί η κυρία Γκόλντεν δεν μπορεί να μας περιμένει για πάντα». Είπε η Λύριο αναφερόμενη στην γάτα, και την κοίταξε χαμογελαστά.
    Ο εσωτερικός χώρος του μαγαζιού ήταν ακατάστατος και βρώμικος. Το μαγαζί είχε πολλά βιβλία, με χοντρές επενδύσεις. Όλα ήταν μονόχρωμα και ήταν τοποθετημένα σε κάποιες μεγάλες ετοιμόρροπες στήλες, στο πάτωμα. Υπήρχε μία στενή, ψηλή βιβλιοθήκη στον τοίχο πίσω τους, δεν είχε όμως βιβλία στα ράφια της. Σε αυτήν ήταν στριμωγμένοι πολυάριθμοι τυλιγμένοι πάπυροι, και φαίνονταν μόνο οι κυκλικές αναδιπλώσεις τους και μερικά κόκκινα καρτελάκια. Η Μία αμφέβαλε αν τα μικροσκοπικά καρτελάκια θα έκαναν το έργο κάποιου που έψαχνε κάτι συγκεκριμένο, πιο εύκολο. Στο πάτωμα υπήρχε πολλή σκόνη, και λίγα χώματα. Μερικές κροκέτες ζωοτροφής ήταν χυμένες και απλωμένες ανάμεσα στις σκόνες. Στις γωνίες του δωματίου είχαν σχηματιστεί κάποιοι πυκνοί ιστοί αραχνών. Η Μία αναρωτήθηκε πόσο μεγάλη ήταν η αράχνη που είχε κάνει κάποιον τόσο γερό και μακρύ ιστό και ανατρίχιασε.
    Το μαγαζί ήταν πολύ μικρό. Υπήρχε μόνο αρκετός χώρος για το μεγάλο ακατάστατο γραφείο της Λύριο, που ήταν γεμάτο με μικρά αντικείμενα άγνωστα για την Μία. Πολλά έμοιαζαν με διακοσμητικά, άλλα με διαμάντια, και άλλα ήταν χειροποίητα κέρινα ομοιώματα. Υπήρχαν πολλές κέρινες φιγούρες, που απεικόνιζαν πλήθος διαφορετικών ανθρώπων και ζώων. Το πιο φρικιαστικό ήταν ένα μπολ με νερό μέσα στο οποίο είχε κάποια κομμάτια που έμοιασαν στην Μία με ανθρώπινα τμήματα, όμως απέστρεψε γρήγορα την ματιά της χωρίς να το αναλύσει στο κεφάλι της. Πάνω από τα ανοιχτά βιβλία και τους ξετυλιγμένους παπύρους, ήταν τοποθετημένη μία μεγάλη κρυστάλλινη σφαίρα που αντανακλούσε κάθε μικρή δέσμη φωτός, από όποια κατεύθυνση κι αν ερχόταν. Μπροστά από το γραφείο υπήρχαν οι κακοσχηματισμένες στοίβες των βιβλίων. Δίπλα από αυτό και απέναντι από την πόρτα της εισόδου βρισκόταν το έπιπλο της βιβλιοθήκης. Τον κενό χώρο μπροστά από το γραφείο και αυτήν, τον καταλάμβανε ένα απλό ξύλινο τραπέζι τετράγωνου σχήματος, με ψηλά πόδια. Γύρω του υπήρχαν τέσσερις καρέκλες, μία για κάθε πλευρά του. Η επιφάνειά του ήταν άδεια, αλλά η καθαριότητά του δεν διέφερε από το υπόλοιπο δωμάτιο.
«Λοιπόν, καθίστε. Σαν στο σπίτι σας». Είπε χαμογελώντας η Λύριο με το σώμα της ελαφρά γερμένο προς την Μία.
    Εκείνη ξεκίνησε να τραβάει μία καρέκλα λίγο μακρύτερα από το τραπέζι για να καθίσει. Το χέρι της Λύριο σταμάτησε τη κίνησή της, την ίδια στιγμή που η πλάτη της καρέκλας κατέρρευσε στο πάτωμα. Η Μία κοίταξε την κατακερματισμένη καρέκλα με τα μάτια της διάπλατα ανοιχτά. Η Λύριο της χαμογέλασε και τράβηξε το χέρι της καθοδηγώντας την στην απέναντι καρέκλα. Αυτή τη φορά η καρέκλα στάθηκε σταθερή στο άγγιγμα της Μία. Κάθισε αργά και προσεκτικά, περιμένοντας να βρεθεί ξαπλωμένη στο βρώμικο πάτωμα ανά πάσα στιγμή, όμως αυτό δεν συνέβη. Αυτή η καρέκλα ήταν αρκετά γερή σε σχέση με την προηγούμενη.
«Πραγματικά συγνώμη, δεν ξέρω πως συνέβη.». Ξεκίνησε να λέει η Μία κατακλυσμένη με τύψεις που είχε μόλις προκαλέσει κάποια ζημιά στο μαγαζί. Το κελαρυστό γέλιο της Λύριο όμως την έκανε να σταματήσει.
«Μην ανησυχείς, αυτή η καρέκλα έχει χαλάσει από καιρό, απλά τα έπιπλα έχουν συναισθηματική αξία για μένα και τα κρατάω. Πάω να φέρω ένα ζεστό ρόφημα γλυκόριζας και λίγο κέικ και επιστρέφω». Πριν η Μία αντιδράσει στα λόγια της γυναίκας, εκείνη εξαφανίστηκε πίσω από μια πόρτα, απέναντι από το γραφείο.
    Η πόρτα έκλεισε με βρόντο και η Μία κοίταξε τον Κλέιν που ακόμη στεκόταν όρθιος και της θύμιζε σκιάχτρο αλλά όχι εκείνα με τις αστείες φορεσιές. Έμοιαζε με εκείνα που φοράνε μαύρα φαρδιά ρούχα και τρομάζουν τον κόσμο όταν τα συναντάει νύχτα. Εκείνος τράβηξε μία καρέκλα και κάθισε πάνω της χωρίς δισταγμό, μετά από την καρέκλα που είχε δει να καταρρέει στο πάτωμα. Τοποθέτησε τους αγκώνες του πάνω στο τραπέζι και έπλεξε μεταξύ τους τα δάχτυλα των χεριών του.
«Πως σου φαίνεται λοιπόν η πολυαγαπημένη μου αδερφή;» Την ρώτησε ο Κλέιν και της έδειξε με τα μάτια του την πόρτα πίσω από την οποία είχε εξαφανιστεί η γυναίκα.
«Δεν μου είχες πει πως έχεις κάποια προσωπική σχέση μαζί της». Παρατήρησε η Μία ενοχλημένη. Ο Κλέιν της χαμογέλασε και τα μάτια του καρφώθηκαν πάνω στα δικά της. Το βλέμμα του ήταν τόσο έντονο και βαθύ, που η Μία αναγκάστηκε να κοιτάξει το τραπέζι για να αποφύγει τη ματιά του.
«Μία, εσύ μου ζήτησες να σε οδηγήσω σε κάποιο άτομο που να έχει ισχυρές μαγικές ικανότητες. Αφού εσύ ζήτησες την βοήθειά μου, με ποια λογική ήμουν περαιτέρω υποχρεωμένος να σου δώσω προσωπικές πληροφορίες;» Τα λόγια του ήταν σωστά, αλλά και πάλι η Μία θεωρούσε πως ήταν λογικό να την ενημερώσει για κάτι τέτοιο. Και επίσης, αφού ήταν αδέρφια, μπορούσε να είχε έρθει εξαρχής μαζί της.
«Γιατί ήρθες;» Τον ρώτησε όταν θυμήθηκε πως είχαν σχεδιάσει να συναντηθούν στην είσοδο του χωριού Στορμ, όταν η Μία θα επέστρεφε από την επίσκεψή της.
«Η αδερφή μου, με ειδοποίησε πως κάποιος την ζητούσε με το όνομά μου. Εγώ πίστευα πως θα σου άνοιγε. Αλλά τώρα τα πράγματα στο χωριό είναι ασταθή επειδή πλησιάζει πόλεμος και φοβόταν πολύ. Έτσι ήρθα αυτοπροσώπως». Της εξήγησε και μετά έπιασε μία μπούκλα της στα χέρια του. «Εσύ όμως ακόμη επιμένεις πεισματικά πως δεν θέλεις να ξέρω τι δουλειές έχεις με μια μάγισσα». Της είπε με παιχνιδιάρικο βλέμμα όμως τα μάτια του έψαχναν στα δικά της για απαντήσεις. Η Μία κοίταξε αλλού και τραβήχτηκε λίγο πιο μακριά από τον Κλέιν.
«Απλά δεν έχω κάποιον λόγο να σου πω. Δεν είναι ότι κρύβω κάτι». Είπε λίγο ειρωνικά, αντιγράφοντας τους μυστικοπαθείς του τρόπους. Εκείνος χαμογέλασε και ταυτόχρονα γέλασε απαλά.
«Πολύ καλά, αν δεν θέλεις, μην μου πεις. Απλά να θυμάσαι πως αν χρειαστείς την βοήθειά μου θα σου την δώσω». Της είπε την στιγμή που η πόρτα άνοιγε και η Λύριο έμπαινε στο δωμάτιο με έναν δίσκο στα χέρια.


Ράνια Ταλαδιανού