Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 2-Κεφάλαιο 4)


ΧΩΡΙΟ ΣΤΟΡΜ
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥΣ ΠΛΗΣΙΑΣΕ με μεγάλες δρασκελιές και ακούμπησε ατσούμπαλα τον δίσκο στο τραπέζι μπροστά τους. Ένας δυνατός κρότος ακούστηκε από την πιατέλα με το κέικ και από την πήλινη τσαγιέρα και τις μικρές κούπες της. Τα σκεύη χοροπήδησαν για μια στιγμή και ύστερα βρήκαν την ισορροπία τους πάνω στο τραπέζι. Η Λύριο με γρήγορες κινήσεις τοποθέτησε μπροστά στον Κλέιν και στη Μία από μια πήλινη κούπα και ένα μικρό πιατάκι για το κέικ τους. Ύστερα κάθισε δίπλα στη κοπέλα και απέναντι από τον Κλέιν και έχυσε λίγο ρόφημα γλυκόριζας στην κούπα της. Πήρε ένα χοντρό κομμάτι από το πορτοκαλοκίτρινο κέικ της, το τοποθέτησε στο πιατάκι της και κοίταξε τους φιλοξενούμενούς της.
«Ελάτε μην ντρέπεστε, πάρτε κέικ, πιείτε τσάι.» Τους παρότρυνε.

    Η μυρωδιά από το αφέψημα έκανε το στομάχι της Μία να ανακατεύεται με αηδία. Δεν μπορούσε και ούτε ήθελε να φανταστεί τον εαυτό της να πίνει κάτι τέτοιο. Κοίταξε τον Κλέιν, ο οποίος σηκώθηκε όρθιος και έχυσε λίγο από το περιεχόμενο της τσαγιέρας στην κούπα του. Ήταν έτοιμος να προσφέρει λίγο και στη Μία αλλά εκείνη αρνήθηκε με ένα νόημα. Εκείνος κάθισε αναπαυτικά στη θέση του και δοκίμασε λίγο από το ρόφημα. Μετά άφησε την κούπα του πάνω στο κέντρο του μικρού πιάτου του. Η Μία χαμογέλασε στην Λύριο.
«Εγώ δεν πίνω εύκολα ροφήματα, αλλά θα δοκιμάσω λίγο κέικ.» Αυτό τουλάχιστον θα ήταν φυσιολογικό και δεν θα είχε κάποια περίεργη και ξένη γεύση. Κράτησε στα χέρια της ένα κομμάτι και έκοψε μία μπουκιά. Έφερε την μπουκιά στο στόμα της και την μασούλησε. Είχε μία περίεργη γλυκερή γεύση που δεν θύμιζε καθόλου κέικ. Ήθελε όσο τίποτα άλλο να το βγάλει από το στόμα της όμως πιέστηκε να καταπιεί την μπουκιά της.
«Σου αρέσει το κέικ κολοκύθας, Μία;» Ρώτησε ο Κλέιν με ένα μεγάλο χαμόγελο ικανοποίησης απλωμένο στα χείλη του. Ήξερε πώς ένιωθε το κορίτσι, και το ευχαριστιόταν. Εκείνη του χαμογέλασε ψυχρά.
«Πεντανόστιμο.» Είπε πεισματικά και χαμογέλασε στην χαρούμενη Λύριο με ευγένεια.
«Χαίρομαι που σου αρέσει. Η αλήθεια είναι πως στους περισσότερους δεν αρέσει, αλλά είναι η σπεσιαλιτέ μου. Αφού σου αρέσει πιστεύω πως θα έχουμε πολλά κοινά εμείς οι δύο.» Της είπε πρόσχαρα η γυναίκα και η Μία ένιωσε μία τσιμπιά τύψεων μέσα της. Πριν προλάβει να απαντήσει κάτι, η Λύριο συνέχισε να μιλάει. «Πες μου λοιπόν Μία Μόλτεν, σε τι οφείλεται η επίσκεψή σου;» Την ρώτησε γεμάτη ενδιαφέρον και ρούφηξε λίγο από το ρόφημά της με έναν δυνατό ήχο να ξεφεύγει από το στόμα της. Η Μία μόρφασε με τον ήχο μην μπορώντας να συγκρατηθεί.
«Το όνομά μου, πώς το ξέρεις;» Ρώτησε χωρίς να απαντήσει στην ερώτηση που της είχε κάνει ήδη η γυναίκα.
«Απλά το ξέρω. Όπως ξέρω και το όνομα οποιουδήποτε ανθρώπου κοιτάζω.» Της απάντησε η Λύριο. Το κορίτσι ήθελε να την ρωτήσει αν αυτό είχε κάποια σχέση με τα περίεργα μάτια της, αλλά απέφυγε αυτό το ζήτημα. Δεν ήθελε να της προκαλέσει αισθήματα δυσφορίας.
«Ο λόγος που είμαι εδώ είναι,» Είπε και κοίταξε μία τον Κλέιν, και μία την γυναίκα με το μαύρο σημάδι στο μέτωπο. «Επειδή θέλω να είμαι προστατευμένη από κάθε είδος μαγείας.» Ολοκλήρωσε την πρότασή της και κοίταξε προσηλωμένα τις γραμμές που διαγράφονταν πάνω στην ξύλινη επιφάνεια του τραπεζιού.
«Κορίτσι μου, αυτό που ζητάς είναι αρκετά δύσκολο. Πρέπει να έχεις υποφέρει αρκετά στο παρελθόν σου από τη μαγεία για να θέλεις κάτι τέτοιο.» Είπε η Λύριο προβληματισμένη. «Άφησέ με να δω.» Σηκώθηκε όρθια και έτεινε το χέρι της προς τη Μία. Η κοπέλα κοιτάζοντας την παλάμη της γυναίκας είδε με φρίκη ένα μάτι να ανοίγει. Μερικές στιγμές πριν φαινόταν πως στο εσωτερικό της παλάμης της διαγράφονταν απλά έντονες γραμμές. Τελικά όμως υπήρχε ένα κλειστό μάτι μέσα στην παλάμη της. Το χρώμα του ήταν μωβ, όμως και τα μάτια της. Η Μία ανατρίχιασε και έμεινε παγωμένη στην θέση της.
«Αν δεν δω το παρελθόν σου, δεν μπορώ να προστατεύσω το μέλλον σου.» Της είπε η γυναίκα υπομονετικά και άφησε το χέρι της να αιωρείται μπροστά από τη Μία. Σε μάγισσα έχεις έρθει, τι περιμένεις; Μάλωσε η Μία τον εαυτό της και σταμάτησε να κοιτάζει το μάτι στο χέρι της Λύριο. Κοίταξε ανήσυχα τον Κλέιν, διστάζοντας ακόμη. «Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς, ο αδερφός μου δεν θα μάθει τίποτα από μένα.» Της είπε βλέποντας την ματιά που έριξε στον Κλέιν.
    Η κοπέλα πήρε μία βαθιά ανάσα και έδωσε το χέρι της στην τρομακτική παλάμη της γυναίκας. Όταν τα χέρια τους ενώθηκαν, η μάγισσα ήταν μέσα στο μυαλό της. Μπορούσε να αισθανθεί την παρουσία της μέσα στο κεφάλι της. Η Λύριο έψαξε μέσα στις αναμνήσεις της Μία, και πριν η εκείνη αντιδράσει βρήκε τον εαυτό της να βυθίζεται σε μία ανάμνηση. Η Λύριο την ακινητοποίησε και την κλείδωσε μέσα στο σώμα της, περίπου έναν χρόνο πριν. Κοίταξε γύρω της και είδε πως βρισκόταν στο Σόντερν, αλλά όχι μέσα στην πόλη. Βρισκόταν λίγο παραέξω, κρυμμένη μέσα στα δέντρα. Μαζί με δύο άτομα. Ανατρίχιασε και προσπάθησε να βγει γρήγορα από το σώμα της όμως η Λύριο την κράτησε παγιδευμένη εκεί μέσα. Το σώμα της μιλούσε, και όλα όσα είχαν συμβεί επαναλαμβάνονταν.
«Και για πες μου Μέι.» Της είπε το αγόρι με το λευκό δέρμα, τα μαύρα μαλλιά και τα μάτια με την χρυσαφένια απόχρωση.
«Μία.» Τον διόρθωσε αυτή. Η Μία καταράστηκε από μέσα της που ζούσε ξανά τις πιο τρομακτικές στιγμές της ζωής της.
«Α ναι, Μία. Πόσο χρονών είσαι;» Η Μία χαμογέλασε γλυκά. Μακάρι να είχα τρέξει τότε πίσω στη πόλη, σκέφτηκε αγχωμένη.
«Είμαι δεκαεννέα.» Είπε και κοίταξε πρώτα το αγόρι με τα γλυκά χαρακτηριστικά και μετά την κοπέλα που με την κουκούλα έκρυβε τα μαλλιά της, αλλά τα μάτια της ήταν ανοιχτόχρωμα. Της έμοιαζαν γαλάζια αλλά δεν ήταν σίγουρη. Τα μάτια του κοριτσιού φωτίστηκαν χαρούμενα.
«Και εγώ το ίδιο!» Πως γίνεται να μην σε έχω γνωρίσει ακόμη; Αφού είμαστε στην ίδια πόλη.» Της είπε το κορίτσι εύθυμα. Η Μία γέλασε. Τώρα ήθελε να κλάψει όμως. Δεν ήθελε να δει άλλο. Δεν ήθελε.
«Δεν ξέρω. Από εδώ και πέρα θα κάνουμε σίγουρα παρέα όμως. Είσαι πολύ ενδιαφέρον άτομο.» Είπε στο κορίτσι με το αρκετά γωνιώδες πρόσωπο.
«Για πες μου Μία. Σου αρέσει η μαγεία;» Την ρώτησε το αγόρι. Όχι, ξεκίνησε.
«Δεν ξέρω αν πιστεύω πως υπάρχει.» Είπε εκείνη σκεπτικά. Απλά φύγε από εκεί Μία, ούρλιαξε στην Μία του παρελθόντος. Εκείνη έμεινε εκεί πεισματάρικα, όπως έκανε πάντα.
«Να σου δείξω ένα κόλπο;» Είπε εκείνος χαμογελώντας πλατιά. Αυτή τη φορά η Μία δεν απάντησε, μόνο τον κοίταξε περιμένοντας το κόλπο. Η Μία του ‘τώρα’ ήθελε να κλείσει τα μάτια της, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Ζούσε ξανά μία ανάμνηση.
    Το αγόρι τέντωσε το χέρι του στον αέρα και ξεκίνησε να περιστρέφει τα δάχτυλά του κυκλικά. Την ίδια στιγμή ο αέρας έφυγε από κοντά της. Προσπάθησε να αναπνεύσει αλλά δεν μπορούσε να ρουφήξει αέρα. Δεν υπήρχε καθόλου αέρας κοντά της. Έπιασε πανικόβλητη τον λαιμό της. Κουνήθηκε πιο πέρα, όμως γύρω από το κεφάλι της δεν υπήρχε αέρας, ότι κι αν έκανε. Άκουσε το αγόρι να γελάει δυνατά. Λίγο πριν λιποθυμήσει από την ασφυξία η κοπέλα που ήταν μαζί του, έσπρωξε βίαια το χέρι του.
«Τι κάνεις;» Απαίτησε να μάθει θυμωμένη. Το γέλιο του κόπηκε, και τα μάτια του στράφηκαν εξοργισμένα στην κοπέλα. Η Μία προσπάθησε να τρέξει μακριά. Είναι πολύ αργά τώρα, είπε απογοητευμένη στον εαυτό της.
«Τι τρέχει; Δεν θέλεις να κάνουμε λίγη εξάσκηση στις δυνάμεις μας;» Ρώτησε εκνευρισμένο το αγόρι την κοπέλα με την μαύρη κουκούλα.
«Ναι θέλω. Απλά όχι πάνω της.» Του είπε τρομαγμένη εκείνη, με έναν γαλήνιο τόνο στην φωνή της.
    Ωραία, με ξέχασαν! Θα ξεφύγω. Σκέφτηκε η παλιά Μία. Η Μία του ‘τώρα’ κοίταξε πανικόβλητα την εικόνα γύρω της. Είναι η ώρα, σκέφτηκε τρομοκρατημένη. Το σώμα της Μία σηκώθηκε βίαια στον αέρα. Κοίταξε πίσω και είδε το αγόρι να την κοιτάζει με μίσος. Το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο, δεν εξέπεμπε πια τίποτα γλυκό. Το σώμα της υψώθηκε ψηλότερα, μέχρι που απείχε δύο μέτρα από το έδαφος. Η κοπέλα έπιασε απαλά το μπράτσο του.
«Σε παρακαλώ, άφησέ την.» Εκείνος γέλασε.
«Πολύ καλά, όπως θες.» Είπε και κούνησε τα δάχτυλά του για μια τελευταία φορά.
    Το σώμα της Μία έπεσε στο έδαφος με δύναμη. Πρώτα χτύπησε το κεφάλι της. Ένας απύθμενος πόνος κάλυψε τις αισθήσεις της. Η καρδιά της στο στήθος της ξεκίνησε να εξασθενεί. Οι χτύποι λιγόστευαν. Ένιωθε πολύ κρύα, παγωμένη. Και μετά ο πόνος ξεκίνησε να την μουδιάζει. Είχε κάτι υγρό γύρω της. Τι ήταν; Τα μάτια της θόλωσαν. Οι χτύποι της καρδιάς της σχεδόν σταμάτησαν, ή μήπως σταμάτησαν τελείως;
    Η Μία ένιωσε την μάγισσα να την τραβά από το παρελθόν της. Μερικές στιγμές αργότερα βρισκόταν ξανά στο μικρό βρώμικο μαγαζί. Ένιωσε πως το αίμα είχε εγκαταλείψει το πρόσωπό της και τα πόδια της τρεμούλιασαν κάτω από το βάρος του σώματός της. Τράβηξε απότομα το χέρι της από τη παλάμη της Λύριο και κάθισε στη θέση της. Η καρδιά της παλλόταν γρήγορα, αλλά σιγά σιγά ξεκινούσε να ηρεμεί. Έδιωξε από μέσα της τον φόβο που ακόμη ένιωθε. Το παρελθόν, είναι παρελθόν Μία, μην το αφήνεις να σε επηρεάζει, είπε αυστηρά στον εαυτό της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεφύσησε. Είχε ανακτήσει αρκετά την αυτοκυριαρχία της και έτσι στράφηκε προς τους άλλους. Ο Κλέιν είχε απλωθεί ακουμπώντας στην πλάτη της καρέκλας του και κοιτούσε προσεκτικά την Μία. Η Λύριο είχε ένα αφηρημένο βλέμμα και βρισκόταν ακόμη όρθια. Το χέρι της είχε πέσει δίπλα της άψυχο όσο εκείνη ήταν χαμένη στις σκέψεις της. Τελικά συνήλθε κι εκείνη, όπως είχε συνέλθει και η Μία και την κοίταξε προσεκτικά. Κάθισε στη θέση της και ήπιε λίγο από το ρόφημα γλυκόριζας.
«Ώστε έχεις πεθάνει.» Της είπε ψύχραιμα και ο Κλέιν για πρώτη φορά φάνηκε εμβρόντητος. Η Μία μέχρι τώρα δεν ήταν σίγουρη, αλλά αφού η Λύριο είχε δει τα πάντα και έλεγε κάτι τέτοιο μάλλον ήταν η αλήθεια. Δεν απάντησε τίποτα στα λόγια της γυναίκας. «Ωραία, ξέρω πως θα σε προστατεύσω. Είναι μία αρχαία τελετή, μόνο που θα χρειαστούμε τον Σάντεν. Θα δημιουργήσω έναν δεσμό με εσένα και τον δράκο, που θα είναι μαγικός. Όσο λοιπόν υπάρχει αυτός ο δεσμός, δηλαδή όσο ζεις εσύ και ο Σάντεν, θα είστε και οι δύο προστατευμένοι από οποιοδήποτε μαγικό ξόρκι.» Είπε στη Μία και εκείνη ένευσε ικανοποιημένη.
«Αυτό ακούγεται πολύ καλό.» Είπε στη Λύριο. Εκείνη της έκανε νόημα για να την σταματήσει.
«Δεν τελείωσα. Αυτή η τελετή, όπως και κάθε μαγεία, έχει ένα ρίσκο. Αν κάποιος από τους δυο σας πεθάνει.. Θα πεθάνει και ο άλλος.» Πρόσθεσε η γυναίκα. Η Μία σκέφτηκε τα λόγια της προσεκτικά. Φυσικά και φοβόταν, όμως δεν ένιωθε πως είχε πραγματικά κάποια επιλογή.
«Τι πρέπει να κάνω για αυτή τη τελετή;» Ρώτησε αποφασιστικά.
    Μία ώρα αργότερα, ο Κλέιν, η Λύριο και η Μία βρίσκονταν έξω από το χωριό Στορμ. Είχαν συναντήσει τον Σάντεν που είχε μεγαλώσει λίγο μέσα στην μία μέρα που είχε περάσει, και τον Εστέφαν που ήταν δεμένος με ένα σκοινί πάνω σε έναν χοντρό κορμό δέντρου. Ο ουρανός είχε ξεκινήσει να σκοτεινιάζει. Η Μία πλησίασε τον Σάντεν και τοποθέτησε το χέρι της πάνω στην μουσούδα του. Εκείνος έβγαλε έναν γουργουρητό ήχο από την κοιλιά του και έκλεισε τα μάτια του. Είχαν ξεκινήσει να δένονται αρκετά.
«Σάντεν θα κάνουμε μία τελετή που θα μας συνδέσει, και έτσι όσο ζούμε και οι δύο, κανείς δεν θα μπορεί να μας βλάψει με μαγεία.» Του είπε και εκείνος ρουθούνισε θυμωμένος. «Ναι ξέρω, εσύ είσαι πολύ δυνατός και θα μας προστατέψεις. Αλλά αυτό είναι σημαντικό για μένα. Με καταλαβαίνεις;» Ο λευκός δράκος με τις κόκκινες γραμμές την κοίταξε έντονα μέσα στα μάτια. Ίσως σκεφτόταν όσα του έλεγε. Μετά άνοιξε το στόμα του και έβγαλε ένα πιο παχύ τσιριχτό από ότι άλλες φορές. Η φωνή του γινόταν όλο και πιο βροντερή. Η Μία νόμιζε πως ο δράκος διαφωνούσε με όλο αυτό. Μετά όμως, ο Σάντεν έσκυψε το κεφάλι του και το τοποθέτησε πάνω στην φολίδα της Μία, στο στέρνο της. Εκείνη χαμογέλασε και αγκάλιασε τον δράκο που ακόμη χωρούσε στην αγκαλιά της. «Σ’ ευχαριστώ.» Του ψιθύρισε και εκείνος άνοιξε τα φτερά του και την τύλιξε με αυτά.
«Αχ σας παρακαλώ, τώρα που νιώθετε τόση αγάπη μέσα σας, μήπως έχετε την καλοσύνη να με λύσετε; Σάντεν, Μία;» Ρώτησε ενοχλημένος ο Εστέφαν που ήταν δύο μέτρα πιο πέρα. Η Μία άφησε τον δράκο και σηκώθηκε όρθια. Πλησίασε τον Εστέφαν και κάθισε δίπλα του.
«Γιατί να σε εμπιστευτώ;» Απαίτησε να μάθει.
«Σου ορκίστηκα στον λόγο της τιμής μου πως δεν θα προσπαθήσω να αποδράσω.» Είπε εκείνος νιώθοντας αδικημένος. Η Μία γέλασε.
«Αφού δεν σε ξέρω καλά, δεν ξέρω αν έχεις τιμή.» Του είπε με ένα χαμόγελο στα χείλη. Ο Εστέφαν μόρφασε ενοχλημένος.
«Αυτό είναι η χειρότερη προσβολή που μπορεί να κάνει μια γυναίκα σε έναν άντρα!» Παραπονέθηκε δυνατά. Η Μία γέλασε βρίσκοντάς τον αστείο.
    Η αλήθεια ήταν πως όλη την μέρα μιλούσαν. Είχαν ταξιδέψει με άλογα από τα βουνά της οροσειράς μέχρι το χωριό Στορμ, και είχαν άλλο τόσο δρόμο για να φτάσουν στο Μέινλόουν. Σε όλη τη διαδρομή μοιράζονταν το ίδιο άλογο. Αυτό ήταν γιατί ο Εστέφαν ήταν δεμένος με ένα σχοινί στη σέλα του αλόγου της. Εκείνος προχωρούσε πίσω από το άλογο, όσο η Μία και ο Κλέιν ήταν καθισμένοι πάνω στα άλογά τους. Πήγε στο πίσω μέρος του δέντρου και έλυσε το σκοινί.
«Μην με απογοητεύσεις.» Του είπε προειδοποιητικά όταν ο άντρας έδιωξε από πάνω του τα σχοινιά και σηκώθηκε όρθιος.
«Ελάτε, Μία, Σάντεν.» Ακούστηκε η φωνή της Λύριο από το ξέφωτο που βρισκόταν δέκα μέτρα μακριά από τη Μία.
    Πριν η Μία φύγει ο Εστέφαν κράτησε το χέρι της. Δεν την κράτησε σφιχτά όπως είχε κάνει την νύχτα στο βουνό. Την άγγιξε απαλά. Πήρε το χέρι της και το σήκωσε μέχρι το στέρνο του εξετάζοντάς το. Μία μαύρη μελανιά απλωνόταν ακόμη γύρω από τον καρπό της. Χάιδεψε απαλά την μελανιά της και εκείνη ένιωσε ένα γαργάλημα. Όλη αυτήν την ώρα η Μία τον παρατηρούσε. Προσπαθούσε να καταλάβει τι σκεφτόταν. Τα μάτια του έφυγαν από τον καρπό της και συνάντησαν τα δικά της.
«Δεν ήθελα να σου αφήσω τέτοιο σημάδι.» Της είπε απολογητικά, αποφεύγοντας όμως να ζητήσει συγνώμη. Εκείνη γέλασε σκληρά και πήρε το χέρι της κοντά της.
«Μην ανησυχείς, φρόντισε και ο πατέρας μου να το φρεσκάρει.» Του είπε και πριν εκείνος προλάβει να την ρωτήσει τι εννοούσε, γύρισε την πλάτη της και προχώρησε προς τον Σάντεν.
    Έφτασε εκεί που βρισκόταν καθισμένος ο μικρόσωμος δράκος και του έκανε νόημα να την ακολουθήσει. Εκείνος την κοίταξε και τέντωσε το στέρνο του όλο περηφάνια. Άνοιξε τα φτερά του και έκανε με αυτά έναν μεγάλο κυματισμό. Η Μία κοίταξε με θαυμασμό το δράκο της να φτάνει χωρίς μεγάλη προσπάθεια σε ύψος δύο μέτρων. Περίμενε πως σύντομα θα έχανε ύψος, όμως ο Σάντεν πέταξε ακόμα ψηλότερα. Γέλασε χαρούμενη και είδε τον δράκο να επιταχύνει και να την προσπερνάει. Είχε ήδη φτάσει στο ξέφωτο και η Μία ήταν ακόμη στα μισά του δρόμου. Ξεκίνησε να βαδίζει γρήγορα και μόλις έφτασε στο ξέφωτο ο Σάντεν της ρουθούνισε επικριτικά.
«Έι! Αυτό είναι άδικο.» Του φώναξε εκείνη, ακόμη πλησιάζοντάς τον. «Μην περιμένεις να είμαι το ίδιο γρήγορη, εσύ έχεις φτερά, εγώ μόνο πόδια.» Πρόσθεσε. Ο Σάντεν άνοιξε τα σαγόνια του και εξαπόλυσε ένα σύννεφο φωτιάς. Ναι, ναι, ξέρω. Είσαι καλύτερος από μένα. Σκέφτηκε γελώντας από μέσα της.

Ράνια Ταλαδιανού