Στη λάθος πλευρά του παραδείσου (Κεφάλαιο 24)

Η Σιμόν, σαν ηρωίδα αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, στεκόταν  στο παράθυρο, δίπλα στην πόρτα. Η ματιά της αναζητούσε, μάταια, κάποιον να φανεί και το πρόσωπό της γινόταν όλο και πιο σκυθρωπό. Για να βγει και να βρει τον αγαπημένο της, ούτε λόγος. Το άγρυπνο βλέμμα της μητέρας της, απέτρεπε ακόμα και τη σκέψη οποιουδήποτε παράτολμου εγχειρήματος.
               Ο θόρυβος των εργατών από το γραφείο του πατέρα της, της προκαλούσε πονοκέφαλο. Άδικα προσπαθούσε να συγκεντρώσει το μυαλό της και να σκεφτεί κάποιο τρόπο να επικοινωνήσει με τον αγαπημένο της. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και καθώς κοίταξε στο εσωτερικό του, η ματιά της διασταυρώθηκε με εκείνη του Αλέξανδρου. Εκείνος απέστρεψε αμέσως το κεφάλι του και τα μάγουλά του κοκκίνισαν ελαφρώς.
               Της ήρθε μια τρελή ιδέα ξαφνικά. Αν δεν μπορούσε να πάει εκείνη, μήπως θα μπορούσε κάποιος άλλος; Μάζεψε όση περηφάνια της είχε απομείνει και πήρε ένα παγερό υπεροπτικό ύφος. Μπήκε μέσα στο γραφείο και πλησίασε τον νεαρό Αλέξανδρο. Του στάθηκε ένας κόμπος στον λαιμό καθώς την αντίκρισε. Έβγαλε το καπέλο του και το κράτησε μπροστά στο στήθος, χαμηλώνοντας το βλέμμα του.
               «Πάνω στο δωμάτιο μου» του είπε σε άπταιστα ελληνικά, καθώς διέθετε κλασική παιδεία « Η πόρτα της ντουλάπας μου θέλει φτιάξιμο».
               Κοίταξε απορημένος τη νεαρή κοπέλα που στεκόταν μπροστά του και έπειτα τους άλλους γύρω του. Μπορεί το ύφος της να ήταν αλαζονικό μα μπορούσε να διακρίνει στα μάτια της ένα αδιόρατο αίσθημα πίεσης και θλίψης.
               «Μάλιστα δεσποινίς» είπε σχεδόν ψελλίζοντας.
               Την ακολούθησε και η Ντίτρε τη σταμάτησε στην αρχή της σκάλας. Την κοίταξε με ένα εξεταστικό ύφος.
               «Έχω πρόβλημα με την ντουλάπα στο δωμάτιο μου».
               Συνέχισε να την κοιτάει με δυσπιστία.
               «Είναι ξυλουργός» συνέχισε η Σιμόν «Θα μου τη φτιάξει».
               Την παραμέρισε χωρίς να πει τίποτα άλλο και ο Αλέξανδρος τη συνόδευσε. Μπήκε στο δωμάτιο της και κλείδωσε. Ο νεαρός έμεινε στην πόρτα ακίνητος να κοιτάει τη Σιμόν που κάθισε βιαστική στο γραφείο της. Έγραψε βιαστικά ένα σημείωμα και το έχωσε στα χέρια του αποσβολωμένου Αλέξανδρου.
               «Πρέπει να πας αυτό το γράμμα σε αυτή τη διεύθυνση, είναι ζήτημα ζωής και θανάτου».
               «Αυτός έμεινε να την κοιτά έκπληκτος, χωρίς να αρθρώνει λέξη. Η Σιμόν έβγαλε από την τσέπη της ένα χρυσό νόμισμα.
               «Σε παρακαλώ» ικέτεψε.
               Ο νεαρός αρνήθηκε τα λεφτά. Διάβασε στα μάτια της την απόγνωση. Μπορεί να ήταν ένα απλό και άβγαλτο χωριατόπαιδο, μα ήξερε καλά από αισθήματα. Κάποτε είχε αγαπήσει και εκείνος. Της έπιασε τα χέρια, της χαμογέλασε και συγκατένευσε. Τα μάτια της βούρκωσαν. Πήρε βαθιά ανάσα και σκούπισε τα μάτια της. Έσιαξε το φόρεμα της, ξαναφόρεσε το αλαζονικό της ύφος και διέταξε αυστηρά στα γερμανικά «Στην δουλειά σου τώρα».
               Η περιέργεια αποτελούσε ανέκαθεν γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης. Ο νεαρός ξυλουργός ήταν από αυτούς που συνήθως την κατέπνιγαν, την είχαν υπό έλεγχο. Αυτή τη φορά όμως τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά. Περιέργεια και δυνατό χτυποκάρδι που οφειλόταν αποκλειστικά και μόνο στη Σιμόν, θα τον οδηγούσαν σε μια πράξη, την οποία θα της ομολογούσε ύστερα από πάρα πολλά χρόνια.
               Καθισμένος σε μια κάπως άβολη καρέκλα του δωματίου που τους είχαν παραχωρήσει για όσο καιρό θα εργάζονταν στο γραφείο, άνοιξε τον φάκελο με βιάση. Μυριάδες αποξηραμένα άνθη λεβάντας σκόρπισαν στην ποδιά του. Παρόλο που τα λουλουδάκια δεν ήταν φρέσκα, διατηρούσαν ωστόσο αυτό το χαρακτηριστικό άρωμα που άρεσε σε τόσους και τόσους.
               «Καλά το κατάλαβα πως το στέλνει στον έρωτα της ζωής της!» μουρμούρισε νευριασμένος.
               Ο ανδρικός του εγωισμός είχε πάρει πλέον γιγάντιες διαστάσεις. Αυτό το κορίτσι έπρεπε να γίνει δικό του! Ο έρωτας του χτυπούσε για δεύτερη φορά την πόρτα κι αυτή τη φορά θα την άνοιγε διάπλατα έστω και με το ζόρι!
               Το επιστολόχαρτο ήταν προσεκτικά διπλωμένο στα δύο. Στην κάτω αριστερή γωνία έφερε τα αρχικά του ονοματεπώνυμου της Σιμόν. Τα καλλιγραφικά αυτά αρχικά ήταν πολύ επαγγελματικά τυπωμένα.
               «Πλούσιοι...» του ξέφυγε κάπως πικρόχολα «Μέχρι και χαρτί με το όνομά τους φτιάχνουν!»
               Τα Γερμανικά του δεν ήταν άριστα μα καταλάβαινε αρκετά. Μπορεί να ήταν ένας φτωχός χωριάτης, αυτό δε σήμαινε όμως ότι ήταν και αμόρφωτος. Ήταν αυτοδίδακτος σε πολλά πράγματα, ιδίως στις γλώσσες. Στα Γαλλικά μάλιστα ήταν άπιαστος! Ο πατέρας του βέβαια τα θεωρούσε όλα αυτά ανοησίες μιας κι όπως ισχυριζόταν δεν ήταν ικανά να φέρουν ένα κομμάτι ψωμί στο σπίτι όπως το κτήμα και τα ζώα.
               Με κάποια μικρή δυσκολία, αφού ο γραφικός χαρακτήρας του κοριτσιού δεν ήταν κι ό, τι καλύτερο, διάβασε τη σχετικά μεγάλη επιστολή. H Σιμόν ζητούσε, σχεδόν ικέτευε, να το σκάσει μαζί με τον Εβραίο Αντόν!
               Με δυο γρήγορες κινήσεις κομμάτιασε το γράμμα...



Χριστίνα Καρρά
Ηλίας Στεργίου