Ένα τσιγάρο τις Κυριακές της Dep Andrews

Τον γνώρισε σε ένα από αυτά τα κακόφημα μέρη, ένα παλιό στέκι σε ένα σκοτεινό μπαράκι της Αθήνας. Ο χώρος αποπνιχτικά γεμάτος με καπνό, ο φωτισμός ιδιαίτερα χαμηλός. Η μουσική ελληνική, όχι σκυλάδικα όμως. Για αυτό λάτρευε τέτοια μέρη... Άνθρωποι σαν αυτήν κατέφευγαν για να ξεχαστούν λίγο από την καταστροφική πραγματικότητα που τους κατάπινε μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολύ.
Μπαίνοντας μέσα, έκατσε αμέσως σε ένα γωνιακό τραπέζι στο βάθος και άναψε τσιγάρο. Τα χείλη της αγκάλιασαν τη γόπα του τσιγάρου της και με μια ρουφηξιά, άφησε τον καπνό να δραπετεύσει απ' τα χείλη της, δημιουργώντας στον αέρα απροσδιόριστα σχέδια, φυλακίζοντας ανείπωτες σκέψεις.
Οι φίλοι της γρήγορα παράγγειλαν, μα εκείνη δεν είχε όρεξη. Λίγο κρασί ήταν αρκετό.
«Είσαι τ' άγγιγμα του ανέμου, που μου ξαφνιάζει το κορμί...» σιγοτραγουδούσε, ακούγοντας απ' το βάθος τις φωνές των φίλων της. Τα μάτια της κοιτούσαν βαθιά, χαμένα, κάπου μακριά, ταξιδεύοντας την σε τόπους του μυαλού της. Το ένα τσιγάρο σύντομα έγινε δεύτερο και το δεύτερο τρίτο. Ξάφνου, ένιωσε μια παρουσία, αλλιώτικη, να γεμίζει τον χώρο και να την προσγειώνει απότομα στη πραγματικότητα.
Σήκωσε το κεφάλι της και έψαξε το χώρο λαίμαργα. Και τον βρήκε... Αμέσως το σώμα της χαλάρωσε και η ματιά της ηρέμησε. Έσφιξε τις παλάμες της και έμπηξε τα νύχια της στο κρέας της. Η ακατανίκητη θέληση να αγγίξει αυτόν τον άγνωστο την κυρίευσε, μετατρέποντάς την σε θηρίο. Και, όταν γύρισε να την κοιτάξει, το ίδιο έντονα όσο εκείνη, ένας μικρός αναστεναγμός δραπέτευσε απ' τα χείλη της, σχεδόν ηδονικός.
Αυτό το γαλάζιο στο βλέμμα του την έπνιγε... Μια απέραντη φωτεινή θάλασσα βυθισμένη σε μια μελαγχολική μαυρίλα. Την τραβούσε, την έλκυε...
Στάθηκαν για αρκετή ώρα να κοιτιούνται έτσι, ο ίδιος έπιασε το τραπέζι ακριβώς απέναντί της. Όλως περιέργως ήταν ολομόναχος. Άναψε τσιγάρο και ρούφηξε, φυσώντας προκλητικά στη μεριά της. Όσα της έκρυβαν τα χείλη του, της τα φανέρωνε ο καπνός.
Μετά από λίγο και συνεχίζοντας να την κοιτά, κάλεσε τον σερβιτόρο δίπλα του. Κάτι του ψιθύρισε στο αυτί που δε κατάλαβε, αλλά θα ορκιζόταν ότι έδειξε την ίδια με το βλέμμα του. Ο πιτσιρικάς με τη ποδιά και τα ατημέλητα νεανικά μαλλιά (μάλλον συγγενής του αφεντικού που έβγαζε ένα χαρτζιλίκι τα Σαββατοκύριακα), αφού της έριξε ένα κλεφτό βλέμμα, κούνησε το κεφάλι και χάθηκε από μπροστά τους. Όταν επέστρεψε, γύρισε με ένα ποτήρι κρασί για την ίδια, «κερασμένο από τον κύριο με τα γαλάζια μάτια», όπως είπε.
Γύρισε να τον κοιτάξει και αφού σήκωσε το ποτήρι της, ήπιε μια γουλιά και κούνησε σαν ευχαριστώ το κεφάλι της. Εκείνος απλώς της χαμογέλασε μονόπλευρα, ενώ η παρέα της κοίταζαν με μια πονηρή ματιά, πότε εκείνη πότε εκείνον.
«Γκομενάκι, γκομενάκι;», είπε ένας απ'τη παρέα της και μόνο τότε γύρισε να τους κοιτάξει.
«Σκάσε.», ήταν το μόνο που είπε και άρπαξε τα πράγματα της. «Είμαι κουρασμένη, πάω σπίτι.», καθώς σηκώθηκε, ένιωσε ένα χέρι να τυλίγεται γύρω απ'το δικό της.
«Θα σε πάω εγώ.», της είπε εκείνος που της μίλησε πριν. Εκείνη απλώς τράβηξε το χέρι της απ'τη λαβή του.
«Ευχαριστώ, μπορώ και μόνη.», και αφού τους ευχήθηκε καλή συνέχεια, βγήκε γρήγορα απ'το μαγαζί.
Ανεβαίνοντας και το τελευταίο σκαλί και βγαίνοντας απ'τη πόρτα, πήρε μια βαθιά ανάσα το λεπτό που ένιωσε τον καθαρό και τσουχτερό αέρα να τη χτυπά στο πρόσωπο. Εισέπνευσε και τον άφησε να δραπετεύσει από μέσα της πολλές φορές, σα καπνός που ήθελε να της καθαρίσει τα σωθικά.
Έσφιξε το παλτό γύρω της πιο σφιχτά και ανάβοντας άλλο ένα τσιγάρο, πήρε τον δρόμο για την επιστροφή. Καθώς, όμως, άρχισε να περπατάει, άκουσε πολύ κοντινά βήματα πίσω της. Αμέσως ο οικείος ηλεκτρισμός διαπέρασε το κορμί της και γύρισε πίσω της να κοιτάξει. Τα μάτια της γαλήνεψαν όταν επιβεβαιώθηκε πως ήταν αυτός...
Παρόλα αυτά, γρήγορα υιοθέτησε την αμυντική της στάση και έκανε ένα βήμα πίσω. Εκείνος μόνο γέλασε.
«Με φοβάσαι; Περίεργο...», κάγχασε, απολαμβάνοντας να την βλέπει σε αμήχανη θέση.
Η ματιά της έγινε ακόμη πιο σκληρή όταν είδε ότι το απολάμβανε. «Γελιέσαι...», μουρμούρισε μα ήταν σίγουρη πως εκείνος το άκουσε. Παρόλα αυτά, απλώς της χαμογέλασε, συνεχίζοντας να την κοιτά. Εκείνη εν τέλη, μετά από λίγα δευτερόλεπτα, αναστέναξε και χαλάρωσε λίγο το σώμα της. «Ευχαριστώ για το κρασί. Τα λέμε.», είπε και χωρίς να περιμένει απάντηση, γύρισε και άρχισε να περπατά προς το σπίτι της.
Συνέχιζε να καπνίζει και να περπατά, μέχρι να σταματήσει στη διάβαση, περιμένοντας το φανάρι. Τότε, τον ένιωσε να έρχεται και να στέκεται δίπλα της. Του έριξε μια κλεφτή ματιά αλλά δεν έδωσε σημασία. Είδε το πράσινο και συνέχισε τη διαδρομή της. Τον ένιωθε ακόμα κοντά της και ήξερε ότι ήταν πίσω της. Η αδρεναλίνη της για μια στιγμή χτύπησε κόκκινο και ο φόβος έκανε το χέρι που κρατούσε το τσιγάρο να τρέμει. Το πέταξε κάτω και αφού το πάτησε έστριψε γρήγορα σε ένα στενό και από εκεί προς μια άλλη ευθεία που την έβγαζε στο σπίτι της. Για μια στιγμή άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης να δραπετεύσει από μέσα της, πιστεύοντας πως επιτέλους την άφησε ήσυχη. Μα, γρήγορα κατάλαβε ότι έκανε λάθος...
«Τι παράξενη κοπέλα είσαι εσύ... τι μεράκια έχεις και σε βασανίζουν...», τον άκουγε να σιγοτραγουδά αρκετά δυνατά για να τον ακούσει. Αναστέναξε αποδοκιμαστικά, μα δε τον αποθάρρυνε. «Ώρα τώρα το 'χεις ρίξει στο κρασί... και τα μάτια σου τα βλέπω να δακρύζουν...», συνέχισε ακάθεκτος, αγνοώντας την. Ο καπνός απ' το τσιγάρο του άφηνε ίχνη που ο αέρας τα φυσούσε προς το μέρος της.
Κάπου πριν το σπίτι της, ένα στενάκι δρόμο, σταμάτησε αγανακτισμένη, καθώς ο ίδιος δε σταμάτησε να μουρμουρίζει μελωδικά το τραγούδι. Γύρισε εκνευρισμένη προς το μέρος του, κάνοντάς τον να μετρήσει το βήμα του ώστε να βρεθεί ακριβώς μπροστά στο πρόσωπό της. Τα μάτια της φώτιζαν στο σκοτάδι της νύχτας, απ' τις πύρινες φλόγες που σπινθήριζαν στις κόρες των ματιών της, ενώ τα λεπτά δάχτυλά της έτρεμαν στις άκρες τους από εκνευρισμό. Ο ίδιος ατάραχος, την κοιτούσε συνεχώς με το μονόπλευρο χαμόγελο, φυσώντας τον καπνό του πάνω στα μαλλιά της σαν αέρινο χάδι. «Θα σταματήσεις;», ρώτησε αγανακτισμένη, μα η αντίδρασή του δε τη ξάφνιασε καθόλου. Προφανώς και δε περίμενε απάντηση...
Ο ίδιος απλώς κάγχασε και παίρνοντας άλλη μια ρουφηξιά, την απελευθέρωσε στον τσουχτερό αέρα και την προσπέρασε, σφυρίζοντας ρυθμικά τη μελωδία. Εκείνη απλώς αναστέναξε, περνώντας τα δάχτυλά της μέσα απ' τα μαλλιά της. Τον κοιτούσε να περπατά μπροστά της, με το ένα χέρι στις τσέπες του σκισμένου τζιν του και το άλλο στο πλευρό του να κρατά το τσιγάρο και να της φωτίζει τον δρόμο με τη φωτιά του. Ο καπνός του τυλιγόταν γύρω απ' τη φιγούρα του και τον έκανε να μοιάζει με πλάσμα της νύχτας που δραπέτευσε απ' τον ομορφότερο εφιάλτη.
Έσφιξε το παλτό της ακόμα πιο σφιχτά γύρω απ' το σώμα της και με γοργό βήμα τον έφτασε. Του έπιασε το χέρι που κρατούσε τη φωτιά, η παλάμη της αμέσως ζεστάθηκε, μα όχι απ' το τσιγάρο... Γύρισε να την κοιτάξει πάνω απ' τον ώμο του, τα γαλανά μάτια του την κοιτούσαν σαν να χαμογελούσαν. Ένιωσε την ανάσα της να παγιδεύεται στο λαιμό της, μα προσπάθησε να το προσπεράσει.
Αναστέναξε σχεδόν κουρασμένα και τον τράβηξε μαζί της, χωρίς να του πει κουβέντα. Στο ασανσέρ της παλιάς πολυκατοικίας που έμενε δεν είπαν κουβέντα. Μόνο κοιτούσαν το βρόμικο πάτωμα, σαν να προσπαθούσαν να ανακαλύψουν χίλιους μικρόκοσμους με τη βοήθεια του χαμηλού φωτισμού της λάμπας που της έδινε το πολύ ένα μήνα ζωής ακόμα. Άνοιξε τη πόρτα του διαμερίσματός της και κοίταξε τη μικρή ακαταστασία που κυριαρχούσε. Βιβλία, μολύβια, σημειώσεις, κιθάρες και μπύρες βρισκόντουσαν σε όλο το σαλόνι από το χθεσινό βράδυ. Γύρισε το βλέμμα της και κατευθύνθηκε προς τη κουζίνα, αγνοώντας το χάλι και αδιαφορώντας για την οποιαδήποτε έκφραση που μπορεί να είχε εκείνος.
Μπήκε μέσα και πλησίασε τον νεροχύτη, κοιτώντας το παράθυρο. Σκέφτηκε να το ανοίξει, καθώς η μυρωδιά του ποτού και του τσιγάρου κυριαρχούσε την αίσθηση της όσφρησης της, μα το ξέχασε σχεδόν αμέσως. Θα καθάριζε αύριο, δε την ενδιέφερε εξάλλου η γνώμη του... Και οι δύο ήταν συνηθισμένοι σε αυτά. Άρπαξε δυο μπίρες απ' το ψυγείο και γύρισε στο σαλόνι, όπου τον βρήκε να παίζει με τη κιθάρα της.
Τα δάχτυλά του έπαιζαν με τις χορδές περίτεχνα, ενώ το βλέμμα του τη κοιτούσε γλυκά και με αγάπη, σαν η ίδια να καθρέφτιζε τον εαυτό του και να έλεγε ό,τι δε τολμούσε να ομολογήσει. «Κόλλησαν τα χέρια μου με τις χορδές κι ας τραγουδώ... Κόλλησαν τα μάτια μου σ' ένα σκοτάδι αλλόκοτο...», τραγουδούσε μελωδικά, κλείνοντας ευχαριστημένα τα γαλάζια μάτια του, λες και βρισκόταν στην υπέρτατη νιρβάνα.
Χαμογέλασε ασυναίσθητα και τον πλησίασε. «Θέλω κάτι να αλλάξω, αλλά ίσως δεν μπορώ...Άραγε θα συνηθίσω ή θ' αυτοκαταστραφώ...», συνέχισε τα λόγια μαζί του, ξαπλώνοντας το σώμα της δίπλα του. Χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον και συνέχισαν να τραγουδούν με τον ίδιο ρυθμό. Εκείνη κούρνιασε δίπλα του, σαν γάτα που βρήκε καταφύγιο. Κοιτούσαν ο ένας τον άλλο μόνιμα, χωρίς ούτε λεπτό να πάρουν το βλέμμα τους. Ο αέρας γύρω τους βαρύς σαν ναρκωτικό, τους έθιζε και τους ζάλιζε και ήθελαν και άλλο, πολύ παραπάνω...
Σηκώθηκε ξαφνικά και του παραμέρισε τη κιθάρα, ανεβαίνοντας στην αγκαλιά του. Εκείνος γρήγορα κατάλαβε... Όρμηξε στα χείλη της, μπερδεύοντας τη γεύση της μπίρας του με το κρασί της. Τα δάχτυλά της τράβηξαν αχόρταγα τα μαύρα μαλλιά του, ενώ κόλλησε το σώμα της κτητικά πάνω του.
Και έτσι, γρήγορα τα ρούχα τους βρέθηκαν στο πάτωμα και το ένα φιλί διαδέχθηκε το άλλο. Το κορμί του κόλλησε πάνω στο δικό της και το κατέκτησε μόνο για λίγες στιγμές, προσθέτοντας τις δικιές του πινελιές στη νιρβάνα που επικρατούσε.
Και για λίγο μόνο, θα μπορούσε να ορκιστεί πως την είχε δει να χαμογελά ευτυχισμένη...
~~~
Το επόμενο πρωί ο ήλιος δεν τους βρήκε αγκαλιά. Τα μακριά μαλλιά της ακουμπούσαν το στήθος του, ενώ το μπράτσο του αγκάλιαζε τον αυχένα του. Η ίδια είχε μαζευτεί δίπλα του, χωρίς να επιδιώκει με τη στάση της κάποια επαφή.
Ξύπνησε και ρίχνοντας του μόνο ένα βλέμμα, κίνησε γυμνή να φτιάξει καφέ. Όταν επέστρεψε με μια κούπα αχνιστό πικρό καφέ, τον βρήκε να ντύνεται. Η ίδια, παραμένοντας γυμνή, τον πλησίασε και έκατσε δίπλα του, καθώς εκείνος έδενε τα κορδόνια των παπουτσιών του. Toυ πρόσφερε μια γουλιά καφέ και εκείνος τη δέχτηκε με ευχαρίστηση.
Πίνοντας δυο γουλιές στα γρήγορα, σηκώθηκε και απομακρύνθηκε από κοντά της, φτιάχνοντας τα ακατάστατα μαλλιά του. Άνοιξε τη πόρτα να φύγει, μα τελευταία στιγμή γύρισε να την κοιτάξει.
Έστρεψε το βλέμμα του γρήγορα πάνω της, καθώς εκείνη καθόταν γυμνή στον καναπέ και έπινε τον καφέ της. Για λίγες στιγμές έμεινε σιωπηλός, σαν να ήθελε να κρατήσει αυτή την εικόνα στο μυαλό του για μερικές ώρες, ίσως και μέρες... Τη στιγμή που εκείνη του σήκωσε παραξενεμένη το μαύρο φρύδι της, εκείνος απλώς της χαμογέλασε, κάνοντας τα λακκάκια του να αχνοφανούν. «Θα τα ξανά πούμε» της είπε και με αυτό έκλεισε την πόρτα πίσω του, αφήνοντας μια υπόσχεση να αιωρείται στον αέρα.
Έγλειψε τα χείλη της, σκεπτική. Ξαφνικά το δωμάτιο έγινε κρύο και η καρδιά της χτυπούσε λίγο πιο γρήγορα από προσμονή...
~~~
Οι εβδομάδες περνούσαν, γινόντουσαν μήνες και η μυστική συμφωνία τους είχε υπογραφεί με τη σιωπή τους και τους αναστεναγμούς τους. Κάθε Κυριακή συναντιόντουσαν στο στέκι τους, ο καθένας μόνος του, όπως τη πρώτη φορά. Γινόταν μια τιτανομαχία ανάμεσα στα βλέμματά τους, μια προσπάθεια επιβολής και σαγήνης. Ο πιο αδύναμος νικούσε και έμοιαζε σα να είχαν μοιραστεί εναλλάξ τους ρόλους. Πότε ο ένας, πότε ο άλλος... Βλέμμα αχόρταγο, άγριο, χωρίς καμία ντροπή. Οτιδήποτε για να μπορέσουν να κατακτήσουν τις λίγες στιγμές πάθους από ανελέητο έρωτα του μυαλού πρώτα...
Μόνο μια φορά κάθισαν στο ίδιο τραπέζι. Δεν είπαν πολλά. Ήταν η δεύτερη Κυριακή αφότου γνωρίστηκαν. Ακόμα θυμόταν τα λόγια του και τη λάμψη στα γαλάζια μάτια του...
«Γύρισες.», έδειχνε καμουφλαρισμένη ανακούφιση με μια δόση έκπληξης, μα εκείνη ήδη είχε διαβάσει πίσω απ' τα λόγια του.
«Πάντα θα γυρνάω» του απάντησε και έκατσε να μοιραστούν ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Η σιωπή που ακολούθησε σφράγισε την υπόσχεσή της...
~~~
Και πράγματι, εκείνη ήταν αυτή που πάντα γύριζε. Και εκείνος ήταν πάντα εκεί να την περιμένει.
Το πάντα, όμως, είναι για τους Θεούς και τους τρελούς και οι δυο τους δεν ανήκαν σε τίποτα από αυτά. Δυο χαμένες ψυχές ήταν, κατάλαβαν μετά από καιρό, που βρήκαν παρηγοριά στον έρωτα μιας άλλης.
Κάποτε σταμάτησε να την περιμένει. Τη τελευταία Κυριακή, η μόνη που τους κοίμισε αγκαλιά, της είχε ψιθυρίσει μέσα απ'τα φιλιά του πως θα ήταν η τελευταία τους. Τα βλέφαρα της βάραιναν επικίνδυνα και τότε δεν έδωσε σημασία στα λόγια του. Το επόμενο πρωί ξύπνησε μόνη σε έναν κρύο καναπέ. Ρίγησε όλο της το σώμα, μα τον έψαξε μόνο για λίγες στιγμές με το βλέμμα της ώσπου να τα παρατήσει.
Ήλπιζε στην επόμενη Κυριακή, μα εκείνη ποτέ δεν ήρθε... Κάθε Κυριακή μετά από αυτήν επί ένα μήνα πήγαινε στο στέκι τους, μα εκείνος δεν ήταν εκεί να την περιμένει. Γέλασε μια φορά, σκεφτόμενη πώς είχε καταφέρει να αλλάξει τους ρόλους τους. Τώρα ήταν εκείνη αυτή που τον περίμενε, μα εκείνος ποτέ δε γύρισε...
Λίγους μήνες αργότερα, σε μια έκρηξη αλλαγής, αποφάσισε να κόψει το τσιγάρο. Μόνο δυο έκανε την εβδομάδα και αυτά τα αφιέρωνε σε εκείνον. Ένα την Κυριακή, αργά το βράδυ, κοιτώντας τον έναστρο ουρανό και ένα ξημερώματα Δευτέρας, με θέα τα χρώματα της ανατολής.
Τα αφιέρωνε σε... Αστείο, μα κάποια στιγμή συνειδητοποίησε πως δεν έμαθε ποτέ το όνομά του. Τα αφιέρωνε λοιπόν σε εκείνον που ήταν τόσο χαμένος όσο και η ίδια.
Τον τύπο με τη θύελλα στα μάτια...
~~~
Τσιγάρο ατέλειωτο βαρύ η μοναξιά μου
Μοιάζει γυναίκα κουρασμένη απ' το δρόμο
Ρίχνει το γέλιο της και κάθεται κοντά μου
Κερνάει τα επόμενα και με χτυπάει στον ώμο
~~~

Dep Andrews