Ομηρία στο λούνα παρκ του Art lover

Όμορφες παιδικές φωνές ακούγονταν μέσα στο σούρουπο. Τα φώτα των παιχνιδιών αντανακλούσαν στις τζαμαρίες των απέναντι σπιτιών. Ο ανοιξιάτικος αέρας είχε μία ανάμεικτη γλυκιά μυρωδιά ψητού καλαμποκιού, λιωμένου βουτύρου και ζεστής σοκολάτας.

Βράδυ Σαββάτου. Οι γονείς με τα πιτσιρίκια τους περίμεναν υπομονετικά στην ουρά για να μπουν σε κάποιο από τα παιχνίδια του λούνα παρκ. Τρεις κλόουν έτρεχαν χαμογελώντας και μοίραζαν μπαλόνια. Κάποιοι πατεράδες έδειχναν στους γιους τους πώς να κάνουν σκοποβολή, ενώ τα πιο μικρά παιδιά έπαιζαν στο τραμπολίνο και έμπαιναν στις βάρκες, που είχαν σχήμα κύκνου, στη μικρή λίμνη. Πολλά από αυτά φώναζαν στους γονείς τους ότι ήθελαν να κάνουν βόλτα στην τεράστια ρόδα που είχε στηθεί κεντρικά και τους τραβούσαν από το χέρι για να πάνε προς τα κει.
«Ποπ-κορν, ποπ-κορν» ακούστηκαν ρυθμικά δύο παιδικές φωνές. Ένας κλόουν γύρισε και κοίταξε επίμονα το ένα από τα δύο παιδιά.
«Εντάξει, εντάξει, μη φωνάζετε. Μαρίνα, όσο περιμένω στην ουρά για τα ποπ κορν βάλε τα μικρά στο τρενάκι» είπε ο Νικ.
«Εντάξει, αγάπη» έδωσε ένα πεταχτό φιλί στον σύζυγό της και πήγε προς το τρενάκι με τα πιτσιρίκια.
«Νικ, τι κάνεις, φιλαράκι, πώς και από δω; Από τότε που παραιτήθηκες από τη δουλειά σε χάσαμε».
«Καλησπέρα, Πετράν. Εδώ, έφερα τα παιδιά να διασκεδάσουν» απάντησε ο Νικ.
Ο Πετράν, καλός φίλος και πρώην συνεργάτης του, δούλευε σε εταιρεία που έστηνε τις ρόδες στα Λούνα Παρκ. Εναερίτες τους έλεγαν. Οι δύο φίλοι κάθε τόσο πήγαιναν για αναρρίχηση βράχου σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και του εξωτερικού. Ο Νικ ήταν ένας ολοκληρωμένος ορειβάτης και ένας από τους καλύτερους αναρριχητές στην Ευρώπη. Θεωρούσε τον εαυτό του υπεύθυνο και ας μην έφταιγε αυτός. Τώρα πια ο φόβος του για το υψόμετρο είχε φωλιάσει στην ψυχή και την καρδιά του. Κρύος ιδρώτας και ζαλάδες τον έπιαναν όταν επιχειρούσε να σκαρφαλώσει κάπου ψηλά.
Ο Νικ πλήρωσε για τα ποπ-κορν των παιδιών και τράβηξε προς τη Μαρίνα. Το τρενάκι έκανε την προκαθορισμένη διαδρομή του και ύστερα επέστρεφε στην αφετηρία του. Τα παιδιά ήταν πολύ χαρούμενα και κάθε φορά που περνούσαν μπροστά από τους γονείς τους χαιρετούσαν γελώντας και φωνάζοντας. Σε κάποια σημεία της διαδρομής επικρατούσε σκοτάδι, διότι έμπαινε, σε τούνελ και η Μαρίνα θεωρούσε ότι η μικρή της κόρη μπορεί να τρόμαζε. Δεν της άρεσαν τα σκοτάδια της Λυδίας. Όντως, το κοριτσάκι είχε σταματήσει να χαμογελά και ήθελε να κατέβει. Ο Νικ καθησύχασε τη σύζυγό του και ρώτησε τον χειριστή του τρένου πόσους γύρους έχει ακόμα για να τελειώσει η βόλτα.
«Ένας γύρος ακόμα, κύριε» απάντησε αυτός. Τα παιδιά πέρασαν για τελευταία φορά μπροστά από τους γονείς τους και η Μαρίνα φώναξε στην κόρη της:
«Γειά σου, αγάπη μου, τώρα σταματάει».
 Η μικρή έσκασε ένα πικρό χαμόγελο και περίμενε να ολοκληρωθεί η βόλτα. Ο γιος τους πάντως το διασκέδαζε με την ψυχή του. Το τρενάκι πέρασε τα δύο μεγάλα τούνελ και βγήκε στο ξέφωτο για την τελική ευθεία. Ο μικρός Χρήστος κοιτούσε αποσβολωμένος στα δεξιά του και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Το τρενάκι σταμάτησε και τότε το παιδί φώναξε:
«Λυδία, που είσαι; Μαμά, μπαμπά, πού είναι η Λυδία;»
 Ο Νικ και η Μαρίνα έτρεξαν προς το μέρος του βαγονιού. Η Μαρίνα κοίταζε μια τον γιο της μια δίπλα στο άδειο κάθισμα και προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε.
Ο Νικ λίγο πιο ψύχραιμα ρώτησε τον Χρήστο τι έγινε, πού ήταν η Λυδία. Ο μικρός απάντησε ότι μέχρι πριν από λίγο καθόταν δίπλα του, δεν ήξερε που εξαφανίστηκε. Ο Νικ φώναξε τον υπεύθυνο και έτρεξε πιο πίσω στις γραμμές του τρένου να δει αν έπεσε κάπου στη διαδρομή. Δεν μπορούσε σε αυτή τη φάση καν να φανταστεί τι πραγματικά επρόκειτο να γίνει.
«Τι συμβαίνει, ποιο είναι το πρόβλημα;» ρώτησε ο υπεύθυνος.
«Η κόρη μου δεν είναι στη θέση της» φώναξε τρελαμένη η Μαρίνα.
«Τι εννοείς; Έλυσε τη ζώνη της και έπεσε;»
«Ο σύζυγός μου έχει πάει πίσω στις γραμμές και ψάχνει» απάντησε η Μαρίνα και έδειξε τον Νικ.
 Οι γονείς και τα άλλα παιδιά κοιτούσαν σαστισμένοι και δεν μπορούσαν να αρθρώσουν λέξη. Ο υπεύθυνος έφτασε κοντά στον Νικ και τον ρώτησε αν βλέπει κάτι. Αυτός κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και συνέχισε να προχωράει γρήγορα. Μπαίνοντας μέσα στο τούνελ είδε δίπλα σε μία από της ράγες του τρένου κάτι να γυαλίζει. Πλησίασε και πήρε στα χέρια τη στέκα της κόρης του. Με την άκρη του ματιού του δύο φιγούρες φάνηκαν να βγαίνουν από την άλλη μεριά του τούνελ και να εξαφανίζονται μέσα στο φως της ημέρας. Σαν κάποιος να τραβούσε από το χέρι ένα παιδί.
«Εδώ… έλα εδώ, κάτι βλέπω» φώναξε ο Νικ στον υπεύθυνο του λούνα παρκ. Αυτός έφτασε γρήγορα δίπλα του και ενστικτωδώς τον έπιασε από τον ώμο.
«Τι έγινε, βρήκες τίποτα;»
«Νομίζω ότι κάποιος έχει πάρει τη Λυδία από το χέρι και μόλις βγήκε από το τούνελ» είπε ο Νικ και οι δύο άντρες έτρεξαν προς την άκρη του τούνελ. Ο υπεύθυνος σήκωσε τον ασύρματο και ζήτησε να έρθουν άντρες της ασφάλειας του Λούνα Παρκ κοντά στη ρόδα, όπου και κατευθύνονταν.
«Τώρα τους βλέπω καθαρά. Ένας κλόουν έχει πιάσει τη Λυδία από το μπράτσο και τραβάει προς τη ρόδα» φώναξε ο Νικ.
Η Μαρίνα και ο γιος της πήγαιναν και αυτοί προς τα εκεί μαζί με τους άντρες της ασφάλειας. Ο κλόουν με το ένα χέρι κρατούσε και τράβαγε βίαια τη Λυδία και στο άλλο χέρι είχε ένα μπαστούνι του μπέιζμπολ.
 Φτάνοντας στη ρόδα χτύπησε με το μπαστούνι στο κεφάλι τον άντρα που χειριζόταν το μηχάνημα, πήρε το τηλεχειριστήριο και κάθισε σε μία από τις θέσεις βάζοντας τη Λυδία δίπλα του. Το κοριτσάκι τρομοκρατημένο έκλεγε και φώναζε. Ο κλόουν πάτησε ένα κουμπί και η ρόδα κάνοντας δυνατούς μεταλλικούς ήχους άρχισε να γυρίζει μέχρι που έφτασαν στην κορυφή. Εκεί τη σταμάτησε.
 Τα υπόλοιπα παιδιά με τους γονείς τους, που περίμεναν να ανέβουν για να κάνουν τη βόλτα τους, είδαν το περιστατικό και φυσικά δεν προσπάθησαν να επιβιβαστούν.
Η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη, σκέφτηκε ο Νικ.
Τώρα όλοι βρίσκονταν κάτω από το τεράστιο στρογγυλό σιδερένιο μηχάνημα κοιτώντας προς τα πάνω.
 Ο υπεύθυνος του λούνα παρκ σήκωσε το τηλέφωνο και κάλεσε την αστυνομία. Εκείνη τη στιγμή έφτασε και ο Πετράν δίπλα στον Νικ.
«Τι γίνεται; Η κόρη σου δεν είναι εκεί πάνω με τον κλόουν;» ρώτησε ο Πετράν.
«Ναι, ρε φίλε, προσπαθώ να καταλάβω και εγώ τι ακριβώς συμβαίνει» του απάντησε ο Νικ.
«Θεέ μου, θα τρελαθώ, ποιος είναι αυτός ο άντρας που έχει αρπάξει την κόρη μου;» φώναξε η Μαρίνα.
 Ο Νικ την πήρε αγκαλιά και της ψιθύρισε κάτι στο αυτί μήπως και καταφέρει να την ηρεμήσει. Η αστυνομία κατέφθασε και άρχισε να μιλάει στον κλόουν μέσο μίας ντουντούκας μεγάφωνου που είχε μαζί της. Πριν από λίγα λεπτά είχε ενημερωθεί ότι το όνομα του κλόουν ήταν Λούις. Είχε Ελληνογαλλική υπηκοότητα και δούλευε εδώ και δύο μήνες ως στο συγκεκριμένο λούνα παρκ. Μόλις πριν έναν χρόνο η γυναίκα και η κόρη του είχαν σκοτωθεί σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
«Λούις, Λούις, με ακούς;» φώναξε ο μπάτσος. Δεν έλαβε καμία απάντηση. Το κλάμα της Λυδίας ακουγόταν μέχρι κάτω.
«Λούις, με ακούς; Αν δε μου μιλήσεις, δεν μπορώ να σε βοηθήσω» επανέλαβε ο αστυνόμος.
«Θέλω τρία πράγματα και τα θέλω τώρα» είπε με δυνατή φωνή ο Κλόουν για να ακουστεί. Ο ασύρματος του αστυνομικού άρχισε να χτυπάει. Το σήκωσε. Μόλις έμαθε από το κέντρο ότι ο δράστης ήταν σε φαρμακευτική αγωγή. Τους είχε ειδοποιήσει ο ψυχίατρός του, που παρακολουθούσε τις εξελίξεις από την τηλεόραση. Τα δημοσιογραφικά κοράκια είχαν μυριστεί αίμα και είχαν σπεύσει να καλύψουν το γεγονός σε ζωντανή μετάδοση.
«Όχι, ρε πούστη μου, έχει βαρέσει μπιέλα ο τύπος, παίρνει ψυχοφάρμακα» είπε ο αστυνομικός στον συνάδερφό του που βρισκόταν δίπλα του.
 Ο Νικ κατάλαβε ότι έπρεπε να δράσει άμεσα ώστε η κόρη του να μην έχει το τέλος που είχε ο αδερφός του. Αν πάθαινε κάτι το παιδί του, δε θα το συγχωρούσε ποτέ στον εαυτό του.
«Τρία πράγματα είπα. Αξιοπρέπεια, ναι, ναι, αξιοπρέπεια λέω… τη γυναίκα μου και την κόρη μου θέλω να τις φέρετε τώρα εδώ» είπε ο κλόουν.
Ωχ, μπερδεύεται και τρεκλίζει, σκέφτηκε ο αστυνομικός.
«Κατέβα να το συζητήσουμε» του φώναξε.
«Μη τολμήσει κανείς και προσπαθήσει να μας κατεβάσει, θα της κόψω το λαρύγγι» είπε ο κλόουν και έβγαλε έναν σουγιά από την τσέπη του παντελονιού του.
«Πετράν, μήπως έχεις τον σάκο της αναρρίχησης και τα σχοινιά μαζί σου; Πρέπει να ανέβω πάνω τώρα».
«Εννοείται, έλα μαζί μου, Νικ, πάμε από πίσω. Από κει θα ανέβεις, για να μη σε πάρει χαμπάρι, και θα τον αιφνιδιάσεις. Εγώ θα σε ασφαλίσω από κάτω. Είσαι σίγουρος; Πάνε δύο ολόκληρα χρόνια που δεν έχεις σκαρφαλώσει» είπε ο Πετράν στον φίλο του.
«Θα πέθαινα, αν χρειαζόταν, για τα παιδιά μου» απάντησε ο Νικ.
 Με γρήγορα βήματα, αλλά χωρίς να τους πάρει χαμπάρι η αστυνομία, τράβηξαν στο πίσω μέρος της ρόδας. Ο Πετράν έφερε τον σάκο με τα υλικά αναρρίχησης και άρχισαν να ετοιμάζονται. Ο Νικ έβαλε λίγη σκόνη πούδρας στα χέρια του για να μη γλιστράει.
«Άσε λίγο λάσκα το σχοινί» είπε ο Νικ και ξεκίνησε την αναρρίχηση.
 Όσο η αστυνομία κρατούσε απασχολημένο τον κλόουν, ο Νικ αναρριχούταν με πολύ γρήγορο ρυθμό, αθόρυβα και με εξαιρετική τεχνική μέχρι τη στιγμή που μια εικόνα θόλωσε το μυαλό του. Άρχισε να ζαλίζεται και να τον πιάνει κρύος ιδρώτας. Για άλλη μια φορά έβλεπε την πτώση του αδερφού του στους Δολομίτες σε αργή κίνηση και το συναίσθημα που βίωνε ήταν ακριβώς το ίδιο με εκείνο που είχε αισθανθεί την τραγική μέρα. Τα χέρια και τα πόδια του πάγωσαν. Έκανε προσπάθεια να συνεχίσει, αλλά δεν μπορούσε. Η καρδιά του σφίχτηκε.
 Ο φίλος του είχε καταλάβει τι συνέβαινε και φέρμαρε το σχοινί για να τον βοηθήσει. Ήθελε να του φωνάξει, να του δώσει κουράγιο, αλλά δεν γινόταν. Αν το έκανε, θα πρόδιδε τη θέση τους στον κλόουν, του οποίου η συμπεριφορά ήταν απρόβλεπτη. Μέχρι που μπορεί να έκανε κακό στο κοριτσάκι.
 Σαν οπτασία εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια του. Σαν όραμα. Τόσο αληθινό που δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν ζωντανός ή πεθαμένος. Ήταν ο αδερφός του.
Προχώρα, αδερφέ, και εγώ είμαι δίπλα σου. Πάντα θα είμαι μέσα στην καρδιά και στην ψυχή σου. Σε κάθε δυσκολία. Σε κάθε αναρρίχηση βράχου, βουνού και της ίδιας της ζωής. Το ξέρουμε πολύ καλά και οι δύο ότι δεν μπορούσες να κάνεις κάτι παραπάνω ώστε να με σώσεις. Ήταν γραφτό της μοίρας να συμβεί ο θάνατός μου. Τώρα προχώρα γρήγορα και σώσε την κόρη σου. Κάνε γρήγορα, είπε η φωνή μέσα από τα σπλάχνα της ψυχής του.
 Ο Νικ ξαφνικά συνήλθε. Αυτό που ένιωθε ήταν σαν να είχε αποκτήσει τη δύναμη δέκα αντρών μαζί. Άρχισε να σκαρφαλώνει και μετά από λίγα λεπτά βρέθηκε πίσω από το κλουβί του τροχού τού κλόουν και της Λυδίας. Έβγαλε το καραμπίνερ, που ήταν δεμένο το σχοινί ασφαλείας, ώστε να μπορέσει να πηδήξει μέσα στο κλουβί και να τον αφοπλίσει.
 Η Μαρίνα από κάτω παραμιλούσε ψιθυριστά και έλεγε μια προσευχή, που της είχε μάθει η μητέρα της όταν ήταν παιδί. Ένας ελεύθερος σκοπευτής της αστυνομίας είχε πάρει θέση στο απέναντι κτήριο και περίμενε καρτερικά να βρει καθαρό στόχο, ώστε να τον εξουδετερώσει. Δεν μπορούσε να πάρει τη βολή. Ήταν μεγάλο το ρίσκο για το παιδί. Υπήρχε περίπτωση με το που θα πυροβολούσε τον κλόουν αυτός να έπαιρνε τη Λυδία μαζί του στην πτώση.
 Ο Νικ κρατήθηκε από τις κολώνες και με ένα δυνατό σάλτο βρέθηκε μέσα στο κλουβί πέφτοντας πάνω στον δράστη.
«Μπαμπά» φώναξε η μικρή.
Ο κλόουν στην αρχή τρόμαξε και σάστισε για λίγο, αλλά αμέσως μετά έριξε μια δυνατή γροθιά στο στομάχι του Νικ. Αυτός διπλώθηκε στο κάθισμα από τον πόνο. Άμεσα έπιασε το αριστερό πόδι του κλόουν από τον αστράγαλο και τον πέταξε στο πάτωμα του κλουβιού. Πήγε από πάνω του, ώστε να του κάνει μία λαβή και να τον αφοπλίσει, αλλά ο κλόουν πρόλαβε και με μια αστραπιαία κίνηση του έμπηξε το μαχαίρι στην κοιλιά. Έναν οξύ πόνο αλλά και μια ζεστασιά ένιωσε ο Νικ ο οποίος παραπάτησε και έπεσε μαλακά, αγκαλιάζοντας την κόρη του, πάνω στην αριστερή θέση του κλουβιού. Ο κλόουν, πιάνοντας το μαχαίρι με το δεξί χέρι του, έκανε κίνηση να ξανακαρφώσει τον Νικ στην πλάτη, όμως δεν πρόλαβε, καθώς ένας πυροβολισμός ακούστηκε και μία σφαίρα καρφώθηκε στην αριστερή μεριά του κρανίου του. Όλα είχαν τελειώσει. Ο ελεύθερος σκοπευτής είχε βρει καθαρό στόχο, τον οποίο και εξουδετέρωσε.
 Η μικρή Λυδία κρατούσε αγκαλιά τον πατέρα της, ενώ ένας ποταμός από δάκρυα ξεχυνόταν από τα κουρασμένα μάτια της. Η ρόδα είχε αρχίσει να κινείται ξανά.
 Η μυρωδιά από τριαντάφυλλο και τουλίπα ανάγκασαν τον Νικ να ανοίξει τα μάτια του. Γύρω του έβλεπε μόνο λουλούδια. Μία γνώριμη μορφή ξεπρόβαλε. Ήταν ο αδερφός του.
Δεν ήρθε ακόμα η ώρα να ξαναπιάσουμε τα βουνά μαζί, αδερφέ. Κάποιοι σε έχουν περισσότερο ανάγκη, έσκυψε και τον φίλησε στο μέτωπο απαλά σαν χάδι.
 Δύο χαρούμενες παιδικές φωνές ακούστηκαν στον διάδρομο.
«Ο μπαμπάς ξύπνησε, ο μπαμπάς ξύπνησε» φώναξαν τα παιδιά.

Art lover