Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 2-Κεφάλαιο 8)


ΔΑΣΟΣ ΜΟΡΤΕΤΣΙΑ

    Η ΜΙΑ ΧΩΘΗΚΕ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΑΡΑΙΑ ΔΕΝΤΡΑ που τύλιγαν το ξέφωτο με σκοπό να φτάσει στο δέντρο που είχε δει τελευταία φορά τον Εστέφαν. Σε εκείνο τον κορμό που ήταν δεμένος όταν εκείνη έλυσε τα σκοινιά του και έφυγε για να πάει στο ξέφωτο. Όμως ένα από τα αδύναμα σημεία της Μία ήταν ο προσανατολισμός. Μέσα σε δέκα λεπτά, βρισκόταν περιτριγυρισμένη από ατελείωτα γέρικα δέντρα με μεγάλες και χοντρές ρίζες που βρίσκονταν πάνω στο έδαφος.
Οι ρίζες τους ήταν τόσο πολλές και μεγάλες, που διαπλέκονταν μεταξύ τους. Αυτό σε συνδυασμό με την αστάθεια της Μία, ήταν το αίτιο που πολλές φορές σκόνταφτε όσο προχωρούσε. Τα φυλλώματα των δέντρων ήταν πιο πυκνά τώρα και έκρυβαν ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι του ουρανού. Γύρω της ακούγονταν συνεχώς συριγμοί ερπετών και κραξίματα νυχτόβιων πουλιών. Η Μία ανατρίχιασε τρομαγμένη. Κοίταξε χαμένη το μέρος γύρω της, που ήταν ίδιο προς όσες κατευθύνσεις και αν κοιτούσε. Είχε αποπροσανατολιστεί τόσο πολύ, που δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε πώς να γυρίσει πίσω στο ξέφωτο. Ήθελε να γυρίσει πίσω στον Σάντεν, με τον οποίο ένιωθε προστατευμένη, αλλά δεν ήξερε πώς. Και αν φώναζε για βοήθεια, ίσως να τραβούσε την ανεπιθύμητη προσοχή των ζώων που έβρισκαν καταφύγιο σε αυτά τα δέντρα με τους χοντρούς και μερικές φορές κούφιους κορμούς. Κάθισε σε μία χοντρή, ξύλινη ρίζα που απείχε αρκετά από το έδαφος. Και προσπάθησε να μην δώσει προσοχή στους ήχους της φύσης και της νύχτας. Εντάξει, έχεις λίγο χρόνο μόνη για να σκεφτείς, είπε στον εαυτό της ήσυχα.
    Πριν το καταλάβει, ήταν τόσο βυθισμένη στις σκέψεις της, που δεν πρόσεχε καθόλου το αραιό δάσος που απλωνόταν γύρω της. Την περασμένη εβδομάδα, η απαγωγή της είχε αλλάξει όλη της την ζωή. Δεν είχε πιστέψει ποτέ πως οι δράκοι υπήρχαν στα αλήθεια. Μέσα σε λίγες μέρες όμως είχε βρεθεί δεμένη μέχρι θανάτου με έναν, και σημαδεμένη με μια λευκή και κόκκινη φολίδα στο στέρνο της. Άγγιξε τη φολίδα της και θυμήθηκε τον Σάντεν, που μεγάλωνε αφύσικα γρήγορα. Μέσα σε δύο μέρες ο δράκος είχε διπλασιαστεί σε μέγεθος, αν συνέχιζε έτσι σε μια βδομάδα θα ήταν αρκετά μεγάλος για να πετάξει μαζί της. Χαμογέλασε στην σκέψη πως θα μπορούσε να πετάξει μαζί με τον Σάντεν. Όχι, μπορεί να μην μου επιτρέψει ποτέ κάτι τέτοιο αυτός ο υπερόπτης, κατέληξε και γέλασε μόνη της. Ο δράκος αυτός όμως, ήταν ο λόγος που την ανάγκαζε να εμπλακεί στον πόλεμο. Εκείνη δεν είχε κανέναν λόγο να πάρει μέρος σε κάτι τόσο επικίνδυνο, αλλά είχε αυτήν την υποχρέωση τώρα πια.
    Πίστευε πως έπρεπε η Έις να εξουσιάσει το Άπερον και να πάρει την δύναμη από σκοτεινούς μάγους όπως ήταν ο Κέζελθ. Ακόμη θυμόταν πώς είχε πεθάνει ο άντρας της Έις, ο Τζάτεντ Λαστ. Η Μία ήταν μόλις δέκα χρονών και η μητέρα της είχε τρέξει στο μικρό μαρμάρινο κάστρο του Σόντερν. Το κορίτσι είχε δει στα γαλάζια μάτια της μητέρας της πως κάτι κακό είχε συμβεί και την είχε ακολουθήσει. Όταν είχαν φτάσει στην αυλή του παλατιού, η Έις στεκόταν πάνω από το σώμα του νεκρού άντρα, με ένα κενό βλέμμα στα μάτια. Η Μία είχε δει ένα δάκρυ να κυλάει στα μάγουλα της γυναίκας του ηγέτη του Σόντερν. Ήταν μόνο ένα, αλλά το κορίτσι είχε νιώσει πως μέσα σε αυτό κρυβόταν μεγάλη θλίψη. Τότε η Έις είχε πει σε όλους τους κάτοικους του Σόντερν: «Όπου υπάρχει μαύρη μαγεία, υπάρχει θάνατος. Όπου υπάρχει πόλεμος, υπάρχει θάνατος. Αλλά ο μόνος τρόπος να πολεμήσουμε αυτόν τον φαύλο κύκλο είναι να εξουσιάσει το Άπερον κάποιος ηγέτης που δεν έχει βλέψεις ούτε για την μαύρη μαγεία, ούτε για τον πόλεμο». Αυτά τα λόγια είχαν χαραχθεί βαθιά μέσα στην ψυχή της νεαρής Μία. Από εκείνη την μέρα αποστρεφόταν την μαγεία, και τον πόλεμο. Αλλά την ίδια στιγμή ήξερε πως η Έις θα μπορούσε να τα σταματήσει αυτά. Εκείνη ήταν η στιγμή που η Μία υποσχέθηκε στον εαυτό της, πως αν ποτέ πολεμούσε, θα το έκανε για την Έις.
    Αυτή η ανάμνηση έφερε στο μυαλό της Μία ότι είχε συμβεί περίπου ενάμιση χρόνο πριν, όταν ήταν δεκαεννέα χρονών. Ήταν η πρώτη φορά που είχε γνωρίσει μάγους. Αναρωτήθηκε πώς γινόταν να είναι ακόμη ζωντανή, αν είχε πεθάνει στα αλήθεια. Η Λύριο της είχε πει με σιγουριά πως την είχε σκοτώσει εκείνος ο άντρας. Μέχρι τότε η Μία αρνούταν να πιστέψει κάτι τέτοιο. Έλεγε συνεχώς στον εαυτό της πως απλά είχε επιβιώσει από την σφοδρή πτώση. Όμως είχε ακούσει το λαιμό της να σπάει. Πώς ήταν δυνατόν να είχε συνέρθει χωρίς καμία πληγή, κανέναν μώλωπα; Είχε ξυπνήσει και δεν υπήρχε κανένα σημάδι πως όσα θυμόταν ήταν αληθινά. Το μόνο στοιχείο που είχε η Μία, για να πιστέψει πως όσα είχε ζήσει ήταν αληθινά, ήταν το μέρος που κειτόταν. Ήταν το ίδιο σημείο στο οποίο είχε αφήσει το σώμα της να πέσει, ο άντρας. Ότι κι αν είχε συμβεί αφού είχε χτυπήσει στο έδαφος, ήταν πολύ σημαντικό για εκείνη και ήθελε να το μάθει. Όμως δεν είχε δει ποτέ ξανά το πρόσωπο του αγοριού ή της κουκουλωμένης κοπέλας στο Σόντερν. Τα αναζητούσε ανάμεσα στους λιγοστούς κατοίκους, όμως δεν υπήρχαν πουθενά. Έμοιαζε σαν να είχε δει κάποιο παράξενο και τρομακτικό όνειρο. Μερικές φορές πίστευε πως ήταν μόνο η φαντασία και το μυαλό της που έπαιζαν παιχνίδια μαζί της. Αλλά η Λύριο την είχε γυρίσει πίσω σε εκείνη την στιγμή, και την είχε ζήσει ξανά. Τώρα πια πίστευε πως όλα όσα θυμόταν ήταν αληθινά. Ίσως την πρώτη φορά που τα είχε ζήσει να δίσταζε να το πιστέψει, όμως την δεύτερη δεν μπορούσε παρά να πειστεί. Όσα είχε ζήσει ήταν αληθινά, όσο αλλόκοτο και αν ήταν αυτό. Έτσι αποφάσισε πως όπου κι αν πήγαινε, θα συνέχιζε να ψάχνει αυτά τα πρόσωπα. Θα το έκανε αυτό για να τους ρωτήσει κάτι πολύ σημαντικό για εκείνη: Γιατί δεν είμαι νεκρή; Η Μία ανατρίχιασε με την τελευταία σκέψη της, και επανήλθε απότομα στο σκοτεινιασμένο σκιερό δάσος με τους τρομακτικούς ήχους.
    Η κοπέλα έμεινε ακίνητη, και παγωμένη στην θέση της. Θα ορκιζόταν πως αισθανόταν μία παρουσία καθισμένη δίπλα της, όμως το πιο τρομακτικό ήταν πως η περιφερειακή της όραση της το επιβεβαίωνε. Γύρισε πολύ αργά το κεφάλι της, ενώ η καρδιά της ξεκίνησε να πάλλεται γρήγορα και δυνατά, τόσο πολύ που τράνταζε το σώμα της. Αυτό που είδε την ανάγκασε να πεταχτεί μακριά από την ρίζα και να κολλήσει την πλάτη της στον κορμό του απέναντι δέντρου. Κάποιος ήταν δίπλα  της. Δεν ήταν άνθρωπος, γιατί ήταν διαφανής, αλλά τα χαρακτηριστικά του έμοιαζαν ανθρώπινα. Η εικόνα του ήταν θαμπή και εξέπεμπε ένα δικό της φως. Η Μία κοίταξε καλύτερα το πρόσωπο της σιλουέτας και αναφώνησε τρομοκρατημένη. Δεν μπορεί, δεν μπορεί, σκέφτηκε και προσπάθησε να πειστεί πως ότι έβλεπε ήταν απλά ένα αποκύημα της φαντασίας της. Η διαφανής σιλουέτα ήταν αντρική, και η Μία θα ορκιζόταν πως κοιτούσε κατάματα τον Τζάρεντ Λαστ. Τον πρώην ηγέτη του Σόντερν και άντρα της Έις. Κοιτούσε την κορμοστασιά και το πρόσωπο του νεκρού άντρα. Τα καστανά μαλλιά του έπεφταν βαριά στα πλάγια του προσώπου του, και έφταναν μέχρι το σαγόνι του. Τα μάτια του είχαν μια σκούρα μπλε απόχρωση και φαίνονταν βαριά από το ποτό. Σίγουρα είχε παραπάνω κιλά από όσα θα άρμοζαν σε έναν ηγέτη. Φορούσε την ασημένια πανοπλία που του είχαν φορέσει όταν είχε πεθάνει. Ο άντρας έμοιαζε σαν να αποτελούσε μια ξεχασμένη ανάμνηση που γύρισε να την στοιχειώσει. Ο Τζάρεντ την κοίταξε με απορία και ύστερα με έκπληξη.
«Μπορείς να με δεις;» Την ρώτησε με ένα ενθουσιώδες χαμόγελο στα χείλη.
    Εντάξει αρκετά κρατήθηκες, είπε η Μία στον εαυτό της όταν άκουσε το φάντασμα να της μιλάει. Άνοιξε το στόμα της και έβγαλε ένα ουρλιαχτό φρίκης. Την ίδια στιγμή ο άντρας έτεινε τα χέρια του προς το μέρος της. Η Μία χωρίς δεύτερη σκέψη ξεκίνησε να τρέχει μακριά από τον νεκρό άντρα. Δεν γύρισε καν να κοιτάξει πίσω για να δει αν την ακολουθούσε. Μόνο κινούταν όσο πιο γρήγορα της επέτρεπε το σώμα της. Τι ήταν αυτό; Συνέβη στα αλήθεια; Έχω ξεκινήσει να χάνω τα λογικά μου, αυτό είναι. Η κοπέλα σχημάτισε έναν πανικόβλητο εσωτερικό μονόλογο χωρίς να μπορεί να αποφασίσει αν είχε δει πραγματικά κάποιον νεκρό άνθρωπο ή όχι. Δεν ήθελε να πιστέψει πως είχε συμβεί κάτι τόσο εξωπραγματικό όμως ήταν σίγουρη πως τον είχε δει. Είχε δει τον άντρα να κάθεται δίπλα της, είχε κοιτάξει τα μάτια του και είχε ακούσει σι φωνή του. Τι συνέβαινε; Έτσι όπως έτρεχε η κοπέλα ένιωσε το σώμα της να σταματά απότομα. Είδε με ανακούφιση πως είχε πέσει πάνω σε ένα οικείο άτομο. Τα φωτεινά γαλάζια μάτια του Εστέφαν την κοίταζαν ανήσυχα και τα χέρια του είχαν τυλιχτεί γύρω της.
«Ησύχασε, είσαι ασφαλής. Τι στο καλό συνέβη;» Απαίτησε να μάθει ο Εστέφαν με ανήσυχο βλέμμα. Η Μία δεν προσπάθησε να φύγει μακριά του. Πολεμούσε ακόμη να ανακτήσει την ανάσα της από το τρέξιμο, και να βάλει σε τάξη τις σκέψεις της.
«Μάλλον είδες το μεγαλείο των μαγικών αυτών γέρικων δέντρων». Αυτή η φωνή ανήκε στον Κλέιν. Η Μία στράφηκε να κοιτάξει τον άντρα, και αυτή τη φορά απέδρασε από την αγκαλιά του Εστέφαν. Κοίταξε τον τριαντάχρονο άντρα περιμένοντας να ακούσει τι είχε να πει. «Αυτά τα δέντρα, είναι μαγεμένα. Λένε πως ένα τέτοιο δέντρο φυτρώνει κάθε χίλια χρόνια. Ονομάζονται Μορτέτσια. Αν καθίσεις κοντά σε ένα τέτοιο, και σκεφτείς κάποιον άνθρωπο που έχει πεθάνει, μερικές φορές μπορεί να τον δεις να στέκεται κοντά σου. Ίσως ακόμη να καταφέρεις να μιλήσεις μαζί του. Αλλά αυτό είναι σπάνιο φαινόμενο». Της εξήγησε ο Κλέιν. Ύστερα πήρε μία έκφραση που πρόδιδε το ενδιαφέρον του. «Εσύ ποιον είδες;».


Ράνια Ταλαδιανού