Η Μάγισσα του Αέρα (Κεφάλαιο 27) Τύψεις και παλιές ιστορίες - Μέρος 3ο

ΤΑΪ ΧΑΛΙΓΟΥΕΛ
«...Μέρα» πετάει ξερά ο Κα μπαίνοντας εντελώς απροειδοποίητα από την πίσω πόρτα της κουζίνας, κλείνοντας με φόρα την πόρτα πίσω του και βγάζοντας με άθελά του από τη δύσκολη θέση να κουκουλώσω την ντροπιαστική ιστορία της σοφίτας στην εμπαθητική μητέρα του. Αν ήξερε πόσο με βόλεψε αυτή τη στιγμή, θα έριχνε σπίρτο να αυτοπυρπολυθεί επί τόπου.
«Κα!» ξαφνιάζεται η θεία μου. «Τώρα γυρνάς σπίτι; Πού στο καλό ήσουν όλο το βράδυ;» φωνάζει ανήσυχη προς το μέρος του η θεία Τζέιν.
Ο Κα της ρίχνει μια περηφρονητική ματιά, όπως πάντα και με τη δύναμη της τηλεκίνησης βάζει τον έτοιμο καφέ που υπάρχει στην καφετιέρα σε μια μεγάλη κούπα, η οποία αφού γεμίσει μέχρι πάνω, προσγειώνεται ομαλά στο χέρι του.
«Κα, σου μιλάω» επιμένει η θεία μου και δείχνει να καταβάλλει μια παραπάνω προσπάθεια στο να συγκεντρωθεί. Πιθανότατα να προσπαθεί να ‘διαβάσει’ το οποιοδήποτε συναίσθημα πάνω στον γιο της. Όμως φαίνεται να αποτυγχάνει. «Πάλι φοράς το δαχτυλίδι του πατέρα σου; Σου έχω απαγορ...»

«Δεν είσαι σε θέση να μου απαγορεύσεις τίποτα, μητέρα» της απαντά ευθαρσώς ο Κα, με την τελευταία λέξη στην πρότασή του να στάζει χολή και φαρμάκι. «Αυτό το δαχτυλίδι το άφησε σε μένα και μπορώ να κάνω ό,τι θέλω με αυτό».
Το χρυσό, σφυρήλατο δαχτυλίδι στο δάχτυλο του ξαδέρφου μου, με την τετράγωνη όψη και τις μαύρες ημιπολύτιμες πέτρες που στολίζουν αρμονικά τις γωνίες του, ήταν κληροδότημα του πατέρα του σε αυτόν. Και δεν είναι ένα κοινό δαχτυλίδι. Είναι ένα μαγεμένο αντικείμενο προστασίας, το οποίο παρέχει στον κάτοχο του προστασία στην μαγεία της αποκάλυψης. Αυτό σημαίνει πως αυτός που το φορά είναι άτρωτος στις δυνάμεις των εμπαθητικών, σε μαγείες και ξόρκια που δίνουν πρόσβαση στις σκέψεις και τις αναμνήσεις του, στην ιδιότητα κάποιων Καθοδηγητών και μάγων να ‘νιώσουν’ αν η μαγεία του είναι λευκή ή μαύρη και σε Ιερά ή μαγεμένα αντικείμενα αποκάλυψης της μαγικής του φύσης ή άλλων επτασφράγιστων μυστικών.
«Κα, σε παρακαλώ» αλλάζει αμέσως στάση η θεία μου και μαλακώνει τον τόνο της απέναντι στον ξάδερφό μου. Φυσικά όλοι ξέρουμε ότι αυτό ποτέ δεν έχει αποτέλεσμα πάνω στον Κα.
«Άντε γεια» είναι η απάντηση του προς τη μητέρα του και έπειτα μας γυρνά την πλάτη και βγαίνει από την κουζίνα κατευθυνόμενος προς το σαλόνι.
Η θεία μου έχει σηκωθεί από τη θέση της εμφανώς αναστατωμένη. Η προηγούμενη λαμπερή και χαρούμενη όψη της έχει πλέον αντικατασταθεί από την μαυρίλα των αρνητικών συναισθημάτων που όπως πάντα της προκαλεί η αλληλεπίδραση με τον γιο της.
Είναι τόσο κρίμα, πραγματικά.
«Άσε θεία, θα πάω να του μιλήσω» λέω αποφασισμένος να του τα ψάλλω για τα καλά αυτήν τη φορά.
«Μην ασχολείσαι αγόρι μου, δεν πειράζει. Θα του μιλήσω εγώ όταν γυρίσω» πράγμα που δε γίνεται ποτέ. «Πήγαινε στο σχολείο με τα αδέρφια σου. Κι εγώ θα φύγω αμέσως, έχω αργήσει ήδη», είναι η απάντησή της και σκουπίζοντας διακριτικά ένα δάκρυ με τα ακροδάχτυλά της, που ήταν έτοιμο να κυλήσει στα μάγουλά της και να της χαλάσει το μακιγιάζ, παίρνει τον χαρτοφύλακά της και φεύγει από τη πίσω πόρτα.
Ε, τώρα είναι που θα τα ακούσει ο άλλος!
«Κα, θέλω να σου μιλήσω» του δηλώνω χωρίς περιθώρια επιλογής.
«Εγώ πάλι θέλω να πιώ τον καφέ μου και να φύγω» μου απαντά αδιάφορα, χωρίς καν να γυρίσει να με κοιτάξει. Έχει στρογγυλοκαθίσει στον μεγάλο καναπέ, με τα πόδια πάνω στο τραπεζάκι, χωρίς φυσικά να βγάλει τα παπούτσια του. Το χώμα από τις σόλες του έχει ήδη λερώσει το ολόλευκο σεμεδάκι της μαμάς μου, πράγμα που θα της επιφέρει δεκατρία απανωτά εγκεφαλικά μόλις το δει.
«Ρε, την παλεύεις καθόλου;» τον ρωτάω τελικά, μη μπορώντας να διατηρήσω την ψυχραιμία μου απέναντι στην απάθεια και τη γαϊδουριά του. Με δυο βήματα φτάνω κοντά του και με τα χέρια μου κατεβάζω απότομα τα βρωμοπόδαρά του από το σεμεδάκι της μαμά μου.
Ο Κα ταράζεται λίγο από αυτή μου την κίνηση. Γενικά, το να τον ακουμπάω ή τέλος πάντων το να επιχειρώ οποιαδήποτε επιθετική κίνηση απέναντί του είναι κάτι που αποφεύγω συστηματικά, καθώς στο πρόσφατο παρελθόν έχουμε βρεθεί πολλάκις να πιανόμαστε στα χέρια ή να χρησιμοποιούμε τις δυνάμεις μας ο ένας ενάντια στον άλλο, για τους πιο ηλίθιους λόγους. Πράγμα απαράδεκτο και για τους δυο μας, αφού η χρήση μαγείας για προσωπικό όφελος ή για μικροκαβγάδες τέτοιου είδους δεν εγκρίνεται στη ζωή των λευκών μάγων. Και ο Κα είναι τόσο ευέξεπτος και παρορμητικός, που αυτόν τον μικρό κανόνα τον παραβλέπει συχνά πυκνά.
«Μην τολμήσεις να το ξανακάνεις αυτό» μου λέει με απειλητικό ύφος.
Παίρνω βαθιά ανάσα και εκπνέω αργά. Πρέπει να ηρεμήσω για να μην αρχίσουμε τις σφαλιάρες.
«Εντάξει, εντάξει, δε θα ξαναγίνει» του λέω και ελπίζω να είναι αρκετό. «Δεν χρειαζόταν να της μιλήσεις έτσι».
«Βαρετόοο-οοο-οοος» μουρμουράει τραγουδιστά και σηκώνεται από τη θέση του για να φύγει, έχοντας ξεχάσει τα νεύρα του σχεδόν αυτόματα.
«Κα, σοβαρέψου επιτέλους».
«Και πού είναι η πλάκα σε αυτό;»
«Δεν είναι όλα αστεία σε αυτή τη ζωή».
«Στη δική σου ζωή, μπορεί. Είναι όλο πρέπει και μη. Είναι βαρετή».
«Η Τζέιν πληγώνεται από τη συμπεριφορά σου. Και μετά από όλα όσα έχει κάνει για σένα θα έπρεπε...»
«Αυτό που έκανε για μένα ήταν να μου στερήσει τον πατέρα μου. Δεν καταλαβαίνω για ποιον λόγο να της χρωστάω κάτι».
«Δεν φταίει αυτή για τον θάνατο του Ράιαν».
«Μα φυσικά και δεν φταίει μόνο αυτή. Όλοι σας φταίτε. Εσείς τον σκοτώσατε. Τον εγκαταλείψατε την στιγμή που σας χρειαζόταν περισσότερο.».
Κατά κάποιον τρόπο έχει ένα δίκιο. Ο Ράιαν Τέρνερ πέθανε επειδή η θεία και οι γονείς μου αρνήθηκαν να τον βοηθήσουν να ανατρέψει τον Βασιλιά της Πηγής του Κακού. Αλλά δεν έχει εξ ολοκλήρου δίκιο. Γιατί πολύ απλά οι δικοί μας δεν είχαν άλλη λύση. Έπρεπε να το κάνουν.
«Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν ήταν τόσο απλά τα πράγματα. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς» του υπενθυμίζω.
Όχι, δεν γινόταν να πράξουν διαφορετικά.
Ο Ράιαν Τέρνερ ήταν ένας από τους πιο ισχυρούς δαίμονες που είχε υπό τις προσταγές του ο Βασιλιάς του Κάτω Κόσμου. Μετρούσε περίπου πεντακόσια χρόνια τυφλής υπακοής στο απόλυτο Κακό και είχε φτάσει σε δύναμη και επιρροή ακόμα και τη Δαιμονική Τριάδα, το Συμβούλιο των εκλεκτών δαιμόνων του Βασιλιά. Ήταν μάλιστα ο επόμενος που θα του κληροδοτούνταν ο Σκοτεινός Θρόνος, αν δεν εμφανιζόταν κάποιος κληρονόμος εξ αίματος. Κάποιοι λένε ότι είχε φτάσει σε τέτοιο επίπεδο δύναμης χάρη στη διττύ του φύση, την οποία ποτέ δεν απαρνήθηκε ή κατέστειλε. Είχε γεννηθεί μισός δαίμονας, μισός μάγος. Και είχε αναπτύξει εξίσου και τις δυο του μαγικές πλευρές.
Όλα αυτά φυσικά μέχρι που γνώρισε τη θεία Τζέιν. Το γεγονός ότι δεν είχε ενδώσει εξ ολοκλήρου στην δαιμονική του καταγωγή, τον καθιστούσε τρωτό στα ανθρώπινα συναισθήματα, όπως αυτό του έρωτα και της αγάπης. Και την θεία Τζέιν την ερωτεύτηκε. Βαθιά και αληθινά. Και έπειτα την αγάπησε. Με μια αγάπη ολοκληρωτική και ανιδιοτελή που το αποδείκνυε σε αυτήν καθημερινά, μέχρι το τέλος.
Όταν αποκαλύφθηκε στον Βασιλιά του πως ο καλύτερός του στρατιώτης, ο πιο δυνατός ανάμεσα στους ισχυρούς, ο πιο ικανός από την δαιμονική ελίτ του ήταν πια ένας προδότης τα πράγματα ξέφυγαν πολύ. Επιπλέον, διέρευσε στον Κάτω Κόσμο ότι ο Ράιαν Τέρνερ είχε βάλει στο μάτι τον θρόνο και πως είχε μεγάλες πιθανότητες να τα κατάφερει με τη βοήθεια μιας μάγισσας Χάλιγουελ που είχε σαγηνεύσει. Πόλεμος μεγάλος ξέσπασε ανάμεσα στις φατρίες και τα δαιμονικά πλάσματα χωρίστηκαν σε δυο εικονικά στρατόπεδα, αυτό του νόμιμου Βασιλιά και το άλλο του επαναστάτη δαίμονα.
Ο πατέρας του Κα δεν ήθελε αρχικά καμία ανάμειξη σε αυτό, απ’ όσα ξέρω. Ήταν τρισευτυχισμένος δίπλα στην γυναίκα που αγαπούσε και ήταν να φέρει στον κόσμο το παιδί τους. Τον σπόρο της αγάπης τους. Ήταν έτοιμος να απαρνηθεί τις δυνάμεις του και να ζήσει κοντά τους όντας ένας κοινός θνητός.
Ο Βασιλιάς όμως έστελνε συνεχώς τα τσιράκια του να αφανίσουν τον προδότη από προσώπου γης. Και όταν το πήρε απόφαση πως κανένας υπήκοός του δεν θα ήταν ποτέ ικανός να βγάλει από την μέση τον μεγάλο προδότη, έστειλε τους δαίμονες του κατά της Τζέιν. Κατάφερε να την απαγάγει και να τη βασανίσει και σκόπευε να κλέψει με μαύρη μαγεία το παιδί που κυοφορούσε ώστε να το μεγαλώσει σαν κληρονόμο του και να τον στρέψει κατά του πατέρα του, όταν θα έρθει η ώρα. Η τέλεια εκδίκηση!
Τότε ο Ράιαν έγινε έξω φρενών. Έχασε τον εαυτό του. Ανέλαβε την ηγεσία των δαιμόνων που επαναστάτησαν και κατάφερε να απελευθερώσει την Τζέιν, όμως αυτό δεν ήταν πια αρκετό. Ήθελε να χύσει αίμα. Ήθελε να εξοντώσει τον διώκτη του. Ήθελε να εκδικηθεί για όσα υπέστη η γυναικά που αγαπούσε πιο πολύ από το οτιδήποτε.
Ζήτησε βοήθεια από την οικογένειά μας για να βγάλει από τη μέση τον Βασιλιά. Ήταν μάλιστα σίγουρος ότι θα την έχει. Τι πιο λογικό από το να τον βοηθήσουν οι Χάλιγουελ να βγάλει από τη μέση τον μεγαλύτερο εχθρό τους;
Η οικογένειά μου όμως αρνήθηκε. Οι Γηραιότεροι των εκπροσώπων του Καλού απαγόρευσαν ρητά την συνεργασία της οικογένειάς μας με ένα δαίμονα, καθώς κάτι τέτοιο είναι ενάντια στους Κανόνες. Εκτός αυτού όμως, υπήρχε άλλο ένα πρόβλημα στο σχέδιο του Ράιαν. Αν κατάφερνε όντως να εξοντώσει τον Βασιλιά θα έπρεπε, σαν δαίμονας που ήταν, να πάρει τη θέση του. Θα λάβαινε αυτομάτως το χρήσμα Του Κακού και τις δυνάμεις του Βασιλιά και ο δρόμος του τότε θα ήταν προδιαγεγραμμένος και χωρίς γυρισμό. Κανένας λευκός μάγος στον μαγικό μας κόσμο δε θα ήθελε να δει έναν δαίμονα τέτοιας φήμης και ισχύος όπως ήταν ο Ράιαν, στο θρόνο του Κάτω Κόσμου. Του Δαίμονα Κτάζορ. Του Δαίμονα του Αίματος.
«Τάι, παράτα με» μου λέει και μου γυρνάει την πλάτη για να φύγει. «Έχω αργήσει και πρέπει να πάρω και το κορίτσι μου πριν το μάθημα» μου λέει και στον τόνο την φωνής του μπορώ να διακρίνω κάποια ικανοποίηση.
«Το... κορίτσι σου;» επαναλαμβάνω σοκαρισμένος.
«Την Μπόνι, ντε!» γυρίζει και πάλι προς το μέρος μου από την κορυφή της σκάλας, με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. Με ύφος θριαμβευτικό συνεχίζει: «Ξέρεις τώρα... Την προστατευόμενή σου. Αυτή που τόσες φορές απέτυχες να προστατέψεις σαν Καθοδηγητής και που ήσουν ανίκανος να κατακτήσεις σαν άντρας; Αυτήν!»

Και τελειώνοντας την πρότασή του, σκάει σε δυνατά, κοροϊδευτικά γέλια τα οποία χάνονται στον επάνω όροφο, καθώς απομακρύνεται, ενώ εγώ την ίδια στιγμή θέλω να εμφανιστεί ένας Μαύρος Κυνηγός και να με καρφώσει στην καρδιά με το δηλητηριασμένο βέλος του.


Foni Nats