Διηγήματα Φαντασίας από τα όρια της ύπαρξης και της ζωής (Διήγημα 2ο) - "Η τελευταία νύχτα"

Η τελευταία νύχτα έφθασε και η αυγή δεν θ' ανατείλει πια για μένα· και τελευταίο καταφύγιο μού έμειναν οι αναμνήσεις...

Γεννήθηκα στη Γη και ήμουν σπουδαίος επιστήμονας. Ιδανικό μου ήταν η ζωή και οι ηδονές της. Σαν ορθολογιστής που ένιωθα, δεν είχα στη ζωή φραγμούς μπροστά στην εκπλήρωση των ονείρων μου, που ήταν να απομυζώ κάθε χαρά τής ζωής, όσο περισσότερο μπορούσα. Γι' αυτό και έγινα επιστήμονας, για να προλάβω πρώτος να εκμεταλλευθώ τις δυνατότητες που μου έδινε η γνώση. Γιατί γνώριζα ότι «η γνώση είναι δύναμη». Και η δύναμη δεν ήταν για μένα ευθύνη, αλλά ευκαιρία απόλαυσης τής ζωής.

Έγινα Φυσικός και Γενετιστής, γιατί σ' αυτούς τους τομείς έβλεπα ότι παιζόταν «το παιχνίδι» τής ύλης και τής ζωής. Και ξόδεψα τις πρώτες δεκαετίες τής ζωής μου στην άριστη κατάρτισή μου σ' αυτές τις επιστήμες.

Και η ευκαιρία που περίμενα δεν άργησε να φανεί στη Φυσική. Την ονομάσαμε: «άφθαρτη ύλη». Ήταν μία παράξενη και εξωτική μορφή τής ύλης που δεν υπήρχε με φυσικό τρόπο στο σύμπαν. Αλλά ίσως μπορούσε να δημιουργηθεί από εμάς! Χαρακτηριστικό της, η αφθαρσία! Μ' έναν παράξενο τρόπο τα σωματίδιά της ήταν αδιάσπαστα, αν κι έμοιαζε με τη γνωστή μας ύλη. Και τα στοιχεία της ήταν αδύνατον να διασπασθούν, όταν τα σταθεροποιούσαμε με πεδία άφθαρτης ενέργειας, που λες και ανάβλυζε από το μηδέν γύρω απ' αυτήν την ύλη.

Καμία πίεση, καμία θερμοκρασία, καμία διάσπαση, καμία φθορά, δεν ήταν δυνατόν να τη διασπάσει, όταν τη σταθεροποιούσαμε. Και οι δεσμοί των χημικών ενώσεών της, ακολουθούσαν σταθερά το πρόγραμμα εναλλαγών που εμείς τούς επιβάλλαμε να ακολουθούν για πάντα. Χωρίς παραστρατήματα, χωρίς αλλοίωση, χωρίς ανάγκη ενέργειας. Μόνο εναλλαγή δεσμών που ήταν αδύνατον να διακοπούν και να ανακοπούν.

Ως Γενετιστής όμως είχα και το δικό μου μυστικό πρόγραμμα. Ένα συνθετικό DNA φτιαγμένο από «άφθαρτη ύλη». Ένα σώμα που δε θα άλλαζε, δε θα γερνούσε, δε θα πεινούσε, δε θα φθειρόταν. Καμία θερμοκρασία, καμία πίεση και καμία έλλειψη δε θα μπορούσε να το καταστρέψει.

Κι αυτό το σώμα θα ήταν το δικό μου! Θα ήμουν ένας πραγματικός θεός!

Το χαμστεράκι μου φαινόταν υπέροχο με το νέο του άφθαρτο σώμα, καθώς το άφθαρτο Prion αντικαθιστούσε κάθε πρωτεΐνη και κάθε αμινοξύ στο σώμα του. Και ένιωσα απόλυτα σίγουρος για την απόφασή μου, όταν είδα το ζωάκι μου να επιβιώνει χαρούμενο μέσα στη φωτιά και κάτω από τη θάλασσα. Ούτε αέρας, ούτε τροφή, ούτε ανάγκες, ούτε κίνδυνοι. Το επόμενο βήμα ήταν το δικό μου σώμα!

...

Με το νέο μου άφθαρτο σώμα ένιωσα πανίσχυρος. Κανένας κίνδυνος, καμία ανάγκη, κανένας πόνος, κανένας νόμος και κανένα εμπόδιο δε θα μπορούσε να με καταβάλει. Η φωτιά δε με έκαιγε, τα μαχαίρια δε με τρυπούσαν, οι σφαίρες δε με διαπερνούσαν. Απλώς με έσπρωχναν.

Ο στόχος είχε επιτευχθεί και η ζωή μου ήταν εξασφαλισμένη ό,τι κι αν συνέβαινε. Για πάντα!

Έβλεπα τις γενιές να περνούν από μπροστά μου και οι κβαντισμένοι μου νευρώνες κατέγραφαν τα πάντα, χωρίς λήθη και χωρίς κορεσμό. Χωρίς κορεσμό απολάμβανα και τη ζωή μου ζώντας έντονα τη μία μέρα μετά την άλλη.

Περπάτησα στους βυθούς, μέσα στη λάβα, πάνω στους πάγους και μέσα σ' αυτούς. Είδα τους φίλους μου και τους εχθρούς μου να πεθαίνουν, αυτούς και τα παιδιά τους, και τα παιδιά των παιδιών τους. Είδα έθνη να γεννιούνται και να χάνονται στην επέλαση τού χρόνου και κανένας αντίπαλος, καμία φυλακή, κανένα όπλο δεν μπόρεσε να με νικήσει.

Είδα βουνά να ορθώνονται και να γκρεμίζονται, νησιά να αναδύονται και να βουλιάζουν και τους ανθρώπους να αλλάζουν μορφές και σώματα. Και το δικό μου σώμα πάντα ίδιο και αναλλοίωτο. Είδα πλανήτες να αποικίζονται και πέταξα χωρίς στολή στο κρύο και στην κάψα τού διαστήματος. Κολύμπησα στην κόλαση τής Αφροδίτης και σύρθηκα ζωντανός στο έδαφος κάτω από την πίεση τού Κρόνου και αναζήτησα κάθε μορφή εμπειρίας.

Είδα τον ήλιο να κοκκινίζει και να φουσκώνει και τη Γη να καίγεται και τους ανθρώπους να καταφεύγουν σε επιστημονικούς και σε θρησκευτικούς παραδείσους. Είδα τον γαλαξία να αλλοιώνεται και να σκορπίζει τα άστρα του, όπως ο άνεμος κάποτε έγδυνε τα φύλλα από τα δέντρα...

Είδα το σύμπαν να διαρρηγνύεται σαν κομματιασμένο χαρτί και τους γαλαξίες ν' απομακρύνονται όλο και περισσότερο, όλο και ταχύτερα, και τίποτα πια να μην έχει απομείνει κοντά στον παγωμένο αυτό αρχαίο πλανήτη με τα τέσσερα σβησμένα άστρα του. Γύρω μου όλα χάθηκαν μέσα στο σκοτάδι, το αιώνιο παντοτινό σκοτάδι. Ακόμα και τα τελευταία μακρινά, αμυδρά άστρα έπαψαν πια να λάμπουν στον κατάμαυρο ουρανό του.

Η νύχτα διαδέχεται τη νύχτα. Δεν έχω πια απόλαυση, δεν έχω στόχους και προσδοκίες. Μόνο ζω και θα ζω... Μόνος...

...

Η τελευταία αιώνια νύχτα έφθασε και η αυγή δε θ' ανατείλει πια για μένα· και τελευταίο καταφύγιο μού έμειναν οι αναμνήσεις...




Χρόνης Πάροικος