Στη λάθος πλευρά του παραδείσου (Κεφάλαιο 28)

Ο Μαξ στεκόταν μπροστά στο αποτρόπαιο θέαμα με σφιγμένα χείλη και γροθιές. Προσπαθούσε με πολύ κόπο να συγκρατήσει τον θυμό και την αηδία του για το απονενοημένο διάβημα της ανόητης γυναίκας του. Μισούσε τους δειλούς και η πράξη της Ντίτρε μόνο λιποψυχία έδειχνε.
               Η Σιμόν κοιτούσε αποσβολωμένη και γεμάτη φρίκη, το άψυχο κορμί που κείτονταν στις πέτρες της αυλής. Δεν της είχε επιτραπεί να κατέβει· στις γυναίκες δεν άρμοζε να παρίστανται σε τέτοιες περιστάσεις. Ήταν αναγκασμένη να υπομένει τον πόνο της απώλειας κλειδωμένη στο δωμάτιο της.  Έτρεμε ολόκληρη!  Έπιανε και τραβούσε τα μαλλιά της αδυνατώντας να το πιστέψει.
               «Μανούλα μου!» έλεγε και ξανάλεγε μέσα σε λυγμούς και αναφιλητά.
               Μέσα στα λιγοστά άτομα που ήταν μαζεμένα δίπλα στον πατέρα του, διέκρινε και την αποκρουστική μορφή του Κάρλ. Πλημμύρισε από οργή. Τώρα πια ήταν ολομόναχη, έρμαιο στα χέρια αυτού του ανθρωπόμορφου κτήνους που, όπως είχε διαπιστώσει και μόνη της, ήταν αδίστακτος.
               Μπορούσε να διακρίνει το ύφος του από εκεί που στεκόταν. Ένα ύφος γεμάτο έξαψη στη θέα του αίματος και της φάνηκε μάλιστα πως χαμογελούσε. Τρόμαξε καθώς συνειδητοποιούσε πως το μέλλον της χώρας της και των ανθρώπων της, εξαρτιόνταν από αμείλικτα άτομα σαν κι αυτόν.

               Στην άλλη άκρη της πόλης, o Αντόν ντυνόταν με δυσκολία. Το τραύμα στο χέρι του μπορεί να επουλωνόταν αργά και σταθερά, μα ο πόνος του χωρισμού από την αγαπημένη του ήταν πολύ μεγαλύτερος.
               Στο δωμάτιο μπήκε η μητέρα του που απόρησε μόλις τον είδε «Τι κάνεις εκεί νεαρέ;»
               Ο Αντόν συνέχισε να ντύνεται χωρίς να της απαντήσει. Τον πλησίασε και τον έπιασε από το μπράτσο, αναγκάζοντάς τον να την κοιτάξει «Σου μιλάω νεαρέ!»
               Η φωνή της βγήκε αυστηρή, περισσότερο από ότι είχε συνηθίσει. Όλη η έγνοια και η αγωνία της μάνας έβγαινε ξαφνικά στην επιφάνεια. Μπορούσε να το διακρίνει στον τόνο της, στα μάτια της.
               «Έχω μια δουλειά» της είπε και χαμήλωσε αμέσως τα μάτια του.
               Η Άννα έκανε ένα βήμα πίσω κι έσφιξε τη ζακέτα πάνω στο στήθος της. Μια σκιά πόνου σκέπασε το πρόσωπό της.
               «Μην πας!» του είπε με τη φωνή της να φανερώνει ικεσία αυτή τη φορά.
               Την κοίταξε έκπληκτος και προσπάθησε να καταλάβει αν η μητέρα του ήξερε. Τα μάτια της ήταν υγρά και τα χαρακτηριστικά της τραβηγμένα από την απόγνωση. Το ένστικτό της είχε μαντέψει σωστά, είχε ερμηνεύσει όλες εκείνες τις ατέλειωτες σιωπές του γιου της, τη λάμψη στα θλιμμένα του μάτια, τις ανέλπιστα όμορφες νότες που έβγαζε το βιολί του. Ο Αντόν συνειδητοποίησε πως η μητέρα του ήξερε πια. Ένιωσε τρομερά αμήχανος μα και συνάμα πιο αποφασιστικός. Κούμπωσε το τελευταίο κουμπί στο πουκάμισό του και φόρεσε το τριμμένο του παλτό. Στάθηκε για μια στιγμή μπροστά της και κοιτάχτηκαν στα μάτια. Τη φίλησε τρυφερά στο μέτωπο.
               «Να προσέχεις» του είπε.
               Δεν της απάντησε. Κατέβηκε σχεδόν τρέχοντας τις σκάλες και βγήκε στον δρόμο. Πλέον, δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο. Ίσως ήταν παρακινδυνευμένο αυτό που έκανε, μα δεν τον ένοιαζε. Η μόνη του έγνοια ήταν να δει πάση θυσία την αγαπημένη του.
               Έξω από το σπίτι των Λίμπερ είδε μαζεμένο κόσμο. Η καρδιά του σφίχτηκε, ένιωσε πως κάτι κακό συνέβαινε και πάγωσε στη σκέψη ότι μπορεί να συνέβη στη Σιμόν. Στάθηκε αποσβολωμένος, χωρίς να πάρει καμία προφύλαξη, κοιτώντας τον κόσμο που είχε μαζευτεί και προσπαθώντας να διακρίνει τη φιγούρα της ανάμεσά τους.  
               Η ατμόσφαιρα προμήνυε κάτι το άσχημο. Ήταν ο Καρλ που τον είδε. Μια άγρια χαρά ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. Με μια σβέλτη κίνηση άρπαξε το ρεβόλβερ από τη θήκη του πατέρα του, που στεκόταν δίπλα του και βρέθηκε μπροστά στον Αντόν πριν προλάβει οποιοσδήποτε να αντιδράσει.
               «Τρισάθλιε Εβραίε!» ούρλιαξε «Σου τη χάρισα την πρώτη φορά αλλά όχι και τώρα»
               Η Σιμόν αντιλήφθηκε τη σκηνή. Έπεσε με απελπισία πάνω στο παράθυρο και μια τρομακτική τσιρίδα ξέφυγε από το στόμα της προσπαθώντας να προειδοποιήσει τον αγαπημένο της. Δεν τα κατάφερε όμως, καθώς την κάλυψε ο ήχος του όπλου που εκπυρσοκρότησε μπροστά στα έντρομα μάτια του Anton.

               «Ολοένα και μεγαλώνει ο κύκλος του αίματος προς τέρψη των αχόρταγων δοντιών σου. Βέβαια, τούτος εδώ είναι ιδιαίτερη περίπτωση, καθώς όση απαλότητα καλύπτει την ψυχή του, τόση σκληράδα κουβαλάει το λιπόσαρκο κορμί του. Ποιος να το ’λεγε; Ήμουν απολύτως σίγουρη πως θα οσφραινόσουν αίμα Άριας φυλής κι όχι μιαρό των απογόνων του Δαβίδ. Η πάλη ήταν δυνατή· παραδέξου το Χάροντα! Αμφίρροπη το δίχως άλλο, αφού το όπλο εύκολα άλλαζε χέρια. Καθόσουν κι έκανες χάζι, παρακολουθώντας το ανιαρό για τα δικά μου γούστα πέρα δώθε του σιδερικού του θανάτου. Κάποια στιγμή τα ’χασα, η σύγχυσή μου ήταν τεράστια όταν ο Καρλ δεν πάτησε την κατάλληλη στιγμή τη σκανδάλη, μα τι τον είχε πιάσει; Δεν μπορεί κανείς να με κατακρίνει για την προτίμηση που έχω ενίοτε στα θύματα, πόσο μάλλον εσύ που σ’ ενδιαφέρει κυρίως η ποσότητα κι όχι η ποιότητα! Μα να, άλλο το ζεστό και μαλθακό αίμα ενός Εβραίου κι άλλο το κρύο και ισχυρό ενός γεννημένου φονιά! Ήμουν απόλυτα σίγουρη πως ο Καρλ θα έπεφτε από τη σφαίρα του ρεβόλβερ του αφού ο Εβραίος το είχε για άλλη μια φορά στην κατοχή του. Μα πόση ηδονή με κατέκλυσε όταν τελικά το Γερμανόπουλο κέρδισε το χαμένο έδαφος εκ νέου. Παρόλο που το αίμα του είναι ανώτερο, δεν ήθελα να το γευτείς ακόμη. Έπρεπε να πάρει λίγη παράταση ζωής. Χαμογέλασα γέρικα, μια αιωνιότητα κουβαλάω μην το ξεχνάς, και απλά περίμενα... Για να είμαι ειλικρινής, ήμουν σίγουρη πως θα τον είχες ήδη κατασπαράξει, μα φαίνεται πως ο Αντόν το παλεύει· παλεύει να ζήσει! Συντόμευε Χάροντα τελείωσέ τον!» ήταν τα τελευταία λόγια της σκιάς που πολλοί την καλούσαν Μοίρα.
              
               Ο άνεμος χτυπούσε αλύπητα το κερωμένο απ΄ την οργή και τρόμο πρόσωπο της Σιμόν. Ο νους της δεν μπορούσε να συλλάβει αυτό το θέαμα, ο καλός της ήταν αιμόφυρτος, δίχως το παραμικρό ίχνος ανάσας.
               «Λοιπόν τι έχεις να πεις μικρή;» στράφηκε χαιρέκακα προς τη μεριά της ο Καρλ «Στον άλλον κόσμο που τον έστειλα, εκεί κάποια στιγμή θα τον συναντήσεις ξανά! Προς το παρόν θα κάνουμε παρέα τα δυο μας!»
               «Δεν είμαι φτιαγμένη για δω... θα τον ακολουθήσω...» ψιθύρισε ανάμεσα στα αναφιλητά το κορίτσι.
               Έχοντας πλήρη συναίσθηση της απόφασής της άρπαξε το όπλο, το οποίο ο Καρλ δεν είχε σηκώσει από το έδαφος όπου το είχε πετάξει επιδεικτικά μετά την πράξη του. Σαν να ‘ταν κάτι απολύτως φυσιολογικό, η Σιμόν τοποθέτησε την κάννη στον κρόταφό της...


Χριστίνα Καρρά
Ηλίας Στεργίου