Αυγούστα Θεοφανώ η Λάκαινα (Κεφάλαιο 3 - Του Έρωτος θελήματα - μέρος 1)

Καλοκαίρι 956 μ. Χ.

Είχανε πανηγύρι κείνες τις μέρες στη Λακεδαίμονα, και κόσμος πολύς είχε συναχθεί, οι ντόπιοι που βρίσκανε την ευκαιρία για σχόλη, έμποροι και μικροπωλητές που διαλαλούσαν τις πραμάτειες τους και κάθε λογής θαυματοποιοί απ’ όλο τον Μορέα αλλά και πιο μακρινά ίσως μέρη. Τα παιδιά τραβάγανε από το χέρι και τα ιμάτια τους γονιούς, οσάκις ήτανε μαζί τους, ζητώντας να τους αγοράσουνε παστέλι, ή λεπτά για να ρίξουνε στον αρκουδιάρη, κουρελή και μισοφαφούτη, που όμως τα έκανε να γελάνε και να φωνασκούν αφιονισμένα, σαν χτύπαγε το ντέφι του κι η καδενωμένη αρκούδα έσειε το βαρύ ταλαίπωρο τομάρι της στο ρυθμό του.
Οι κυράδες, πάλι, χάζευαν φορέματα, πλουμίδια, πομάδες και αρώματα, τα πιάνανε, τα οσφραίνονταν, και όταν είχαν μαζί τους τα ανάλογα χρήματα τα δίνανε πρόθυμα για να αποκτήσουν ό,τι λαχταρήσανε με την αφή, το θώρι ή το μύρισμα, κι ας στραβομουτσούνιαζαν πολλές φορές οι άντρες τους με την κουταμάρα της γυναικείας φιλαρέσκειας. Κατέβηκε κι η Αναστασώ λοιπόν να κάνει χάζι σ’ αυτό το πατιρντί, και βέβαια έχοντας σκοπό μήπως βρει τίποτα καλό να προσθέσει στον μικρό της θησαυρό. Και κάτι εντόπισε σύντομα: στον πάγκο απάνω ενός πραματευτή, που ’χε σταθμεύσει το κάρο και το γαϊδούρι του κοντά της, μέσα σ’ όλα τα άλλα ξεχώριζε ένα άσπρο χτένι κοκαλένιο, στολισμένο με κόκκινα μικρά μαργαριτάρια. Άστραψε τότε το βλέμμα της δεκαπεντάχρονης κοπέλας, σίγουρα αυτό το φινετσάτο αντικείμενο ταίριαζε γάντι στη μελαχρινή ομορφιά της.
«Έμπορα, πόσο το πουλάς;» ρώτησε τον άνθρωπο δείχνοντάς το.
«Ανάλογα… Πόσα έχεις να δώσεις, κοπελιά;» της επέστρεψε εκείνος την ερώτηση, τηρώντας την απ’ την κορφή ως τα νύχια. Η Αναστασώ ψαχούλεψε το πουγκί της, έβγαλε τα νομίσματα στην παλάμη της και την άνοιξε.
«Τόσες φόλλεις[1]» αποκρίθηκε, με την ελπίδα στα μάτια, μα ο έμπορος έγνεψε αρνητικά.
«Αποκλείεται. Το χτένι αυτό αξίζει τουλάχιστον μιλιαρέσι… Δε μπορώ να σ’ το πουλήσω, λυπάμαι»
Κι έκανε να της γυρίσει την πλάτη. Μια σκιά απογοήτευσης πέρασε απ’ την όψη της, όμως το παιχνίδι το ήξερε πλέον και ήταν έτοιμη να παζαρέψει, όταν άκουσε μια φωνή πίσω της:
«Δεν έχει αυτή η παρακατιανή να πληρώσει; Μη σπαταλάς τον χρόνο σου, καλέ μου άνθρωπε… Εγώ μπορώ να τ’ αγοράσω το χτενάκι!»
Μεμιάς η Αναστασώ γύρισε να κοιτάξει ποια ήταν η αντιδιεκδικήτριά της, αν και δε χρειαζόταν. Την είχε αναγνωρίσει από τον εκνευριστικό ήχο που έβγαζε το στόμα της… Ήταν η Ξένη, η θυγατέρα του πρωτονοτάριου[2] του θέματος Πελοποννήσου και Ελλάδος, που είχε τη φαμελιά του εδώ στη Σπάρτη, ένα νερόβραστο πλουσιοκόριτσο στην ηλικία της περίπου, το οποίο δεν έχανε την ευκαιρία για επίδειξη, μαζί με δυο τρεις άβρες της που τη συνόδευαν.
«Τόσα είναι καλά;» πρότεινε μια τιμή στον πραματευτή πλησιάζοντας κι έδειξε κάμποσα ασημένια τάλαρα μες στη χούφτα της.
«Μα βέβαια, δέσποινά μου!» έσπευσε να πει ο ανθρωπάκος, αλλά ενώ ετοιμαζόταν να διεκπεραιώσει τη συναλλαγή, η Αναστασία παρενέβη πετώντας σπίθες:
«Για μια στιγμή! Γιατί να πάρεις εσύ το χτενάκι; Εγώ ήρθα πρώτη, κι άλλωστε δεν πάει διόλου στα μαλλιά σου… Είναι ξανθά και άχρωμα, ενώ τα δικά μου μαύρα σαν του κοράκου το φτερό!»
Η Ξένη την κοίταξε μια στιγμή υπεροπτικά, κι ύστερα δήλωσε:
«Για δείτε ποια θέλει να αγοράσει χτένι μαργαριταρένιο! Η κόρη του Κρατερού του κάπελα… Και θαρρεί πώς πάει και με τα μαλλιά της! Ας γελάσω!»
Και μ’ αυτά τα λόγια χαχάνισε επιδεικτικά, κάνοντας την Αναστασώ ηφαίστειο. «Άκου να σου πω!» την έπιασε από μια άκρη του πέπλου της απότομα, έτσι που της κόπηκε ευθύς το γέλιο. «Μπορεί να ’μαι κόρη ταβερνιάρη, αλλά ο, τι θέλω γω το παίρνω, κακομαθημένη φραγκόκοτα! Κατάλαβες;» της αντιγύρισε κεραυνώνοντάς την με το βλέμμα. «Δωσ’ μου το χτένι!» απαίτησε ξανά από τον καημένο τον γυρολόγο, που είχε σαστίσει.
«Δε γίνεται, η άλλη έχει πιο πολλά…» ψέλλισε, μα η καπηλοπούλα απτόητη: «Δωσ’ μου το, είπα!» βρυχήθηκε σαν λέαινα, χτυπώντας τη γροθιά της στον πάγκο δυνατά, ο έμπορας πισωπάτησε τρομαγμένος κι εκείνη βρήκε την ευκαιρία να το αρπάξει μες στα χέρια της.
«Δεν είναι δίκαιο! Σε μένα πρέπει το χτενάκι!» τσίριξε υστερικά η Ξένη και ρίχτηκε πάνω της να το πάρει. Και τα κατάφερε, για μια στιγμή μονάχα όμως, γιατί αμέσως μετά η Αναστασώ της το ξανάκλεψε, χωρίς ετούτη τη φορά να το κρατήσει, παρά το πέταξε χάμω στο χώμα και το ποδοπάτησε μανιωδώς, ώσπου μ’ ένα κρακ το χτενάκι συνεθλίβη κάτω απ’ τον πάτο των σανδαλιών της, με αποτέλεσμα η μεν Ξένη να μαρμαρώσει, ο δε πραματευτής να γουρλώσει τα μάτια του και να ανοίξει το στόμα δυο πήχες με απόγνωση.
«Τώρα το βλέπεις το παλιόπραμα; Έσπασε, πάει, τέλειωσε!» φώναξε θριαμβευτικά κροτώντας σταυρωτά τις παλάμες της. «Ούτε γω, ούτε συ, καμιά πια δε θα το ’χει!»
Η Ξένη έβαλε τα κλάματα και βιάστηκε να απομακρυνθεί τρέχοντας, και η Αναστασία έριξε μια περιφρονητική ματιά στο σπασμένο χτένι πριν το κλωτσήσει παραπέρα, μη δίνοντας δεκάρα για τον έμπορο που τράβαγε τα μαλλιά του για τη χασούρα και τις έβριζε για τη ζημιά που του κάνανε. Πιο κάτω, στον περίβολο της εκκλησιάς, συντοπίτες της στήνανε χορό, με αυλό, λαβούτα, ψαλτήρι[3] και κρουστά. Πήγε κι αυτή και πιάστηκε, το κορμάκι της δονήθηκε γλυκά στα βήματα του χορού και τη μουσική, η αηδονόλαλη φωνή της έψαλλε χαρωπά τα λόγια των σκοπών. Κι όπως ξεχώριζε μέσα στις γυναίκες με το ανάστημά της, έμοιαζε νεράιδα των βουνών που της έλειπε το μαγικό πέπλο για να το τυλίξει γύρω της και να χαθεί στα όρη… Πάνω στη διασκέδαση, όμως, ήρθε να τη βρει ο Κρατερός, που ανήσυχος με την απουσία της είχε βγει και τη γύρευε, κι η μικρή αναγκάστηκε θέλοντας και μη να τον ακολουθήσει πίσω στο σπίτι τους.
«Ποτέ δε μ’ αφήνεις να χαρώ τίποτα» του παραπονέθηκε έντονα λίγο αργότερα, καθώς συγύριζαν το καπηλειό. «Σ’ έναν χορό είπα να μπω κι εγώ, κι ήρθες και με μάζεψες άρον - άρον… Γιατί, πατέρα; Δεν έχω δικαίωμα να βγω έξω απ’ τον οίκο μας, να νιώσω λίγο ελεύθερη; Ολημερίς πλένω, σκουπίζω, μαγειρεύω, ταΐζω τα ορνίθια, αρμέγω την αίγα και μαζεύω τις βρομιές τους, και το βράδυ πάλι να παριστάνω τη δούλα για τα γουρούνια που μπεκροπίνουν εδώ μέσα!» κατέληξε τσαντισμένη, απαριθμώντας όσα έλεγε με τα δάχτυλά της. «Δεν είναι ζωή αυτή πια, πατέρα, μαρτύριο είναι! Βαρέθηκα, βαρέθηκα τα πάντα…»
«Αναστασώ, μη γίνεσαι αχάριστη» τη συμβούλεψε ήρεμα ο Κρατερός. «Έτσι τα ’θελε ο Θεός για μας… Μα ποτέ δε σου ’λειψε τίποτα, κόρη μου, όσο φτωχοί κι αν είμαστε…»
«Αλήθεια;» αντιμίλησε ειρωνικά η κοπελίτσα. «Δεν το νομίζω… Γιατί αν δε μου λείπανε, δε θα ’κανα όλα αυτά που είμαι αναγκασμένη να κάνω!»
«Και τι σου λείπει εσένα, για να ’χουμε το καλό ρώτημα; Τι παραπάνω θες πια να ’χεις;» έκανε ο κάπελας, νιώθοντας να χάνει την υπομονή του.
«Πολλά! Πράγματα που δε μπορείς να μου προσφέρεις ούτε εσύ, ούτε το πανδοχοκαπηλείο σου! Μα σ’ το λέω, κάποτε εγώ θα τα καταφέρω… Θα φτάσω ψηλά, πολύ ψηλά, δε θα κυλιέμαι πλέον στη λάσπη, ούτε θα παντρευτώ κανέναν ξυπόλητο χωριάτη να μου αραδιάσει πεινασμένα κουτσούβελα! Τ’ ακούς, πατέρα; Αρχόντισσα θα γίνω γω, αρχόντισσα!»
Κι αφού μαστίγωσε δυνατά με τη βρεγμένη πατσαβούρα που κρατούσε στο χέρι της την κοντινότερη τάβλα της ταβέρνας, την πέταξε πάνω της και βγήκε νευριασμένη στην αυλή. Ο Κρατερός, έχοντας ακούσει αμήχανος κι εμβρόντητος το λογύδριο της κόρης του, έμεινε για μερικές στιγμές άπραγος και βουβός να κοιτάει προς το μέρος της, έπειτα σταυροκοπήθηκε αργά, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό και λύγισε τους αγκώνες του σε στάση προσευχής.
«Κύριε, βοήθησέ με» μουρμούρισε. «Δωσ’ μου φώτιση να καταλάβω… Έφταιξα κάπου; Γιατί να μου πει τέτοια λόγια το παιδί μου; Κι εσύ, Βανθώ μου», στράφηκε τώρα στη νεκρή του σύζυγο, «έφυγες νωρίς και μ’ άφησες έναν άντρα μόνο να μεγαλώνω τούτο δω το θηλυκό, την εικόνα σου… Είναι καμώματα της εφηβείας μονάχα όλα αυτά, ή θα μας βρει κάνα κακό, κούφια η ώρα που τ’ ακούει;..»


«Πατέρα, να σου μιλήσω;» ρώτησε ο Ρωμανός τον Κωνσταντίνο εκείνο το πρωί του Μάη, μπαίνοντας στο σπουδαστήριο όπου ο φιλόμουσος αυτοκράτορας καταγινόταν με τη μελέτη βιβλίων και τη συγγραφή των έργων του.
«Βεβαίως, γιε μου. Να, κάθισε» απάντησε αυτός με ένα μειδίαμα, βάζοντας την πένα του στον κονδυλοφόρο, και του έδειξε ένα θρονί πιο δίπλα. Ο νεαρός πρίγκιπας το έσυρε κοντά στο γραφείο του πατέρα του, ακριβώς απέναντί του, έκατσε πάνω στο βελουδένιο μαξιλάρι και στήριξε με αδημονία τους πήχεις του στα ξυλόγλυπτα μπράτσα του επίπλου.
«Λοιπόν, σ’ ακούω» του έδωσε τον λόγο ο Κωνσταντίνος, ακουμπώντας τα νώτα του στην πλάτη του δικού του θρόνου, και παράλληλα τον περιεργαζόταν, με καμάρι και περίσκεψη μαζί. Πόσο είχε μεγαλώσει ο πολυαγαπημένος του γιος, πρόσφατα έκλεισε τα δεκαεπτά, άντρας σωστός σχεδόν! Αν είχε και λίγο μυαλό παραπάνω για τις ευθύνες που επρόκειτο κάποτε να αναλάβει, θα ήταν τρισευτυχισμένος ο πενήντα ενός Μαΐων πλέον βασιλιάς…
«Πατέρα, μεγάλωσα πια» είπε ο Ρωμανός γέρνοντας λίγο μπροστά το σώμα του. «Κι επειδή μεγάλωσα, θέλω να βγω να γνωρίσω τον κόσμο, έξω απ’ την Πόλη…»
Τον κοίταξε σκεφτικός για μια στιγμή ο Κωνσταντίνος, κάπως έκπληκτος είναι η αλήθεια από τη δήλωσή του, ενώ εκείνος κρεμόταν απ’ τα χείλη του και λαμπύριζαν ανυπόμονα τα γαλανά του μάτια.
«Πώς σου ήρθε αυτή η επιθυμία, γιε μου; Εσύ, ο διάδοχος, να τριγυρνάς στις επαρχιακές οδούς και στην ύπαιθρο, μακριά από τα τείχη της Βασιλεύουσας; Ούτε ο παππούς σου ο Λέων κι ο προπάππος σου ο Βασίλειος άφησαν ποτέ την ασφάλεια της θεοφύλακτης Πόλης μας, ούτε κανείς από τους προκατόχους τους, εκτός αν τους καλούσε η ανάγκη ή ο πόλεμος…»
«Σου εγγυώμαι, πατέρα μου σεβαστέ και αγαπημένε, ότι δε θα πάθω τίποτα. Εδώ τα βάζω με τα άγρια θηρία και ποτέ μου δεν πληγώνομαι» αντέσκοψε ήρεμα ο δεκαεπτάχρονος έφηβος, με ξέχειλη αυτοπεποίθηση, τονίζοντας την κλητική προσφώνηση για να τον καλοπιάσει. «Εσύ να μου δώσεις μονάχα τα χρειαζούμενα, και θα γυρίσω πίσω σώος κι αβλαβής… Σε παρακαλώ, κάνε μου το χατίρι!»
Τι να κάνει ο Κωνσταντίνος; Το σκέφτηκε από δω, το σκέφτηκε από κει, το κλωθογύρισε το ζήτημα χίλιες φορές στο μυαλό του, τον παρακάλεσε κι ο Ρωμανός άλλες τόσες, έλιωσε τα μάρμαρα να περπατάει πέρα-δώθε συλλογισμένος, και στο τέλος πήρε απόφαση να του επιτρέψει του παιδιού του το ταξίδι που γύρευε. «Στο κάτω-κάτω της γραφής», κατέληξε, «μπορεί να του φανεί και χρήσιμο, να ενδιαφερθεί για το βασίλειο και την κληρονομιά του…» Έτσι, του ετοίμασε μια μικρή συνοδεία από δούλους, τον προμήθευσε με χρήματα, ψωμί και προσφάγια για τον δρόμο, του έδωσε την πατρική του ευχή και τον έστειλε στο καλό. Συντρόφους του σ’ αυτή την εξόρμηση πήρε ο Ρωμανός και δυο φίλους του αρχοντόπουλα, γιους αξιωματούχων της Αυλής, τον Μηνά και τον Θεόδωρο, δεκαοχτώ χρόνων περίπου ο ένας, είκοσι σφαλιστά ο άλλος. Ο Μηνάς ήταν πιο ορμητικός και διψούσε για περιπέτεια, ενώ ο Θεόδωρος, ως μεγαλύτερος και πιο συνετός, ακολουθούσε πάντα τους φίλους του για να τους προσέχει, χωρίς να σημαίνει αυτό πως δεν του άρεσε καθόλου το κυνήγι, το κρασί ή οι γυναίκες – απλώς σε κείνους άρεσαν όλα λίγο παραπάνω…




[1]Υποδιαίρεση του βυζαντινού νομίσματος (ως την εποχή των Κομνηνών τουλάχιστον): 1 χρυσός σόλιδος=12 μιλιαρέσια=24 κεράτια=288 φόλλεις. Μιλιαρέσι και κεράτιο ήταν αργυρά νομίσματα, ενώ η φόλλις χάλκινο όπως και τα κατώτερα νουμμία και τα υποπολλαπλάσιά τους.

[2] Ο πολιτικός άρχοντας του θέματος, αλλιώς κριτής ή δικαστής. Συνήθως δύο θέματα είχαν από κοινού έναν κριτή.

[3] Νυκτό έγχορδο που προσομοιάζει μάλλον το κανονάκι


Λίνα Δώρου