Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 3ο - Κεφάλαιο 10)


ΜΕΪΝΛΟΟΥΝ
«Ο ΣΑΝΤΕΝ ΜΟΥ ΕΙΠΕ ΠΩΣ ο Εστέφαν είναι μαζί σου. Μπορείς να με πας σε αυτόν;» Η Φιέρα κοίταζε κατάματα τη Μία με πολύ σοβαρό βλέμμα. Εκείνη ξεροκατάπιε έκπληκτη.
«Γνωρίζεις τον Εστέφαν;» Τη ρώτησε βραχνά.

    Ξαφνικά η αλλόκοτη συμπεριφορά του ξεκινούσε να βγάζει νόημα. Όσο η κοπέλα κοίταζε το γλυκό παιδί συνειδητοποιούσε πόσο ξεχωριστό ήταν. Το βάθος των ματιών της Φιέρας την τρόμαζε, μα ο τρόπος που κοίταζαν την ηρεμούσε. Και η επικοινωνία ενός παιδιού με τον δράκο, πρόδιδε πόσο ξεχωριστό ήταν αυτό το κορίτσι. Όσο την παρατηρούσε, η Μία καταλάβαινε πως μάλλον αυτό ήταν το άτομο που αγαπούσε ο άντρας. Ο Εστέφαν της είχε πει πως για να σώσει αυτό το άτομο έπρεπε να το απογοητεύσει. Δεν ήθελε να το παραδεχτεί, αλλά τώρα μπορούσε να δει όσα της είχε πει. Η Φιέρα ήταν απλά ένα παιδί και θα απογοητευόταν πολύ εύκολα. Μα ο άντρας δεν είχε καταλάβει πως τα παιδιά συγχωρούν πάντοτε αυτούς που αγαπούν. Αυτή τη στιγμή το κορίτσι τον αναζητούσε και στα μάτια του ήταν χαραγμένη η αφοσίωση που ένιωθε.
«Ναι. Με χρειάζεται». Είπε κατσουφιασμένα και την κοίταξε με παρακλητικά μάτια. Η Μία αναστέναξε.
«Η αλήθεια είναι πως κι εγώ δεν ξέρω που να τον βρω. Όλα είναι περίεργα από τότε που φτάσαμε στο Μέινλοουν. Ο Εστέφαν είναι περίεργος». Παραδέχτηκε και αμέσως μετά αναρίγησε. Απόρησε γιατί είχε πει τόσο πολλά στο μικρό κορίτσι. Εκείνο της χαμογέλασε ζεστά.
«Μην ανησυχείς, σύντομα θα είναι ξανά ο εαυτός του». Έκλεισε τα μάτια της ενώ το χαμόγελο δεν εγκατέλειψε τα χείλη της ούτε για μια στιγμή. Το απόμακρο πρόσωπο της Μία λύγισε μπροστά στο τρυφερό παιδί και χαμογέλασε πίσω.
«Τότε θα προσπαθήσω να τον βρω».
«Ποιος είναι ο Εστέφαν;» Το κενό βλέμμα του Λίον επανέφερε την απόμακρη μάσκα της Μία στο πρόσωπό της.
«Ακόμη εδώ είσαι;» Αναφώνησε κουρασμένα. Εκείνος την προσπέρασε αδιάφορα και έσκυψε προς τη Φιερα.
«Είναι ο μπαμπάς σου;» Της μιλούσε σαν να απευθυνόταν σε τρίχρονο. Η Μία στριφογύρισε τα μάτια της απηυδισμένα.
«Ναι και εγώ η μαμά της». Ο Λίον την κοίταξε έκπληκτος κι εκείνη του χτύπησε χαϊδευτικά το κεφάλι. «Άφησε ήσυχο το κορίτσι». Τον επέπληξε ενώ την ίδια στιγμή έκλεισε το μάτι στη Φιέρα.
    Η πόρτα του μεγάλου δωματίου άνοιξε και εμφανίστηκε ένα αντρικό πρόσωπο που η Μία γνώριζε καλά. Ήταν ένας άντρας γύρω στα πενήντα με κοντοκουρεμένα καστανά μαλλιά. Τα μάτια του ήταν πανομοιότυπα με εκείνα της Μια. Φορούσε ένα ζεστό και ογκώδες παλτό. Έκανε νόημα στον Λίον να τον πλησιάσει κι εκείνος υποκλίθηκε. Έκανε μια σβούρα και κατευθύνθηκε προς τον στρατηγό Γκέλντορ Μόλτεν. Η κοπέλα έκανε ένα βήμα μα το αυστηρό του βλέμμα την σταμάτησε.
«Πατέρα». Μονολόγησε μπερδεμένη.
«Έχουμε συμβούλιο. Ο Λίον θα ηγηθεί των ανατολικών στρατευμάτων. Εσύ δεν είσαι στρατηγός από όσο θυμάμαι». Η σκληρή φωνή του αναζωπύρωνε μια φλόγα που έκαιγε μέσα της. Γιατί κατά βάθος διψούσε για λίγη αναγνώριση από τον ψυχρό της πατέρα. Αλλά ήταν κάτι άλλο που είχε προσελκύσει τη προσοχή της. Ο Λίον; Στρατηγός; Θα μπορούσε να της το είχε πει χιλιάδες φορές για να κερδίσει το σεβασμό της. Αλλά την είχε αφήσει να τον μειώνει και να τον κατσαδιάζει.
«Μάλιστα». Απάντησε και υποκλίθηκε στον Γκέλντορ και τον Λίον. Το πρόσωπο του πατέρα της χάθηκε μα ο Λίον δίστασε. Την κοίταξε και της χαμογέλασε. Η Μία μπορούσε ακόμη να δει τις φλόγες μέσα στα καστανά του μάτια.
«Τα λέμε αργότερα Μία». Κούνησε το χέρι του προς εκείνη, σαν φίλος και όχι σαν στρατηγός. Κι εκείνη του χάρισε ένα χαμόγελο.
    Έτσι απέμεινε η κοπέλα, το παιδί και ο δράκος. Ενώ η Μία χαιρετούσε τον Λίον και τον πατέρα της η Φιέρα είχε βρει έναν τρόπο να σκαρφαλώσει πάνω στον Σάντεν. Τα μικρά της χέρια αγκάλιαζαν τον λαιμό του και τα χείλη της του ψιθύριζαν. Ο δράκος καθόταν ακίνητος και τα μάτια του ήταν ερμητικά κλειστά. Η Μία προχώρησε προς το μέρος του και τα βλέφαρά του μισάνοιξαν. Το βλέμμα του εξέπεμπε ηρεμία και γαλήνη.
«Πάμε να βρούμε τον Εστέφαν λοιπόν;» Τα μάτια της Φιέρας έλαμψαν.Δίχως δεύτερη σκέψη κύλησε στο ανοιχτό φτερό του Σάντεν.
    Το χέρι του παιδιού ήταν φωλιασμένο μέσα στη παλάμη της Μία και προχωρούσαν. Αρχικά εξερεύνησαν το κέντρο του στρατοπέδου. Ο όχλος δεν τις βοήθησε ιδιαίτερα. Εκτός αυτού η κοπέλα ανησυχούσε για το κορίτσι. Δεν της άρεσε ένα παιδί να βρίσκεται ανάμεσα σε τόσα όπλα. Έτσι σύντομα ξεκίνησε να κατευθύνει το παιδί προς το μέρος όπου τον είχε δει τελευταία φορά. Όταν έφτασαν στα δέντρα έξω από το Μέινλοουν, η Φιέρα χαμογέλασε και έσφιξε το χέρι της Μία.
«Τον βρήκες». Της είπε ανακουφισμένη.
    Ο Εστέφαν στηριζόταν πάνω σε έναν κορμό και ατένιζε τα φύλλα που λικνίζονταν. Οι σκέψεις του βομβάρδιζαν το κεφάλι του ενώ εκείνος αδιαφορούσε για αυτές. Συνεχώς έπεφτε μέσα στη μαύρη άβυσσο του μυαλού του. Μα με κάποιον τρόπο κατάφερνε να βγει από εκεί και να αναπνεύσει. Είχαν περάσει μέρες από τη τελευταία φορά που η Φιέρα είχε κάνει τις σκέψεις του να σιωπήσουν. Ήξερε πως ήταν θέμα χρόνου τώρα πια. Σύντομα θα την έβλεπε. Και λίγο αργότερα θα την ελευθέρωνε από τον Κλέιν. Είχε απομείνει μόλις ένας μήνας μέχρι το τέλος του τρίτου χρόνου. Σε τριάντα μέρες τα σχέδια του μάγου θα ολοκληρώνονταν και η Φιέρα θα κέρδιζε την ελευθερία της. Τριάντα μέρες, σκέφτηκε εξουθενωμένα.
    Η Μία και η Φιέρα κοίταξαν τον άντρα. Το πρόσωπό του ήταν πιο ωχρό από ότι συνήθως. Τα γαλάζια μάτια του φαίνονταν κουρασμένα. Κάτω από αυτά είχαν σχηματιστεί μαύροι κύκλοι. Τα μαλλιά του έμοιαζαν ιδρωμένα έτσι όπως κολλούσαν στο πρόσωπό του. Φαινόταν πιο βασανισμένος από ότι ήταν το περασμένο απόγευμα. Έμεινες εδώ όλες αυτές τις ώρες; Αναρωτήθηκε η Μία. Η Φιέρα ξεκίνησε να τρέχει προς το μέρος του. Το χέρι της ξέφυγε από τη παλάμη της κοπέλας και τα ποδοβολητά της τράβηξαν τη προσοχή του άντρα. Το απόμακρο βλέμμα του άλλαξε. Έγινε πιο ζεστό από ποτέ.
    Η Φιέρα τρύπωσε στην αγκαλιά του χωρίς κανέναν δισταγμό και τα χέρια του την τύλιξαν αυθόρμητα. Εκείνος έκλεισε τα μάτια του και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. Η Μία παρατήρησε τρομαγμένη πως το χρώμα του προσώπου του ξεκίνησε να επιστρέφει. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα απόλυτης ησυχίας. Όταν τα βλέφαρα του Εστέφαν άνοιξαν ξανά, οι σακούλες κάτω από τα μάτια του είχαν εξαφανιστεί και τα μάτια του έλαμπαν χαρούμενα και ξεκούραστα.
«Ήρθες». Ψιθύρισε ο άντρας στο κορίτσι ενώ τα μάτια του σκιαγραφούσαν το σώμα της Μία από μακριά.
«Εστέφαν!» Τον μάλωσε η Φιερα ντροπαλά. Εκείνος γέλασε και κοίταξε το μικρό της πρόσωπο.
«Για μια στιγμή νόμιζα πως θα είχες γίνει γυναίκα». Της είπε πειραχτικά και εκείνη του έδειξε τη γλώσσα της. «Φιέρα τριάντα μέρες έμειναν». Της είπε κουρασμένα. Εκείνη χάιδεψε το μάγουλό του με τα μικρά της δάχτυλα.
«Θυμάσαι την υπόσχεσή σου;» Τον ρώτησε εξεταστικά.
«Ναι. Εκείνη θα είναι η νύχτα που θα δούμε μαζί τα αστέρια». Μερικά δάκρυα κύλισαν από το πρόσωπο του παιδιού.
«Μην το ξεχάσεις». Του είπε καθώς έπεφτε στην αγκαλιά του για μια ακόμη φορά.
    Η Μία κοίταζε προς το στρατόπεδο. Αισθανόταν άβολα που ήταν παρόν σε μια τόσο προσωπική στιγμή του Εστέφαν και της Φιέρας. Έτσι φρόντισε να αγναντεύει τα πέτρινα τείχη επίμονα. Οι σκέψεις της στροβιλίζονταν μπερδεμένες γύρω από το πρόσωπο του Εστέφαν. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είχε αλλάξει τόσο, όταν τον είχε αγκαλιάσει η Φιέρα. Αλλά αυτό ήταν καλό. Τώρα πια είχε μάθει πως ότι δεν μπορούσε να εξηγήσει ήταν μαγεία. Ο Εστέφαν και η Φιέρα την πλησίασαν όμως εκείνη ήταν πολύ αφηρημένη για να το αντιληφθεί. Όταν το σώμα του άντρα βρέθηκε κολλημένο πάνω στο δικό της αναγκάστηκε να ξεφύγει από τις σκέψεις της. Πετάχτηκε μακριά και ο Εστέφαν γέλασε με τη Φιέρα.
«Ξέρεις πως τα παντελόνια είναι πολύ ελκυστικά πάνω σου;» Της είπε γοητευτικά και της έκλεισε το μάτι. Πριν προλάβει να του απαντήσει την προσπέρασε και σήκωσε τη Φιέρα ψηλά. Την τοποθέτησε στους ώμους του. «Που θέλεις να πάμε τώρα;» Τη ρώτησε με παιχνιδιάρικο ύφος.
«Στο δωμάτιό σου». Αναφώνησε η  μικρή. Εκείνος γέλασε.
«Στις διαταγές σας». Της απάντησε. Η Μία περπατούσε μαζί τους αναρωτώμενη αν έπρεπε να τους αφήσει μόνους. Μέχρι που βρέθηκε μπροστά από τη σκηνή της.
«Στάσου». Είπε μπερδεμένη ενώ ο Εστέφαν και η Φιέρα έτρεχαν προς την είσοδο της σκηνής.


Ράνια Ταλαδιανού